Η τέχνη της ψυχανάλυσης


Το δο­κί­μιο του διά­ση­μου οι­κο­γε­νεια­κού ψυ­χο­θε­ρα­πευ­τή, στις δε­κα­ε­τί­ες 1960 και 1970, Jay Haley, κα­θώς και το δεύ­τε­ρο («Εγκώ­μιο της Ψυ­χα­νά­λυ­σης») που ακο­λου­θεί στο επό­με­νο τεύ­χος, πα­ρου­σιά­ζουν τις δύο όψεις της κλα­σι­κής ψυ­χα­να­λυ­τι­κής πρά­ξης με τρό­πο σκω­πτι­κό μεν, αλ­λά διεισ­δυ­τι­κό. Προ­έρ­χο­νται από μια συλ­λο­γή δο­κι­μί­ων του από το 1969 (σε ανά­λο­γο ύφος) με τον γε­νι­κό τί­τλο The power tactics of Jesus Christ (Οι τα­κτι­κές εξου­σία του Ιη­σού Χρι­στού). Από την ίδια συλ­λο­γή έχει δη­μο­σιευ­θεί στον Χάρ­τη το δο­κί­μιο «Πώς να έχε­τε ένα φρι­χτό γά­μο» όπου υπάρ­χουν και βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία του συγ­γρα­φέα.


Ο Τζέι Χέιλι
Ο Τζέι Χέιλι

Έχει γί­νει αρ­κε­τή έρευ­να από τους κοι­νω­νι­κούς επι­στή­μο­νες προ­κει­μέ­νου να επα­λη­θεύ­σουν τις ιδέ­ες του Φρόιντ για το ασυ­νεί­δη­το και τις διερ­γα­σί­ες του. Μας κά­νει όμως εντύ­πω­ση πό­σο πε­ριο­ρι­σμέ­νη εί­ναι η επι­στη­μο­νι­κή με­λέ­τη για ότι πραγ­μα­τι­κά λαμ­βά­νει χώ­ρα κα­τά την διάρ­κεια μιας ψυ­χα­να­λυ­τι­κής θε­ρα­πεί­ας. Ευ­τυ­χώς, αυ­τή η έλ­λει­ψη απο­κα­τα­στά­θη­κε από έναν φοι­τη­τή του Potters College, στο Yeovil της Αγ­γλί­ας. Αφού του χο­ρη­γή­θη­καν τα μέ­σα για ένα εκ­παι­δευ­τι­κό τα­ξί­δι στην Αμε­ρι­κή, ο ανώ­νυ­μος αυ­τός φοι­τη­τής πέ­ρα­σε πολ­λά χρό­νια στη χώ­ρα αυ­τή με­λε­τώ­ντας την τέ­χνη της ψυ­χα­νά­λυ­σης, τό­σο ως θε­ρα­πευό­με­νος όσο και ως θε­ρα­πευ­τής. Η έρευ­νά του απο­τυ­πώ­θη­κε σε ένα έρ­γο τριών τό­μων με τον τί­τλο “Η Τέ­χνη της Ψυ­χα­νά­λυ­σης ή Κά­ποιες πτυ­χές μιας δο­μη­μέ­νης συν­θή­κης όπου οι αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις των δύο με­ρών εν­σαρ­κώ­νουν τις πιο βα­σι­κές αρ­χές του “πά­νω χέ­ρι-κά­τω χέ­ρι, τί­νος εί­ν’ το πά­νω-πά­νω;”.” Όπως και οι πε­ρισ­σό­τε­ρες με­λέ­τες που γρά­φτη­καν για λο­γα­ρια­σμό του Potters College, αυ­τό το έρ­γο δεν δη­μο­σιεύ­θη­κε που­θε­νά και απέ­κτη­σαν πρό­σβα­ση σε αυ­τήν μό­νο κά­ποια προ­νο­μιού­χα μέ­λη του κλι­νι­κού προ­σω­πι­κού. Ωστό­σο, ένα αντί­γρα­φο “κα­τά­φε­ρε” να βρε­θεί για λί­γο στα χέ­ρια του γρά­φο­ντος και εδώ θα προ­σφέ­ρω μια σύ­νο­ψη των ευ­ρη­μά­των αυ­τής της έρευ­νας, για όσους προ­τί­θε­νται να υιο­θε­τή­σουν την δυ­να­μι­κή προ­ο­πτι­κή της Φρο­ϋ­δι­κής θε­ω­ρί­ας και να εξα­σκή­σουν τις πρα­κτι­κές μιας δύ­σβα­της τέ­χνης.

Οι σχε­τι­κοί, πλην ανοί­κειοι, όροι θα απο­δί­δο­νται και στην ψυ­χα­να­λυ­τι­κή ορο­λο­γία κα­θ’ όλη την διάρ­κεια της συ­νο­ψής μας, αλ­λά πριν ξε­κι­νή­σου­με εί­ναι απα­ραί­τη­τοι με­ρι­κοί γε­νι­κοί ορι­σμοί. Πρώ­τα-πρώ­τα, προ­κει­μέ­νου να δο­θεί ένας πλή­ρης ορι­σμός του τε­χνι­κού όρου “πά­νω χέ­ρι” θα απαι­τού­νταν οι σε­λί­δες μιας αρ­κε­τά με­γά­λης εγκυ­κλο­παί­δειας, κά­τι που πράγ­μα­τι έχει συμ­βεί στην αρ­χι­κή με­λέ­τη. Συ­νο­πτι­κά, ο όρος “από κά­τω” ορί­ζε­ται τε­χνι­κά ως η ψυ­χο­λο­γι­κή κα­τά­στα­ση ενός ατό­μου που δε μπο­ρεί να επι­βλη­θεί σε κά­ποιο άλ­λο άτο­μο. Το “από πά­νω”, πά­λι, ορί­ζε­ται τε­χνι­κά ως η ψυ­χο­λο­γι­κή κα­τά­στα­ση ενός ατό­μου που δεν εί­ναι “από κά­τω”. Για να δια­τυ­πώ­σου­με αυ­τούς τους όρους στην κα­θο­μι­λου­μέ­νη, με κίν­δυ­νο να χά­σου­με την επι­στη­μο­νι­κή αυ­στη­ρό­τη­τα, μπο­ρού­με να πού­με ότι σε όλες τις σχέ­σεις με­τα­ξύ αν­θρώ­πων ( και με­τα­ξύ άλ­λων θη­λα­στι­κών επί­σης) το ένα άτο­μο πά­ντα υπο­δει­κνύ­ει ότι έχει “το πά­νω χέ­ρι” στη σχέ­ση. Αυ­τό “το πά­νω χέ­ρι” δεν ση­μαί­νει απα­ραί­τη­τα ότι ακο­λου­θεί κά­ποια υπε­ρο­χή σε κοι­νω­νι­κό status ή οι­κο­νο­μι­κή επι­φά­νεια. Μά­λι­στα, πολ­λοί υπη­ρέ­τες εί­ναι ει­δή­μο­νες στο να επι­βάλ­λο­νται τους ερ­γο­δό­τες τους. Ού­τε βέ­βαια υπο­λο­γί­ζε­ται η ανω­τε­ρό­τη­τα σε πνευ­μα­τι­κό επί­πε­δο, όπως πο­λύ κα­λά γνω­ρί­ζει κά­θε δια­νο­ού­με­νος που τον έχει κα­βα­λή­σει σε αγώ­να ελ­λη­νο­ρω­μαϊ­κής πά­λης ένας μυώ­δης σκου­πι­διά­ρης. “Το πά­νω χέ­ρι” εί­ναι ένας σχε­τι­κός όρος που συ­νε­χώς ορί­ζε­ται και επα­να­κα­θο­ρί­ζε­ται μέ­σα στην εξέ­λι­ξη της σχέ­σης. Οι ελιγ­μοί που απαι­τού­νται για την από­κτη­ση της ανώ­τε­ρης θέ­σης μπο­ρεί να εί­ναι χον­δροει­δείς ή εξαι­ρε­τι­κά εκλε­πτυ­σμέ­νοι. Για πα­ρά­δειγ­μα, κά­ποιος που χρή­ζει βοη­θεί­ας συ­νή­θως δεν έχει “το πά­νω χέ­ρι”. Σκέ­φτε­ται, “Ε βέ­βαια, μό­νο αυ­τό μου αξί­ζει.” Εφό­σον οι τρό­ποι για να ελι­χθείς στην από πά­νω θέ­ση εί­ναι άπει­ροι, ας πά­με αμέ­σως να συ­νο­ψί­σου­με τις ψυ­χα­να­λυ­τι­κές τε­χνι­κές όπως πε­ρι­γρά­φο­νται στα τρία μέ­ρη της με­λέ­της.

Η ψυ­χα­νά­λυ­ση, σύμ­φω­να με την με­λέ­τη του Potter College, εί­ναι μια δυ­να­μι­κή ψυ­χο­λο­γι­κή δια­δι­κα­σία που πε­ρι­λαμ­βά­νει δύο αν­θρώ­πους, έναν θε­ρα­πευό­με­νο και έναν ανα­λυ­τή, κα­τά την οποία ο θε­ρα­πευό­με­νος επι­μέ­νει να ζη­τά από τον ανα­λυ­τή να έχει το πά­νω χέ­ρι ενώ ταυ­τό­χρο­να προ­σπα­θεί απε­γνω­σμέ­να να του επι­βλη­θεί. Και ο ανα­λυ­τής επι­μέ­νει να πα­ρα­μέ­νει ο θε­ρα­πευό­με­νος σε μειο­νε­κτι­κή θέ­ση ώστε να τον βοη­θή­σει να μά­θει να βγαί­νει από πά­νω. Ο απώ­τε­ρος σκο­πός αυ­τής της ιδιό­μορ­φης σχέ­σης εί­ναι να κα­τα­λή­ξει στον φι­λι­κό απο­χω­ρι­σμό ανα­λυ­τή και θε­ρα­πευό­με­νου.

Το ψυ­χα­να­λυ­τι­κό πλαί­σιο εί­ναι προ­σε­κτι­κά σχε­δια­σμέ­νο ώστε να κά­νει την ανώ­τε­ρη θέ­ση του ανα­λυ­τή σχε­δόν ακλό­νη­τη. Πρώ­τα από όλα, ο θε­ρα­πευό­με­νος πρέ­πει να πά­ει οι­κειο­θε­λώς στον ανα­λυ­τή και να του ζη­τή­σει βο­ή­θεια, ανα­γνω­ρί­ζο­ντας με αυ­τόν τον τρό­πο την κα­τω­τε­ρό­τη­τα του από το ξε­κί­νη­μα κιό­λας της σχέ­σης. Επι­πλέ­ον, ο θε­ρα­πευό­με­νος το­νί­ζει τη μειο­νε­κτι­κή του θέ­ση πλη­ρώ­νο­ντας με χρή­μα­τα τον ανα­λυ­τή. Πε­ρι­στα­σια­κά κά­ποιοι ψυ­χα­να­λυ­τές έχουν απε­ρί­σκε­πτα διαρ­ρή­ξει αυ­τή την δο­μη­μέ­νη συν­θή­κη ανα­λαμ­βά­νο­ντας δω­ρε­άν κά­ποιους ασθε­νείς. Η θέ­ση τους έγι­νε δύ­σκο­λη επει­δή ο ασθε­νής δεν εί­χε την τα­κτι­κή υπεν­θύ­μι­ση (την ημέ­ρα της πλη­ρω­μής) που τον υπο­χρε­ώ­νει να κά­νει μια θυ­σία για να υπο­στη­ρί­ξει τον ανα­λυ­τή, κι έτσι να πα­ρα­δε­χτεί την ανώ­τε­ρη θέ­ση του ανα­λυ­τή πριν ακό­μα αυ­τό ει­πω­θεί. Εί­ναι αξιο­θαύ­μα­στος εκεί­νος ο θε­ρα­πευό­με­νος που, έχο­ντας ξε­κι­νή­σει από αυ­τήν την αδύ­να­μη θέ­ση, κα­τα­φέρ­νει να”την βγεί” τον ανα­λυ­τή του, αλ­λά σε ιδιω­τι­κές συ­ζη­τή­σεις οι ανα­λυ­τές θα πα­ρα­δε­χτούν -για την ακρί­βεια θα γί­νουν έξαλ­λοι πα­ρα­δε­χό­με­νοι- ότι οι ασθε­νείς γί­νο­νται εξαι­ρε­τι­κά επι­δέ­ξιοι και χρη­σι­μο­ποιούν τέ­τοια τε­ρά­στια ποι­κι­λία από έξυ­πνα τε­χνά­σμα­τα* που ένας ανα­λυ­τής χρειά­ζε­ται να εί­ναι ιδιαί­τε­ρα εύ­στρο­φος για να δια­τη­ρή­σει την υπε­ρο­χή του.

Ο πε­ριο­ρι­σμέ­νος χώ­ρος δεν επι­τρέ­πει να κά­νου­με ανα­σκό­πη­ση της ιστο­ρί­ας της ψυ­χα­νά­λυ­σης εδώ, αλ­λά θα πρέ­πει να ση­μειω­θεί ότι από νω­ρίς στην εξέ­λι­ξή της έγι­νε εμ­φα­νές πως ο ανα­λυ­τής χρεια­ζό­ταν ενί­σχυ­ση από το πλαί­σιο για να ελέγ­ξει τους ασθε­νείς που ήταν πιο έξυ­πνοι από τον ίδιο. Μια πρώ­τη ενί­σχυ­ση ήταν η χρή­ση του ντι­βα­νιού για να ξα­πλώ­νει ο ασθε­νής. (Συ­χνά το απο­κα­λούν “το τέ­χνα­σμα* του Φρόιντ”, όπως άλ­λω­στε δι­κά του εί­ναι τα πε­ρισ­σό­τε­ρα τε­χνά­σμα­τα στην ψυ­χα­νά­λυ­ση.) Το­πο­θε­τώ­ντας τον ασθε­νή στο ντι­βά­νι, ο ανα­λυ­τής δί­νει στον θε­ρα­πευό­με­νο την αί­σθη­ση ότι τα πό­δια του αιω­ρού­νται ενώ έχει ταυ­τό­χρο­να την επί­γνω­ση ότι τα πό­δια του ψυ­χα­να­λυ­τή πα­τά­νε γε­ρά στο έδα­φος. Ο θε­ρα­πευό­με­νος τα­ρά­ζε­ται όχι μό­νο επει­δή πρέ­πει να μι­λά­ει ξα­πλω­μέ­νος, αλ­λά επει­δή βρί­σκε­ται κυ­ριο­λε­κτι­κά πιο χα­μη­λά από τον ανα­λυ­τή και με αυ­τόν τον τρό­πο το­νί­ζε­ται και γε­ω­γρα­φι­κά η κα­τω­τε­ρό­τη­τά του. Επι­πλέ­ον, ο ανα­λυ­τής κά­θε­ται πί­σω από το ντι­βά­νι από όπου εκεί­νος μεν μπο­ρεί να πα­ρα­τη­ρεί τον θε­ρα­πευό­με­νο, αλ­λά ο θε­ρα­πευό­με­νος δεν μπο­ρεί να τον δει.

Ετσι προ­κα­λεί­ται στον θε­ρα­πευό­με­νο εκεί­νη η ανα­στά­τω­ση που νιώ­θει κά­ποιος που λο­γο­φέ­ρει με έναν αντί­πα­λο ενώ έχει τα μά­τια του δε­μέ­να. Χω­ρίς να μπο­ρεί να δει την αντί­δρα­ση που προ­κα­λούν τα ρη­το­ρι­κά τε­χνά­σμα­τά του, δεν ξέ­ρει αν έχει το πά­νω χέ­ρι ή όχι. Κά­ποιοι θε­ρα­πευό­με­νοι προ­σπα­θούν να λύ­σουν αυ­τό το πρό­βλη­μα κά­νο­ντας δη­λώ­σεις όπως, “Κοι­μή­θη­κα με την αδελ­φή μου χθες το βρά­δυ”, και με­τά γυρ­νούν το κε­φά­λι για να δουν την αντί­δρα­ση του ανα­λυ­τή τους. Αυ­τά τα “σο­κα­ρι­στι­κά” κολ­πά­κια συ­νή­θως δεν έχουν απο­τέ­λε­σμα. Ο ανα­λυ­τής μπο­ρεί να ξαφ­νια­στεί, αλ­λά έχει χρό­νο να συ­νέλ­θει μέ­χρι να γυ­ρί­σει ο θε­ρα­πευό­με­νος και να τον κοι­τά­ξει. Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι ανα­λυ­τές έχουν τον τρό­πο να δια­χει­ρι­στούν έναν θε­ρα­πευό­με­νο που θα τους κοι­τά­ξει. Κα­θώς στρέ­φε­ται προς το μέ­ρος τους ο ασθε­νής, αυ­τοί προ­ση­λώ­νουν το βλέμ­μα τους στο κε­νό, ή μου­τζου­ρώ­νουν το τε­τρά­διό τους με ένα μο­λύ­βι, ή παί­ζουν με τη ζώ­νη που φο­ρά­νε, ή εστιά­ζουν στο τρο­πι­κό ψα­ρά­κι του ενυ­δρεί­ου τους. Αν -σπά­νια- κά­ποιος θε­ρα­πευό­με­νος βρει την ευ­και­ρία να πα­ρα­τη­ρή­σει τον ανα­λυ­τή του, εί­ναι απα­ραί­τη­τη προ­ϋ­πό­θε­ση να δει μό­νο μια απα­θή έκ­φρα­ση.

Η θέ­ση πί­σω από το ντι­βά­νι έχει μία ακό­μα χρη­σι­μό­τη­τα. Ανα­πό­φευ­κτα τα λό­για του ανα­λυ­τή με­γε­θύ­νο­νται σε ση­μα­σία αφού ο θε­ρα­πευό­με­νος δεν έχει άλ­λους τρό­πους να δια­πι­στώ­σει τι επί­δρα­ση έχει ο ίδιος στον ανα­λυ­τή. Ο ασθε­νής κρέ­με­ται από κά­θε λέ­ξη του ανα­λυ­τή, και εξ ορι­σμού όποιος κρέ­με­ται από τα λό­για του άλ­λου εί­ναι κα­τώ­τε­ρός του.

Ισως το ισχυ­ρό­τε­ρο όπλο στην φα­ρέ­τρα του ψυ­χα­να­λυ­τή να εί­ναι η χρή­ση της σιω­πής. Αυ­τή ανή­κει στην κα­τη­γο­ρία των τε­χνα­σμά­των “εί­μαι αμέ­το­χος” ή “αρ­νού­μαι να πο­λε­μή­σω”. Εί­ναι αδύ­να­το να κερ­δί­σεις μια δια­μά­χη με έναν αμέ­το­χο αντί­πα­λο, αφού ακό­μα και αν τον νι­κή­σεις δεν θα έχεις πραγ­μα­τι­κά κερ­δί­σει κά­τι. Κά­θε χτύ­πη­μα που κα­τα­φέ­ρεις δεν σου επι­στρέ­φε­ται κι έτσι το μό­νο που νιώ­θεις εί­ναι ενο­χές που έκα­νες επί­θε­ση ενώ ταυ­τό­χρο­να υπο­πτεύ­ε­σαι ότι η ανη­μπό­ρια του αντι­πά­λου ήταν υπο­λο­γι­σμέ­νη. Το απο­τέ­λε­σμα εί­ναι κα­τα­πιε­σμέ­νη ορ­γή και απελ­πι­σία, δύο συ­ναι­σθή­μα­τα που χα­ρα­κτη­ρί­ζουν τον ητ­τη­μέ­νο. Το πρό­βλη­μα που πα­ρου­σιά­ζε­ται στον ασθε­νή εί­ναι το εξής: πώς μπο­ρώ να επι­βλη­θώ σε κά­ποιον που δεν αντι­δρά και δεν με αντα­γω­νί­ζε­ται για την ανώ­τε­ρη θέ­ση, καυ­γα­δί­ζο­ντας ανοι­χτά και δί­καια . Οι θε­ρα­πευό­με­νοι φυ­σι­κά και βρί­σκουν λύ­σεις, αλ­λά μπο­ρεί να πά­ρει μή­νες, συ­νή­θως χρό­νια, εντα­τι­κής ανά­λυ­σης πριν ο θε­ρα­πευό­με­νος βρει τρό­πο να ανα­γκά­σει τον ανα­λυ­τή του να αντι­δρά­σει. Κα­τά κα­νό­να ο θε­ρα­πευό­με­νος ξε­κι­νά­ει λί­γο άγαρ­μπα και λέ­ει κά­τι όπως “Με­ρι­κές φο­ρές μου φαί­νε­ται ότι εί­στε ηλί­θιος.” Πε­ρι­μέ­νει ότι ο ανα­λυ­τής θα αντι­δρά­σει αμυ­ντι­κά, κι έτσι θα χά­σει έδα­φος. Αντι­θέ­τως ο ανα­λυ­τής χρη­σι­μο­ποιεί την σιω­πή του για απά­ντη­ση. Ο ασθε­νής επι­μέ­νει και λέ­ει “Εί­μαι σί­γου­ρος ότι εί­στε ηλί­θιος”. Πά­λι σιω­πή.

Απελ­πι­σμέ­νος ο ασθε­νής λέ­ει, “Σας εί­πα ότι εί­στε ηλί­θιος, που να σας πά­ρει ο διά­ο­λος, και όντως εί­στε!” Ξα­νά μό­νο σιω­πή. Τι άλ­λο μπο­ρεί να κά­νει με­τά ο θε­ρα­πευό­με­νος πα­ρά να απο­λο­γη­θεί, και να πά­ρει οι­κειο­θε­λώς την θέ­ση του ητ­τη­μέ­νου; Συ­χνά ο θε­ρα­πευό­με­νος ανα­κα­λύ­πτει πό­σο απο­τε­λε­σμα­τι­κό εί­ναι το τέ­χνα­σμα της σιω­πής και προ­σπα­θεί να το χρη­σι­μο­ποι­ή­σει κι ο ίδιος. Αυ­τό στα­μα­τά­ει όταν συ­νει­δη­το­ποιεί ότι πλη­ρώ­νει ένα με­γά­λο χρη­μα­τι­κό πο­σό για κά­θε ώρα που μέ­νει ξα­πλω­μέ­νος και σιω­πη­λός σε ένα ντι­βά­νι. Το ψυ­χα­να­λυ­τι­κό πλαί­σιο εί­ναι σκό­πι­μα σχε­δια­σμέ­νο ώστε να απο­τρέ­πει τους ασθε­νείς να χρη­σι­μο­ποιούν τα τε­χνά­σμα­τα των ανα­λυ­τών για να πε­τύ­χουν ισό­τι­μους όρους (αν και απο­τε­λεί ένα πα­ρά­πλευ­ρο όφε­λος της θε­ρα­πεί­ας ότι ο θε­ρα­πευό­με­νος μα­θαί­νει εντέ­λει να τα χρη­σι­μο­ποιεί απο­τε­λε­σμα­τι­κά με άλ­λους αν­θρώ­πους).

Από τον αρ­χι­κό ευ­φυ­έ­στα­το σχε­δια­σμό του Φρόιντ και με­τά, έχουν γί­νει λί­γες μό­νο βελ­τιώ­σεις. Όπως οι μα­ρα­γκοί δεν μπο­ρούν να βελ­τιώ­σουν το βα­σι­κό σχέ­διο του σφυ­ριού, έτσι και η συν­θή­κη με τον θε­ρα­πευό­με­νο που έρ­χε­ται οι­κειο­θε­λώς, η ωριαία πλη­ρω­μή, η θέ­ση πί­σω από το ντι­βά­νι, και η σιω­πή, εί­ναι ερ­γα­λεία που δεν έχουν βελ­τιω­θεί και πο­λύ από τους επαγ­γελ­μα­τί­ες της ψυ­χα­νά­λυ­σης.

Πα­ρό­λο που δεν μπο­ρού­με να απα­ριθ­μή­σου­με όλους τους τρό­πους με τους οποί­ους ένας ψυ­χα­να­λυ­τής δια­χει­ρί­ζε­ται τους θε­ρα­πευό­με­νούς του, μπο­ρού­με να ανα­φέ­ρου­με με­ρι­κές γε­νι­κές αρ­χές. Ανα­πό­φευ­κτα ο θε­ρα­πευό­με­νος που ξε­κι­νά­ει ψυ­χα­νά­λυ­ση θα χρη­σι­μο­ποι­ή­σει τα τερ­τί­πια που ξέ­ρει ήδη και του έχουν δώ­σει το πλε­ο­νέ­κτη­μα στις προη­γού­με­νες σχέ­σεις του (αυ­τό λέ­γε­ται “νευ­ρω­τι­κό μο­τί­βο”). Ο ανα­λυ­τής μα­θαί­νει να συν­θλί­βει τέ­τοιους ελιγ­μούς του θε­ρα­πευό­με­νου. Ένας απλός τρό­πος, για πα­ρά­δειγ­μα, εί­ναι να απα­ντή­σει ανάρ­μο­στα σε αυ­τό που λέ­ει ο θε­ρα­πευό­με­νος. Αυ­τό κά­νει τον θε­ρα­πευό­με­νο να αμ­φι­σβη­τή­σει όλα όσα έχει μά­θει από τις σχέ­σεις του με άλ­λους αν­θρώ­πους. Ο θε­ρα­πευό­με­νος μπο­ρεί να πει, “Θα έπρε­πε όλοι να εί­ναι ει­λι­κρι­νείς,” ελ­πί­ζο­ντας ο ανα­λυ­τής να συμ­φω­νή­σει μα­ζί του και να ακο­λου­θή­σει το σκε­πτι­κό του. Αυ­τός που ακο­λου­θεί το σκε­πτι­κό ενός άλ­λου εί­ναι πρό­βα­το! Ο ανα­λυ­τής μπο­ρεί να απα­ντή­σει με την σιω­πή του, ένα μάλ­λον αδύ­να­μο τέ­χνα­σμα σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση, ή μπο­ρεί να πει “Ε;” Το “Ε;” πρέ­πει να λε­χθεί με τον κα­τάλ­λη­λο τό­νο ώστε να εν­νο­εί :“Πώς στην ευ­χή σου ήρ­θε αυ­τή η ιδέα;” Αυ­τό όχι μό­νο κά­νει τον θε­ρα­πευό­με­νο να αμ­φι­σβη­τή­σει την δή­λω­σή του, αλ­λά να αμ­φι­βάλ­λει και για την ση­μα­σία του “Ε;” του ανα­λυ­τή! Η αμ­φι­βο­λία εί­ναι, βε­βαί­ως, το πρώ­το βή­μα της υπο­τί­μη­σης. Όταν ο θε­ρα­πευό­με­νος αμ­φι­βάλ­λει στρέ­φε­ται στον ανα­λυ­τή για να λύ­σει την αμ­φι­βο­λία, και γε­νι­κά οι άν­θρω­ποι στρε­φό­μα­στε σε κά­ποιον που εί­ναι κα­λύ­τε­ρος από εμάς. Οι ανα­λυ­τι­κοί ελιγ­μοί που εί­ναι σχε­δια­σμέ­νοι για να προ­κα­λέ­σουν την αμ­φι­βο­λία σε έναν θε­ρα­πευό­με­νο μπαί­νουν σε εφαρ­μο­γή από νω­ρίς στην ανά­λυ­ση. Για πα­ρά­δειγ­μα, ο ανα­λυ­τής μπο­ρεί να πει, “Ανα­ρω­τιέ­μαι αν πραγ­μα­τι­κά το νιώ­θεις αυ­τό.” Η χρή­ση του “πραγ­μα­τι­κά” εί­ναι τυ­πι­κή στην ανα­λυ­τι­κή πρα­κτι­κή. Υπο­νο­εί ότι ο θε­ρα­πευό­με­νος έχει κί­νη­τρα που δεν τα αντι­λαμ­βά­νε­ται. Οποιοσ­δή­πο­τε θα τα­ρα­χτεί, και θα νιώ­σει αδύ­να­μος, όταν μπει αυ­τή η υπο­ψία στο μυα­λό του.

Η αμ­φι­βο­λία συν­δέ­ε­ται με το “τέ­χνα­σμα του ασυ­νει­δή­του”, ένα από τα αρ­χι­κά κα­τα­σκευά­σμα­τα της ψυ­χα­νά­λυ­σης. Αυ­τό το τέ­χνα­σμα συ­χνά θε­ω­ρεί­ται η καρ­διά της ψυ­χα­νά­λυ­σης αφού εί­ναι ο πιο απο­τε­λε­σμα­τι­κός τρό­πος να κά­νεις έναν θε­ρα­πευό­με­νο να αμ­φι­βάλ­λει για τον εαυ­τό του. Από νω­ρίς σε μια ανά­λυ­ση ο έμπει­ρος ανα­λυ­τής θα το­νί­σει στον θε­ρα­πευό­με­νο ότι (ο θε­ρα­πευό­με­νος) έχει ασυ­νεί­δη­τες δια­δι­κα­σί­ες που συμ­βαί­νουν μέ­σα του και ότι πα­ρα­μυ­θιά­ζει τον εαυ­τό του αν νο­μί­ζει ότι πραγ­μα­τι­κά ξέ­ρει τι λέ­ει. Όταν ο θε­ρα­πευό­με­νος απο­δε­χθεί αυ­τήν την ιδέα μπο­ρεί μό­νο να στη­ρι­χτεί στον ανα­λυ­τή για να του πει ( ή, όπως εί­ναι η φρά­ση που χρη­σι­μο­ποιεί­ται, “να τον βοη­θή­σει να ανα­κα­λύ­ψει”) τι πραγ­μα­τι­κά εν­νο­εί. Έτσι βυ­θί­ζε­ται όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο στη μειο­νε­κτι­κή θέ­ση, διευ­κο­λύ­νο­ντας τον ανα­λυ­τή να ξε­πε­ρά­σει οποιον­δή­πο­τε ελιγ­μό του θε­ρα­πευό­με­νου. Για πα­ρά­δειγ­μα, ο θε­ρα­πευό­με­νος μπο­ρεί να πε­ρι­γρά­ψει πρό­σχα­ρος πό­σο ωραία πέ­ρα­σε με την κο­πέ­λα του, ελ­πί­ζο­ντας να προ­κα­λέ­σει αι­σθή­μα­τα ζή­λειας (ένα συ­ναί­σθη­μα μειο­νε­ξί­ας) στον ανα­λυ­τή. Η κα­τάλ­λη­λη απά­ντη­ση που πρέ­πει να δώ­σει ο ανα­λυ­τής εί­ναι, “Ανα­ρω­τιέ­μαι τι πραγ­μα­τι­κά ση­μαί­νει αυ­τή η κο­πέ­λα για εσάς.” Αυ­τό κά­νει τον θε­ρα­πευό­με­νο να αμ­φι­βάλ­λει για το αν συ­νου­σιά­ζε­ται με μια κο­πέ­λα που την λέ­νε Σού­ζι ή με ένα ασυ­νεί­δη­το σύμ­βο­λο. Ανα­πό­φευ­κτα στρέ­φε­ται στον ανα­λυ­τή για να τον βοη­θή­σει να ανα­κα­λύ­ψει τι πραγ­μα­τι­κά ση­μαί­νει για αυ­τόν το συ­γκε­κρι­μέ­νο κο­ρί­τσι.

Συ­χνά στην πο­ρεία μιας ψυ­χα­να­λυ­τι­κής θε­ρα­πεί­ας, ει­δι­κά αν ο θε­ρα­πευό­με­νος γί­νει πει­σμα­τά­ρης (χρη­σι­μο­ποιεί δη­λα­δή τε­χνά­σμα­τα αντί­στα­σης στη θε­ρα­πεία), ο ανα­λυ­τής το­νί­ζει τον ελεύ­θε­ρο συ­νειρ­μό και τα όνει­ρα. Τώ­ρα για να αι­σθαν­θεί κά­ποιος ότι εί­ναι σε πλε­ο­νε­κτι­κή θέ­ση θα πρέ­πει να νιώ­σει ότι ξέ­ρει για τι πράγ­μα μι­λά­ει. Κα­νέ­νας δε μπο­ρεί να ξε­γλι­στρή­σει και να “βγει από πά­νω” κά­νο­ντας ελεύ­θε­ρο συ­νειρ­μό ή αφη­γού­με­νος τα όνει­ρά του. Θέ­λο­ντας και μη, θα ξε­στο­μί­σει τις πιο πα­ρά­λο­γες δη­λώ­σεις. Την ίδια στιγ­μή ο ανα­λυ­τής θα υπαι­νι­χθεί ότι αυ­τός ο πα­ρα­λο­γι­σμός πε­ριέ­χει ιδέ­ες με νό­η­μα. Αυ­τό όχι μό­νο κά­νει τον θε­ρα­πευό­με­νο να νιώ­θει ότι λέ­ει ανοη­σί­ες, αλ­λά ότι λέ­ει πράγ­μα­τα που κα­τα­λα­βαί­νει ο ανα­λυ­τής ενώ ο ίδιος όχι. Μια τέ­τοια εμπει­ρία θα ενο­χλού­σε τον κα­θέ­να, και σί­γου­ρα θα τον έκα­νε να νιώ­θει από κά­τω. Και φυ­σι­κά αν ο θε­ρα­πευό­με­νος αρ­νη­θεί να κά­νει ελεύ­θε­ρους συ­νειρ­μούς και να μι­λή­σει για όνει­ρα, ο ανα­λυ­τής θα του υπεν­θυ­μί­σει ότι μέ­σω της άρ­νη­σής του βά­ζει αυ­το­γκόλ.

Μια ερ­μη­νεία που στο­χεύ­ει στην αντί­στα­ση ανή­κει στην γε­νι­κή κα­τη­γο­ρία χει­ρι­σμών του τύ­που “γύρ­να το πί­σω στον ασθε­νή”. Όλες οι προ­σπά­θειες, ει­δι­κά οι επι­τυ­χη­μέ­νες, να “την βγείς” στον ανα­λυ­τή μπο­ρούν να ερ­μη­νευ­θούν ως αντί­στα­ση στην θε­ρα­πεία! Έτσι ο θε­ρα­πευό­με­νος αι­σθά­νε­ται ότι εί­ναι δι­κό του λά­θος που η θε­ρα­πεία δεν προ­χω­ρά­ει. Ο ικα­νός ανα­λυ­τής ενη­με­ρώ­νει με προ­σο­χή εξ αρ­χής, από την πρώ­τη κιό­λας επί­σκε­ψη, ότι το μο­νο­πά­τι προς την ευ­τυ­χία εί­ναι δύ­σκο­λο και ότι ο θε­ρα­πευό­με­νος κά­ποιες φο­ρές θα αντι­στέ­κε­ται στην βελ­τί­ω­ση. Μά­λι­στα μπο­ρεί ακό­μα και να νιώ­σει φθό­νο για τον ανα­λυ­τή επει­δή τον βοη­θά­ει. Έχο­ντας βά­λει αυ­τό το πλαί­σιο ο ανα­λυ­τής, με την απρό­σω­πη στά­ση του (τον χει­ρι­σμό “δεν το παίρ­νω προ­σω­πι­κά”) και με μια ερ­μη­νεία στην αντί­στα­ση, μπο­ρεί ακό­μα και μια άρ­νη­ση του θε­ρα­πευό­με­νου να πλη­ρώ­σει για την συ­νε­δρία ή μια απει­λή του να στα­μα­τή­σει την ανά­λυ­ση, να τα αντι­στρέ­ψει και να τον κά­νει να ζη­τά­ει συγ­γνώ­μη. Κά­ποιες φο­ρές ο ανα­λυ­τής θα αφή­σει τον θε­ρα­πευό­με­νο να ξα­να­πά­ρει τη μειο­νε­κτι­κή θέ­ση ευ­γε­νι­κά το­νί­ζο­ντας ότι η αντί­στα­σή του εί­ναι ση­μά­δι ότι μέ­σα του προ­ο­δεύ­ει και αλ­λά­ζει.

Η κύ­ρια δυ­σκο­λία των πε­ρισ­σό­τε­ρων θε­ρα­πευό­με­νων εί­ναι η επι­μο­νή τους να “τα βά­λουν” ανοι­χτά με τον ανα­λυ­τή μό­λις αρ­χί­σουν να νιώ­θουν λί­γη αυ­το­πε­ποί­θη­ση. Όταν ο ασθε­νής αρ­χί­σει να βλέ­πει επι­κρι­τι­κά τον ανα­λυ­τή και απει­λεί να ανοί­ξει καυ­γά μα­ζί του, τό­τε μπαί­νουν στο παι­χνί­δι διά­φο­ροι “αντι­πε­ρι­σπα­σμοί”. Αν τολ­μή­σει ο θε­ρα­πευό­με­νος να σχο­λιά­σει τον πα­ρά­ξε­νο τρό­πο που ο ανα­λυ­τής αρ­νεί­ται να του δώ­σει μια απά­ντη­ση, τό­τε ο ανα­λυ­τής θα πει, “Ανα­ρω­τιέ­μαι αν αι­σθα­νό­σα­σταν έτσι και στο πα­ρελ­θόν. Ίσως οι γο­νείς σας δεν αντα­πο­κρί­νο­νταν στις ανά­γκες σας.” Πο­λύ σύ­ντο­μα ασχο­λού­νται με την παι­δι­κή ηλι­κία του ασθε­νούς χω­ρίς αυ­τός να πά­ρει χα­μπά­ρι ότι άλ­λα­ξε το θέ­μα της συ­ζή­τη­σης. Αυ­τό το τέ­χνα­σμα εί­ναι ιδιαί­τε­ρα απο­τε­λε­σμα­τι­κό όταν ο θε­ρα­πευό­με­νος αρ­χί­ζει να χρη­σι­μο­ποιεί όσα έχει μά­θει στην ανά­λυ­ση για να κά­νει σχό­λια στον ανα­λυ­τή.

Κα­τά την εκ­παί­δευ­σή του ο εκ­κο­λα­πτό­με­νος ψυ­χα­να­λυ­τής μα­θαί­νει με­ρι­κούς απλούς κα­νό­νες που θα πρέ­πει να ακο­λου­θεί. Κα­ταρ­χάς, ότι εί­ναι απο­λύ­τως απα­ραί­τη­το να κρα­τά­ει τον θε­ρα­πευό­με­νο στην μειο­νε­κτι­κή θέ­ση ενώ ταυ­τό­χρο­να τον εμπνέ­ει να πα­λέ­ψει με θάρ­ρος ελ­πί­ζο­ντας να πά­ρει το πά­νω χέ­ρι (αυ­τό ονο­μά­ζε­ται “με­τα­βί­βα­ση”). Κα­τά δεύ­τε­ρον, ο ανα­λυ­τής απα­γο­ρεύ­ε­ται να αι­σθαν­θεί ότι τον έχουν κα­πε­λώ­σει (αυ­τό ονο­μά­ζε­ται “αντι­με­τα­βί­βα­ση”). Η εκ­παι­δευ­τι­κή ανά­λυ­ση εί­ναι σχε­δια­σμέ­νη ώστε να βοη­θή­σει τον νέο ανα­λυ­τή να κα­τα­λά­βει πώς εί­ναι να εί­σαι “από κά­τω”.

Πα­ρι­στά­νο­ντας τον θε­ρα­πευό­με­νο μα­θαί­νει πώς νιώ­θει αυ­τός που σκαρ­φί­ζε­ται ένα έξυ­πνο τέ­χνα­σμα, το κα­τα­φέρ­νει με επι­τυ­χία, και τε­λι­κά βρί­σκε­ται σε θέ­ση ητ­τη­μέ­νου.

Ακό­μα και ένας ψυ­χα­να­λυ­τής που έχει κά­νει επτά ή και οκτώ χρό­νια εκ­παι­δευ­τι­κής ανά­λυ­σης βλέ­πο­ντας ο ίδιος τα αδύ­να­μα τε­χνά­σμα­τά του να κα­ταρ­ρα­κώ­νο­νται, μπο­ρεί πε­ρι­στα­σια­κά να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει έναν χει­ρι­σμό με έναν θε­ρα­πευό­με­νο του και να βρε­θεί ανα­γκα­σμέ­νος να τα­πει­νω­θεί. Πα­ρά το πα­νέ­ξυ­πνο οι­κο­δό­μη­μα του ανα­λυ­τι­κού οχυ­ρού, όλοι οι ανα­λυ­τές εί­ναι άν­θρω­ποι και εί­ναι αν­θρώ­πι­νο πού και πού να σε “κα­βα­λά­νε”. Η εκ­παί­δευ­ση εστιά­ζει στην γρή­γο­ρη ανά­κτη­ση του πλε­ο­νε­κτή­μα­τος. Το γε­νι­κό σχέ­διο εί­ναι να δε­χτείς την θέ­ση του ητ­τη­μέ­νου “οι­κειο­θε­λώς” όταν δεν γί­νε­ται να την απο­φύ­γεις. Όταν πά­ρει ο ασθε­νής το πά­νω χέ­ρι, ο ανα­λυ­τής χρειά­ζε­ται να πει, “Έχε­τε δί­κιο σε αυ­τό,” ή “Θα πρέ­πει να πα­ρα­δε­χτώ ότι έκα­να λά­θος.” Ένας πιο τολ­μη­ρός ανα­λυ­τής θα πει, “Ανα­ρω­τιέ­μαι για ποιο λό­γο μπο­ρεί να αγ­χώ­θη­κα λί­γο από τα λό­για σας.” Προ­σέξ­τε πώς όλες αυ­τές οι δη­λώ­σεις πα­ρου­σιά­ζουν τον ανα­λυ­τή να εί­ναι από κά­τω και τον θε­ρα­πευό­με­νο να έχει τον έλεγ­χο, αλ­λά η από-κά­τω θέ­ση πε­ρι­λαμ­βά­νει και αμυ­ντι­κή συ­μπε­ρι­φο­ρά. Ανα­γνω­ρί­ζο­ντας εσκεμ­μέ­να την υπο­δε­έ­στε­ρη θέ­ση του ο ανα­λυ­τής στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δια­τη­ρεί την θέ­ση εξου­σί­ας, και ο ασθε­νής δια­πι­στώ­νει ότι για ακό­μα μία φο­ρά ένα έξυ­πνο τέ­χνα­σμά του ξε­πε­ρά­στη­κε από ένα τέ­χνα­σμα αβοη­θη­σί­ας, ή ένα τέ­χνα­σμα “αρ­νού­μαι να μπω στη μά­χη”. Κά­ποιες φο­ρές η τε­χνι­κή της “απο­δο­χής” δε μπο­ρεί να χρη­σι­μο­ποι­η­θεί επει­δή ο ανα­λυ­τής έχει υπερ­βο­λι­κή ευαι­σθη­σία με αυ­τό το θέ­μα. Μό­λις ανα­κα­λύ­ψει ο ασθε­νής ότι αυ­τός ο ανα­λυ­τής ντρέ­πε­ται να συ­ζη­τά­ει σκέ­ψεις γύ­ρω από την ομο­φυ­λο­φι­λία, μπο­ρεί γρή­γο­ρα να το εκ­με­ταλ­λευ­τεί. Ο ανα­λυ­τής που παίρ­νει προ­σω­πι­κά τέ­τοια σχό­λια εί­ναι χα­μέ­νος. Η μό­νη του ελ­πί­δα επι­βί­ω­σης εί­ναι να προ­βλέ­ψει στις δια­γνω­στι­κές του συ­νε­ντεύ­ξεις τους θε­ρα­πευό­με­νους που θα μπο­ρού­σαν να ανα­κα­λύ­ψουν και να εκ­με­ταλ­λευ­τούν την αδυ­να­μία του και να τους πα­ρα­πέμ­ψει σε ανα­λυ­τές με δια­φο­ρε­τι­κές αδυ­να­μί­ες.

Στην ανα­λυ­τι­κή εκ­παί­δευ­ση εί­ναι ανα­με­νό­με­να ακό­μα και τα πιο απε­γνω­σμέ­να τε­χνά­σμα­τα που χρη­σι­μο­ποιούν οι θε­ρα­πευό­με­νοι. Ένας ασθε­νής εν­δέ­χε­ται να εί­ναι τό­σο απο­φα­σι­σμέ­νος να κα­πε­λώ­σει τον ανα­λυ­τή του ώστε να υιο­θε­τή­σει το τέ­χνα­σμα της “αυ­το­κτο­νί­ας”. Πολ­λοί ανα­λυ­τές υπο­φέ­ρουν από αι­σθή­μα­τα ανε­πάρ­κειας αμέ­σως μό­λις ο θε­ρα­πευό­με­νος απει­λή­σει να αυ­το­κτο­νή­σει. Βιώ­νουν πα­ραι­σθή­σεις με τί­τλους εφη­με­ρί­δων και χα­χα­νη­τά συ­να­δέλ­φων που ψι­θυ­ρί­ζουν τον αριθ­μό των ασθε­νών που τους κα­τα­τρό­πω­σαν πη­δώ­ντας από μια γέ­φυ­ρα. Ο συ­νη­θι­σμέ­νος τρό­πος για να απο­τρέ­ψεις την χρή­ση αυ­τού του τε­χνά­σμα­τος εί­ναι να μην το πά­ρεις προ­σω­πι­κά. Ο ανα­λυ­τής λέ­ει κά­τι όπως, “Βε­βαί­ως θα με λυ­πού­σε αν τι­νά­ξε­τε τα μυα­λά σας, αλ­λά θα συ­νέ­χι­ζα τη δου­λειά μου.” Ο θε­ρα­πευό­με­νος τό­τε πα­ρα­τά­ει τα σχέ­διά του μό­λις συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει ότι ού­τε αυ­το­κτο­νώ­ντας δεν θα κα­τα­φέ­ρει να κερ­δί­σει.

Τα ορ­θό­δο­ξα ψυ­χα­να­λυ­τι­κά τε­χνά­σμα­τα μπο­ρούν να ανα­δει­χθούν πε­ρισ­σό­τε­ρο αν τα αντι­πα­ρα­βάλ­λου­με με πιο ανορ­θό­δο­ξους χει­ρι­σμούς. Υπάρ­χει, για πα­ρά­δειγ­μα, το Ρο­τζε­ρια­νό σύ­στη­μα τε­χνα­σμά­των όπου ο θε­ρα­πευ­τής απλά επα­να­λαμ­βά­νει όσα λέ­ει ο ασθε­νής. Αυ­τό εί­ναι ένα εγ­γυ­η­μέ­να νι­κη­φό­ρο σύ­στη­μα. Εί­ναι αδύ­να­τον να κερ­δί­σεις κά­ποιον που απλά επα­να­λαμ­βά­νει τις ιδέ­ες σου με­τά από σέ­να. Όταν ο θε­ρα­πευό­με­νος κα­τη­γο­ρεί τον θε­ρα­πευ­τή ότι δεν του εί­ναι χρή­σι­μος, ο θε­ρα­πευ­τής απα­ντά­ει, “Αι­σθά­νε­σαι ότι δεν σου εί­μαι χρή­σι­μος.” Ο θε­ρα­πευό­με­νος λέ­ει, “Ακρι­βώς, δεν αξί­ζεις μία!”. Ο θε­ρα­πευ­τής λέ­ει, “Αι­σθά­νε­σαι ότι δεν αξί­ζω μία!”. Αυ­τό το τέ­χνα­σμα, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο από τον ορ­θό­δο­ξο χει­ρι­σμό της σιω­πής, εξα­λεί­φει οποια­δή­πο­τε θριαμ­βευ­τι­κά αι­σθή­μα­τα του θε­ρα­πευό­με­νου και τον κά­νει να νιώ­θει ελα­φρώς ανό­η­τος με­τά από λί­γο (ένα αί­σθη­μα κα­τω­τε­ρό­τη­τας). Η πλειο­ψη­φία των ορ­θό­δο­ξων ανα­λυ­τών θε­ω­ρούν τις Ρο­τζε­ρια­νές τε­χνι­κές όχι μό­νο αδύ­να­μες αλ­λά επι­πλέ­ον όχι ιδιαί­τε­ρα αξιο­πρε­πείς. Θε­ω­ρούν ότι δεν δί­νουν στον θε­ρα­πευό­με­νο μια δί­καιη ευ­και­ρία.

Οι ηθι­κές αρ­χές της ψυ­χα­νά­λυ­σης απαι­τούν να δί­νε­ται στον θε­ρα­πευό­με­νο του­λά­χι­στον μια αρ­κε­τά δί­καιη ευ­και­ρία. Τα τε­χνά­σμα­τα που απλά κα­ταρ­ρα­κώ­νουν τον ασθε­νή εί­ναι για πε­ρι­φρό­νη­ση. Οι ανα­λυ­τές που τα χρη­σι­μο­ποιούν γε­νι­κά θε­ω­ρεί­ται ότι χρειά­ζο­νται πε­ρισ­σό­τε­ρη ψυ­χα­νά­λυ­ση οι ίδιοι ώστε να απο­κτή­σουν μια ευ­ρύ­τε­ρη γκά­μα από πιο απο­δε­κτούς χει­ρι­σμούς και την ανά­λο­γη αυ­το­πε­ποί­θη­ση για να τους χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν. Για πα­ρά­δειγ­μα, δεν θε­ω­ρεί­ται πρέ­πον να εν­θαρ­ρύ­νεις έναν θε­ρα­πευό­με­νο να μι­λή­σει για ένα θέ­μα και με­τά να χά­νεις το εν­δια­φέ­ρον σου όταν εκεί­νος μι­λά­ει. Αυ­τό πε­τυ­χαί­νει να μειώ­σει τον θε­ρα­πευό­με­νο, αλ­λά εί­ναι ένα άχρη­στο τέ­χνα­σμα εφό­σον ο θε­ρα­πευό­με­νος δεν προ­σπα­θού­σε να πά­ρει το πά­νω χέ­ρι. Αν ο θε­ρα­πευό­με­νος κά­νει μια τέ­τοια προ­σπά­θεια τό­τε βε­βαί­ως μπο­ρεί να εί­ναι απα­ραί­τη­τος ο ελιγ­μός να χά­σεις το εν­δια­φέ­ρον σου.

Μια άλ­λη πα­ραλ­λα­γή των ορ­θό­δο­ξων ψυ­χα­να­λυ­τι­κών τε­χνι­κών απο­δει­κνύ­ει κά­ποιους πε­ριο­ρι­σμούς τους. Ο ψυ­χω­τι­κός διαρ­κώς απο­δει­κνύ­ει ότι οι ορ­θό­δο­ξες τε­χνι­κές δεν περ­νά­νε σε αυ­τόν. Αρ­νεί­ται να πά­ει “εθε­λο­ντι­κά” για ψυ­χα­νά­λυ­ση. Δεν θα εν­δια­φερ­θεί για τα χρή­μα­τα. Δεν θα ξα­πλώ­σει ήσυ­χα στον κα­να­πέ ού­τε θα μι­λή­σει έχο­ντας εκτός του οπτι­κού του πε­δί­ου τον ανα­λυ­τή να ακού­ει. Το πλαί­σιο της ανα­λυ­τι­κής συν­θή­κης φαί­νε­ται να ενο­χλεί τον ψυ­χω­τι­κό. Πράγ­μα­τι όταν χρη­σι­μο­ποιού­νται ορ­θό­δο­ξα τε­χνά­σμα­τα σε βά­ρος του, ο ψυ­χω­τι­κός μάλ­λον θα τα σπά­σει όλα στο γρα­φείο και θα κλω­τσή­σει τον ανα­λυ­τή στα γεν­νη­τι­κά του όρ­γα­να (αυ­τό λέ­γε­ται ‘αδυ­να­μία να εγκα­τα­στα­θεί με­τα­βί­βα­ση’). Ο μέ­σος ανα­λυ­τής νιώ­θει άβο­λα με τους ελιγ­μούς του ψυ­χω­τι­κού και για αυ­τόν τον λό­γο απο­φεύ­γει τέ­τοιους ασθε­νείς.

Πρό­σφα­τα κά­ποιοι πα­ρά­τολ­μοι θε­ρα­πευ­τές δια­πί­στω­σαν ότι μπο­ρούν να στρι­μώ­ξουν έναν ψυ­χω­τι­κό ασθε­νή αν δου­λέ­ψουν σε ζευ­γά­ρια. Αυ­τό πλέ­ον λέ­γε­ται θε­ρα­πεία “δύο ενα­ντί­ον ενός”, ή “πολ­λα­πλή θε­ρα­πεία”. Για πα­ρά­δειγ­μα, αν ένας ψυ­χω­τι­κός μι­λά­ει κα­τα­να­γκα­στι­κά και δεν στα­μα­τά­ει ού­τε για να ακού­σει, τό­τε δύο θε­ρα­πευ­τές έρ­χο­νται στο δω­μά­τιο και αρ­χί­ζουν να συ­ζη­τούν με­τα­ξύ τους. Ανί­κα­νος να ελέγ­ξει την πε­ριέρ­γειά του (ένα αί­σθη­μα κα­τω­τε­ρό­τη­τας) ο ψυ­χω­τι­κός θα στα­μα­τή­σει να μι­λά­ει και θα ακού­σει, επι­τρέ­πο­ντας έτσι να τον κα­πε­λώ­σουν.

Ένας αμ­φι­λε­γό­με­νος ψυ­χί­α­τρος γνω­στός στον χώ­ρο με το τρυ­φε­ρό πα­ρα­τσού­κλι “Ο Ταύ­ρος” εί­ναι αυ­θε­ντία στο να δια­τη­ρεί το προ­βά­δι­σμα με τους ψυ­χω­τι­κούς. Όταν ένας ψυ­χα­να­γκα­στι­κός ομι­λη­τής δεν τον ακού­ει, ο Ταύ­ρος βγά­ζει ένα μα­χαί­ρι στον φου­κα­ρά και τρα­βά­ει την προ­σο­χή του.

Κα­νέ­νας άλ­λος θε­ρα­πευ­τής δεν εί­ναι τό­σο επι­δέ­ξιος στο να κα­πε­λώ­νει και τον πιο απο­φα­σι­σμέ­νο ασθε­νή. Άλ­λοι θε­ρα­πευ­τές χρειά­ζο­νται νο­σο­κο­μεία, νο­ση­λευ­τές, ηλε­κτρο­σόκ, λο­βο­το­μές, φάρ­μα­κα, ψυ­χια­τρι­κές κα­θη­λώ­σεις και μπα­νιέ­ρες, για να βά­λουν τον ασθε­νή επαρ­κώς στη θέ­ση του. Ο Ταύ­ρος, μό­νο με λό­για και την πε­ρι­στα­σια­κή επί­δει­ξη του μα­χαι­ριού του, κα­τα­φέρ­νει να κά­νει και τον πιο δύ­σκο­λο ψυ­χω­τι­κό ασθε­νή να πα­ρα­δο­θεί.

Μια εν­δια­φέ­ρου­σα προ­σέγ­γι­ση δια­φο­ρε­τι­κή από αυ­τήν του Ταύ­ρου, έχει μια γυ­ναί­κα που στον χώ­ρο εί­ναι γνω­στή ως “Η Κυ­ρία του Σπι­τιού.” Ανοί­γο­ντας τον δρό­μο στην δια­κρι­τι­κή επι­κρά­τη­ση πά­νω στους ψυ­χω­τι­κούς, απο­φεύ­γει τα τε­χνά­σμα­τα του Ταύ­ρου που συ­χνά κρί­νο­νται κά­πως χο­ντρο­κομ­μέ­να και όχι πά­ντα κα­λό­γου­στα. Αν ένας ασθε­νής επι­μέ­νει ότι εί­ναι Θε­ός, ο Ταύ­ρος επι­μέ­νει ότι αυ­τός εί­ναι Θε­ός και ανα­γκά­ζει τον ασθε­νή να γο­να­τί­σει, επι­κρα­τώ­ντας με αρ­κε­τά ξε­κά­θα­ρο τρό­πο. Για να δια­χει­ρι­στεί κά­τι πα­ρό­μοιο, Η Κυ­ρία του Σπι­τιού θα χα­μο­γε­λά­σει και θα πει, “Εντά­ξει, αν θέ­λεις να εί­σαι Θε­ός, σου το επι­τρέ­πω.” Ο ασθε­νής μπαί­νει ευ­γε­νι­κά στην θέ­ση του κα­θώς συ­νει­δη­το­ποιεί ότι μό­νο ο Θε­ός μπο­ρεί να επι­τρέ­ψει σε κά­ποιον άλ­λο να εί­ναι Θε­ός.

Βέ­βαια οι ορ­θό­δο­ξες ψυ­χα­να­λυ­τι­κές τε­χνι­κές πε­ριο­ρί­ζο­νται στην ψυ­χο­θε­ρα­πευ­τι­κή ερ­γα­σία με νευ­ρω­τι­κούς, αλ­λά εκεί εί­ναι αδιαμ­φι­σβή­τη­τη η επι­τυ­χία τους. Ο έμπει­ρος ανα­λυ­τής μπο­ρεί να κα­πε­λώ­σει έναν θε­ρα­πευό­με­νο ενώ ταυ­τό­χρο­να σχε­διά­ζει πού θα δει­πνή­σει. Φυ­σι­κά αυ­τή η δε­ξιό­τη­τα στο κα­πέ­λω­μα δη­μιουρ­γεί ανα­πά­ντε­χα προ­βλή­μα­τα όταν οι ανα­λυ­τές αντα­γω­νί­ζο­νται με­τα­ξύ τους σε συ­να­ντή­σεις των ψυ­χα­να­λυ­τι­κών εται­ρειών. Κα­μία άλ­λη μά­ζω­ξη αν­θρώ­πων δεν πα­ρου­σιά­ζει τό­σο πε­ρί­πλο­κους τρό­πους για να ξε­πε­ρά­σει ο ένας τον άλ­λον. Το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος της μά­χης στις ανα­λυ­τι­κές συ­να­ντή­σεις δί­νε­ται σε ένα μάλ­λον προ­σω­πι­κό επί­πε­δο, αλ­λά το προ­φα­νές πε­ριε­χό­με­νο πε­ρι­λαμ­βά­νει προ­σπά­θειες
(1) να επι­δει­χθεί αυ­τός που θε­ω­ρεί ότι ήταν πιο κο­ντά στον Φρόιντ ή που μπο­ρεί να πα­ρα­θέ­σει επί λέ­ξει κεί­με­νά του, και
(2) ποιος μπο­ρεί να μπερ­δέ­ψει πε­ρισ­σό­τε­ρο κό­σμο με την τολ­μη­ρή επέ­κτα­ση που έκα­νε στην ορο­λο­γία του Φρόιντ. Αυ­τός που επι­τυγ­χά­νει αμ­φό­τε­ρους τους στό­χους με με­γα­λύ­τε­ρη επι­τυ­χία εί­ναι γε­νι­κά αυ­τός που εκλέ­γε­ται πρό­ε­δρος της εται­ρεί­ας.

Το πιο εντυ­πω­σια­κό φαι­νό­με­νο σε μια ανα­λυ­τι­κή συ­νά­ντη­ση εί­ναι η πα­ρα­ποί­η­ση της γλώσ­σας. Δυσ­νό­η­τοι όροι ορί­ζο­νται και επα­να­προσ­διο­ρί­ζο­νται από ακό­μα πιο δυσ­νό­η­τους όρους κα­θώς οι ανα­λυ­τές μπαί­νουν σε έντο­νες θε­ω­ρη­τι­κές συ­ζη­τή­σεις. Αυ­τό ισχύ­ει ιδιαί­τε­ρα όταν το θέ­μα της συ­ζή­τη­σης εί­ναι κα­τά πό­σον μια συ­γκε­κρι­μέ­νη θε­ρα­πεία ασθε­νούς ήταν πραγ­μα­τι­κά ψυ­χα­νά­λυ­ση ή όχι. Ανα­πό­φευ­κτα τί­θε­ται ένα τέ­τοιο ερώ­τη­μα όταν πα­ρου­σιά­ζε­ται μια ιδιαί­τε­ρα λα­μπρή κλι­νι­κή πε­ρί­πτω­ση.

Αυ­τό που συμ­βαί­νει ανά­με­σα στον ανα­λυ­τή και τον ανα­λυό­με­νο, ή η τέ­χνη του κα­πε­λώ­μα­τος, σπά­νια συ­ζη­τιέ­ται στις συ­να­ντή­σεις (φαί­νε­ται ότι οι τε­χνι­κές εί­ναι άκρως απόρ­ρη­τες για δη­μό­σιο διά­λο­γο). Αυ­τό ση­μαί­νει ότι η συ­ζή­τη­ση στρέ­φε­ται στην δια­δι­κα­σία που συμ­βαί­νει στον υγρό και σκο­τει­νό εσω­τε­ρι­κό κό­σμο του ασθε­νή. Προ­σπα­θώ­ντας ο ένας ανα­λυ­τής να ξε­πε­ρά­σει τον άλ­λον σε επε­ξη­γή­σεις των αλ­λό­κο­των εσω­τε­ρι­κών των ασθε­νών, κά­θε ομι­λη­τής δια­κό­πτε­ται διαρ­κώς από φω­νές από το βά­θος της αί­θου­σας που λέ­νε κά­τι όπως, “Το αντί­θε­το! Μπερ­δεύ­εις την ενόρ­μη­ση του id με ένα αδύ­να­μο όριο του εγώ!” ή “Ο θε­ός να βοη­θή­σει τους ασθε­νείς σου αν αυ­τό το απο­κα­λείς κά­θε­ξη !” Ακό­μα και ο πιο ετοι­μο­πό­λε­μος ανα­λυ­τής σύ­ντο­μα ανα­πτύσ­σει ένα ωκε­ά­νιο συ­ναί­σθη­μα κα­θώς χά­νε­ται μέ­σα σε κα­ται­γι­σμούς από θε­ω­ρί­ες ψυ­χι­κής ενέρ­γειας, λι­βι­δι­νι­κές ενορ­μή­σεις, εν­στι­κτι­κές δυ­νά­μεις, και όρια του υπε­ρε­γώ. Ο ανα­λυ­τής που κα­τορ­θώ­νει πιο απο­τε­λε­σμα­τι­κά να μπερ­δέ­ψει την ομά­δα των συ­να­δέλ­φων του τους προ­κα­λεί εκνευ­ρι­σμό και ζή­λια (αι­σθή­μα­τα ήτ­τας). Οι χα­μέ­νοι επι­στρέ­φουν στα βι­βλία τους για να ψά­ξουν στο μυα­λό τους, τα λε­ξι­κά τους, τα πε­ριο­δι­κά επι­στη­μο­νι­κής φα­ντα­σί­ας και τα κεί­με­να του Φρόιντ, για να βρουν ακό­μα πιο πε­ρί­πλο­κες με­τα­φο­ρι­κές υπερ­βά­σεις στην προ­ε­τοι­μα­σία τους για την επό­με­νη συ­νά­ντη­ση.

Ας συ­νο­ψί­σου­με λοι­πόν τα κολ­πά­κια ανα­λυ­τή και θε­ρα­πευό­με­νου όπως συμ­βαί­νουν κα­τά την διάρ­κεια μια τυ­πι­κής ψυ­χο­θε­ρα­πεί­ας. Κά­θε πε­ρί­πτω­ση εξα­το­μι­κεύ­ε­ται ανά­λο­γα με τα τερ­τί­πια του κά­θε θε­ρα­πευό­με­νου (τα απο­κα­λού­με­να “συμ­πτώ­μα­τα” από τον ανα­λυ­τή όταν πρό­κει­ται για τε­χνά­σμα­τα που δεν θα χρη­σι­μο­ποιού­σε ένας σκε­πτό­με­νος άν­θρω­πος), αλ­λά εύ­κο­λα κα­τα­λα­βαί­νου­με την γε­νι­κή τά­ση. Ο θε­ρα­πευό­με­νος ξε­κι­νά­ει την ανά­λυ­ση από την μειο­νε­κτι­κή θέ­ση όπου ζη­τά­ει βο­ή­θεια και γρή­γο­ρα προ­σπα­θεί να ξε­πε­ρά­σει τον ανα­λυ­τή ενώ ταυ­τό­χρο­να τον θαυ­μά­ζει. Αυ­τός εί­ναι ο λε­γό­με­νος μή­νας του μέ­λι­τος της ανά­λυ­σης. Ο θε­ρα­πευό­με­νος αρ­χί­ζει να επαι­νεί τον θε­ρα­πευ­τή για το πό­σο υπέ­ρο­χος εί­ναι και πό­σο γρή­γο­ρα πι­στεύ­ει (ο θε­ρα­πευό­με­νος) ότι θα γί­νει κα­λά. Ο έμπει­ρος ανα­λυ­τής δεν πα­ρα­σύ­ρε­ται από τέ­τοια κόλ­πα (οι γνω­στοί “χει­ρι­σμοί αντί­στα­σης” του Ράιχ). Όταν ο θε­ρα­πευό­με­νος εί­ναι συ­νέ­χεια κα­πε­λω­μέ­νος, αλ­λά­ζει τα­κτι­κές. Γί­νε­ται κα­κο­προ­αί­ρε­τος, προ­σβλη­τι­κός, απει­λεί να στα­μα­τή­σει την ανά­λυ­ση, και αμ­φι­σβη­τεί την ψυ­χι­κή υγεία του ανα­λυ­τή. Αυ­τές εί­ναι οι “προ­σπά­θειες να προ­κα­λέ­σει αν­θρώ­πι­νη αντί­δρα­ση”. Έρ­χε­ται αντι­μέ­τω­πος με έναν απα­θή, απρό­σω­πο τοί­χο αφού ο ανα­λυ­τής πα­ρα­μέ­νει σιω­πη­λός ή αντι­με­τω­πί­ζει τις προ­σβο­λές με μια απλή δή­λω­ση όπως, “Έχε­τε πα­ρα­τη­ρή­σει ότι αυ­τό εί­ναι το δεύ­τε­ρο από­γευ­μα Τρί­της που κά­νε­τε τέ­τοιο σχό­λιο: Ανα­ρω­τιέ­μαι μή­πως συμ­βαί­νει κά­τι με τις Τρί­τες,” ή “Μοιά­ζει να αντι­δρά­τε σε μέ­να λες και εί­μαι κά­ποιος άλ­λος.” Απο­γοη­τευ­μέ­νος από την ανα­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα της επι­θε­τι­κής συ­μπε­ρι­φο­ράς του (τε­χνά­σμα­τα αντί­στα­σης), ο θε­ρα­πευό­με­νος υπο­χω­ρεί και φαι­νο­με­νι­κά πα­ρα­δί­δει τον έλεγ­χο της κα­τά­στα­σης πί­σω στον ανα­λυ­τή. Πά­λι εξι­δα­νι­κεύ­ο­ντας τον ανα­λυ­τή, βα­σί­ζε­ται σε αυ­τόν, κρέ­με­ται από κά­θε λέ­ξη που βγαί­νει από τα χεί­λη του, επι­μέ­νει ότι ο ίδιος εί­ναι άχρη­στος και ο ανα­λυ­τής πο­λύ δυ­να­τός, και πε­ρι­μέ­νει την στιγ­μή που θα μπο­ρέ­σει να πα­ρα­πλα­νή­σει αρ­κε­τά τον ανα­λυ­τή ώστε να του την φέ­ρει με κά­ποιο κόλ­πο. Ο έμπει­ρος ανα­λυ­τής το χει­ρί­ζε­ται εύ­κο­λα με μια σει­ρά από “πα­τρο­να­ρι­στι­κές” τε­χνι­κές, το­νί­ζο­ντας ότι ο θε­ρα­πευό­με­νος πρέ­πει να βοη­θή­σει τον εαυ­τό του και όχι να πε­ρι­μέ­νει να του λύ­σουν οι άλ­λοι τα προ­βλή­μα­τά του. Έξαλ­λος, ο θε­ρα­πευό­με­νος αλ­λά­ζει ξα­νά στά­ση και περ­νά­ει από την δου­λο­πρέ­πεια στα προ­κλη­τι­κά τερ­τί­πια. Σε αυ­τό το ση­μείο έχει μά­θει αρ­κε­τές τε­χνι­κές από τον ανα­λυ­τή και συ­νε­χώς βελ­τιώ­νε­ται. Χρη­σι­μο­ποιεί τις γνώ­σεις (χει­ρι­σμούς άγνω­στους στους μη ει­δι­κούς) που έχει απο­κτή­σει για να προ­σπα­θεί με κά­θε τρό­πο να βά­λει τους όρους του στην σχέ­ση με τον ανα­λυ­τή ώστε να τον κα­πε­λώ­σει. Αυ­τή εί­ναι η δύ­σκο­λη πε­ρί­ο­δος της ανά­λυ­σης. Ωστό­σο, έχο­ντας προ­ε­τοι­μά­σει με προ­σο­χή το έδα­φος μέ­σα από μια σχο­λα­στι­κή διά­γνω­ση (απα­ριθ­μώ­ντας τα αδύ­να­μα ση­μεία) και έχο­ντας δια­πο­τί­σει τον ασθε­νή με μια σει­ρά από αμ­φι­βο­λί­ες για τον εαυ­τό του, ο ανα­λυ­τής πε­τυ­χαί­νει να ξε­περ­νά­ει τον θε­ρα­πευό­με­νο ξα­νά και ξα­νά μέ­σα στα χρό­νια. Στο τέ­λος συμ­βαί­νει κά­τι σπου­δαίο. Ο θε­ρα­πευό­με­νος προ­σπα­θεί πού και πού να επι­βλη­θεί, ο ανα­λυ­τής τον βά­ζει στη θέ­ση του, και ο θε­ρα­πευό­με­νος πια δεν ενο­χλεί­ται από αυ­τό. Έχει φτά­σει πια σε ένα ση­μείο που δεν τον απα­σχο­λεί πραγ­μα­τι­κά αν έχει ο ανα­λυ­τής τον έλεγ­χο της σχέ­σης ή αν τον έχει ο ίδιος. Με άλ­λα λό­για, έχει θε­ρα­πευ­τεί! Ο ανα­λυ­τής τό­τε τον απο­δε­σμεύ­ει, προ­γραμ­μα­τί­ζο­ντας να κά­νει αυ­τόν τον ελιγ­μό αμέ­σως πριν ο θε­ρα­πευό­με­νος εί­ναι έτοι­μος να ανα­κοι­νώ­σει ότι θα στα­μα­τή­σει. Ο ανα­λυ­τής κοι­τά­ζει την λί­στα ανα­μο­νής του και κα­λεί έναν άλ­λο ασθε­νή ο οποί­ος, εξ ορι­σμού, εί­ναι κά­ποιος ανα­γκα­σμέ­νος να πα­λέ­ψει να πά­ρει το πά­νω χέ­ρι και να ανα­στα­τω­θεί αν βρε­θεί κα­πε­λω­μέ­νος. Και κά­πως έτσι κυ­λά­ει μια τυ­πι­κή μέ­ρα δου­λειάς στην δύ­σκο­λη τέ­χνη της ψυ­χα­νά­λυ­σης.





________________
* Το “τέ­χνα­σμα” ορί­ζε­ται τε­χνι­κά ως κί­νη­ση ή ελιγ­μός που δί­νει το πλε­ο­νέ­κτη­μα σε μια σχέ­ση (σ.τ.σ.)

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: