Η τέχνη της ψυχανάλυσης


Το δοκίμιο του διάσημου οικογενειακού ψυχοθεραπευτή, στις δεκαετίες 1960 και 1970, Jay Haley, καθώς και το δεύτερο («Εγκώμιο της Ψυχανάλυσης») που ακολουθεί στο επόμενο τεύχος, παρουσιάζουν τις δύο όψεις της κλασικής ψυχαναλυτικής πράξης με τρόπο σκωπτικό μεν, αλλά διεισδυτικό. Προέρχονται από μια συλλογή δοκιμίων του από το 1969 (σε ανάλογο ύφος) με τον γενικό τίτλο The power tactics of Jesus Christ (Οι τακτικές εξουσία του Ιησού Χριστού). Από την ίδια συλλογή έχει δημοσιευθεί στον Χάρτη το δοκίμιο «Πώς να έχετε ένα φριχτό γάμο» όπου υπάρχουν και βιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα.


Ο Τζέι Χέιλι
Ο Τζέι Χέιλι

Έχει γίνει αρκετή έρευνα από τους κοινωνικούς επιστήμονες προκειμένου να επαληθεύσουν τις ιδέες του Φρόιντ για το ασυνείδητο και τις διεργασίες του. Μας κάνει όμως εντύπωση πόσο περιορισμένη είναι η επιστημονική μελέτη για ότι πραγματικά λαμβάνει χώρα κατά την διάρκεια μιας ψυχαναλυτικής θεραπείας. Ευτυχώς, αυτή η έλλειψη αποκαταστάθηκε από έναν φοιτητή του Potters College, στο Yeovil της Αγγλίας. Αφού του χορηγήθηκαν τα μέσα για ένα εκπαιδευτικό ταξίδι στην Αμερική, ο ανώνυμος αυτός φοιτητής πέρασε πολλά χρόνια στη χώρα αυτή μελετώντας την τέχνη της ψυχανάλυσης, τόσο ως θεραπευόμενος όσο και ως θεραπευτής. Η έρευνά του αποτυπώθηκε σε ένα έργο τριών τόμων με τον τίτλο “Η Τέχνη της Ψυχανάλυσης ή Κάποιες πτυχές μιας δομημένης συνθήκης όπου οι αλληλεπιδράσεις των δύο μερών ενσαρκώνουν τις πιο βασικές αρχές του “πάνω χέρι-κάτω χέρι, τίνος είν’ το πάνω-πάνω;”.” Όπως και οι περισσότερες μελέτες που γράφτηκαν για λογαριασμό του Potters College, αυτό το έργο δεν δημοσιεύθηκε πουθενά και απέκτησαν πρόσβαση σε αυτήν μόνο κάποια προνομιούχα μέλη του κλινικού προσωπικού. Ωστόσο, ένα αντίγραφο “κατάφερε” να βρεθεί για λίγο στα χέρια του γράφοντος και εδώ θα προσφέρω μια σύνοψη των ευρημάτων αυτής της έρευνας, για όσους προτίθενται να υιοθετήσουν την δυναμική προοπτική της Φροϋδικής θεωρίας και να εξασκήσουν τις πρακτικές μιας δύσβατης τέχνης.

Οι σχετικοί, πλην ανοίκειοι, όροι θα αποδίδονται και στην ψυχαναλυτική ορολογία καθ’ όλη την διάρκεια της συνοψής μας, αλλά πριν ξεκινήσουμε είναι απαραίτητοι μερικοί γενικοί ορισμοί. Πρώτα-πρώτα, προκειμένου να δοθεί ένας πλήρης ορισμός του τεχνικού όρου “πάνω χέρι” θα απαιτούνταν οι σελίδες μιας αρκετά μεγάλης εγκυκλοπαίδειας, κάτι που πράγματι έχει συμβεί στην αρχική μελέτη. Συνοπτικά, ο όρος “από κάτω” ορίζεται τεχνικά ως η ψυχολογική κατάσταση ενός ατόμου που δε μπορεί να επιβληθεί σε κάποιο άλλο άτομο. Το “από πάνω”, πάλι, ορίζεται τεχνικά ως η ψυχολογική κατάσταση ενός ατόμου που δεν είναι “από κάτω”. Για να διατυπώσουμε αυτούς τους όρους στην καθομιλουμένη, με κίνδυνο να χάσουμε την επιστημονική αυστηρότητα, μπορούμε να πούμε ότι σε όλες τις σχέσεις μεταξύ ανθρώπων ( και μεταξύ άλλων θηλαστικών επίσης) το ένα άτομο πάντα υποδεικνύει ότι έχει “το πάνω χέρι” στη σχέση. Αυτό “το πάνω χέρι” δεν σημαίνει απαραίτητα ότι ακολουθεί κάποια υπεροχή σε κοινωνικό status ή οικονομική επιφάνεια. Μάλιστα, πολλοί υπηρέτες είναι ειδήμονες στο να επιβάλλονται τους εργοδότες τους. Ούτε βέβαια υπολογίζεται η ανωτερότητα σε πνευματικό επίπεδο, όπως πολύ καλά γνωρίζει κάθε διανοούμενος που τον έχει καβαλήσει σε αγώνα ελληνορωμαϊκής πάλης ένας μυώδης σκουπιδιάρης. “Το πάνω χέρι” είναι ένας σχετικός όρος που συνεχώς ορίζεται και επανακαθορίζεται μέσα στην εξέλιξη της σχέσης. Οι ελιγμοί που απαιτούνται για την απόκτηση της ανώτερης θέσης μπορεί να είναι χονδροειδείς ή εξαιρετικά εκλεπτυσμένοι. Για παράδειγμα, κάποιος που χρήζει βοηθείας συνήθως δεν έχει “το πάνω χέρι”. Σκέφτεται, “Ε βέβαια, μόνο αυτό μου αξίζει.” Εφόσον οι τρόποι για να ελιχθείς στην από πάνω θέση είναι άπειροι, ας πάμε αμέσως να συνοψίσουμε τις ψυχαναλυτικές τεχνικές όπως περιγράφονται στα τρία μέρη της μελέτης.

Η ψυχανάλυση, σύμφωνα με την μελέτη του Potter College, είναι μια δυναμική ψυχολογική διαδικασία που περιλαμβάνει δύο ανθρώπους, έναν θεραπευόμενο και έναν αναλυτή, κατά την οποία ο θεραπευόμενος επιμένει να ζητά από τον αναλυτή να έχει το πάνω χέρι ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί απεγνωσμένα να του επιβληθεί. Και ο αναλυτής επιμένει να παραμένει ο θεραπευόμενος σε μειονεκτική θέση ώστε να τον βοηθήσει να μάθει να βγαίνει από πάνω. Ο απώτερος σκοπός αυτής της ιδιόμορφης σχέσης είναι να καταλήξει στον φιλικό αποχωρισμό αναλυτή και θεραπευόμενου.

Το ψυχαναλυτικό πλαίσιο είναι προσεκτικά σχεδιασμένο ώστε να κάνει την ανώτερη θέση του αναλυτή σχεδόν ακλόνητη. Πρώτα από όλα, ο θεραπευόμενος πρέπει να πάει οικειοθελώς στον αναλυτή και να του ζητήσει βοήθεια, αναγνωρίζοντας με αυτόν τον τρόπο την κατωτερότητα του από το ξεκίνημα κιόλας της σχέσης. Επιπλέον, ο θεραπευόμενος τονίζει τη μειονεκτική του θέση πληρώνοντας με χρήματα τον αναλυτή. Περιστασιακά κάποιοι ψυχαναλυτές έχουν απερίσκεπτα διαρρήξει αυτή την δομημένη συνθήκη αναλαμβάνοντας δωρεάν κάποιους ασθενείς. Η θέση τους έγινε δύσκολη επειδή ο ασθενής δεν είχε την τακτική υπενθύμιση (την ημέρα της πληρωμής) που τον υποχρεώνει να κάνει μια θυσία για να υποστηρίξει τον αναλυτή, κι έτσι να παραδεχτεί την ανώτερη θέση του αναλυτή πριν ακόμα αυτό ειπωθεί. Είναι αξιοθαύμαστος εκείνος ο θεραπευόμενος που, έχοντας ξεκινήσει από αυτήν την αδύναμη θέση, καταφέρνει να”την βγεί” τον αναλυτή του, αλλά σε ιδιωτικές συζητήσεις οι αναλυτές θα παραδεχτούν -για την ακρίβεια θα γίνουν έξαλλοι παραδεχόμενοι- ότι οι ασθενείς γίνονται εξαιρετικά επιδέξιοι και χρησιμοποιούν τέτοια τεράστια ποικιλία από έξυπνα τεχνάσματα* που ένας αναλυτής χρειάζεται να είναι ιδιαίτερα εύστροφος για να διατηρήσει την υπεροχή του.

Ο περιορισμένος χώρος δεν επιτρέπει να κάνουμε ανασκόπηση της ιστορίας της ψυχανάλυσης εδώ, αλλά θα πρέπει να σημειωθεί ότι από νωρίς στην εξέλιξή της έγινε εμφανές πως ο αναλυτής χρειαζόταν ενίσχυση από το πλαίσιο για να ελέγξει τους ασθενείς που ήταν πιο έξυπνοι από τον ίδιο. Μια πρώτη ενίσχυση ήταν η χρήση του ντιβανιού για να ξαπλώνει ο ασθενής. (Συχνά το αποκαλούν “το τέχνασμα* του Φρόιντ”, όπως άλλωστε δικά του είναι τα περισσότερα τεχνάσματα στην ψυχανάλυση.) Τοποθετώντας τον ασθενή στο ντιβάνι, ο αναλυτής δίνει στον θεραπευόμενο την αίσθηση ότι τα πόδια του αιωρούνται ενώ έχει ταυτόχρονα την επίγνωση ότι τα πόδια του ψυχαναλυτή πατάνε γερά στο έδαφος. Ο θεραπευόμενος ταράζεται όχι μόνο επειδή πρέπει να μιλάει ξαπλωμένος, αλλά επειδή βρίσκεται κυριολεκτικά πιο χαμηλά από τον αναλυτή και με αυτόν τον τρόπο τονίζεται και γεωγραφικά η κατωτερότητά του. Επιπλέον, ο αναλυτής κάθεται πίσω από το ντιβάνι από όπου εκείνος μεν μπορεί να παρατηρεί τον θεραπευόμενο, αλλά ο θεραπευόμενος δεν μπορεί να τον δει.

Ετσι προκαλείται στον θεραπευόμενο εκείνη η αναστάτωση που νιώθει κάποιος που λογοφέρει με έναν αντίπαλο ενώ έχει τα μάτια του δεμένα. Χωρίς να μπορεί να δει την αντίδραση που προκαλούν τα ρητορικά τεχνάσματά του, δεν ξέρει αν έχει το πάνω χέρι ή όχι. Κάποιοι θεραπευόμενοι προσπαθούν να λύσουν αυτό το πρόβλημα κάνοντας δηλώσεις όπως, “Κοιμήθηκα με την αδελφή μου χθες το βράδυ”, και μετά γυρνούν το κεφάλι για να δουν την αντίδραση του αναλυτή τους. Αυτά τα “σοκαριστικά” κολπάκια συνήθως δεν έχουν αποτέλεσμα. Ο αναλυτής μπορεί να ξαφνιαστεί, αλλά έχει χρόνο να συνέλθει μέχρι να γυρίσει ο θεραπευόμενος και να τον κοιτάξει. Οι περισσότεροι αναλυτές έχουν τον τρόπο να διαχειριστούν έναν θεραπευόμενο που θα τους κοιτάξει. Καθώς στρέφεται προς το μέρος τους ο ασθενής, αυτοί προσηλώνουν το βλέμμα τους στο κενό, ή μουτζουρώνουν το τετράδιό τους με ένα μολύβι, ή παίζουν με τη ζώνη που φοράνε, ή εστιάζουν στο τροπικό ψαράκι του ενυδρείου τους. Αν -σπάνια- κάποιος θεραπευόμενος βρει την ευκαιρία να παρατηρήσει τον αναλυτή του, είναι απαραίτητη προϋπόθεση να δει μόνο μια απαθή έκφραση.

Η θέση πίσω από το ντιβάνι έχει μία ακόμα χρησιμότητα. Αναπόφευκτα τα λόγια του αναλυτή μεγεθύνονται σε σημασία αφού ο θεραπευόμενος δεν έχει άλλους τρόπους να διαπιστώσει τι επίδραση έχει ο ίδιος στον αναλυτή. Ο ασθενής κρέμεται από κάθε λέξη του αναλυτή, και εξ ορισμού όποιος κρέμεται από τα λόγια του άλλου είναι κατώτερός του.

Ισως το ισχυρότερο όπλο στην φαρέτρα του ψυχαναλυτή να είναι η χρήση της σιωπής. Αυτή ανήκει στην κατηγορία των τεχνασμάτων “είμαι αμέτοχος” ή “αρνούμαι να πολεμήσω”. Είναι αδύνατο να κερδίσεις μια διαμάχη με έναν αμέτοχο αντίπαλο, αφού ακόμα και αν τον νικήσεις δεν θα έχεις πραγματικά κερδίσει κάτι. Κάθε χτύπημα που καταφέρεις δεν σου επιστρέφεται κι έτσι το μόνο που νιώθεις είναι ενοχές που έκανες επίθεση ενώ ταυτόχρονα υποπτεύεσαι ότι η ανημπόρια του αντιπάλου ήταν υπολογισμένη. Το αποτέλεσμα είναι καταπιεσμένη οργή και απελπισία, δύο συναισθήματα που χαρακτηρίζουν τον ηττημένο. Το πρόβλημα που παρουσιάζεται στον ασθενή είναι το εξής: πώς μπορώ να επιβληθώ σε κάποιον που δεν αντιδρά και δεν με ανταγωνίζεται για την ανώτερη θέση, καυγαδίζοντας ανοιχτά και δίκαια . Οι θεραπευόμενοι φυσικά και βρίσκουν λύσεις, αλλά μπορεί να πάρει μήνες, συνήθως χρόνια, εντατικής ανάλυσης πριν ο θεραπευόμενος βρει τρόπο να αναγκάσει τον αναλυτή του να αντιδράσει. Κατά κανόνα ο θεραπευόμενος ξεκινάει λίγο άγαρμπα και λέει κάτι όπως “Μερικές φορές μου φαίνεται ότι είστε ηλίθιος.” Περιμένει ότι ο αναλυτής θα αντιδράσει αμυντικά, κι έτσι θα χάσει έδαφος. Αντιθέτως ο αναλυτής χρησιμοποιεί την σιωπή του για απάντηση. Ο ασθενής επιμένει και λέει “Είμαι σίγουρος ότι είστε ηλίθιος”. Πάλι σιωπή.

Απελπισμένος ο ασθενής λέει, “Σας είπα ότι είστε ηλίθιος, που να σας πάρει ο διάολος, και όντως είστε!” Ξανά μόνο σιωπή. Τι άλλο μπορεί να κάνει μετά ο θεραπευόμενος παρά να απολογηθεί, και να πάρει οικειοθελώς την θέση του ηττημένου; Συχνά ο θεραπευόμενος ανακαλύπτει πόσο αποτελεσματικό είναι το τέχνασμα της σιωπής και προσπαθεί να το χρησιμοποιήσει κι ο ίδιος. Αυτό σταματάει όταν συνειδητοποιεί ότι πληρώνει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό για κάθε ώρα που μένει ξαπλωμένος και σιωπηλός σε ένα ντιβάνι. Το ψυχαναλυτικό πλαίσιο είναι σκόπιμα σχεδιασμένο ώστε να αποτρέπει τους ασθενείς να χρησιμοποιούν τα τεχνάσματα των αναλυτών για να πετύχουν ισότιμους όρους (αν και αποτελεί ένα παράπλευρο όφελος της θεραπείας ότι ο θεραπευόμενος μαθαίνει εντέλει να τα χρησιμοποιεί αποτελεσματικά με άλλους ανθρώπους).

Από τον αρχικό ευφυέστατο σχεδιασμό του Φρόιντ και μετά, έχουν γίνει λίγες μόνο βελτιώσεις. Όπως οι μαραγκοί δεν μπορούν να βελτιώσουν το βασικό σχέδιο του σφυριού, έτσι και η συνθήκη με τον θεραπευόμενο που έρχεται οικειοθελώς, η ωριαία πληρωμή, η θέση πίσω από το ντιβάνι, και η σιωπή, είναι εργαλεία που δεν έχουν βελτιωθεί και πολύ από τους επαγγελματίες της ψυχανάλυσης.

Παρόλο που δεν μπορούμε να απαριθμήσουμε όλους τους τρόπους με τους οποίους ένας ψυχαναλυτής διαχειρίζεται τους θεραπευόμενούς του, μπορούμε να αναφέρουμε μερικές γενικές αρχές. Αναπόφευκτα ο θεραπευόμενος που ξεκινάει ψυχανάλυση θα χρησιμοποιήσει τα τερτίπια που ξέρει ήδη και του έχουν δώσει το πλεονέκτημα στις προηγούμενες σχέσεις του (αυτό λέγεται “νευρωτικό μοτίβο”). Ο αναλυτής μαθαίνει να συνθλίβει τέτοιους ελιγμούς του θεραπευόμενου. Ένας απλός τρόπος, για παράδειγμα, είναι να απαντήσει ανάρμοστα σε αυτό που λέει ο θεραπευόμενος. Αυτό κάνει τον θεραπευόμενο να αμφισβητήσει όλα όσα έχει μάθει από τις σχέσεις του με άλλους ανθρώπους. Ο θεραπευόμενος μπορεί να πει, “Θα έπρεπε όλοι να είναι ειλικρινείς,” ελπίζοντας ο αναλυτής να συμφωνήσει μαζί του και να ακολουθήσει το σκεπτικό του. Αυτός που ακολουθεί το σκεπτικό ενός άλλου είναι πρόβατο! Ο αναλυτής μπορεί να απαντήσει με την σιωπή του, ένα μάλλον αδύναμο τέχνασμα σε αυτήν την περίπτωση, ή μπορεί να πει “Ε;” Το “Ε;” πρέπει να λεχθεί με τον κατάλληλο τόνο ώστε να εννοεί :“Πώς στην ευχή σου ήρθε αυτή η ιδέα;” Αυτό όχι μόνο κάνει τον θεραπευόμενο να αμφισβητήσει την δήλωσή του, αλλά να αμφιβάλλει και για την σημασία του “Ε;” του αναλυτή! Η αμφιβολία είναι, βεβαίως, το πρώτο βήμα της υποτίμησης. Όταν ο θεραπευόμενος αμφιβάλλει στρέφεται στον αναλυτή για να λύσει την αμφιβολία, και γενικά οι άνθρωποι στρεφόμαστε σε κάποιον που είναι καλύτερος από εμάς. Οι αναλυτικοί ελιγμοί που είναι σχεδιασμένοι για να προκαλέσουν την αμφιβολία σε έναν θεραπευόμενο μπαίνουν σε εφαρμογή από νωρίς στην ανάλυση. Για παράδειγμα, ο αναλυτής μπορεί να πει, “Αναρωτιέμαι αν πραγματικά το νιώθεις αυτό.” Η χρήση του “πραγματικά” είναι τυπική στην αναλυτική πρακτική. Υπονοεί ότι ο θεραπευόμενος έχει κίνητρα που δεν τα αντιλαμβάνεται. Οποιοσδήποτε θα ταραχτεί, και θα νιώσει αδύναμος, όταν μπει αυτή η υποψία στο μυαλό του.

Η αμφιβολία συνδέεται με το “τέχνασμα του ασυνειδήτου”, ένα από τα αρχικά κατασκευάσματα της ψυχανάλυσης. Αυτό το τέχνασμα συχνά θεωρείται η καρδιά της ψυχανάλυσης αφού είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να κάνεις έναν θεραπευόμενο να αμφιβάλλει για τον εαυτό του. Από νωρίς σε μια ανάλυση ο έμπειρος αναλυτής θα τονίσει στον θεραπευόμενο ότι (ο θεραπευόμενος) έχει ασυνείδητες διαδικασίες που συμβαίνουν μέσα του και ότι παραμυθιάζει τον εαυτό του αν νομίζει ότι πραγματικά ξέρει τι λέει. Όταν ο θεραπευόμενος αποδεχθεί αυτήν την ιδέα μπορεί μόνο να στηριχτεί στον αναλυτή για να του πει ( ή, όπως είναι η φράση που χρησιμοποιείται, “να τον βοηθήσει να ανακαλύψει”) τι πραγματικά εννοεί. Έτσι βυθίζεται όλο και περισσότερο στη μειονεκτική θέση, διευκολύνοντας τον αναλυτή να ξεπεράσει οποιονδήποτε ελιγμό του θεραπευόμενου. Για παράδειγμα, ο θεραπευόμενος μπορεί να περιγράψει πρόσχαρος πόσο ωραία πέρασε με την κοπέλα του, ελπίζοντας να προκαλέσει αισθήματα ζήλειας (ένα συναίσθημα μειονεξίας) στον αναλυτή. Η κατάλληλη απάντηση που πρέπει να δώσει ο αναλυτής είναι, “Αναρωτιέμαι τι πραγματικά σημαίνει αυτή η κοπέλα για εσάς.” Αυτό κάνει τον θεραπευόμενο να αμφιβάλλει για το αν συνουσιάζεται με μια κοπέλα που την λένε Σούζι ή με ένα ασυνείδητο σύμβολο. Αναπόφευκτα στρέφεται στον αναλυτή για να τον βοηθήσει να ανακαλύψει τι πραγματικά σημαίνει για αυτόν το συγκεκριμένο κορίτσι.

Συχνά στην πορεία μιας ψυχαναλυτικής θεραπείας, ειδικά αν ο θεραπευόμενος γίνει πεισματάρης (χρησιμοποιεί δηλαδή τεχνάσματα αντίστασης στη θεραπεία), ο αναλυτής τονίζει τον ελεύθερο συνειρμό και τα όνειρα. Τώρα για να αισθανθεί κάποιος ότι είναι σε πλεονεκτική θέση θα πρέπει να νιώσει ότι ξέρει για τι πράγμα μιλάει. Κανένας δε μπορεί να ξεγλιστρήσει και να “βγει από πάνω” κάνοντας ελεύθερο συνειρμό ή αφηγούμενος τα όνειρά του. Θέλοντας και μη, θα ξεστομίσει τις πιο παράλογες δηλώσεις. Την ίδια στιγμή ο αναλυτής θα υπαινιχθεί ότι αυτός ο παραλογισμός περιέχει ιδέες με νόημα. Αυτό όχι μόνο κάνει τον θεραπευόμενο να νιώθει ότι λέει ανοησίες, αλλά ότι λέει πράγματα που καταλαβαίνει ο αναλυτής ενώ ο ίδιος όχι. Μια τέτοια εμπειρία θα ενοχλούσε τον καθένα, και σίγουρα θα τον έκανε να νιώθει από κάτω. Και φυσικά αν ο θεραπευόμενος αρνηθεί να κάνει ελεύθερους συνειρμούς και να μιλήσει για όνειρα, ο αναλυτής θα του υπενθυμίσει ότι μέσω της άρνησής του βάζει αυτογκόλ.

Μια ερμηνεία που στοχεύει στην αντίσταση ανήκει στην γενική κατηγορία χειρισμών του τύπου “γύρνα το πίσω στον ασθενή”. Όλες οι προσπάθειες, ειδικά οι επιτυχημένες, να “την βγείς” στον αναλυτή μπορούν να ερμηνευθούν ως αντίσταση στην θεραπεία! Έτσι ο θεραπευόμενος αισθάνεται ότι είναι δικό του λάθος που η θεραπεία δεν προχωράει. Ο ικανός αναλυτής ενημερώνει με προσοχή εξ αρχής, από την πρώτη κιόλας επίσκεψη, ότι το μονοπάτι προς την ευτυχία είναι δύσκολο και ότι ο θεραπευόμενος κάποιες φορές θα αντιστέκεται στην βελτίωση. Μάλιστα μπορεί ακόμα και να νιώσει φθόνο για τον αναλυτή επειδή τον βοηθάει. Έχοντας βάλει αυτό το πλαίσιο ο αναλυτής, με την απρόσωπη στάση του (τον χειρισμό “δεν το παίρνω προσωπικά”) και με μια ερμηνεία στην αντίσταση, μπορεί ακόμα και μια άρνηση του θεραπευόμενου να πληρώσει για την συνεδρία ή μια απειλή του να σταματήσει την ανάλυση, να τα αντιστρέψει και να τον κάνει να ζητάει συγγνώμη. Κάποιες φορές ο αναλυτής θα αφήσει τον θεραπευόμενο να ξαναπάρει τη μειονεκτική θέση ευγενικά τονίζοντας ότι η αντίστασή του είναι σημάδι ότι μέσα του προοδεύει και αλλάζει.

Η κύρια δυσκολία των περισσότερων θεραπευόμενων είναι η επιμονή τους να “τα βάλουν” ανοιχτά με τον αναλυτή μόλις αρχίσουν να νιώθουν λίγη αυτοπεποίθηση. Όταν ο ασθενής αρχίσει να βλέπει επικριτικά τον αναλυτή και απειλεί να ανοίξει καυγά μαζί του, τότε μπαίνουν στο παιχνίδι διάφοροι “αντιπερισπασμοί”. Αν τολμήσει ο θεραπευόμενος να σχολιάσει τον παράξενο τρόπο που ο αναλυτής αρνείται να του δώσει μια απάντηση, τότε ο αναλυτής θα πει, “Αναρωτιέμαι αν αισθανόσασταν έτσι και στο παρελθόν. Ίσως οι γονείς σας δεν ανταποκρίνονταν στις ανάγκες σας.” Πολύ σύντομα ασχολούνται με την παιδική ηλικία του ασθενούς χωρίς αυτός να πάρει χαμπάρι ότι άλλαξε το θέμα της συζήτησης. Αυτό το τέχνασμα είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικό όταν ο θεραπευόμενος αρχίζει να χρησιμοποιεί όσα έχει μάθει στην ανάλυση για να κάνει σχόλια στον αναλυτή.

Κατά την εκπαίδευσή του ο εκκολαπτόμενος ψυχαναλυτής μαθαίνει μερικούς απλούς κανόνες που θα πρέπει να ακολουθεί. Καταρχάς, ότι είναι απολύτως απαραίτητο να κρατάει τον θεραπευόμενο στην μειονεκτική θέση ενώ ταυτόχρονα τον εμπνέει να παλέψει με θάρρος ελπίζοντας να πάρει το πάνω χέρι (αυτό ονομάζεται “μεταβίβαση”). Κατά δεύτερον, ο αναλυτής απαγορεύεται να αισθανθεί ότι τον έχουν καπελώσει (αυτό ονομάζεται “αντιμεταβίβαση”). Η εκπαιδευτική ανάλυση είναι σχεδιασμένη ώστε να βοηθήσει τον νέο αναλυτή να καταλάβει πώς είναι να είσαι “από κάτω”.

Παριστάνοντας τον θεραπευόμενο μαθαίνει πώς νιώθει αυτός που σκαρφίζεται ένα έξυπνο τέχνασμα, το καταφέρνει με επιτυχία, και τελικά βρίσκεται σε θέση ηττημένου.

Ακόμα και ένας ψυχαναλυτής που έχει κάνει επτά ή και οκτώ χρόνια εκπαιδευτικής ανάλυσης βλέποντας ο ίδιος τα αδύναμα τεχνάσματά του να καταρρακώνονται, μπορεί περιστασιακά να χρησιμοποιήσει έναν χειρισμό με έναν θεραπευόμενο του και να βρεθεί αναγκασμένος να ταπεινωθεί. Παρά το πανέξυπνο οικοδόμημα του αναλυτικού οχυρού, όλοι οι αναλυτές είναι άνθρωποι και είναι ανθρώπινο πού και πού να σε “καβαλάνε”. Η εκπαίδευση εστιάζει στην γρήγορη ανάκτηση του πλεονεκτήματος. Το γενικό σχέδιο είναι να δεχτείς την θέση του ηττημένου “οικειοθελώς” όταν δεν γίνεται να την αποφύγεις. Όταν πάρει ο ασθενής το πάνω χέρι, ο αναλυτής χρειάζεται να πει, “Έχετε δίκιο σε αυτό,” ή “Θα πρέπει να παραδεχτώ ότι έκανα λάθος.” Ένας πιο τολμηρός αναλυτής θα πει, “Αναρωτιέμαι για ποιο λόγο μπορεί να αγχώθηκα λίγο από τα λόγια σας.” Προσέξτε πώς όλες αυτές οι δηλώσεις παρουσιάζουν τον αναλυτή να είναι από κάτω και τον θεραπευόμενο να έχει τον έλεγχο, αλλά η από-κάτω θέση περιλαμβάνει και αμυντική συμπεριφορά. Αναγνωρίζοντας εσκεμμένα την υποδεέστερη θέση του ο αναλυτής στην πραγματικότητα διατηρεί την θέση εξουσίας, και ο ασθενής διαπιστώνει ότι για ακόμα μία φορά ένα έξυπνο τέχνασμά του ξεπεράστηκε από ένα τέχνασμα αβοηθησίας, ή ένα τέχνασμα “αρνούμαι να μπω στη μάχη”. Κάποιες φορές η τεχνική της “αποδοχής” δε μπορεί να χρησιμοποιηθεί επειδή ο αναλυτής έχει υπερβολική ευαισθησία με αυτό το θέμα. Μόλις ανακαλύψει ο ασθενής ότι αυτός ο αναλυτής ντρέπεται να συζητάει σκέψεις γύρω από την ομοφυλοφιλία, μπορεί γρήγορα να το εκμεταλλευτεί. Ο αναλυτής που παίρνει προσωπικά τέτοια σχόλια είναι χαμένος. Η μόνη του ελπίδα επιβίωσης είναι να προβλέψει στις διαγνωστικές του συνεντεύξεις τους θεραπευόμενους που θα μπορούσαν να ανακαλύψουν και να εκμεταλλευτούν την αδυναμία του και να τους παραπέμψει σε αναλυτές με διαφορετικές αδυναμίες.

Στην αναλυτική εκπαίδευση είναι αναμενόμενα ακόμα και τα πιο απεγνωσμένα τεχνάσματα που χρησιμοποιούν οι θεραπευόμενοι. Ένας ασθενής ενδέχεται να είναι τόσο αποφασισμένος να καπελώσει τον αναλυτή του ώστε να υιοθετήσει το τέχνασμα της “αυτοκτονίας”. Πολλοί αναλυτές υποφέρουν από αισθήματα ανεπάρκειας αμέσως μόλις ο θεραπευόμενος απειλήσει να αυτοκτονήσει. Βιώνουν παραισθήσεις με τίτλους εφημερίδων και χαχανητά συναδέλφων που ψιθυρίζουν τον αριθμό των ασθενών που τους κατατρόπωσαν πηδώντας από μια γέφυρα. Ο συνηθισμένος τρόπος για να αποτρέψεις την χρήση αυτού του τεχνάσματος είναι να μην το πάρεις προσωπικά. Ο αναλυτής λέει κάτι όπως, “Βεβαίως θα με λυπούσε αν τινάξετε τα μυαλά σας, αλλά θα συνέχιζα τη δουλειά μου.” Ο θεραπευόμενος τότε παρατάει τα σχέδιά του μόλις συνειδητοποιήσει ότι ούτε αυτοκτονώντας δεν θα καταφέρει να κερδίσει.

Τα ορθόδοξα ψυχαναλυτικά τεχνάσματα μπορούν να αναδειχθούν περισσότερο αν τα αντιπαραβάλλουμε με πιο ανορθόδοξους χειρισμούς. Υπάρχει, για παράδειγμα, το Ροτζεριανό σύστημα τεχνασμάτων όπου ο θεραπευτής απλά επαναλαμβάνει όσα λέει ο ασθενής. Αυτό είναι ένα εγγυημένα νικηφόρο σύστημα. Είναι αδύνατον να κερδίσεις κάποιον που απλά επαναλαμβάνει τις ιδέες σου μετά από σένα. Όταν ο θεραπευόμενος κατηγορεί τον θεραπευτή ότι δεν του είναι χρήσιμος, ο θεραπευτής απαντάει, “Αισθάνεσαι ότι δεν σου είμαι χρήσιμος.” Ο θεραπευόμενος λέει, “Ακριβώς, δεν αξίζεις μία!”. Ο θεραπευτής λέει, “Αισθάνεσαι ότι δεν αξίζω μία!”. Αυτό το τέχνασμα, πολύ περισσότερο από τον ορθόδοξο χειρισμό της σιωπής, εξαλείφει οποιαδήποτε θριαμβευτικά αισθήματα του θεραπευόμενου και τον κάνει να νιώθει ελαφρώς ανόητος μετά από λίγο (ένα αίσθημα κατωτερότητας). Η πλειοψηφία των ορθόδοξων αναλυτών θεωρούν τις Ροτζεριανές τεχνικές όχι μόνο αδύναμες αλλά επιπλέον όχι ιδιαίτερα αξιοπρεπείς. Θεωρούν ότι δεν δίνουν στον θεραπευόμενο μια δίκαιη ευκαιρία.

Οι ηθικές αρχές της ψυχανάλυσης απαιτούν να δίνεται στον θεραπευόμενο τουλάχιστον μια αρκετά δίκαιη ευκαιρία. Τα τεχνάσματα που απλά καταρρακώνουν τον ασθενή είναι για περιφρόνηση. Οι αναλυτές που τα χρησιμοποιούν γενικά θεωρείται ότι χρειάζονται περισσότερη ψυχανάλυση οι ίδιοι ώστε να αποκτήσουν μια ευρύτερη γκάμα από πιο αποδεκτούς χειρισμούς και την ανάλογη αυτοπεποίθηση για να τους χρησιμοποιήσουν. Για παράδειγμα, δεν θεωρείται πρέπον να ενθαρρύνεις έναν θεραπευόμενο να μιλήσει για ένα θέμα και μετά να χάνεις το ενδιαφέρον σου όταν εκείνος μιλάει. Αυτό πετυχαίνει να μειώσει τον θεραπευόμενο, αλλά είναι ένα άχρηστο τέχνασμα εφόσον ο θεραπευόμενος δεν προσπαθούσε να πάρει το πάνω χέρι. Αν ο θεραπευόμενος κάνει μια τέτοια προσπάθεια τότε βεβαίως μπορεί να είναι απαραίτητος ο ελιγμός να χάσεις το ενδιαφέρον σου.

Μια άλλη παραλλαγή των ορθόδοξων ψυχαναλυτικών τεχνικών αποδεικνύει κάποιους περιορισμούς τους. Ο ψυχωτικός διαρκώς αποδεικνύει ότι οι ορθόδοξες τεχνικές δεν περνάνε σε αυτόν. Αρνείται να πάει “εθελοντικά” για ψυχανάλυση. Δεν θα ενδιαφερθεί για τα χρήματα. Δεν θα ξαπλώσει ήσυχα στον καναπέ ούτε θα μιλήσει έχοντας εκτός του οπτικού του πεδίου τον αναλυτή να ακούει. Το πλαίσιο της αναλυτικής συνθήκης φαίνεται να ενοχλεί τον ψυχωτικό. Πράγματι όταν χρησιμοποιούνται ορθόδοξα τεχνάσματα σε βάρος του, ο ψυχωτικός μάλλον θα τα σπάσει όλα στο γραφείο και θα κλωτσήσει τον αναλυτή στα γεννητικά του όργανα (αυτό λέγεται ‘αδυναμία να εγκατασταθεί μεταβίβαση’). Ο μέσος αναλυτής νιώθει άβολα με τους ελιγμούς του ψυχωτικού και για αυτόν τον λόγο αποφεύγει τέτοιους ασθενείς.

Πρόσφατα κάποιοι παράτολμοι θεραπευτές διαπίστωσαν ότι μπορούν να στριμώξουν έναν ψυχωτικό ασθενή αν δουλέψουν σε ζευγάρια. Αυτό πλέον λέγεται θεραπεία “δύο εναντίον ενός”, ή “πολλαπλή θεραπεία”. Για παράδειγμα, αν ένας ψυχωτικός μιλάει καταναγκαστικά και δεν σταματάει ούτε για να ακούσει, τότε δύο θεραπευτές έρχονται στο δωμάτιο και αρχίζουν να συζητούν μεταξύ τους. Ανίκανος να ελέγξει την περιέργειά του (ένα αίσθημα κατωτερότητας) ο ψυχωτικός θα σταματήσει να μιλάει και θα ακούσει, επιτρέποντας έτσι να τον καπελώσουν.

Ένας αμφιλεγόμενος ψυχίατρος γνωστός στον χώρο με το τρυφερό παρατσούκλι “Ο Ταύρος” είναι αυθεντία στο να διατηρεί το προβάδισμα με τους ψυχωτικούς. Όταν ένας ψυχαναγκαστικός ομιλητής δεν τον ακούει, ο Ταύρος βγάζει ένα μαχαίρι στον φουκαρά και τραβάει την προσοχή του.

Κανένας άλλος θεραπευτής δεν είναι τόσο επιδέξιος στο να καπελώνει και τον πιο αποφασισμένο ασθενή. Άλλοι θεραπευτές χρειάζονται νοσοκομεία, νοσηλευτές, ηλεκτροσόκ, λοβοτομές, φάρμακα, ψυχιατρικές καθηλώσεις και μπανιέρες, για να βάλουν τον ασθενή επαρκώς στη θέση του. Ο Ταύρος, μόνο με λόγια και την περιστασιακή επίδειξη του μαχαιριού του, καταφέρνει να κάνει και τον πιο δύσκολο ψυχωτικό ασθενή να παραδοθεί.

Μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση διαφορετική από αυτήν του Ταύρου, έχει μια γυναίκα που στον χώρο είναι γνωστή ως “Η Κυρία του Σπιτιού.” Ανοίγοντας τον δρόμο στην διακριτική επικράτηση πάνω στους ψυχωτικούς, αποφεύγει τα τεχνάσματα του Ταύρου που συχνά κρίνονται κάπως χοντροκομμένα και όχι πάντα καλόγουστα. Αν ένας ασθενής επιμένει ότι είναι Θεός, ο Ταύρος επιμένει ότι αυτός είναι Θεός και αναγκάζει τον ασθενή να γονατίσει, επικρατώντας με αρκετά ξεκάθαρο τρόπο. Για να διαχειριστεί κάτι παρόμοιο, Η Κυρία του Σπιτιού θα χαμογελάσει και θα πει, “Εντάξει, αν θέλεις να είσαι Θεός, σου το επιτρέπω.” Ο ασθενής μπαίνει ευγενικά στην θέση του καθώς συνειδητοποιεί ότι μόνο ο Θεός μπορεί να επιτρέψει σε κάποιον άλλο να είναι Θεός.

Βέβαια οι ορθόδοξες ψυχαναλυτικές τεχνικές περιορίζονται στην ψυχοθεραπευτική εργασία με νευρωτικούς, αλλά εκεί είναι αδιαμφισβήτητη η επιτυχία τους. Ο έμπειρος αναλυτής μπορεί να καπελώσει έναν θεραπευόμενο ενώ ταυτόχρονα σχεδιάζει πού θα δειπνήσει. Φυσικά αυτή η δεξιότητα στο καπέλωμα δημιουργεί αναπάντεχα προβλήματα όταν οι αναλυτές ανταγωνίζονται μεταξύ τους σε συναντήσεις των ψυχαναλυτικών εταιρειών. Καμία άλλη μάζωξη ανθρώπων δεν παρουσιάζει τόσο περίπλοκους τρόπους για να ξεπεράσει ο ένας τον άλλον. Το μεγαλύτερο μέρος της μάχης στις αναλυτικές συναντήσεις δίνεται σε ένα μάλλον προσωπικό επίπεδο, αλλά το προφανές περιεχόμενο περιλαμβάνει προσπάθειες
(1) να επιδειχθεί αυτός που θεωρεί ότι ήταν πιο κοντά στον Φρόιντ ή που μπορεί να παραθέσει επί λέξει κείμενά του, και
(2) ποιος μπορεί να μπερδέψει περισσότερο κόσμο με την τολμηρή επέκταση που έκανε στην ορολογία του Φρόιντ. Αυτός που επιτυγχάνει αμφότερους τους στόχους με μεγαλύτερη επιτυχία είναι γενικά αυτός που εκλέγεται πρόεδρος της εταιρείας.

Το πιο εντυπωσιακό φαινόμενο σε μια αναλυτική συνάντηση είναι η παραποίηση της γλώσσας. Δυσνόητοι όροι ορίζονται και επαναπροσδιορίζονται από ακόμα πιο δυσνόητους όρους καθώς οι αναλυτές μπαίνουν σε έντονες θεωρητικές συζητήσεις. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν το θέμα της συζήτησης είναι κατά πόσον μια συγκεκριμένη θεραπεία ασθενούς ήταν πραγματικά ψυχανάλυση ή όχι. Αναπόφευκτα τίθεται ένα τέτοιο ερώτημα όταν παρουσιάζεται μια ιδιαίτερα λαμπρή κλινική περίπτωση.

Αυτό που συμβαίνει ανάμεσα στον αναλυτή και τον αναλυόμενο, ή η τέχνη του καπελώματος, σπάνια συζητιέται στις συναντήσεις (φαίνεται ότι οι τεχνικές είναι άκρως απόρρητες για δημόσιο διάλογο). Αυτό σημαίνει ότι η συζήτηση στρέφεται στην διαδικασία που συμβαίνει στον υγρό και σκοτεινό εσωτερικό κόσμο του ασθενή. Προσπαθώντας ο ένας αναλυτής να ξεπεράσει τον άλλον σε επεξηγήσεις των αλλόκοτων εσωτερικών των ασθενών, κάθε ομιλητής διακόπτεται διαρκώς από φωνές από το βάθος της αίθουσας που λένε κάτι όπως, “Το αντίθετο! Μπερδεύεις την ενόρμηση του id με ένα αδύναμο όριο του εγώ!” ή “Ο θεός να βοηθήσει τους ασθενείς σου αν αυτό το αποκαλείς κάθεξη !” Ακόμα και ο πιο ετοιμοπόλεμος αναλυτής σύντομα αναπτύσσει ένα ωκεάνιο συναίσθημα καθώς χάνεται μέσα σε καταιγισμούς από θεωρίες ψυχικής ενέργειας, λιβιδινικές ενορμήσεις, ενστικτικές δυνάμεις, και όρια του υπερεγώ. Ο αναλυτής που κατορθώνει πιο αποτελεσματικά να μπερδέψει την ομάδα των συναδέλφων του τους προκαλεί εκνευρισμό και ζήλια (αισθήματα ήττας). Οι χαμένοι επιστρέφουν στα βιβλία τους για να ψάξουν στο μυαλό τους, τα λεξικά τους, τα περιοδικά επιστημονικής φαντασίας και τα κείμενα του Φρόιντ, για να βρουν ακόμα πιο περίπλοκες μεταφορικές υπερβάσεις στην προετοιμασία τους για την επόμενη συνάντηση.

Ας συνοψίσουμε λοιπόν τα κολπάκια αναλυτή και θεραπευόμενου όπως συμβαίνουν κατά την διάρκεια μια τυπικής ψυχοθεραπείας. Κάθε περίπτωση εξατομικεύεται ανάλογα με τα τερτίπια του κάθε θεραπευόμενου (τα αποκαλούμενα “συμπτώματα” από τον αναλυτή όταν πρόκειται για τεχνάσματα που δεν θα χρησιμοποιούσε ένας σκεπτόμενος άνθρωπος), αλλά εύκολα καταλαβαίνουμε την γενική τάση. Ο θεραπευόμενος ξεκινάει την ανάλυση από την μειονεκτική θέση όπου ζητάει βοήθεια και γρήγορα προσπαθεί να ξεπεράσει τον αναλυτή ενώ ταυτόχρονα τον θαυμάζει. Αυτός είναι ο λεγόμενος μήνας του μέλιτος της ανάλυσης. Ο θεραπευόμενος αρχίζει να επαινεί τον θεραπευτή για το πόσο υπέροχος είναι και πόσο γρήγορα πιστεύει (ο θεραπευόμενος) ότι θα γίνει καλά. Ο έμπειρος αναλυτής δεν παρασύρεται από τέτοια κόλπα (οι γνωστοί “χειρισμοί αντίστασης” του Ράιχ). Όταν ο θεραπευόμενος είναι συνέχεια καπελωμένος, αλλάζει τακτικές. Γίνεται κακοπροαίρετος, προσβλητικός, απειλεί να σταματήσει την ανάλυση, και αμφισβητεί την ψυχική υγεία του αναλυτή. Αυτές είναι οι “προσπάθειες να προκαλέσει ανθρώπινη αντίδραση”. Έρχεται αντιμέτωπος με έναν απαθή, απρόσωπο τοίχο αφού ο αναλυτής παραμένει σιωπηλός ή αντιμετωπίζει τις προσβολές με μια απλή δήλωση όπως, “Έχετε παρατηρήσει ότι αυτό είναι το δεύτερο απόγευμα Τρίτης που κάνετε τέτοιο σχόλιο: Αναρωτιέμαι μήπως συμβαίνει κάτι με τις Τρίτες,” ή “Μοιάζει να αντιδράτε σε μένα λες και είμαι κάποιος άλλος.” Απογοητευμένος από την αναποτελεσματικότητα της επιθετικής συμπεριφοράς του (τεχνάσματα αντίστασης), ο θεραπευόμενος υποχωρεί και φαινομενικά παραδίδει τον έλεγχο της κατάστασης πίσω στον αναλυτή. Πάλι εξιδανικεύοντας τον αναλυτή, βασίζεται σε αυτόν, κρέμεται από κάθε λέξη που βγαίνει από τα χείλη του, επιμένει ότι ο ίδιος είναι άχρηστος και ο αναλυτής πολύ δυνατός, και περιμένει την στιγμή που θα μπορέσει να παραπλανήσει αρκετά τον αναλυτή ώστε να του την φέρει με κάποιο κόλπο. Ο έμπειρος αναλυτής το χειρίζεται εύκολα με μια σειρά από “πατροναριστικές” τεχνικές, τονίζοντας ότι ο θεραπευόμενος πρέπει να βοηθήσει τον εαυτό του και όχι να περιμένει να του λύσουν οι άλλοι τα προβλήματά του. Έξαλλος, ο θεραπευόμενος αλλάζει ξανά στάση και περνάει από την δουλοπρέπεια στα προκλητικά τερτίπια. Σε αυτό το σημείο έχει μάθει αρκετές τεχνικές από τον αναλυτή και συνεχώς βελτιώνεται. Χρησιμοποιεί τις γνώσεις (χειρισμούς άγνωστους στους μη ειδικούς) που έχει αποκτήσει για να προσπαθεί με κάθε τρόπο να βάλει τους όρους του στην σχέση με τον αναλυτή ώστε να τον καπελώσει. Αυτή είναι η δύσκολη περίοδος της ανάλυσης. Ωστόσο, έχοντας προετοιμάσει με προσοχή το έδαφος μέσα από μια σχολαστική διάγνωση (απαριθμώντας τα αδύναμα σημεία) και έχοντας διαποτίσει τον ασθενή με μια σειρά από αμφιβολίες για τον εαυτό του, ο αναλυτής πετυχαίνει να ξεπερνάει τον θεραπευόμενο ξανά και ξανά μέσα στα χρόνια. Στο τέλος συμβαίνει κάτι σπουδαίο. Ο θεραπευόμενος προσπαθεί πού και πού να επιβληθεί, ο αναλυτής τον βάζει στη θέση του, και ο θεραπευόμενος πια δεν ενοχλείται από αυτό. Έχει φτάσει πια σε ένα σημείο που δεν τον απασχολεί πραγματικά αν έχει ο αναλυτής τον έλεγχο της σχέσης ή αν τον έχει ο ίδιος. Με άλλα λόγια, έχει θεραπευτεί! Ο αναλυτής τότε τον αποδεσμεύει, προγραμματίζοντας να κάνει αυτόν τον ελιγμό αμέσως πριν ο θεραπευόμενος είναι έτοιμος να ανακοινώσει ότι θα σταματήσει. Ο αναλυτής κοιτάζει την λίστα αναμονής του και καλεί έναν άλλο ασθενή ο οποίος, εξ ορισμού, είναι κάποιος αναγκασμένος να παλέψει να πάρει το πάνω χέρι και να αναστατωθεί αν βρεθεί καπελωμένος. Και κάπως έτσι κυλάει μια τυπική μέρα δουλειάς στην δύσκολη τέχνη της ψυχανάλυσης.





________________
* Το “τέχνασμα” ορίζεται τεχνικά ως κίνηση ή ελιγμός που δίνει το πλεονέκτημα σε μια σχέση (σ.τ.σ.)

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: