Ο ρήτορας και σατιρικός συγγραφέας του 2ου μ.Χ. αιώνα, Λουκιανός, συνέθεσε ένα σύντομο έργο που τιτλοφορείται Περὶ τοῦ μὴ ῥᾳδίως πιστεύειν διαβολῇ. Στην αρχή του έργου ο Λουκιανός αναφέρεται στον ζωγράφο Απελλή τον Εφέσιο και περιγράφει ένα διάσημο έργο που είχε φιλοτεχνήσει.
Σύμφωνα με την αφήγηση του Λουκιανού, ο Απελλής είχε συκοφαντηθεί στον βασιλιά της Αιγύπτου, Πτολεμαίο Α´, για τη δήθεν συμμετοχή του σε συνωμοσία εναντίον του. Κάποιος αντίζηλός του, με το χαρακτηριστικό όνομα Αντίφιλος, παρακινημένος από φθόνο για τον συνάδελφό του και εποφθαλμιώντας τη θέση του στην αυλή του Πτολεμαίου, κατηγόρησε τον ζωγράφο. Ο Πτολεμαίος, ο οποίος δεν διακρινόταν για την ορθή κρίση του, χωρίς να αναλογιστεί πως ο Αντίφιλος ήταν ανταγωνιστής εκείνου που κατηγορούσε, αποδέχτηκε ως αληθή τη συκοφαντία, οργισμένος ιδιαίτερα για την αγνωμοσύνη του ζωγράφου, που είχε τόσο ευεργετηθεί. Ο Απελλής, τελικά, σώζεται από βέβαιο θάνατο, όταν παρουσιάζεται κάποιος μάρτυρας, ο οποίος, αγανακτισμένος από την άδικη κατηγορία του Αντίφιλου και παρακινημένος από οίκτο για τον αδίκως διαβεβλημένο καλλιτέχνη, κατέθεσε υπέρ της αθωότητάς του. Μετά από αυτήν την περιπέτεια, ο Απελλής αποφασίζει να συνθέσει ένα ζωγραφικό έργο καταγγέλλοντας την πρακτική της συκοφαντίας.
Το αλληγορικό αυτό ζωγραφικό έργο – που δεν σώζεται – περιγράφει ο Λουκιανός. Σύμφωνα με τον αρχαίο σατιρικό συγγραφέα, στα δεξιά της σύνθεσης κάθεται κάποιος άνδρας, με μεγάλα αυτιά όπως ο Μίδας, ο οποίος τείνει το χέρι του στη Διαβολή, που βρίσκεται ακόμα σε κάποια απόσταση απέναντί του. Εκατέρωθεν του άνδρα βρίσκονται δύο γυναικείες μορφές, η Άγνοια και η Υποψία. Η Διαβολή απεικονίζεται ως γυναίκα εξαιρετικής ομορφιάς, θελκτική, με εξαιρετική θέρμη που δηλώνει τη λυσσώδη οργή της. Στο αριστερό της χέρι κρατά έναν δαυλό και με το δεξί τραβά από τα μαλλιά έναν νεαρό άνδρα, που με υψωμένα τα χέρια προς τον ουρανό εκλιπαρεί τους θεούς να γίνουν μάρτυρες της αθωότητάς του. Η Διαβολή συνοδεύεται από έναν άνδρα με όψη ωχρή και βλέμμα διαπεραστικό, η προσωποποίηση του Φθόνου που προκαλεί τη συκοφαντία. Μαζί με τη Διαβολή, απεικονίζονται δύο ακόμα γυναικείες μορφές, η Δολιότητα και η Εξαπάτηση. Τις φιγούρες αυτές ακολουθεί η Μετάνοια, που εμφανίζεται ως μαυροντυμένη γυναίκα που θρηνεί, κοιτάζοντας την Αλήθεια, η οποία πλησιάζει. Αυτή η περιγραφή του πίνακα, λειτουργεί ως αφορμή για τον Λουκιανό, ώστε να αναπτύξει το θέμα του, σχετικά με τη φύση της συκοφαντίας. Η ίδια περιγραφή ενέπνευσε, αρκετούς αιώνες μετά, τον αναγεννησιακό ζωγράφο Sandro Botticelli να συνθέσει το έργο του La Calunnia di Apelle, αναπαριστώντας με πιστότητα τις αλληγορικές μορφές που περιγράφει ο Λουκιανός.
Η πραγματεία του Λουκιανού μας εισάγει στο θέμα της προσβολής και της ρητορικής της συμπυκνώνοντας βασικά χαρακτηριστικά της. Ο Λουκιανός θα ορίσει τη διαβολή
ως κατηγορία που διατυπώνεται εν αγνοία του κατηγορουμένου και υποστηρίζεται από τον συκοφάντη χωρίς αντίλογο από την άλλη πλευρά.[1] H έννοια της διαβολής
εδώ ταυτίζεται με εκείνη της συκοφαντίας. Η διαβολή πάντως κατά την κλασική αρχαιότητα είχε ευρύτερη σημασία, όπως η επίθεση κατά αντιπάλου με επιβαρυντικές αναφορές, ειδικά στα πλαίσια μίας δίκης.[2]
Τα χαρακτηριστικά που ο Λουκιανός αποδίδει στη διαβολή είναι χαρακτηριστικά που αφορούν εξίσου και τη ρητορική της προσβολής και σχετίζονται με αυτή διαχρονικά. Εξάλλου, θα πρέπει να παρατηρήσουμε πως η έννοια της διαβολής, όπως την ορίζει ο Λουκιανός, εμπεριέχεται εν μέρει σε εκείνη της προσβολής. Κάθε συκοφαντικός λόγος μπορεί να θεωρηθεί προσβλητικός, εκ μέρους εκείνου που πλήττεται. Ωστόσο, κάθε περίπτωση προσβλητικού λόγου δεν ταυτίζεται με τη διαβολή, τη συκοφαντία.[3]
Ο Λουκιανός θα παρατηρήσει πως στη διαβολή μετέχουν τρεις κύριοι χαρακτήρες: ο συκοφάντης, ο συκοφαντημένος και ο ακροατής/αποδέκτης της συκοφαντίας, όπως συμβαίνει και ἐν ταῖς κωμῳδίαις.[4] Με τον όρο κωμῳδίαις ο συγγραφέας αναφέρεται στα κωμικά δράματα, είναι όμως πιθανό να χρησιμοποιεί τη λέξη με διευρυμένη σημασία, δηλαδή να αναφέρεται στον γελοιοποιητικό και προσβλητικό λόγο. Η ρητορική της προσβολής εμπλέκει τους ίδιους χαρακτήρες: ο πομπός, εκείνος δηλαδή που προσβάλλει (μειώνει, γελοιοποιεί, συκοφαντεί), ο δέκτης, εκείνος που αποτελεί τον στόχο της, και τέλος ο αποδέκτης του λόγου, το ακροατήριο. Ωστόσο, η συκοφαντία δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς αποδέκτη/ακροατήριο, ενώ η προσβολή και η γελοιοποίηση είναι δυνατό να συμβούν και κατ᾽ ιδίαν ή ακόμη και μεταξύ φίλων.
Επιπλέον, τα συναισθήματα του φθόνου, ως κινητήριος δύναμη που προκαλεί τον βλαπτικό λόγο, αλλά και εκείνο του θυμού ως συναισθηματικό προϊόν ρητορικής που στοχεύει να πλήξει κάποιον, σχετίζονται με τη συκοφαντία και εν γένει με τον προσβλητικό λόγο.
Μία ακόμη αναλογία μεταξύ συκοφαντίας και προσβολής, μία ακόμη δηλαδή ιδιότητα του προσβλητικού λόγου που ο Λουκιανός επισημαίνει, είναι πως η συκοφαντία προϋποθέτει τέχνη, που ο Λουκιανός βεβαιώνει πως δεν είναι διόλου ασήμαντη.[5] Έτσι και ο προσβλητικός λόγος γενικότερα, αντλεί από τη ρητορική τέχνη (τα μέσα, τις τεχνικές, την ηθοποιία και την παθοποιία) και επηρεάζεται από αυτή.
Τέλος, ο Λουκιανός εντοπίζει ένα ακόμη χαρακτηριστικό του προσβλητικού λόγου και της ρητορικής του πρακτικής, που σχετίζεται με την αλήθεια και την αληθοφάνεια των κατηγοριών. Οι ισχυρισμοί κατά του αντιπάλου δεν είναι αποτελεσματικοί, όταν είναι αληθείς. Αντίθετα, αρκεί να διαστρεβλωθούν τα πραγματικά χαρακτηριστικά του αντιπάλου.[6] Η ρητορική της προσβολής αρέσκεται σε ακραίους χαρακτηρισμούς και κατηγορίες. Στοχεύει στην υπερβολική έκθεση όλων των αρνητικών χαρακτηριστικών και στην αποσιώπηση των θετικών. Αρκεί μία φήμη ή ένα ψήγμα αλήθειας, για να καταστεί η προσβολή περισσότερο σφοδρή και επίπονη για τον αντίπαλο. Αυτό που μετράει, τελικά, είναι η ικανότητα του ρήτορα να παρουσιάσει τον αντίπαλο με μελανά χρώματα.
Οι θεωρητικοί της ρητορικής, από την εποχή του Λουκιανού, αλλά και ακόμα νωρίτερα, επιχείρησαν να συγκεντρώσουν οδηγίες και συμβουλές γύρω από το ζήτημα της προσβλητικής έκφρασης, κυρίως στα πλαίσια πραγμάτευσης της επιδεικτικής ρητορικής. Οι πρακτικές οδηγίες σύνθεσης λόγων που συγκέντρωσαν σε εγχειρίδια (τέχνες) περιλαμβάνουν παρατηρήσεις σχετικά με τη δομή, τους τόπους, το ύφος και τα συναισθήματα που πρέπει να αξιοποιηθούν στα πλαίσια του ρητορικού ψόγου
και του προσβλητικού λόγου εν γένει.[7]
Σύμφωνα με τη γνωστή αριστοτελική διατύπωση, ο άνθρωπος είναι από τη φύση του ζῷον πολιτικόν[8], αφού αντλεί ευχαρίστηση από τη συναναστροφή με τους ομοίους του. Η κοινωνικότητα και η κοινωνικοποίηση, όμως, μπορεί να καταστούν και πηγή δυσάρεστων εμπειριών. Η σύγκρουση με τους γύρω μας είναι αλληλένδετη με την αναγκαία για τους ανθρώπους κοινωνική συνύπαρξη. Η κοινωνική ανθρώπινη φύση ευθύνεται για τα αρνητικά συναισθήματα (δυσαρέσκεια, θυμός, ντροπή, απογοήτευση) που προκαλούνται, όταν κάποιος επιχειρεί να μας προσβάλει. Ως άνθρωποι είμαστε πάντα κοινωνικά όντα, αλλά αυτό δεν μας εμποδίζει σε πολλές περιπτώσεις να νιώθουμε πως η κόλαση είναι οι Άλλοι.[9]
Για τον Bergson, που μελέτησε το γέλιο και τους μηχανισμούς που το προκαλούν, το κωμικό είναι μία βαθιά ανθρώπινη ιδιότητα.[10] Το ίδιο μπορούμε να ισχυριστούμε και για την προσβολή. Από γλωσσολογική άποψη φαίνεται πως ο προσβλητικός λόγος υπάρχει από τότε που υπάρχει γλώσσα.[11] Αλλά και ως πολιτισμικό φαινόμενο και εκδήλωση της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης, η προσβολή έχει χαρακτηριστεί ως «η πιο ανθρώπινη από τις ανθρώπινες συμπεριφορές».[12] Παρά το γεγονός πως η ρητορική της προσβολής διαφοροποιείται μεταξύ των πολιτισμών, είναι γεγονός πως η ίδια η έννοια της προσβολής είναι οικουμενική.[13]
Έτσι, ως αντικείμενο μελέτης η προσβολή πρέπει να προσεγγιστεί ως πολιτισμικό φαινόμενο πρωτίστως και όχι ως καθαρά γλωσσολογικό.[14] Η προσβολή γίνεται κατανοητή μόνο εντός συγκεκριμένου συγκειμένου, δηλαδή εντός του κοινωνικού και πολιτισμικού πλαισίου στο οποίο εκφωνείται. Εξάλλου, έχει παρατηρηθεί εύστοχα πως ο προσβλητικός λόγος δεν ανήκει αποκλειστικά σε κανένα πεδίο έρευνας, αν και συχνότατα ανακύπτει σε ποικίλες μελέτες και εργασίες.[15] Για αυτόν τον λόγο εν πολλοίς ο προσβλητικός λόγος και η ρητορική του δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς.
Πώς ορίζεται, όμως, η προσβολή και ο προσβλητικός λόγος; Σύμφωνα με το σχετικό λήμμα της Encyclopedia of Humor Studies,[16] η προσβολή περιλαμβάνει τα διάφορα είδη του προσβλητικού λόγου, όπως ο χλευασμός, τα μειωτικά σχόλια, οι απότομες και αποφασιστικές απαντήσεις που το περιεχόμενό τους είναι μειωτικό για ένα πρόσωπο ή ομάδα ατόμων. Εκτός από τις λεκτικές προσβολές σημειώνονται και μη λεκτικές, όπως οι χειρονομίες. Οι προσβολές θεωρούνται στον πυρήνα τους επιθετικές και προκαλούνται από τον θυμό που εγείρεται στον πομπό. Σε ορισμένες, ωστόσο, κοινωνικές περιστάσεις οι προσβολές μπορεί να ανταλλάσσονται σε πλαίσιο φιλικό, οπότε και θεωρούνται χιουμοριστικές και διασκεδαστικές. Η ανταλλαγή προσβολών, ειδικά μεταξύ ομοτίμων, μπορεί να αποκτά τελετουργικό χαρακτήρα και λαμβάνει χαρακτήρα μύησης.[17] Στόχος γενικά του προσβλητικού λόγου είναι η προσπάθεια συμμόρφωσης του αντιπάλου με την κοινωνική νόρμα, η μείωση του κύρους του αντιπάλου, η αμφισβήτηση των κοινωνικών ιεραρχιών ή η καθιέρωση νέων.
Στο σημαντικό έργο Anatomy of Satire, ο Highet αντιπαραβάλλει τη σάτιρα με τον προσβλητικό και υβριστικό λόγο. Η βασική διαφορά, σύμφωνα με τον συγγραφέα, έγκειται στο ότι η σάτιρα επιτίθεται σε πρόσωπα και δημόσιες πρακτικές με σκοπό να ωφελήσει την κοινωνία, να διορθώσει τα κακώς κείμενα, σε αντίθεση με τον προσβλητικό και γελοιοποιητικό λόγο (lampoon) που χαρακτηρίζεται ως «poisoner and gunman». Για τον Highet η σάτιρα αναλαμβάνει μεταφορικά τον ρόλο του γιατρού μέσα στην κοινωνία, ενώ η προσβολή τον ρόλο του αστυνόμου.[18]
O Neu θα ορίσει την προσβολή ως προσπάθεια κυριαρχίας, είτε εκούσια, διεκδικώντας την υπεροχή έναντι του αντιπάλου, είτε ακούσια μέσα από στάσεις που δηλώνουν έλλειψη σεβασμού.[19] Στη συνέχεια, θα εμπλουτίσει τον ορισμό του προσθέτοντας ότι η προσβολή στοχεύει να προκαλέσει προσωπικό πλήγμα στον άλλο.[20] Ο Neu, έτσι, θέτει στο επίκεντρο της προσβολής την επιθυμία για επιβολή και κυριαρχία, τουλάχιστον όσον αφορά τις εκούσιες προσβολές. Οι ακούσιες, αυτές που προκαλούνται από αμέλεια ή απροσεξία, κατά τις οποίες αποτυγχάνουμε να επιδώσουμε τον αρμόζοντα σεβασμό σε κάποιο πρόσωπο, θα μπορούσαν, επίσης, να ιδωθούν μέσα από το πρίσμα της ένδειξης ανωτερότητας. Συνήθως οι άνθρωποι είναι επιλήσμονες και επιδεικνύουν ολιγωρία σε κοινωνικές σχέσεις στις οποίες, έστω και ασυνείδητα, θεωρούν πως έχουν ανώτερη θέση ή θέση εξουσίας.[21]
Παραπλήσια είναι και η προσπάθεια του Conley, ο οποίος επιχειρεί να ορίσει την προσβολή ως την εξαιρετικά αρνητική άποψη για πρόσωπα ή ομάδα ατόμων με σκοπό την ανατροπή της θετικής αυτοεκτίμησης και του κύρους τους.[22] Κατά την ανάλυση του ερευνητή, η μορφή της προσβολής εξαρτάται από τρεις παράγοντες: από το σενάριο, την ένταση και το μέσο της προσβολής.[23] Το σενάριο αλλάζει ανάλογα με το ποιος προσβάλλει ποιον: ένα πρόσωπο προσβάλλει ένα άλλο· ένα πρόσωπο επιτίθεται σε ομάδα ατόμων ή το αντίστροφο· μία ομάδα ατόμων προσβάλλει μία άλλη. Η ένταση αφορά το μέγεθος του πλήγματος που καταφέρνει η προσβολή και συνακόλουθα την αντίδραση που προκαλεί. Η ύπαρξη ακροατηρίου, η δημόσια προσβολή, επηρεάζει σημαντικά την έντασή της. Όσον αφορά το μέσο της προσβολής, παρατηρείται πως κυρίως είναι ο λόγος. Οι λεκτικές προσβολές ποικίλλουν από σύντομες φράσεις έως πιο σύνθετα εκφωνήματα. Με ρητορικούς όρους η λεκτική προσβολή επηρεάζεται από την elocutio (το στυλ) και την pronuntiatio (την απαγγελία, την εκφώνηση) του πομπού. Το προσβλητικό χαρακτηριστικό, δηλαδή, δεν εντοπίζεται στη λέξη. Ελάχιστες λέξεις μπορεί να θεωρηθούν εκ φύσεως προσβλητικές, αν και ορισμένες είναι δύσκολο να τις φανταστούμε σε μη προσβλητικό συγκείμενο.[24]
Σημαντική είναι η παρατήρηση του Conley σχετικά με τις ιδιότητες στις οποίες στοχεύει η ρητορική της προσβολής. Μπορεί να μην υπάρχουν λέξεις εγγενώς προσβλητικές, υπάρχουν ωστόσο ποιότητες που γίνονται τακτικά αντικείμενο προσβολών.[25] Ουσιαστικά η επισήμανση αυτή αφορά την ύπαρξη τόπων, τους οποίους αξιοποιεί εκείνος που θέλει να συνθέσει προσβλητικό λόγο. Η χρήση αυτών των τόπων
διαχρονικά στοχεύει στον στιγματισμό του αντιπάλου ως κάποιου που βρίσκεται έξω από τη νόρμα και το κοινωνικό ιδανικό. O φιλόσοφος Pierre Bourdieu επισημαίνει τη δύναμη του προσβλητικού λόγου, λέγοντας πως δεν υπάρχει κοινωνικός παράγοντας που να μη φιλοδοξεί, όσο το επιτρέπουν οι περιστάσεις, να έχει τη δύναμη να ονοματίζει και να δημιουργεί τον κόσμο μέσω της ονομασίας: κουτσομπολιό, συκοφαντία, ψέμα, προσβολή, επιδοκιμασία, κριτική, επιχειρήματα και έπαινος· όλα αποτελούν απόπειρες περιγραφής και οριοθέτησης του κόσμου.[26] Στην προσβολή, συγκεκριμένα, ενέχεται η αίσθηση πως κάποιος επιχειρεί να αφαιρέσει την εξουσία από τον προσβαλλόμενο, καθώς εκείνος που έχει τη δύναμη να κατονομάζει, έχει τη δύναμη να δημιουργεί απόσταση (με την έννοια πως απομονώνει τον στόχο του) και να ορίζει την κατάσταση των πραγμάτων.[27] Εξάλλου, οι προσβολές αποκαλύπτουν πολλά για τα ήθη και τα ταμπού μίας κοινωνίας,[28] ενώ και η επιδεικτική ρητορική, μέρος της οποίας είναι ο ψόγος και κατ᾽ επέκταση ο προσβλητικός λόγος, έχει ως στόχο την επιβεβαίωση ηθικών αξίων και ιεραρχιών, ενίοτε δε και την ανατροπή τους.[29]
Εκκινώντας από την κριτική ανάγνωση των θέσεων των Neu και Conley, πιο πρόσφατα η Daly προσεγγίζει την προσβολή γενικότερα ως έλλειψη προσοχής («lack of due regard»).[30] Το να προσβάλλεις, έτσι, συνίσταται στο να μην αποδίδεις τη δέουσα προσοχή σε κάποιο πρόσωπο ή ομάδα ατόμων λεκτικά, με πράξεις ή με παραλείψεις. Κεντρικό ρόλο στην ανάλυση της Daly παίζει η αριστοτελική έννοια της ὀλιγωρίας, της υποτιμητικής συμπεριφοράς.
Ο Αριστοτέλης αναφέρει πως η ὕβρις, δηλαδή η προσβολή, συνίσταται στο να κάνεις ή να πεις κάτι που θα προκαλέσει ντροπή με σκοπό την προσωπική ευχαρίστηση.[31] Ωστόσο, ο φιλόσοφος τοποθετεί την ύβρι ως ένα είδος ολιγωρίας, δηλαδή υποτιμητικής συμπεριφοράς. Υπό αυτήν την έννοια η προσβολή είναι παράβλεψη εκ μέρους του πομπού να αποδώσει τον δέοντα σεβασμό σε ένα πρόσωπο. Η ολιγωρία αυτή μπορεί να είναι εκούσια, με στόχο τη μείωση του αντιπάλου και να υποδηλώνει επιθετικότητα και εχθρότητα, αλλά μπορεί να είναι και ακούσια (είτε από απροσεξία είτε επειδή ο πομπός δεν έχει κατανοήσει σωστά τις επικοινωνιακές συνθήκες) και να έχει ως αποτέλεσμα την απογοήτευση και τη μνησικακία του δέκτη. Επιπλέον, η ακούσια προσβολή αποκαλύπτει τις προθέσεις του πομπού και έχει ως αποτέλεσμα ο δέκτης να οδηγείται σε ενδοσκόπηση. Σε αυτήν την περίπτωση, είναι πιθανό να μην υπάρξει απάντηση στον προσβλητικό λόγο. Στην περίπτωση της εκούσιας προσβολής, ο δέκτης νιώθει θυμό και έχει την επιθυμία να απαντήσει στην προσβολή.[32]
Ανεξάρτητα από τους λόγους για τους οποίους κάποιος χρησιμοποιεί προσβλητικό λόγο, σημαντικό ρόλο στην αποτελεσματικότητά του παίζει η πρόσληψη εκ μέρους του αποδέκτη. Αρχικά, θα πρέπει ο αποδέκτης να αντιληφθεί την προσβολή, γεγονός που επικοινωνιακά προϋποθέτει να μπορεί να αποκωδικοποιήσει το μήνυμα του ομιλητή μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο που διενεργείται η συνδιαλλαγή τους.[33] Σε αυτό σημαντικό ρόλο παίζει η ερμηνεία των προθέσεων του πομπού. Μία φιλική συνδιαλλαγή μπορεί να εμπεριέχει λέξεις και φράσεις, που σε άλλη περίσταση να θεωρούνταν προσβλητικές.[34] Επιπλέον, το να προσβάλλεται κανείς δεν είναι το ίδιο με το να νιώθει προσβεβλημένος, καθώς αυτό σχετίζεται με τις προσδοκίες, το αίσθημα τιμής και τις ευαισθησίες των εμπλεκομένων προσώπων.[35] Αφενός, πολλές φορές ο πομπός διατυπώνει την προσβολή του με έμμεσο τρόπο, που του επιτρέπει να υπαναχωρήσει και να ισχυριστεί πως δεν ήταν σκοπός του να προσβάλει.[36] Αφετέρου, θα πρέπει η προσβολή να έχει τη δυναμική να θίξει τον δέκτη.
Οι προσβολές που προκαλούν σοβαρό πλήγμα στον αντίπαλο πρέπει να πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις. Αρχικά, η δημόσια προσβολή αυξάνει το μέγεθος του πλήγματος.[37] Επιπρόσθετα, είναι σημαντικό η προσβολή να εδράζεται σε πραγματικά δεδομένα. Αυτό δεν σημαίνει πως ο προσβλητικός λόγος πρέπει αναγκαστικά να είναι αληθής και ειλικρινής· απεναντίας ο αποδέκτης της προσβολής προσβάλλεται σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο και την πρόθεση του αντιπάλου του. Ωστόσο, ο Γάλλος φιλόσοφος Jacques Ellul, μελετώντας το φαινόμενο της προπαγάνδας, παρατηρούσε πως, για να είναι αποτελεσματική, θα πρέπει να διαθέτει κάποιον πυρήνα αλήθειας, τον οποίο ο επιδέξιος προπαγανδιστής μπορεί να εκφράσει με περιεκτικό τρόπο απευθυνόμενος στη συλλογική συνείδηση.[38] Το ίδιο μπορεί να υποστηριχτεί και για τον προσβλητικό λόγο. Αν η κατηγορία που αποδίδεται στον αντίπαλο αντλεί από κάποιο υπαρκτό γεγονός, τότε η επίδρασή της είναι πολλαπλάσια.[39] Ο Αριστοτέλης σημείωνε, πως οι άνθρωποι θυμώνουν, μεταξύ άλλων, με εκείνους που τους προσβάλλουν σχετικά με υπαρκτά τους ελαττώματα.[40]
Σημαντική παράμετρος στη ρητορική της προσβολής είναι και το «ποιος προσβάλλει ποιον». Στην αριστοτελική σκέψη, προϋπόθεση για τη διέγερση του συναισθήματος του θυμού μετά από προσβολή είναι, εκείνος που προσβάλλει να θεωρείται κατώτερος από τον προσβεβλημένο.[41] Εφόσον σκοπός της προσβολής είναι η μείωση του άλλου, είναι προφανές πως σε πρόσωπα που θεωρούνται κατώτερα δεν αρμόζει να προσβάλλουν. Αυτό σημαίνει πως η ένταση της προσβολής επιτείνεται, όταν προέρχεται από συγκεκριμένα πρόσωπα. Πίσω από αυτήν την παρατήρηση του Αριστοτέλη διαφαίνεται μία βασική αρχή: μεταξύ εκείνου που προσβάλλει και του θύματός του πρέπει να υφίσταται κοινός αξιακός κώδικας.[42] Ανεξαρτήτως της τοποθέτησης κάθε προσώπου στο φάσμα αυτού του αξιακού κώδικα, θα πρέπει το πεδίο να είναι κοινό, προκειμένου να πραγματωθεί η επικοινωνία. Συνοπτικά, ο αποδέκτης της προσβολής, ανεξάρτητα από τη θέση του στην κοινωνική (ή όποια άλλη) ιεραρχία σε σχέση με εκείνον που προσβάλλει, νιώθει προσβεβλημένος, όταν υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ του σεβασμού και της προσοχής, που νιώθει πως του οφείλεται και εκείνου που απολαμβάνει.[43] Δεν θα πρέπει, λοιπόν, να θεωρηθεί πως μόνο πρόσωπα που θεωρούνται κατώτερα ή αδύναμα μπορούν να γίνουν στόχος της προσβολής. Συχνότατα η σάτιρα (αλλά και ο προσβλητικός λόγος) στοχεύει στους ισχυρούς και εκείνους που κατέχουν κάποιο είδος εξουσίας. Τα παραπάνω προϋποθέτουν πως εκείνος που προσβάλλει γνωρίζει καλά τον αντίπαλό του, αλλά και το ακροατήριο, εφόσον η προσβολή είναι δημόσια. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί πως αρκετές φορές η προσβολή επιτελείται ανεξάρτητα από την πρόθεση του πομπού, όπως συμβαίνει σε περιπτώσεις που αγνοείται ή δεν εκτιμάται σωστά το επικοινωνιακό πλαίσιο: οι ευαισθησίες του δέκτη, η χρονική στιγμή, η ύπαρξη ακροατηρίου, η ένταση της προσβολής.
Συναισθηματικά η προσβολή συνδέεται με τον θυμό και τον φθόνο. O θυμός είναι ένα κοινωνικό κατά κύριο λόγο συναίσθημα, που διεγείρεται στα πλαίσια διαπροσωπικών σχέσεων, πολύ συχνά εξαιτίας φυσικής ή λεκτικής προσβολής.[44] Ο θυμός, εκτός από το αποτέλεσμα της προσβολής, μπορεί να είναι και η αιτία που προκαλεί τον προσβλητικό λόγο. Ο θυμός μπορεί να περιγραφεί ως η νευρολογική εκείνη αντίδραση, που εκφράζεται με πολλούς τρόπους, ένας εκ των οποίων είναι συχνότατα η προσβλητική γλώσσα.[45] Η διέγερσή του μετά από μία προσβολή σχετίζεται με την επιθυμία ανταπόδοσης, προκειμένου ο προσβεβλημένος να υπερασπιστεί το κοινωνικό του status.[46] Σε ορισμένες, πάντως περιπτώσεις ο προσβεβλημένος μπορεί να μη νιώσει θυμό και επιθυμία για ανταπόδοση, αλλά αποθάρρυνση – μία πιο εσωστρεφή αντίδραση[47]
– και απογοήτευση.[48] Από την άλλη, ένα συναίσθημα που σχετίζεται με τη ρητορική της προσβολής είναι ο φθόνος. Ο φθόνος πυροδοτεί την προσβλητική αντίδραση, έναντι ενός στόχου, για τον οποίο ο πομπός νιώθει πως με κάποιο τρόπο υπερέχει ή κερδίζει έδαφος στην κοινωνική ιεραρχία.[49] Εντοπίζεται, έτσι, ένα συναισθηματικό σχήμα που αφορά τη ρητορική της προσβολής και εμπλέκει συχνά τα δύο αυτά συναισθήματα, τον θυμό και τον φθόνο.
Παρά την πρόθεση του πομπού να προσβάλει και την πρόσληψη και κατανόηση της προσβολής από πλευράς του δέκτη, είναι δυνατόν ο τελευταίος να μην προσβληθεί. Ο Coetzee στο δοκίμιό του περί προσβολής επισημαίνει την περίπτωση ενός ανθρωπότυπου, των ορθολογικών κοσμικών διανοούμενων, οι οποίοι με αυστηρή επιτήρηση των συναισθημάτων τους καταφέρνουν να θέτουν την προσβολή που τους απευθύνεται σε ορθολογικό πλαίσιο, μειώνοντας την επίδραση της.[50] O αυτοέλεγχος σχετίζεται με την αρχαιοελληνική έννοια της σωφροσύνης, στην οποία θα αναφερθούμε σε αρκετές περιπτώσεις στη συνέχεια της εργασίας. Η στάση που περιγράφει ο Coetzee ίσως θυμίζει τη στωική αντιμετώπιση απέναντι στις προσβολές.[51]
Πιο αναλυτικά, ο Νeu θα εντοπίσει 4 λόγους για τους οποίος κάποιος δεν προσβάλλεται, ακόμα και όταν η πρόθεση του πομπού είναι προσβλητική[52]: 1. Ο γνωστικός φραγμός, ο στόχος της προσβολής δεν μπορεί να αντιληφθεί την προσβολή, 2. Ο αποδέκτης της προσβολής δεν έχει υψηλές προσδοκίες, είναι πρόσωπο με χαμηλή αυτοεκτίμηση και αποδέχεται την προσβολή, 3. Ο στόχος του προσβλητικού λόγου επιλέγει να δείξει καλή διάθεση και να προσπεράσει την προσβολή που του απευθύνεται, 4. Ο προσβάλλων είναι πρόσωπο που δεν χαίρει εκτίμησης εκ μέρους του αποδέκτη, θεωρείται πρόσωπο πολύ κατώτερο και η γνώμη του δεν έχει ιδιαίτερη αξία. Η περίπτωση αυτή σχετίζεται και με τον αξιακό κώδικα των δύο πλευρών, ο οποίος αν δεν είναι κοινός, δεν μπορεί ο προσβλητικός λόγος να είναι επιτυχής.
Η λεκτική προσβολή μπορεί να πάρει πολλές μορφές[53]: υπαινιγμοί, υπονοούμενα, διαταγές, ευθείες προσβολές με ύβρεις και μειωτικούς χαρακτηρισμούς. Επιπλέον, η σιωπή ή η αγνόηση είναι δυνατό να προσλάβουν προσβλητικό χαρακτήρα. Η ειρωνεία και ο σαρκασμός, ακόμη, έχουν εξέχοντα ρόλο στη ρητορική της προσβολής και στη σάτιρα.[54] Ορισμένες από τις μορφές της λεκτικής προσβολής είναι σφοδρότερες από άλλες. Ο προσβλητικός λόγος, δηλαδή, παρουσιάζει διαβαθμίσεις. Η ένταση της προσβολής έγκειται στις προθέσεις του πομπού και στο επικοινωνιακό συγκείμενο.
Οι άνθρωποι προσβάλλουν ο ένας τον άλλον για ποικίλους λόγους.[55] Η προσβολή στην πιο αθώα και αβλαβή μορφή της είναι ένας τρόπος έκφρασης φιλικών δεσμών και συμβάλλει στη σύσφιξη κοινωνικών σχέσεων μεταξύ ομοτίμων. Η ανταλλαγή πειραγμάτων και αστεϊσμών είναι συχνή εκδήλωση συντροφικότητας και οικειότητας μεταξύ φίλων.[56] Ωστόσο, κατά κύριο λόγο ο επιθετικός προσβλητικός λόγος στοχεύει στη μείωση του αντιπάλου ή/και στην επιβολή και επίδειξη της κυριαρχίας του πομπού. Εκείνος που προσβάλλει επιχειρεί να αποδώσει στον προσβεβλημένο χαρακτηριστικά και αξίες που δεν συνάδουν με την κυρίαρχη κοινωνική νόρμα, με σκοπό είτε τον αποκλεισμό και την αποξένωσή του από το ακροατήριο είτε να τον συνετίσει, προσπαθώντας να επιβάλει την ηθική μεταστροφή του. Ο προσβλητικός λόγος καθίσταται, έτσι, εργαλείο ιδεολογικής επιβολής και ενίσχυσης των κυρίαρχων αξιών. Παράλληλα, όμως, η προσβλητική γλώσσα, ακόμα και η υβριστική, μπορεί να είναι και αισθητικά ευχάριστη. Το ευφάνταστο αριστοφανικό υβρεολόγιο ή η χειμαρρώδης υβριστική γλώσσα των σαιξπηρικών δραμάτων είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα.[57] Εξάλλου, η δημιουργική δύναμη εκείνου που προσβάλλει προσδίδει στην προσβολή ένα εξαιρετικά σημαντικό στοιχείο: την κάνει αξιομνημόνευτη και για αυτό πιο επώδυνη και σφοδρή.[58] Τέλος, από λογοτεχνική σκοπιά η ανταλλαγή προσβολών μεταξύ των ηρώων μπορεί να καταστεί αφηγηματικό εργαλείο, καθώς μέσα από αυτή αποκαλύπτεται ο χαρακτήρας τους, η ηθική τους ποιότητα και τα κίνητρά τους.
Ειδική μνεία θα πρέπει να γίνει σε ένα είδος προσβολών, οι οποίες παρουσιάζονται με τη μορφή επαίνου και κολακείας. Ο υπερβολικός εγκωμιασμός, ο σαρκασμός και η κεκαλυμμένη ειρωνεία, ο έπαινος χαρακτηριστικών που για εκείνον που προσβάλλει δεν αποτελούν πραγματικά θετικά στοιχεία, όλα αξιοποιούνται στα πλαίσια του προσβλητικού λόγου.[59]
Η προσβολή – μεταφορικά και κυριολεκτικά – ως έννοια συνδέεται με το φυσικό πλήγμα κατά του αντιπάλου. Προσβάλλω, εκτός από μιλώ υβριστικά και υποτιμητικά για κάποιον, σημαίνει και βλάπτω, πλήττω, προκαλώ φθορά ή πληγή.[60] Η έννοια του φυσικού πλήγματος, της βλάβης, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την προσβολή. Όσον αφορά τον προσβλητικό λόγο, η προσβολή προκαλεί ηθική ή συναισθηματική βλάβη που σχετίζεται με τη μείωση της αυτοεικόνας του προσβεβλημένου προσώπου ή τη μείωση του κοινωνικού του κύρους. Ο προσβλητικός λόγος μοιάζει έτσι με ένα υποτιμητικό «χαστούκι στο πρόσωπο»,[61] που προκαλεί πόνο συναισθηματικό.[62] Εξάλλου, το φυσικό πλήγμα, η σωματική βία, συνιστά επίσης προσβολή, αν και μάλλον θα ήταν επιεικής ο χαρακτηρισμός της φυσικής βίας απλώς ως προσβολή. Σε κάθε περίπτωση, είναι δυνατό από την λεκτική προσβολή να υπάρξει κλιμάκωση σε προσβλητική πράξη και φυσικό πλήγμα. Έτσι, η φυσική βία υπό προϋποθέσεις μπορεί να γίνει το επόμενο στάδιο της λεκτικής προσβολής.
Η προσβλητική γλώσσα είναι πλούσια σε σχήματα λόγου. Ο πομπός αξιοποιεί μεταφορές, παρομοιώσεις, υπερβολή, συσσώρευση, ονοματολογικά αστεία.[63] Ιδιαίτερα οι μεταφορές είναι εξαιρετικά αποτελεσματικές στον προσβλητικό λόγο, γιατί καθοδηγούν προς έναν συγκεκριμένο τρόπο θέασης της πραγματικότητας, αξιοποιώντας προκαταλήψεις και εμπειρικές γνώσεις του ακροατηρίου.[64] Οι παρομοιώσεις του αντιπάλου με ζώα και οι ύβρεις που περιλαμβάνουν μεταφορές με ζώα είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς διαχρονικά σε πολλούς πολιτισμούς.[65] Μία προσβολή που αποδίδει στον αντίπαλο ζωώδεις ιδιότητες συντελεί δραστικά στη μείωση της προσωπικότητάς του, καθώς τον υποβιβάζει στο επίπεδο του ζώου.[66] Το ζώο ως σύμβολο είναι παρόν στην εικονοποιία των πολιτισμών και αποτελεί εργαλείο οργάνωσης της σκέψης και ταξινόμησης του κόσμου.[67]
Επιπροσθέτως, η ρητορική της προσβολής αξιοποιεί τη σύγκριση. Ο παραλληλισμός δύο προσώπων ενέχει πάντοτε τον κίνδυνο να προσβληθεί εκείνος που θα μειονεκτήσει κατά τη αντιπαραβολή.[68] Η σύγκριση με πρόσωπο που συγκεντρώνει ποιότητες θετικές και διαφορετικές από τον ψεγόμενο επιτείνει την αρνητική εντύπωση για τον στόχο του προσβλητικού λόγου. Μάλιστα, οι θεωρητικοί της ρητορικής και οι συντάκτες εγχειριδίων Προγυμνασμάτων
πρότειναν την αξιοποίηση της συγκρίσεως κατά τη σύνθεση ψόγου και ἐγκωμίου, προκειμένου να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητά τους.[69]
Η αισθητική αξία της ρητορικής της προσβολής, αλλά και η αίσθηση ανωτερότητας και κυριαρχίας που τη συνοδεύει την καθιστούν θελκτική στη χρήση της. Ωστόσο, ελλοχεύουν κίνδυνοι για εκείνον που προσβάλλει, ειδικά όταν ο προσβλητικός λόγος είναι ακραίος και εξαιρετικά σφοδρός. Όπως θα δούμε και στη συνέχεια, οι θεωρητικοί της ρητορικής στην αρχαιότητα σύστηναν την αποστασιοποίηση από τον ψόγο
και τις ακραίες κατηγορίες κατά των αντιπάλων. Αφενός, ο ρήτορας μπορεί να ταυτιστεί με την ηθική που επιχειρεί να ψέξει, μεταχειριζόμενος υβριστικό και προσβλητικό λόγο· αφετέρου, ο πομπός πρέπει πάντα να είναι προσεκτικός για τις ποινικές συνέπειες των λόγων του.
Στη σύγχρονη εποχή δεν υπάρχει πιο εύγλωττο παράδειγμα για την (αυτό)καταστροφική δύναμη του προσβλητικού λόγου, από την περίπτωση του Reinhold Aman.[70] O Aman υπήρξε εκδότης του περιοδικού Maledicta: The International Journal of Verbal Aggression. Το πεδίο ενδιαφέροντος του περιοδικού κάλυπτε εκφάνσεις του προσβλητικού, υβριστικού, υποτιμητικού λόγου, ύβρεις και αισχρολογίες ποικίλης προέλευσης. Ο Aman πρέσβευε πως είναι προτιμότερο να απελευθερώνει κανείς τη συσσωρευμένη ένταση με λόγια, «παρά με μαχαίρια» και πως ο προσβλητικός λόγος είναι «το εκπολιτισμένο ανάλογο ενός ρόπαλου».[71] Υπήρξε πολωτική μορφή και δεινός χρήστης της προσβλητικής ρητορικής, γεγονός που του στοίχισε. Κατά τη δικαστική του διαμάχη με την πρώην σύζυγό του, ο Aman έστειλε μία σειρά από άκρως προσβλητικές και υβριστικές επιστολές στην ίδια, στον δικηγόρο της και στον δικαστή, οι οποίες εκλήφθηκαν ως απειλές κατά της ζωής των προσώπων αυτών. Ο Aman συνελήφθη από το FBI και καταδικάστηκε. Παρέμεινε αμετανόητος, επιμένοντας πως οι επιστολές του είχαν χιουμοριστικό χαρακτήρα και δεν ανακάλεσε ποτέ. Τελικώς, εξέτισε ποινή φυλάκισης 18 μηνών. Η δικαστική περιπέτεια εξάντλησε τους πόρους του και οδήγησε στην οριστική αναστολή της έκδοσης του περιοδικού Maledicta, το οποίο υπήρξε έργο ζωής για τον Aman. Η ανεξέλεγκτη τάση του να χρησιμοποιεί τον προσβλητικό λόγο εναντίον άλλων έβλαψε όχι μόνο εκείνους που θεωρούσε εχθρούς του, αλλά και τη δική του φήμη και, για μεγάλο χρονικό διάστημα, την ελευθερία του να επιδιώκει το έργο της ζωής του.
Ο προσβλητικός λόγος μπορεί να φανεί, λοιπόν, επιζήμιος, αλλά και η πλήρης αποχή από αυτόν μπορεί να επιφυλάσσει κινδύνους. Ο Αριστοτέλης χαρακτηρίζει ως ανόητους εκείνους που δεν θυμώνουν με όσα θα έπρεπε οι άνθρωποι να θυμώνουν. Σε αυτήν την κατηγορία ατόμων ανήκουν και όσοι δέχονται να προσβάλλονται, είτε οι ίδιοι είτε αγαπημένα τους πρόσωπα. Τη στάση αυτή, μάλιστα, τη χαρακτηρίζει ως δουλοπρεπή.[72] Με βάση αυτήν την παρατήρηση, η ευθιξία και η πρόθεση ανταπόδοσης απέναντι στην προσβολή πρέπει να νοηθεί, όχι ως αμυντική στάση και πραότητα, αλλά ως υποταγή και παθητικότητα προς τον επιτιθέμενο. Το κύρος του προσβεβλημένου προσώπου, που ανέχεται τον προσβλητικό λόγο των αντιπάλων του, αναπόφευκτα μειώνεται. Εξαίρεση αποτελούν περιπτώσεις ιδιαίτερες και μεταιχμιακές, όπως οι άγιοι ήρωες της βυζαντινής Αγιολογίας.[73] Ωστόσο, η ανοχή απέναντι στον προσβλητικό λόγο ελλοχεύει επιπλέον κινδύνους. Ο προσβάλλων αντιλαμβάνεται ορισμένες φορές την ανεκτικότητα ως αδυναμία και μπορεί να κλιμακώσει την ένταση της επίθεσής του· ίσως μάλιστα καταφύγει στη βία ή και στη φυσική εξολόθρευση του υποχωρητικού του αντιπάλου.