Η έννοια της προσβολής και η ρητορική της

Σάντρο Μποτιτσέλι: «Η συκοφαντία του Απελλή», Μουσείο Uffizi / Φλωρεντία (15ος αι.)
Σάντρο Μποτιτσέλι: «Η συκοφαντία του Απελλή», Μουσείο Uffizi / Φλωρεντία (15ος αι.)

Ο ρή­το­ρας και σα­τι­ρι­κός συγ­γρα­φέ­ας του 2ου μ.Χ. αιώ­να, Λου­κια­νός, συ­νέ­θε­σε ένα σύ­ντο­μο έρ­γο που τι­τλο­φο­ρεί­ται Περὶ τοῦ μὴ ῥᾳδί­ως πι­στεύ­ειν δια­βολῇ. Στην αρ­χή του έρ­γου ο Λου­κια­νός ανα­φέ­ρε­ται στον ζω­γρά­φο Απελ­λή τον Εφέ­σιο και πε­ρι­γρά­φει ένα διά­ση­μο έρ­γο που εί­χε φι­λο­τε­χνή­σει.
Σύμ­φω­να με την αφή­γη­ση του Λου­κια­νού, ο Απελ­λής εί­χε συ­κο­φα­ντη­θεί στον βα­σι­λιά της Αι­γύ­πτου, Πτο­λε­μαίο Α´, για τη δή­θεν συμ­με­το­χή του σε συ­νω­μο­σία ενα­ντί­ον του. Κά­ποιος αντί­ζη­λός του, με το χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό όνο­μα Αντί­φι­λος, πα­ρα­κι­νη­μέ­νος από φθό­νο για τον συ­νά­δελ­φό του και επο­φθαλ­μιώ­ντας τη θέ­ση του στην αυ­λή του Πτο­λε­μαί­ου, κα­τη­γό­ρη­σε τον ζω­γρά­φο. Ο Πτο­λε­μαί­ος, ο οποί­ος δεν δια­κρι­νό­ταν για την ορ­θή κρί­ση του, χω­ρίς να ανα­λο­γι­στεί πως ο Αντί­φι­λος ήταν αντα­γω­νι­στής εκεί­νου που κα­τη­γο­ρού­σε, απο­δέ­χτη­κε ως αλη­θή τη συ­κο­φα­ντία, ορ­γι­σμέ­νος ιδιαί­τε­ρα για την αγνω­μο­σύ­νη του ζω­γρά­φου, που εί­χε τό­σο ευ­ερ­γε­τη­θεί. Ο Απελ­λής, τε­λι­κά, σώ­ζε­ται από βέ­βαιο θά­να­το, όταν πα­ρου­σιά­ζε­ται κά­ποιος μάρ­τυ­ρας, ο οποί­ος, αγα­να­κτι­σμέ­νος από την άδι­κη κα­τη­γο­ρία του Αντί­φι­λου και πα­ρα­κι­νη­μέ­νος από οί­κτο για τον αδί­κως δια­βε­βλη­μέ­νο καλ­λι­τέ­χνη, κα­τέ­θε­σε υπέρ της αθω­ό­τη­τάς του. Με­τά από αυ­τήν την πε­ρι­πέ­τεια, ο Απελ­λής απο­φα­σί­ζει να συν­θέ­σει ένα ζω­γρα­φι­κό έρ­γο κα­ταγ­γέλ­λο­ντας την πρα­κτι­κή της συ­κο­φα­ντί­ας.
Το αλ­λη­γο­ρι­κό αυ­τό ζω­γρα­φι­κό έρ­γο – που δεν σώ­ζε­ται – πε­ρι­γρά­φει ο Λου­κια­νός. Σύμ­φω­να με τον αρ­χαίο σα­τι­ρι­κό συγ­γρα­φέα, στα δε­ξιά της σύν­θε­σης κά­θε­ται κά­ποιος άν­δρας, με με­γά­λα αυ­τιά όπως ο Μί­δας, ο οποί­ος τεί­νει το χέ­ρι του στη Δια­βο­λή, που βρί­σκε­ται ακό­μα σε κά­ποια από­στα­ση απέ­να­ντί του. Εκα­τέ­ρω­θεν του άν­δρα βρί­σκο­νται δύο γυ­ναι­κεί­ες μορ­φές, η Άγνοια και η Υπο­ψία. Η Δια­βο­λή απει­κο­νί­ζε­ται ως γυ­ναί­κα εξαι­ρε­τι­κής ομορ­φιάς, θελ­κτι­κή, με εξαι­ρε­τι­κή θέρ­μη που δη­λώ­νει τη λυσ­σώ­δη ορ­γή της. Στο αρι­στε­ρό της χέ­ρι κρα­τά έναν δαυ­λό και με το δε­ξί τρα­βά από τα μαλ­λιά έναν νε­α­ρό άν­δρα, που με υψω­μέ­να τα χέ­ρια προς τον ου­ρα­νό εκλι­πα­ρεί τους θε­ούς να γί­νουν μάρ­τυ­ρες της αθω­ό­τη­τάς του. Η Δια­βο­λή συ­νο­δεύ­ε­ται από έναν άν­δρα με όψη ωχρή και βλέμ­μα δια­πε­ρα­στι­κό, η προ­σω­πο­ποί­η­ση του Φθό­νου που προ­κα­λεί τη συ­κο­φα­ντία. Μα­ζί με τη Δια­βο­λή, απει­κο­νί­ζο­νται δύο ακό­μα γυ­ναι­κεί­ες μορ­φές, η Δο­λιό­τη­τα και η Εξα­πά­τη­ση. Τις φι­γού­ρες αυ­τές ακο­λου­θεί η Με­τά­νοια, που εμ­φα­νί­ζε­ται ως μαυ­ρο­ντυ­μέ­νη γυ­ναί­κα που θρη­νεί, κοι­τά­ζο­ντας την Αλή­θεια, η οποία πλη­σιά­ζει. Αυ­τή η πε­ρι­γρα­φή του πί­να­κα, λει­τουρ­γεί ως αφορ­μή για τον Λου­κια­νό, ώστε να ανα­πτύ­ξει το θέ­μα του, σχε­τι­κά με τη φύ­ση της συ­κο­φα­ντί­ας. Η ίδια πε­ρι­γρα­φή ενέ­πνευ­σε, αρ­κε­τούς αιώ­νες με­τά, τον ανα­γεν­νη­σια­κό ζω­γρά­φο Sandro Botticelli να συν­θέ­σει το έρ­γο του La Calunnia di Apelle, ανα­πα­ρι­στώ­ντας με πι­στό­τη­τα τις αλ­λη­γο­ρι­κές μορ­φές που πε­ρι­γρά­φει ο Λου­κια­νός.
Η πραγ­μα­τεία του Λου­κια­νού μας ει­σά­γει στο θέ­μα της προ­σβο­λής και της ρη­το­ρι­κής της συ­μπυ­κνώ­νο­ντας βα­σι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της. Ο Λου­κια­νός θα ορί­σει τη δια­βο­λή ως κα­τη­γο­ρία που δια­τυ­πώ­νε­ται εν αγνοία του κα­τη­γο­ρου­μέ­νου και υπο­στη­ρί­ζε­ται από τον συ­κο­φά­ντη χω­ρίς αντί­λο­γο από την άλ­λη πλευ­ρά.[1] H έν­νοια της δια­βο­λής εδώ ταυ­τί­ζε­ται με εκεί­νη της συ­κο­φα­ντί­ας. Η δια­βο­λή πά­ντως κα­τά την κλα­σι­κή αρ­χαιό­τη­τα εί­χε ευ­ρύ­τε­ρη ση­μα­σία, όπως η επί­θε­ση κα­τά αντι­πά­λου με επι­βα­ρυ­ντι­κές ανα­φο­ρές, ει­δι­κά στα πλαί­σια μί­ας δί­κης.[2]
Τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά που ο Λου­κια­νός απο­δί­δει στη δια­βο­λή εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά που αφο­ρούν εξί­σου και τη ρη­το­ρι­κή της προ­σβο­λής και σχε­τί­ζο­νται με αυ­τή δια­χρο­νι­κά. Εξάλ­λου, θα πρέ­πει να πα­ρα­τη­ρή­σου­με πως η έν­νοια της δια­βο­λής, όπως την ορί­ζει ο Λου­κια­νός, εμπε­ριέ­χε­ται εν μέ­ρει σε εκεί­νη της προ­σβο­λής. Κά­θε συ­κο­φα­ντι­κός λό­γος μπο­ρεί να θε­ω­ρη­θεί προ­σβλη­τι­κός, εκ μέ­ρους εκεί­νου που πλήτ­τε­ται. Ωστό­σο, κά­θε πε­ρί­πτω­ση προ­σβλη­τι­κού λό­γου δεν ταυ­τί­ζε­ται με τη δια­βο­λή, τη συ­κο­φα­ντία.[3]
Ο Λου­κια­νός θα πα­ρα­τη­ρή­σει πως στη δια­βο­λή με­τέ­χουν τρεις κύ­ριοι χα­ρα­κτή­ρες: ο συ­κο­φά­ντης, ο συ­κο­φα­ντη­μέ­νος και ο ακρο­α­τής/απο­δέ­κτης της συ­κο­φα­ντί­ας, όπως συμ­βαί­νει και ἐν ταῖς κωμῳδί­αις.[4] Με τον όρο κωμῳδί­αις ο συγ­γρα­φέ­ας ανα­φέ­ρε­ται στα κω­μι­κά δρά­μα­τα, εί­ναι όμως πι­θα­νό να χρη­σι­μο­ποιεί τη λέ­ξη με διευ­ρυ­μέ­νη ση­μα­σία, δη­λα­δή να ανα­φέ­ρε­ται στον γε­λοιο­ποι­η­τι­κό και προ­σβλη­τι­κό λό­γο. Η ρη­το­ρι­κή της προ­σβο­λής εμπλέ­κει τους ίδιους χα­ρα­κτή­ρες: ο πο­μπός, εκεί­νος δη­λα­δή που προ­σβάλ­λει (μειώ­νει, γε­λοιο­ποιεί, συ­κο­φα­ντεί), ο δέ­κτης, εκεί­νος που απο­τε­λεί τον στό­χο της, και τέ­λος ο απο­δέ­κτης του λό­γου, το ακρο­α­τή­ριο. Ωστό­σο, η συ­κο­φα­ντία δεν μπο­ρεί να νοη­θεί χω­ρίς απο­δέ­κτη/ακρο­α­τή­ριο, ενώ η προ­σβο­λή και η γε­λοιο­ποί­η­ση εί­ναι δυ­να­τό να συμ­βούν και κα­τ᾽ ιδί­αν ή ακό­μη και με­τα­ξύ φί­λων.
Επι­πλέ­ον, τα συ­ναι­σθή­μα­τα του φθό­νου, ως κι­νη­τή­ριος δύ­να­μη που προ­κα­λεί τον βλα­πτι­κό λό­γο, αλ­λά και εκεί­νο του θυ­μού ως συ­ναι­σθη­μα­τι­κό προ­ϊ­όν ρη­το­ρι­κής που στο­χεύ­ει να πλή­ξει κά­ποιον, σχε­τί­ζο­νται με τη συ­κο­φα­ντία και εν γέ­νει με τον προ­σβλη­τι­κό λό­γο.
Μία ακό­μη ανα­λο­γία με­τα­ξύ συ­κο­φα­ντί­ας και προ­σβο­λής, μία ακό­μη δη­λα­δή ιδιό­τη­τα του προ­σβλη­τι­κού λό­γου που ο Λου­κια­νός επι­ση­μαί­νει, εί­ναι πως η συ­κο­φα­ντία προ­ϋ­πο­θέ­τει τέ­χνη, που ο Λου­κια­νός βε­βαιώ­νει πως δεν εί­ναι διό­λου ασή­μα­ντη.[5] Έτσι και ο προ­σβλη­τι­κός λό­γος γε­νι­κό­τε­ρα, αντλεί από τη ρη­το­ρι­κή τέ­χνη (τα μέ­σα, τις τε­χνι­κές, την ηθο­ποι­ία και την πα­θο­ποι­ία) και επη­ρε­ά­ζε­ται από αυ­τή.
Τέ­λος, ο Λου­κια­νός εντο­πί­ζει ένα ακό­μη χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του προ­σβλη­τι­κού λό­γου και της ρη­το­ρι­κής του πρα­κτι­κής, που σχε­τί­ζε­ται με την αλή­θεια και την αλη­θο­φά­νεια των κα­τη­γο­ριών. Οι ισχυ­ρι­σμοί κα­τά του αντι­πά­λου δεν εί­ναι απο­τε­λε­σμα­τι­κοί, όταν εί­ναι αλη­θείς. Αντί­θε­τα, αρ­κεί να δια­στρε­βλω­θούν τα πραγ­μα­τι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του αντι­πά­λου.[6] Η ρη­το­ρι­κή της προ­σβο­λής αρέ­σκε­ται σε ακραί­ους χα­ρα­κτη­ρι­σμούς και κα­τη­γο­ρί­ες. Στο­χεύ­ει στην υπερ­βο­λι­κή έκ­θε­ση όλων των αρ­νη­τι­κών χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών και στην απο­σιώ­πη­ση των θε­τι­κών. Αρ­κεί μία φή­μη ή ένα ψήγ­μα αλή­θειας, για να κα­τα­στεί η προ­σβο­λή πε­ρισ­σό­τε­ρο σφο­δρή και επί­πο­νη για τον αντί­πα­λο. Αυ­τό που με­τρά­ει, τε­λι­κά, εί­ναι η ικα­νό­τη­τα του ρή­το­ρα να πα­ρου­σιά­σει τον αντί­πα­λο με με­λα­νά χρώ­μα­τα.
Οι θε­ω­ρη­τι­κοί της ρη­το­ρι­κής, από την επο­χή του Λου­κια­νού, αλ­λά και ακό­μα νω­ρί­τε­ρα, επι­χεί­ρη­σαν να συ­γκε­ντρώ­σουν οδη­γί­ες και συμ­βου­λές γύ­ρω από το ζή­τη­μα της προ­σβλη­τι­κής έκ­φρα­σης, κυ­ρί­ως στα πλαί­σια πραγ­μά­τευ­σης της επι­δει­κτι­κής ρη­το­ρι­κής. Οι πρα­κτι­κές οδη­γί­ες σύν­θε­σης λό­γων που συ­γκέ­ντρω­σαν σε εγ­χει­ρί­δια (τέ­χνες) πε­ρι­λαμ­βά­νουν πα­ρα­τη­ρή­σεις σχε­τι­κά με τη δο­μή, τους τό­πους, το ύφος και τα συ­ναι­σθή­μα­τα που πρέ­πει να αξιο­ποι­η­θούν στα πλαί­σια του ρη­το­ρι­κού ψό­γου και του προ­σβλη­τι­κού λό­γου εν γέ­νει.[7]

Σύμ­φω­να με τη γνω­στή αρι­στο­τε­λι­κή δια­τύ­πω­ση, ο άν­θρω­πος εί­ναι από τη φύ­ση του ζῷον πο­λι­τι­κόν[8], αφού αντλεί ευ­χα­ρί­στη­ση από τη συ­να­να­στρο­φή με τους ομοί­ους του. Η κοι­νω­νι­κό­τη­τα και η κοι­νω­νι­κο­ποί­η­ση, όμως, μπο­ρεί να κα­τα­στούν και πη­γή δυ­σά­ρε­στων εμπει­ριών. Η σύ­γκρου­ση με τους γύ­ρω μας εί­ναι αλ­λη­λέν­δε­τη με την ανα­γκαία για τους αν­θρώ­πους κοι­νω­νι­κή συ­νύ­παρ­ξη. Η κοι­νω­νι­κή αν­θρώ­πι­νη φύ­ση ευ­θύ­νε­ται για τα αρ­νη­τι­κά συ­ναι­σθή­μα­τα (δυ­σα­ρέ­σκεια, θυ­μός, ντρο­πή, απο­γο­ή­τευ­ση) που προ­κα­λού­νται, όταν κά­ποιος επι­χει­ρεί να μας προ­σβά­λει. Ως άν­θρω­ποι εί­μα­στε πά­ντα κοι­νω­νι­κά όντα, αλ­λά αυ­τό δεν μας εμπο­δί­ζει σε πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις να νιώ­θου­με πως η κό­λα­ση εί­ναι οι Άλ­λοι.[9]
Για τον Bergson, που με­λέ­τη­σε το γέ­λιο και τους μη­χα­νι­σμούς που το προ­κα­λούν, το κω­μι­κό εί­ναι μία βα­θιά αν­θρώ­πι­νη ιδιό­τη­τα.[10] Το ίδιο μπο­ρού­με να ισχυ­ρι­στού­με και για την προ­σβο­λή. Από γλωσ­σο­λο­γι­κή άπο­ψη φαί­νε­ται πως ο προ­σβλη­τι­κός λό­γος υπάρ­χει από τό­τε που υπάρ­χει γλώσ­σα.[11] Αλ­λά και ως πο­λι­τι­σμι­κό φαι­νό­με­νο και εκ­δή­λω­ση της αν­θρώ­πι­νης ψυ­χο­σύν­θε­σης, η προ­σβο­λή έχει χα­ρα­κτη­ρι­στεί ως «η πιο αν­θρώ­πι­νη από τις αν­θρώ­πι­νες συ­μπε­ρι­φο­ρές».[12] Πα­ρά το γε­γο­νός πως η ρη­το­ρι­κή της προ­σβο­λής δια­φο­ρο­ποιεί­ται με­τα­ξύ των πο­λι­τι­σμών, εί­ναι γε­γο­νός πως η ίδια η έν­νοια της προ­σβο­λής εί­ναι οι­κου­με­νι­κή.[13]
Έτσι, ως αντι­κεί­με­νο με­λέ­της η προ­σβο­λή πρέ­πει να προ­σεγ­γι­στεί ως πο­λι­τι­σμι­κό φαι­νό­με­νο πρω­τί­στως και όχι ως κα­θα­ρά γλωσ­σο­λο­γι­κό.[14] Η προ­σβο­λή γί­νε­ται κα­τα­νοη­τή μό­νο εντός συ­γκε­κρι­μέ­νου συ­γκει­μέ­νου, δη­λα­δή εντός του κοι­νω­νι­κού και πο­λι­τι­σμι­κού πλαι­σί­ου στο οποίο εκ­φω­νεί­ται. Εξάλ­λου, έχει πα­ρα­τη­ρη­θεί εύ­στο­χα πως ο προ­σβλη­τι­κός λό­γος δεν ανή­κει απο­κλει­στι­κά σε κα­νέ­να πε­δίο έρευ­νας, αν και συ­χνό­τα­τα ανα­κύ­πτει σε ποι­κί­λες με­λέ­τες και ερ­γα­σί­ες.[15] Για αυ­τόν τον λό­γο εν πολ­λοίς ο προ­σβλη­τι­κός λό­γος και η ρη­το­ρι­κή του δεν έχουν με­λε­τη­θεί επαρ­κώς.
Πώς ορί­ζε­ται, όμως, η προ­σβο­λή και ο προ­σβλη­τι­κός λό­γος; Σύμ­φω­να με το σχε­τι­κό λήμ­μα της Encyclopedia of Humor Studies,[16] η προ­σβο­λή πε­ρι­λαμ­βά­νει τα διά­φο­ρα εί­δη του προ­σβλη­τι­κού λό­γου, όπως ο χλευα­σμός, τα μειω­τι­κά σχό­λια, οι από­το­μες και απο­φα­σι­στι­κές απα­ντή­σεις που το πε­ριε­χό­με­νό τους εί­ναι μειω­τι­κό για ένα πρό­σω­πο ή ομά­δα ατό­μων. Εκτός από τις λε­κτι­κές προ­σβο­λές ση­μειώ­νο­νται και μη λε­κτι­κές, όπως οι χει­ρο­νο­μί­ες. Οι προ­σβο­λές θε­ω­ρού­νται στον πυ­ρή­να τους επι­θε­τι­κές και προ­κα­λού­νται από τον θυ­μό που εγεί­ρε­ται στον πο­μπό. Σε ορι­σμέ­νες, ωστό­σο, κοι­νω­νι­κές πε­ρι­στά­σεις οι προ­σβο­λές μπο­ρεί να ανταλ­λάσ­σο­νται σε πλαί­σιο φι­λι­κό, οπό­τε και θε­ω­ρού­νται χιου­μο­ρι­στι­κές και δια­σκε­δα­στι­κές. Η ανταλ­λα­γή προ­σβο­λών, ει­δι­κά με­τα­ξύ ομο­τί­μων, μπο­ρεί να απο­κτά τε­λε­τουρ­γι­κό χα­ρα­κτή­ρα και λαμ­βά­νει χα­ρα­κτή­ρα μύ­η­σης.[17] Στό­χος γε­νι­κά του προ­σβλη­τι­κού λό­γου εί­ναι η προ­σπά­θεια συμ­μόρ­φω­σης του αντι­πά­λου με την κοι­νω­νι­κή νόρ­μα, η μεί­ω­ση του κύ­ρους του αντι­πά­λου, η αμ­φι­σβή­τη­ση των κοι­νω­νι­κών ιε­ραρ­χιών ή η κα­θιέ­ρω­ση νέ­ων.

Στο ση­μα­ντι­κό έρ­γο Anatomy of Satire, ο Highet αντι­πα­ρα­βάλ­λει τη σά­τι­ρα με τον προ­σβλη­τι­κό και υβρι­στι­κό λό­γο. Η βα­σι­κή δια­φο­ρά, σύμ­φω­να με τον συγ­γρα­φέα, έγκει­ται στο ότι η σά­τι­ρα επι­τί­θε­ται σε πρό­σω­πα και δη­μό­σιες πρα­κτι­κές με σκο­πό να ωφε­λή­σει την κοι­νω­νία, να διορ­θώ­σει τα κα­κώς κεί­με­να, σε αντί­θε­ση με τον προ­σβλη­τι­κό και γε­λοιο­ποι­η­τι­κό λό­γο (lampoon) που χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ως «poisoner and gunman». Για τον Highet η σά­τι­ρα ανα­λαμ­βά­νει με­τα­φο­ρι­κά τον ρό­λο του για­τρού μέ­σα στην κοι­νω­νία, ενώ η προ­σβο­λή τον ρό­λο του αστυ­νό­μου.[18] 
O Neu θα ορί­σει την προ­σβο­λή ως προ­σπά­θεια κυ­ριαρ­χί­ας, εί­τε εκού­σια, διεκ­δι­κώ­ντας την υπε­ρο­χή ένα­ντι του αντι­πά­λου, εί­τε ακού­σια μέ­σα από στά­σεις που δη­λώ­νουν έλ­λει­ψη σε­βα­σμού.[19] Στη συ­νέ­χεια, θα εμπλου­τί­σει τον ορι­σμό του προ­σθέ­το­ντας ότι η προ­σβο­λή στο­χεύ­ει να προ­κα­λέ­σει προ­σω­πι­κό πλήγ­μα στον άλ­λο.[20] Ο Neu, έτσι, θέ­τει στο επί­κε­ντρο της προ­σβο­λής την επι­θυ­μία για επι­βο­λή και κυ­ριαρ­χία, του­λά­χι­στον όσον αφο­ρά τις εκού­σιες προ­σβο­λές. Οι ακού­σιες, αυ­τές που προ­κα­λού­νται από αμέ­λεια ή απρο­σε­ξία, κα­τά τις οποί­ες απο­τυγ­χά­νου­με να επι­δώ­σου­με τον αρ­μό­ζο­ντα σε­βα­σμό σε κά­ποιο πρό­σω­πο, θα μπο­ρού­σαν, επί­σης, να ιδω­θούν μέ­σα από το πρί­σμα της έν­δει­ξης ανω­τε­ρό­τη­τας. Συ­νή­θως οι άν­θρω­ποι εί­ναι επι­λή­σμο­νες και επι­δει­κνύ­ουν ολι­γω­ρία σε κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις στις οποί­ες, έστω και ασυ­νεί­δη­τα, θε­ω­ρούν πως έχουν ανώ­τε­ρη θέ­ση ή θέ­ση εξου­σί­ας.[21]

Πα­ρα­πλή­σια εί­ναι και η προ­σπά­θεια του Conley, ο οποί­ος επι­χει­ρεί να ορί­σει την προ­σβο­λή ως την εξαι­ρε­τι­κά αρ­νη­τι­κή άπο­ψη για πρό­σω­πα ή ομά­δα ατό­μων με σκο­πό την ανα­τρο­πή της θε­τι­κής αυ­το­ε­κτί­μη­σης και του κύ­ρους τους.[22] Κα­τά την ανά­λυ­ση του ερευ­νη­τή, η μορ­φή της προ­σβο­λής εξαρ­τά­ται από τρεις πα­ρά­γο­ντες: από το σε­νά­ριο, την έντα­ση και το μέ­σο της προ­σβο­λής.[23] Το σε­νά­ριο αλ­λά­ζει ανά­λο­γα με το ποιος προ­σβάλ­λει ποιον: ένα πρό­σω­πο προ­σβάλ­λει ένα άλ­λο· ένα πρό­σω­πο επι­τί­θε­ται σε ομά­δα ατό­μων ή το αντί­στρο­φο· μία ομά­δα ατό­μων προ­σβάλ­λει μία άλ­λη. Η έντα­ση αφο­ρά το μέ­γε­θος του πλήγ­μα­τος που κα­τα­φέρ­νει η προ­σβο­λή και συ­να­κό­λου­θα την αντί­δρα­ση που προ­κα­λεί. Η ύπαρ­ξη ακρο­α­τη­ρί­ου, η δη­μό­σια προ­σβο­λή, επη­ρε­ά­ζει ση­μα­ντι­κά την έντα­σή της. Όσον αφο­ρά το μέ­σο της προ­σβο­λής, πα­ρα­τη­ρεί­ται πως κυ­ρί­ως εί­ναι ο λό­γος. Οι λε­κτι­κές προ­σβο­λές ποι­κίλ­λουν από σύ­ντο­μες φρά­σεις έως πιο σύν­θε­τα εκ­φω­νή­μα­τα. Με ρη­το­ρι­κούς όρους η λε­κτι­κή προ­σβο­λή επη­ρε­ά­ζε­ται από την elocutio (το στυλ) και την pronuntiatio (την απαγ­γε­λία, την εκ­φώ­νη­ση) του πο­μπού. Το προ­σβλη­τι­κό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό, δη­λα­δή, δεν εντο­πί­ζε­ται στη λέ­ξη. Ελά­χι­στες λέ­ξεις μπο­ρεί να θε­ω­ρη­θούν εκ φύ­σε­ως προ­σβλη­τι­κές, αν και ορι­σμέ­νες εί­ναι δύ­σκο­λο να τις φα­ντα­στού­με σε μη προ­σβλη­τι­κό συ­γκεί­με­νο.[24]
Ση­μα­ντι­κή εί­ναι η πα­ρα­τή­ρη­ση του Conley σχε­τι­κά με τις ιδιό­τη­τες στις οποί­ες στο­χεύ­ει η ρη­το­ρι­κή της προ­σβο­λής. Μπο­ρεί να μην υπάρ­χουν λέ­ξεις εγ­γε­νώς προ­σβλη­τι­κές, υπάρ­χουν ωστό­σο ποιό­τη­τες που γί­νο­νται τα­κτι­κά αντι­κεί­με­νο προ­σβο­λών.[25] Ου­σια­στι­κά η επι­σή­μαν­ση αυ­τή αφο­ρά την ύπαρ­ξη τό­πων, τους οποί­ους αξιο­ποιεί εκεί­νος που θέ­λει να συν­θέ­σει προ­σβλη­τι­κό λό­γο. Η χρή­ση αυ­τών των τό­πων δια­χρο­νι­κά στο­χεύ­ει στον στιγ­μα­τι­σμό του αντι­πά­λου ως κά­ποιου που βρί­σκε­ται έξω από τη νόρ­μα και το κοι­νω­νι­κό ιδα­νι­κό. O φι­λό­σο­φος Pierre Bourdieu επι­ση­μαί­νει τη δύ­να­μη του προ­σβλη­τι­κού λό­γου, λέ­γο­ντας πως δεν υπάρ­χει κοι­νω­νι­κός πα­ρά­γο­ντας που να μη φι­λο­δο­ξεί, όσο το επι­τρέ­πουν οι πε­ρι­στά­σεις, να έχει τη δύ­να­μη να ονο­μα­τί­ζει και να δη­μιουρ­γεί τον κό­σμο μέ­σω της ονο­μα­σί­ας: κου­τσο­μπο­λιό, συ­κο­φα­ντία, ψέ­μα, προ­σβο­λή, επι­δο­κι­μα­σία, κρι­τι­κή, επι­χει­ρή­μα­τα και έπαι­νος· όλα απο­τε­λούν από­πει­ρες πε­ρι­γρα­φής και οριο­θέ­τη­σης του κό­σμου.[26] Στην προ­σβο­λή, συ­γκε­κρι­μέ­να, ενέ­χε­ται η αί­σθη­ση πως κά­ποιος επι­χει­ρεί να αφαι­ρέ­σει την εξου­σία από τον προ­σβαλ­λό­με­νο, κα­θώς εκεί­νος που έχει τη δύ­να­μη να κα­το­νο­μά­ζει, έχει τη δύ­να­μη να δη­μιουρ­γεί από­στα­ση (με την έν­νοια πως απο­μο­νώ­νει τον στό­χο του) και να ορί­ζει την κα­τά­στα­ση των πραγ­μά­των.[27] Εξάλ­λου, οι προ­σβο­λές απο­κα­λύ­πτουν πολ­λά για τα ήθη και τα τα­μπού μί­ας κοι­νω­νί­ας,[28] ενώ και η επι­δει­κτι­κή ρη­το­ρι­κή, μέ­ρος της οποί­ας εί­ναι ο ψό­γος και κα­τ᾽ επέ­κτα­ση ο προ­σβλη­τι­κός λό­γος, έχει ως στό­χο την επι­βε­βαί­ω­ση ηθι­κών αξί­ων και ιε­ραρ­χιών, ενί­ο­τε δε και την ανα­τρο­πή τους.[29] 

Εκ­κι­νώ­ντας από την κρι­τι­κή ανά­γνω­ση των θέ­σε­ων των Neu και Conley, πιο πρό­σφα­τα η Daly προ­σεγ­γί­ζει την προ­σβο­λή γε­νι­κό­τε­ρα ως έλ­λει­ψη προ­σο­χής («lack of due regard»).[30] Το να προ­σβάλ­λεις, έτσι, συ­νί­στα­ται στο να μην απο­δί­δεις τη δέ­ου­σα προ­σο­χή σε κά­ποιο πρό­σω­πο ή ομά­δα ατό­μων λε­κτι­κά, με πρά­ξεις ή με πα­ρα­λεί­ψεις. Κε­ντρι­κό ρό­λο στην ανά­λυ­ση της Daly παί­ζει η αρι­στο­τε­λι­κή έν­νοια της ὀλι­γω­ρί­ας, της υπο­τι­μη­τι­κής συ­μπε­ρι­φο­ράς.
Ο Αρι­στο­τέ­λης ανα­φέ­ρει πως η ὕβρις, δη­λα­δή η προ­σβο­λή, συ­νί­στα­ται στο να κά­νεις ή να πεις κά­τι που θα προ­κα­λέ­σει ντρο­πή με σκο­πό την προ­σω­πι­κή ευ­χα­ρί­στη­ση.[31] Ωστό­σο, ο φι­λό­σο­φος το­πο­θε­τεί την ύβρι ως ένα εί­δος ολι­γω­ρί­ας, δη­λα­δή υπο­τι­μη­τι­κής συ­μπε­ρι­φο­ράς. Υπό αυ­τήν την έν­νοια η προ­σβο­λή εί­ναι πα­ρά­βλε­ψη εκ μέ­ρους του πο­μπού να απο­δώ­σει τον δέ­ο­ντα σε­βα­σμό σε ένα πρό­σω­πο. Η ολι­γω­ρία αυ­τή μπο­ρεί να εί­ναι εκού­σια, με στό­χο τη μεί­ω­ση του αντι­πά­λου και να υπο­δη­λώ­νει επι­θε­τι­κό­τη­τα και εχθρό­τη­τα, αλ­λά μπο­ρεί να εί­ναι και ακού­σια (εί­τε από απρο­σε­ξία εί­τε επει­δή ο πο­μπός δεν έχει κα­τα­νο­ή­σει σω­στά τις επι­κοι­νω­νια­κές συν­θή­κες) και να έχει ως απο­τέ­λε­σμα την απο­γο­ή­τευ­ση και τη μνη­σι­κα­κία του δέ­κτη. Επι­πλέ­ον, η ακού­σια προ­σβο­λή απο­κα­λύ­πτει τις προ­θέ­σεις του πο­μπού και έχει ως απο­τέ­λε­σμα ο δέ­κτης να οδη­γεί­ται σε εν­δο­σκό­πη­ση. Σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση, εί­ναι πι­θα­νό να μην υπάρ­ξει απά­ντη­ση στον προ­σβλη­τι­κό λό­γο. Στην πε­ρί­πτω­ση της εκού­σιας προ­σβο­λής, ο δέ­κτης νιώ­θει θυ­μό και έχει την επι­θυ­μία να απα­ντή­σει στην προ­σβο­λή.[32]
Ανε­ξάρ­τη­τα από τους λό­γους για τους οποί­ους κά­ποιος χρη­σι­μο­ποιεί προ­σβλη­τι­κό λό­γο, ση­μα­ντι­κό ρό­λο στην απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τά του παί­ζει η πρό­σλη­ψη εκ μέ­ρους του απο­δέ­κτη. Αρ­χι­κά, θα πρέ­πει ο απο­δέ­κτης να αντι­λη­φθεί την προ­σβο­λή, γε­γο­νός που επι­κοι­νω­νια­κά προ­ϋ­πο­θέ­τει να μπο­ρεί να απο­κω­δι­κο­ποι­ή­σει το μή­νυ­μα του ομι­λη­τή μέ­σα στο κοι­νω­νι­κό πλαί­σιο που διε­νερ­γεί­ται η συν­διαλ­λα­γή τους.[33] Σε αυ­τό ση­μα­ντι­κό ρό­λο παί­ζει η ερ­μη­νεία των προ­θέ­σε­ων του πο­μπού. Μία φι­λι­κή συν­διαλ­λα­γή μπο­ρεί να εμπε­ριέ­χει λέ­ξεις και φρά­σεις, που σε άλ­λη πε­ρί­στα­ση να θε­ω­ρού­νταν προ­σβλη­τι­κές.[34] Επι­πλέ­ον, το να προ­σβάλ­λε­ται κα­νείς δεν εί­ναι το ίδιο με το να νιώ­θει προ­σβε­βλη­μέ­νος, κα­θώς αυ­τό σχε­τί­ζε­ται με τις προσ­δο­κί­ες, το αί­σθη­μα τι­μής και τις ευαι­σθη­σί­ες των εμπλε­κο­μέ­νων προ­σώ­πων.[35] Αφε­νός, πολ­λές φο­ρές ο πο­μπός δια­τυ­πώ­νει την προ­σβο­λή του με έμ­με­σο τρό­πο, που του επι­τρέ­πει να υπα­να­χω­ρή­σει και να ισχυ­ρι­στεί πως δεν ήταν σκο­πός του να προ­σβά­λει.[36] Αφε­τέ­ρου, θα πρέ­πει η προ­σβο­λή να έχει τη δυ­να­μι­κή να θί­ξει τον δέ­κτη.
Οι προ­σβο­λές που προ­κα­λούν σο­βα­ρό πλήγ­μα στον αντί­πα­λο πρέ­πει να πλη­ρούν ορι­σμέ­νες προ­ϋ­πο­θέ­σεις. Αρ­χι­κά, η δη­μό­σια προ­σβο­λή αυ­ξά­νει το μέ­γε­θος του πλήγ­μα­τος.[37] Επι­πρό­σθε­τα, εί­ναι ση­μα­ντι­κό η προ­σβο­λή να εδρά­ζε­ται σε πραγ­μα­τι­κά δε­δο­μέ­να. Αυ­τό δεν ση­μαί­νει πως ο προ­σβλη­τι­κός λό­γος πρέ­πει ανα­γκα­στι­κά να εί­ναι αλη­θής και ει­λι­κρι­νής· απε­να­ντί­ας ο απο­δέ­κτης της προ­σβο­λής προ­σβάλ­λε­ται σε με­γά­λο βαθ­μό από τον τρό­πο και την πρό­θε­ση του αντι­πά­λου του. Ωστό­σο, ο Γάλ­λος φι­λό­σο­φος Jacques Ellul, με­λε­τώ­ντας το φαι­νό­με­νο της προ­πα­γάν­δας, πα­ρα­τη­ρού­σε πως, για να εί­ναι απο­τε­λε­σμα­τι­κή, θα πρέ­πει να δια­θέ­τει κά­ποιον πυ­ρή­να αλή­θειας, τον οποίο ο επι­δέ­ξιος προ­πα­γαν­δι­στής μπο­ρεί να εκ­φρά­σει με πε­ριε­κτι­κό τρό­πο απευ­θυ­νό­με­νος στη συλ­λο­γι­κή συ­νεί­δη­ση.[38] Το ίδιο μπο­ρεί να υπο­στη­ρι­χτεί και για τον προ­σβλη­τι­κό λό­γο. Αν η κα­τη­γο­ρία που απο­δί­δε­ται στον αντί­πα­λο αντλεί από κά­ποιο υπαρ­κτό γε­γο­νός, τό­τε η επί­δρα­σή της εί­ναι πολ­λα­πλά­σια.[39] Ο Αρι­στο­τέ­λης ση­μεί­ω­νε, πως οι άν­θρω­ποι θυ­μώ­νουν, με­τα­ξύ άλ­λων, με εκεί­νους που τους προ­σβάλ­λουν σχε­τι­κά με υπαρ­κτά τους ελατ­τώ­μα­τα.[40] 
Ση­μα­ντι­κή πα­ρά­με­τρος στη ρη­το­ρι­κή της προ­σβο­λής εί­ναι και το «ποιος προ­σβάλ­λει ποιον». Στην αρι­στο­τε­λι­κή σκέ­ψη, προ­ϋ­πό­θε­ση για τη διέ­γερ­ση του συ­ναι­σθή­μα­τος του θυ­μού με­τά από προ­σβο­λή εί­ναι, εκεί­νος που προ­σβάλ­λει να θε­ω­ρεί­ται κα­τώ­τε­ρος από τον προ­σβε­βλη­μέ­νο.[41] Εφό­σον σκο­πός της προ­σβο­λής εί­ναι η μεί­ω­ση του άλ­λου, εί­ναι προ­φα­νές πως σε πρό­σω­πα που θε­ω­ρού­νται κα­τώ­τε­ρα δεν αρ­μό­ζει να προ­σβάλ­λουν. Αυ­τό ση­μαί­νει πως η έντα­ση της προ­σβο­λής επι­τεί­νε­ται, όταν προ­έρ­χε­ται από συ­γκε­κρι­μέ­να πρό­σω­πα. Πί­σω από αυ­τήν την πα­ρα­τή­ρη­ση του Αρι­στο­τέ­λη δια­φαί­νε­ται μία βα­σι­κή αρ­χή: με­τα­ξύ εκεί­νου που προ­σβάλ­λει και του θύ­μα­τός του πρέ­πει να υφί­στα­ται κοι­νός αξια­κός κώ­δι­κας.[42] Ανε­ξαρ­τή­τως της το­πο­θέ­τη­σης κά­θε προ­σώ­που στο φά­σμα αυ­τού του αξια­κού κώ­δι­κα, θα πρέ­πει το πε­δίο να εί­ναι κοι­νό, προ­κει­μέ­νου να πραγ­μα­τω­θεί η επι­κοι­νω­νία. Συ­νο­πτι­κά, ο απο­δέ­κτης της προ­σβο­λής, ανε­ξάρ­τη­τα από τη θέ­ση του στην κοι­νω­νι­κή (ή όποια άλ­λη) ιε­ραρ­χία σε σχέ­ση με εκεί­νον που προ­σβάλ­λει, νιώ­θει προ­σβε­βλη­μέ­νος, όταν υπάρ­χει ανα­ντι­στοι­χία με­τα­ξύ του σε­βα­σμού και της προ­σο­χής, που νιώ­θει πως του οφεί­λε­ται και εκεί­νου που απο­λαμ­βά­νει.[43] Δεν θα πρέ­πει, λοι­πόν, να θε­ω­ρη­θεί πως μό­νο πρό­σω­πα που θε­ω­ρού­νται κα­τώ­τε­ρα ή αδύ­να­μα μπο­ρούν να γί­νουν στό­χος της προ­σβο­λής. Συ­χνό­τα­τα η σά­τι­ρα (αλ­λά και ο προ­σβλη­τι­κός λό­γος) στο­χεύ­ει στους ισχυ­ρούς και εκεί­νους που κα­τέ­χουν κά­ποιο εί­δος εξου­σί­ας. Τα πα­ρα­πά­νω προ­ϋ­πο­θέ­τουν πως εκεί­νος που προ­σβάλ­λει γνω­ρί­ζει κα­λά τον αντί­πα­λό του, αλ­λά και το ακρο­α­τή­ριο, εφό­σον η προ­σβο­λή εί­ναι δη­μό­σια. Ωστό­σο, πρέ­πει να ση­μειω­θεί πως αρ­κε­τές φο­ρές η προ­σβο­λή επι­τε­λεί­ται ανε­ξάρ­τη­τα από την πρό­θε­ση του πο­μπού, όπως συμ­βαί­νει σε πε­ρι­πτώ­σεις που αγνο­εί­ται ή δεν εκτι­μά­ται σω­στά το επι­κοι­νω­νια­κό πλαί­σιο: οι ευαι­σθη­σί­ες του δέ­κτη, η χρο­νι­κή στιγ­μή, η ύπαρ­ξη ακρο­α­τη­ρί­ου, η έντα­ση της προ­σβο­λής.

Συ­ναι­σθη­μα­τι­κά η προ­σβο­λή συν­δέ­ε­ται με τον θυ­μό και τον φθό­νο. O θυ­μός εί­ναι ένα κοι­νω­νι­κό κα­τά κύ­ριο λό­γο συ­ναί­σθη­μα, που διε­γεί­ρε­ται στα πλαί­σια δια­προ­σω­πι­κών σχέ­σε­ων, πο­λύ συ­χνά εξαι­τί­ας φυ­σι­κής ή λε­κτι­κής προ­σβο­λής.[44] Ο θυ­μός, εκτός από το απο­τέ­λε­σμα της προ­σβο­λής, μπο­ρεί να εί­ναι και η αι­τία που προ­κα­λεί τον προ­σβλη­τι­κό λό­γο. Ο θυ­μός μπο­ρεί να πε­ρι­γρα­φεί ως η νευ­ρο­λο­γι­κή εκεί­νη αντί­δρα­ση, που εκ­φρά­ζε­ται με πολ­λούς τρό­πους, ένας εκ των οποί­ων εί­ναι συ­χνό­τα­τα η προ­σβλη­τι­κή γλώσ­σα.[45] Η διέ­γερ­σή του με­τά από μία προ­σβο­λή σχε­τί­ζε­ται με την επι­θυ­μία αντα­πό­δο­σης, προ­κει­μέ­νου ο προ­σβε­βλη­μέ­νος να υπε­ρα­σπι­στεί το κοι­νω­νι­κό του status.[46] Σε ορι­σμέ­νες, πά­ντως πε­ρι­πτώ­σεις ο προ­σβε­βλη­μέ­νος μπο­ρεί να μη νιώ­σει θυ­μό και επι­θυ­μία για αντα­πό­δο­ση, αλ­λά απο­θάρ­ρυν­ση – μία πιο εσω­στρε­φή αντί­δρα­ση[47] – και απο­γο­ή­τευ­ση.[48] Από την άλ­λη, ένα συ­ναί­σθη­μα που σχε­τί­ζε­ται με τη ρη­το­ρι­κή της προ­σβο­λής εί­ναι ο φθό­νος. Ο φθό­νος πυ­ρο­δο­τεί την προ­σβλη­τι­κή αντί­δρα­ση, ένα­ντι ενός στό­χου, για τον οποίο ο πο­μπός νιώ­θει πως με κά­ποιο τρό­πο υπε­ρέ­χει ή κερ­δί­ζει έδα­φος στην κοι­νω­νι­κή ιε­ραρ­χία.[49] Εντο­πί­ζε­ται, έτσι, ένα συ­ναι­σθη­μα­τι­κό σχή­μα που αφο­ρά τη ρη­το­ρι­κή της προ­σβο­λής και εμπλέ­κει συ­χνά τα δύο αυ­τά συ­ναι­σθή­μα­τα, τον θυ­μό και τον φθό­νο.
Πα­ρά την πρό­θε­ση του πο­μπού να προ­σβά­λει και την πρό­σλη­ψη και κα­τα­νό­η­ση της προ­σβο­λής από πλευ­ράς του δέ­κτη, εί­ναι δυ­να­τόν ο τε­λευ­ταί­ος να μην προ­σβλη­θεί. Ο Coetzee στο δο­κί­μιό του πε­ρί προ­σβο­λής επι­ση­μαί­νει την πε­ρί­πτω­ση ενός αν­θρω­πό­τυ­που, των ορ­θο­λο­γι­κών κο­σμι­κών δια­νο­ού­με­νων, οι οποί­οι με αυ­στη­ρή επι­τή­ρη­ση των συ­ναι­σθη­μά­των τους κα­τα­φέρ­νουν να θέ­τουν την προ­σβο­λή που τους απευ­θύ­νε­ται σε ορ­θο­λο­γι­κό πλαί­σιο, μειώ­νο­ντας την επί­δρα­ση της.[50] O αυ­το­έ­λεγ­χος σχε­τί­ζε­ται με την αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κή έν­νοια της σω­φρο­σύ­νης, στην οποία θα ανα­φερ­θού­με σε αρ­κε­τές πε­ρι­πτώ­σεις στη συ­νέ­χεια της ερ­γα­σί­ας. Η στά­ση που πε­ρι­γρά­φει ο Coetzee ίσως θυ­μί­ζει τη στω­ι­κή αντι­με­τώ­πι­ση απέ­να­ντι στις προ­σβο­λές.[51] 
Πιο ανα­λυ­τι­κά, ο Νeu θα εντο­πί­σει 4 λό­γους για τους οποί­ος κά­ποιος δεν προ­σβάλ­λε­ται, ακό­μα και όταν η πρό­θε­ση του πο­μπού εί­ναι προ­σβλη­τι­κή[52]: 1. Ο γνω­στι­κός φραγ­μός, ο στό­χος της προ­σβο­λής δεν μπο­ρεί να αντι­λη­φθεί την προ­σβο­λή, 2. Ο απο­δέ­κτης της προ­σβο­λής δεν έχει υψη­λές προσ­δο­κί­ες, εί­ναι πρό­σω­πο με χα­μη­λή αυ­το­ε­κτί­μη­ση και απο­δέ­χε­ται την προ­σβο­λή, 3. Ο στό­χος του προ­σβλη­τι­κού λό­γου επι­λέ­γει να δεί­ξει κα­λή διά­θε­ση και να προ­σπε­ρά­σει την προ­σβο­λή που του απευ­θύ­νε­ται, 4. Ο προ­σβάλ­λων εί­ναι πρό­σω­πο που δεν χαί­ρει εκτί­μη­σης εκ μέ­ρους του απο­δέ­κτη, θε­ω­ρεί­ται πρό­σω­πο πο­λύ κα­τώ­τε­ρο και η γνώ­μη του δεν έχει ιδιαί­τε­ρη αξία. Η πε­ρί­πτω­ση αυ­τή σχε­τί­ζε­ται και με τον αξια­κό κώ­δι­κα των δύο πλευ­ρών, ο οποί­ος αν δεν εί­ναι κοι­νός, δεν μπο­ρεί ο προ­σβλη­τι­κός λό­γος να εί­ναι επι­τυ­χής.
Η λε­κτι­κή προ­σβο­λή μπο­ρεί να πά­ρει πολ­λές μορ­φές[53]: υπαι­νιγ­μοί, υπο­νο­ού­με­να, δια­τα­γές, ευ­θεί­ες προ­σβο­λές με ύβρεις και μειω­τι­κούς χα­ρα­κτη­ρι­σμούς. Επι­πλέ­ον, η σιω­πή ή η αγνό­η­ση εί­ναι δυ­να­τό να προ­σλά­βουν προ­σβλη­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα. Η ει­ρω­νεία και ο σαρ­κα­σμός, ακό­μη, έχουν εξέ­χο­ντα ρό­λο στη ρη­το­ρι­κή της προ­σβο­λής και στη σά­τι­ρα.[54] Ορι­σμέ­νες από τις μορ­φές της λε­κτι­κής προ­σβο­λής εί­ναι σφο­δρό­τε­ρες από άλ­λες. Ο προ­σβλη­τι­κός λό­γος, δη­λα­δή, πα­ρου­σιά­ζει δια­βαθ­μί­σεις. Η έντα­ση της προ­σβο­λής έγκει­ται στις προ­θέ­σεις του πο­μπού και στο επι­κοι­νω­νια­κό συ­γκεί­με­νο.

Οι άν­θρω­ποι προ­σβάλ­λουν ο ένας τον άλ­λον για ποι­κί­λους λό­γους.[55] Η προ­σβο­λή στην πιο αθώα και αβλα­βή μορ­φή της εί­ναι ένας τρό­πος έκ­φρα­σης φι­λι­κών δε­σμών και συμ­βάλ­λει στη σύ­σφι­ξη κοι­νω­νι­κών σχέ­σε­ων με­τα­ξύ ομο­τί­μων. Η ανταλ­λα­γή πει­ραγ­μά­των και αστεϊ­σμών εί­ναι συ­χνή εκ­δή­λω­ση συ­ντρο­φι­κό­τη­τας και οι­κειό­τη­τας με­τα­ξύ φί­λων.[56] Ωστό­σο, κα­τά κύ­ριο λό­γο ο επι­θε­τι­κός προ­σβλη­τι­κός λό­γος στο­χεύ­ει στη μεί­ω­ση του αντι­πά­λου ή/και στην επι­βο­λή και επί­δει­ξη της κυ­ριαρ­χί­ας του πο­μπού. Εκεί­νος που προ­σβάλ­λει επι­χει­ρεί να απο­δώ­σει στον προ­σβε­βλη­μέ­νο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά και αξί­ες που δεν συ­νά­δουν με την κυ­ρί­αρ­χη κοι­νω­νι­κή νόρ­μα, με σκο­πό εί­τε τον απο­κλει­σμό και την απο­ξέ­νω­σή του από το ακρο­α­τή­ριο εί­τε να τον συ­νε­τί­σει, προ­σπα­θώ­ντας να επι­βά­λει την ηθι­κή με­τα­στρο­φή του. Ο προ­σβλη­τι­κός λό­γος κα­θί­στα­ται, έτσι, ερ­γα­λείο ιδε­ο­λο­γι­κής επι­βο­λής και ενί­σχυ­σης των κυ­ρί­αρ­χων αξιών. Πα­ράλ­λη­λα, όμως, η προ­σβλη­τι­κή γλώσ­σα, ακό­μα και η υβρι­στι­κή, μπο­ρεί να εί­ναι και αι­σθη­τι­κά ευ­χά­ρι­στη. Το ευ­φά­ντα­στο αρι­στο­φα­νι­κό υβρε­ο­λό­γιο ή η χει­μαρ­ρώ­δης υβρι­στι­κή γλώσ­σα των σαιξ­πη­ρι­κών δρα­μά­των εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά πα­ρα­δείγ­μα­τα.[57] Εξάλ­λου, η δη­μιουρ­γι­κή δύ­να­μη εκεί­νου που προ­σβάλ­λει προσ­δί­δει στην προ­σβο­λή ένα εξαι­ρε­τι­κά ση­μα­ντι­κό στοι­χείο: την κά­νει αξιο­μνη­μό­νευ­τη και για αυ­τό πιο επώ­δυ­νη και σφο­δρή.[58] Τέ­λος, από λο­γο­τε­χνι­κή σκο­πιά η ανταλ­λα­γή προ­σβο­λών με­τα­ξύ των ηρώ­ων μπο­ρεί να κα­τα­στεί αφη­γη­μα­τι­κό ερ­γα­λείο, κα­θώς μέ­σα από αυ­τή απο­κα­λύ­πτε­ται ο χα­ρα­κτή­ρας τους, η ηθι­κή τους ποιό­τη­τα και τα κί­νη­τρά τους.
Ει­δι­κή μνεία θα πρέ­πει να γί­νει σε ένα εί­δος προ­σβο­λών, οι οποί­ες πα­ρου­σιά­ζο­νται με τη μορ­φή επαί­νου και κο­λα­κεί­ας. Ο υπερ­βο­λι­κός εγκω­μια­σμός, ο σαρ­κα­σμός και η κε­κα­λυμ­μέ­νη ει­ρω­νεία, ο έπαι­νος χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών που για εκεί­νον που προ­σβάλ­λει δεν απο­τε­λούν πραγ­μα­τι­κά θε­τι­κά στοι­χεία, όλα αξιο­ποιού­νται στα πλαί­σια του προ­σβλη­τι­κού λό­γου.[59]
Η προ­σβο­λή – με­τα­φο­ρι­κά και κυ­ριο­λε­κτι­κά – ως έν­νοια συν­δέ­ε­ται με το φυ­σι­κό πλήγ­μα κα­τά του αντι­πά­λου. Προ­σβάλ­λω, εκτός από μι­λώ υβρι­στι­κά και υπο­τι­μη­τι­κά για κά­ποιον, ση­μαί­νει και βλά­πτω, πλήτ­τω, προ­κα­λώ φθο­ρά ή πλη­γή.[60] Η έν­νοια του φυ­σι­κού πλήγ­μα­τος, της βλά­βης, εί­ναι άρ­ρη­κτα συν­δε­δε­μέ­νη με την προ­σβο­λή. Όσον αφο­ρά τον προ­σβλη­τι­κό λό­γο, η προ­σβο­λή προ­κα­λεί ηθι­κή ή συ­ναι­σθη­μα­τι­κή βλά­βη που σχε­τί­ζε­ται με τη μεί­ω­ση της αυ­τοει­κό­νας του προ­σβε­βλη­μέ­νου προ­σώ­που ή τη μεί­ω­ση του κοι­νω­νι­κού του κύ­ρους. Ο προ­σβλη­τι­κός λό­γος μοιά­ζει έτσι με ένα υπο­τι­μη­τι­κό «χα­στού­κι στο πρό­σω­πο»,[61] που προ­κα­λεί πό­νο συ­ναι­σθη­μα­τι­κό.[62] Εξάλ­λου, το φυ­σι­κό πλήγ­μα, η σω­μα­τι­κή βία, συ­νι­στά επί­σης προ­σβο­λή, αν και μάλ­λον θα ήταν επιει­κής ο χα­ρα­κτη­ρι­σμός της φυ­σι­κής βί­ας απλώς ως προ­σβο­λή. Σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση, εί­ναι δυ­να­τό από την λε­κτι­κή προ­σβο­λή να υπάρ­ξει κλι­μά­κω­ση σε προ­σβλη­τι­κή πρά­ξη και φυ­σι­κό πλήγ­μα. Έτσι, η φυ­σι­κή βία υπό προ­ϋ­πο­θέ­σεις μπο­ρεί να γί­νει το επό­με­νο στά­διο της λε­κτι­κής προ­σβο­λής.

Η προ­σβλη­τι­κή γλώσ­σα εί­ναι πλού­σια σε σχή­μα­τα λό­γου. Ο πο­μπός αξιο­ποιεί με­τα­φο­ρές, πα­ρο­μοιώ­σεις, υπερ­βο­λή, συσ­σώ­ρευ­ση, ονο­μα­το­λο­γι­κά αστεία.[63] Ιδιαί­τε­ρα οι με­τα­φο­ρές εί­ναι εξαι­ρε­τι­κά απο­τε­λε­σμα­τι­κές στον προ­σβλη­τι­κό λό­γο, για­τί κα­θο­δη­γούν προς έναν συ­γκε­κρι­μέ­νο τρό­πο θέ­α­σης της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, αξιο­ποιώ­ντας προ­κα­τα­λή­ψεις και εμπει­ρι­κές γνώ­σεις του ακρο­α­τη­ρί­ου.[64] Οι πα­ρο­μοιώ­σεις του αντι­πά­λου με ζώα και οι ύβρεις που πε­ρι­λαμ­βά­νουν με­τα­φο­ρές με ζώα εί­ναι ιδιαί­τε­ρα δη­μο­φι­λείς δια­χρο­νι­κά σε πολ­λούς πο­λι­τι­σμούς.[65] Μία προ­σβο­λή που απο­δί­δει στον αντί­πα­λο ζω­ώ­δεις ιδιό­τη­τες συ­ντε­λεί δρα­στι­κά στη μεί­ω­ση της προ­σω­πι­κό­τη­τάς του, κα­θώς τον υπο­βι­βά­ζει στο επί­πε­δο του ζώ­ου.[66] Το ζώο ως σύμ­βο­λο εί­ναι πα­ρόν στην ει­κο­νο­ποι­ία των πο­λι­τι­σμών και απο­τε­λεί ερ­γα­λείο ορ­γά­νω­σης της σκέ­ψης και τα­ξι­νό­μη­σης του κό­σμου.[67] 
Επι­προ­σθέ­τως, η ρη­το­ρι­κή της προ­σβο­λής αξιο­ποιεί τη σύ­γκρι­ση. Ο πα­ραλ­λη­λι­σμός δύο προ­σώ­πων ενέ­χει πά­ντο­τε τον κίν­δυ­νο να προ­σβλη­θεί εκεί­νος που θα μειο­νε­κτή­σει κα­τά τη αντι­πα­ρα­βο­λή.[68] Η σύ­γκρι­ση με πρό­σω­πο που συ­γκε­ντρώ­νει ποιό­τη­τες θε­τι­κές και δια­φο­ρε­τι­κές από τον ψε­γό­με­νο επι­τεί­νει την αρ­νη­τι­κή εντύ­πω­ση για τον στό­χο του προ­σβλη­τι­κού λό­γου. Μά­λι­στα, οι θε­ω­ρη­τι­κοί της ρη­το­ρι­κής και οι συ­ντά­κτες εγ­χει­ρι­δί­ων Προ­γυ­μνα­σμά­των πρό­τει­ναν την αξιο­ποί­η­ση της συ­γκρί­σε­ως κα­τά τη σύν­θε­ση ψό­γου και ἐγκω­μί­ου, προ­κει­μέ­νου να ενι­σχυ­θεί η απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τά τους.[69] 
Η αι­σθη­τι­κή αξία της ρη­το­ρι­κής της προ­σβο­λής, αλ­λά και η αί­σθη­ση ανω­τε­ρό­τη­τας και κυ­ριαρ­χί­ας που τη συ­νο­δεύ­ει την κα­θι­στούν θελ­κτι­κή στη χρή­ση της. Ωστό­σο, ελ­λο­χεύ­ουν κίν­δυ­νοι για εκεί­νον που προ­σβάλ­λει, ει­δι­κά όταν ο προ­σβλη­τι­κός λό­γος εί­ναι ακραί­ος και εξαι­ρε­τι­κά σφο­δρός. Όπως θα δού­με και στη συ­νέ­χεια, οι θε­ω­ρη­τι­κοί της ρη­το­ρι­κής στην αρ­χαιό­τη­τα σύ­στη­ναν την απο­στα­σιο­ποί­η­ση από τον ψό­γο και τις ακραί­ες κα­τη­γο­ρί­ες κα­τά των αντι­πά­λων. Αφε­νός, ο ρή­το­ρας μπο­ρεί να ταυ­τι­στεί με την ηθι­κή που επι­χει­ρεί να ψέ­ξει, με­τα­χει­ρι­ζό­με­νος υβρι­στι­κό και προ­σβλη­τι­κό λό­γο· αφε­τέ­ρου, ο πο­μπός πρέ­πει πά­ντα να εί­ναι προ­σε­κτι­κός για τις ποι­νι­κές συ­νέ­πειες των λό­γων του.

Στη σύγ­χρο­νη επο­χή δεν υπάρ­χει πιο εύ­γλωτ­το πα­ρά­δειγ­μα για την (αυ­τό)κα­τα­στρο­φι­κή δύ­να­μη του προ­σβλη­τι­κού λό­γου, από την πε­ρί­πτω­ση του Reinhold Aman.[70] O Aman υπήρ­ξε εκ­δό­της του πε­ριο­δι­κού Maledicta: The International Journal of Verbal Aggression. Το πε­δίο εν­δια­φέ­ρο­ντος του πε­ριο­δι­κού κά­λυ­πτε εκ­φάν­σεις του προ­σβλη­τι­κού, υβρι­στι­κού, υπο­τι­μη­τι­κού λό­γου, ύβρεις και αι­σχρο­λο­γί­ες ποι­κί­λης προ­έ­λευ­σης. Ο Aman πρέ­σβευε πως εί­ναι προ­τι­μό­τε­ρο να απε­λευ­θε­ρώ­νει κα­νείς τη συσ­σω­ρευ­μέ­νη έντα­ση με λό­για, «πα­ρά με μα­χαί­ρια» και πως ο προ­σβλη­τι­κός λό­γος εί­ναι «το εκ­πο­λι­τι­σμέ­νο ανά­λο­γο ενός ρό­πα­λου».[71] Υπήρ­ξε πο­λω­τι­κή μορ­φή και δει­νός χρή­στης της προ­σβλη­τι­κής ρη­το­ρι­κής, γε­γο­νός που του στοί­χι­σε. Κα­τά τη δι­κα­στι­κή του δια­μά­χη με την πρώ­ην σύ­ζυ­γό του, ο Aman έστει­λε μία σει­ρά από άκρως προ­σβλη­τι­κές και υβρι­στι­κές επι­στο­λές στην ίδια, στον δι­κη­γό­ρο της και στον δι­κα­στή, οι οποί­ες εκλή­φθη­καν ως απει­λές κα­τά της ζω­ής των προ­σώ­πων αυ­τών. Ο Aman συ­νε­λή­φθη από το FBI και κα­τα­δι­κά­στη­κε. Πα­ρέ­μει­νε αμε­τα­νό­η­τος, επι­μέ­νο­ντας πως οι επι­στο­λές του εί­χαν χιου­μο­ρι­στι­κό χα­ρα­κτή­ρα και δεν ανα­κά­λε­σε πο­τέ. Τε­λι­κώς, εξέ­τι­σε ποι­νή φυ­λά­κι­σης 18 μη­νών. Η δι­κα­στι­κή πε­ρι­πέ­τεια εξά­ντλη­σε τους πό­ρους του και οδή­γη­σε στην ορι­στι­κή ανα­στο­λή της έκ­δο­σης του πε­ριο­δι­κού Maledicta, το οποίο υπήρ­ξε έρ­γο ζω­ής για τον Aman. Η ανε­ξέ­λεγ­κτη τά­ση του να χρη­σι­μο­ποιεί τον προ­σβλη­τι­κό λό­γο ενα­ντί­ον άλ­λων έβλα­ψε όχι μό­νο εκεί­νους που θε­ω­ρού­σε εχθρούς του, αλ­λά και τη δι­κή του φή­μη και, για με­γά­λο χρο­νι­κό διά­στη­μα, την ελευ­θε­ρία του να επι­διώ­κει το έρ­γο της ζω­ής του.
Ο προ­σβλη­τι­κός λό­γος μπο­ρεί να φα­νεί, λοι­πόν, επι­ζή­μιος, αλ­λά και η πλή­ρης απο­χή από αυ­τόν μπο­ρεί να επι­φυ­λάσ­σει κιν­δύ­νους. Ο Αρι­στο­τέ­λης χα­ρα­κτη­ρί­ζει ως ανό­η­τους εκεί­νους που δεν θυ­μώ­νουν με όσα θα έπρε­πε οι άν­θρω­ποι να θυ­μώ­νουν. Σε αυ­τήν την κα­τη­γο­ρία ατό­μων ανή­κουν και όσοι δέ­χο­νται να προ­σβάλ­λο­νται, εί­τε οι ίδιοι εί­τε αγα­πη­μέ­να τους πρό­σω­πα. Τη στά­ση αυ­τή, μά­λι­στα, τη χα­ρα­κτη­ρί­ζει ως δου­λο­πρε­πή.[72] Με βά­ση αυ­τήν την πα­ρα­τή­ρη­ση, η ευ­θι­ξία και η πρό­θε­ση αντα­πό­δο­σης απέ­να­ντι στην προ­σβο­λή πρέ­πει να νοη­θεί, όχι ως αμυ­ντι­κή στά­ση και πρα­ό­τη­τα, αλ­λά ως υπο­τα­γή και πα­θη­τι­κό­τη­τα προς τον επι­τι­θέ­με­νο. Το κύ­ρος του προ­σβε­βλη­μέ­νου προ­σώ­που, που ανέ­χε­ται τον προ­σβλη­τι­κό λό­γο των αντι­πά­λων του, ανα­πό­φευ­κτα μειώ­νε­ται. Εξαί­ρε­ση απο­τε­λούν πε­ρι­πτώ­σεις ιδιαί­τε­ρες και με­ταιχ­μια­κές, όπως οι άγιοι ήρω­ες της βυ­ζα­ντι­νής Αγιο­λο­γί­ας.[73] Ωστό­σο, η ανο­χή απέ­να­ντι στον προ­σβλη­τι­κό λό­γο ελ­λο­χεύ­ει επι­πλέ­ον κιν­δύ­νους. Ο προ­σβάλ­λων αντι­λαμ­βά­νε­ται ορι­σμέ­νες φο­ρές την ανε­κτι­κό­τη­τα ως αδυ­να­μία και μπο­ρεί να κλι­μα­κώ­σει την έντα­ση της επί­θε­σής του· ίσως μά­λι­στα κα­τα­φύ­γει στη βία ή και στη φυ­σι­κή εξο­λό­θρευ­ση του υπο­χω­ρη­τι­κού του αντι­πά­λου.





 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: