|
|
Η μελέτη αυτή αποτελεί μια πρώτη συνοπτική απόπειρα, συγκεντρωτικής ωστόσο παρουσίασης και εξέτασης, κατά χρονολογική σειρά, τόσο της ζωής όσο και του έργου μιας παραγνωρισμένης Ελληνίδας λογοτέχνη, της Μαρίας Ζάμπα (1888-1933).[1][2]
Από τη μελέτη αυτή προκύπτουν και παρουσιάζονται νέα γραμματολογικά στοιχεία για το λογοτεχνικό της έργο, το οποίο μέχρι και σήμερα εξετάζονταν, τις περισσότερες φορές, συνδυαστικά με άλλες ισοϋψείς γυναικείες μορφές της νεοελληνικής λογοτεχνίας,[3] της ίδιας περιόδου.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να εντυπωθεί στη κοινή συνείδηση ως μέλος μιας ευρύτερη ομάδας ελασσόνων νεοελλήνων λογοτεχνών[4], τοποθετώντας τη αυτόματα στο περιθώριο των νεοελληνικών μας γραμμάτων.
Η περίοδος στην οποία εντάσσεται η Μαρία Ζάμπα και το λογοτεχνικό της έργο συμπίπτει ιστορικά με σημαντικά γεγονότα της εποχής όπως: ο ατυχής ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897, οι Βαλκανικοί πόλεμοι (1912-1913), ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος (1914-1918) και η Μικρασιατική καταστροφή (1922). Δηλαδή με την πρώιμη φάση της περιόδου του Μεσοπολέμου (1918-1939).
Ιδεολογικά ταυτίζεται με γεγονότα τα οποία σημάδεψαν το χώρο της λογοτεχνίας όπως: η επικράτηση της δημοτικής γλώσσας έναντι της καθαρεύουσας, η είσοδος του συμβολισμού αρχικά στα γαλλικά και αργότερα στα νεοελληνικά γράμματα και η ανάδειξη της επιστήμης της Λαογραφίας.[5]
Κοινωνικά και πολιτικά συνδέεται με τις πληθυσμικές και ταξικές μεταβολές, την εμφάνιση των σοσιαλιστικών θεωριών (σοσιαλισμός και μαρξισμός), την ανάπτυξη του συνδικαλισμού στις εργατικές τάξεις και το κίνημα της χειραφέτησης της γυναίκας. Χάρη στο τελευταίο μάλιστα, οι γυναίκες απέκτησαν την οικονομική και κοινωνική τους ανεξαρτησία, ενώ άρχισαν να διεκδικούν δειλά τη νομική, πολιτική και καλλιτεχνική τους χειραφέτηση.[6] Γνήσια κληρονόμος όλων αυτών των γεγονότων αποτελεί η περίπτωση της Μαρίας Ζάμπα, την οποία εξέτασα ως ποιήτρια αλλά και ως μεταφράστρια.[7]
Στη σύντομη αυτή μελέτη παρουσιάζω αδρομερώς, τη θεματολογία των λογοτεχνικών έργων της Μαρίας Ζάμπα και ταυτόχρονα μελετώ με συστηματικό τρόπο για πρώτη φορά τις μετρικές της έξεις. Απέκλεισα τον ερμηνευτικό σχολιασμό του λογοτεχνικού ―ποιητικού κυρίως― έργου της, καθώς τέτοιες προσεγγίσεις επιχειρήθηκαν επιλεκτικά, κατά κύριο λόγο, από τους μελετητές στο παρελθόν.[8] Παρόλη την περιορισμένη έκτασή του, το λογοτεχνικό έργο της Μαρίας Ζάμπα εμπλουτίζει τη νεοελληνική γυναικεία ποίηση, η οποία αναδύεται αυτή την περίοδο ―συγκεκριμένα από το 1890 και εξής― και αναμετράται αναπόφευκτα με την κυρίαρχη ανδροκρατούμενη έως τότε λογοτεχνική έμπνευση.
Με αυτή τη σύντομη μελέτη δίνεται αφενός η ευκαιρία στους λάτρεις της λογοτεχνίας να παρακολουθήσουν, τη δημιουργική της διαδρομή στο χώρο των νεοελληνικών γραμμάτων διαχρονικά. Αφετέρου αναδεικνύεται, ακόμη μία φορά,[9] η ανάγκη μιας συστηματικής εξειδικευμένης ανθολόγησης και ανάδειξης της σπάνιας λογοτεχνικής της παρακαταθήκης, την οποία υπηρέτησε πιστά ως το τέλος της ζωής της.
Ελάχιστα βιογραφικά στοιχεία έχουμε στη διάθεσή μας για τη Μαρία Ζάμπα, η οποία γεννήθηκε στα Άδανα της Μ. Ασίας, το 1888, και σπούδασε στη Ζάππειο Σχολή της Κωνσταντινούπολης. Το τελευταίο, μάλιστα, στοιχείο αποδεικνύει περίτρανα ότι ήταν γόνος εύπορης-σημαντικής οικογένειας, καθώς διέθετε αξιόλογη μόρφωση και υψηλό πνευματικό υπόβαθρο.[10] Στοιχείο το οποίο ήταν ασυμβίβαστο με την υποβαθμισμένη θέση της γυναίκας στην κοινωνία αυτής της περιόδου.[11]
Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών της συνεργάστηκε με τον Τύπο της εποχής. Με συστηματικό τρόπο προωθούσε, το προσωπικό της λογοτεχνικό έργο διατρανώνοντας, παράλληλα, τη δυναμική παρουσία της γυναίκας στο δημόσιο λόγο, όπως τουλάχιστον αποδεικνύεται από τις αξιόλογες συνεργασίες της με τον Τύπο της εποχής. Πιο συγκεκριμένα η Μαρία Ζάμπα απέκτησε βήμα τόσο σε μικρασιατικά όσο και σε αθηναϊκά έντυπα, όπως ημερολόγια, περιοδικά και εφημερίδες. Με τον τρόπο αυτό προωθούσε το λογοτεχνικό της έργο και προπαγάνδιζε μεταξύ άλλων και τον φεμινιστικό αγώνα.[12]
Ειδικότερα, στη Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας επισημαίνεται γενικά η συνεργασία της Μαρίας Ζάμπα με εφημερίδες και περιοδικά της Σμύρνης. Ταυτόχρονα τονίζεται ιδιαίτερα η συνεργασία της με τον Νουμά.[13]
Στη μελέτη της Αθηνάς Ταρσούλη, το 1951, επαναλαμβάνεται η συνεργασία με τον Νουμά. Προστίθεται ακόμη η συνεργασία της με την Αμάλθεια (Σμύρνης), την Ελλάδα (Αθήνας) και το Μικρασιατικό Ημερολόγιο (Σάμου).[14]
Στο Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα, Έργα, Ρεύματα και Όροι των εκδόσεων Πατάκη επαναλαμβάνονται τα στοιχεία, τα οποία συναντήσαμε προηγουμένως στη Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας.[15]
Η Πέρσα Αποστολή στη σύντομη μελέτη της για τη «Γυναικεία εκδοτική δραστηριότητα (περιοδικά λόγου και τέχνης 1900-1940): Η περίπτωση της Αρτεμισίας Λανδράκη και της Κορνηλίας Πρεβεζιώτου»,[16] υπογραμμίζει μόνο την άγνωστη έως τότε συνεργασία της Μαρίας Ζάμπα με το περιοδικό Βοσπορίς.
Στη διδακτορική διατριβή της Όλγας Χατζηβογιατζή συνοψίζεται η συνεργασία της Μαρίας Ζάμπα συλλήβδην με τα περιοδικά, τις εφημερίδες και τα ημερολόγια που είδαμε προηγουμένως. Παράλληλα η
μελετήτρια προσθέτει, κατόπιν έρευνας, τη συνεργασία της με τα περιοδικά: Γυναίκα, Ελληνική Επιθεώρηση, Ελληνίς, Μπουκέτο και Ξεκίνημα.[17]
Μέσα από την έρευνά μου εντόπισα επίσης ορισμένα ψηφιοποιημένα έντυπα με τα οποία συνεργάστηκε η Μικρασιάτισσα λογοτέχνις. Συγκεκριμένα πρόκειται για τα περιοδικά: Αιολικός Αστήρ, Διάπλασις των παίδων, Ελληνικά Γράμματα, Νεότης, Πινακοθήκη και Πυρσός. Στις στήλες τους φιλοξενούν αρκετά λανθάνοντα έως σήμερα ποιητικά της έργα (πρωτότυπα και μεταφρασμένα) όπως θα δούμε παρακάτω.[18]
Ενδεχομένως η συνεργασία της να επεκτείνεται σε περισσότερα περιοδικά και εφημερίδες της εποχής.
Ένα ακόμη στοιχείο που προέκυψε από τη μελέτη αυτή για τη ζωή και το λογοτεχνικό έργο της Μαρίας Ζάμπα είναι ότι τα έντυπα, που αναγνώριζαν το λογοτεχνικό της ταλέντο και που φιλοξενούσαν τα πρωτότυπα και τα μεταφρασμένα λογοτεχνικά ―ποιητικά κυρίως― της κείμενα, αφιέρωναν ενίοτε μια γρήγορη παρουσίαση της νεαρής λογοτέχνη στο αναγνωστικό κοινό:[19]
«Η “Πινακοθήκη” ευχαρίστως παρουσιάζει εις τους αναγνώστας της νέαν ποιήτριαν, την νεαράν δεσποινίδα Μαρίαν Ζάμπα, ής οι κατωτέρω δημοσιευόμενοι ωραίοι στίχοι, είναι άξιοι πολλής εκτιμήσεως».[20]
Σύμφωνα με την έρευνά μου έως σήμερα, υπέγραφε πάντα με το πραγματικό της όνομα ―Μαρία Ζάμπα ή Μαρία Ε. Ζάμπα―,[21] συνοδευόμενο ενίοτε με τον τόπο σύνθεσης του λογοτεχνικού της κειμένου (Άδανα, Σμύρνη, Καβάλα, Θεσσαλονίκη, Μερσίνα=Μερσίνη). Μολονότι η λογοκρισία της εποχής ανάγκαζε πολλές λογοτέχνιδες να χρησιμοποιούν ψευδώνυμα η Μαρία Ζάμπα απέφευγε συστηματικά τη χρήση τους.[22]
Όπως γνωρίζουμε η ποιητική της συγκομιδή περιορίζεται μόλις σε δύο ποιητικές συλλογές τις οποίες εντοπίζουμε στην τρίτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Συγκεκριμένα πρόκειται για τις συλλογές: Τα τραγούδια μου (1924) και Αυγές και δειλινά (1930), οι οποίες διακρίνονται για τη γνήσια λυρική τους ποιότητα.
Η πρώτη ποιητική της συλλογή, Τα τραγούδια μου,[23] δημοσιεύτηκε το 1924 και είναι αφιερωμένη στη μητέρα της. Η συλλογή αυτή περιλαμβάνει 98 συνολικά ποιήματα, τα οποία ως προς τη θεματολογία τους περιστρέφονται γύρω από τη γυναίκα,[24] την οικογένεια,[25] τη φιλία,[26] τη φύση,[27] τη ζωή,[28] τον θάνατο,[29] το συναίσθημα,[30] τη θρησκεία[31] και τη μυθολογία.[32]
Κεντρικές έννοιες αποτελούν η Αγάπη και ο Έρωτας. Οι μονολεκτικοί (τις περισσότερες φορές) τίτλοι των ποιημάτων της, οι οποίοι συνοδεύονται ενίοτε από σημεία στίξης (αποσιωπητικά, θαυμαστικά και ερωτηματικά), είναι αποδεικτικοί των θεματικών της πυρήνων.[33]
Το ύφος της χαρακτηρίζεται ως αισθαντικό, απλό και οικείο. Τα ποιήματά της διακρίνονται για τον εξομολογητικό, ελεγειακό και νοσταλγικό τους τόνο. Διαποτίζονται από ρομαντικά στοιχεία,[34] όπως: το συναίσθημα, το όνειρο, η μελαγχολία και η νοσταλγία,[35] καθώς και παρνασσιακά θέματα, εικόνες από τη μυθολογία, ακρίβεια στη μορφή και την έκφραση μέσω αυστηρών στιχουργικών φορμών, όπως το πετραρχικό σονέτο.[36]
Ξεχωριστή θέση καταλαμβάνει το σύμβολο στην ποίησή της, όπως λόγου χάρη αυτό του καραβιού ή των φτερών,[37]
τα οποία επαναλαμβάνονται στα ποιήματα της πρώτης ποιητικής της συλλογής, δηλωτικό της επίδρασης του όψιμου συμβολισμού στο λογοτεχνικό της έργο.[38]
Τα ποιήματά της ως προς την αρχιτεκτονική τους διάρθρωση διακρίνονται κυρίως σε τετράστιχες στροφές (με μία, δύο ή περισσότερες στροφές)[39] και σε πετραρχικού τύπου σονέτα.[40] Ενίοτε εντοπίζουμε μονόστροφα[41] ποιήματα με ποικίλο αριθμό στίχων ενώ σπανιότερα εντοπίζουμε ποιήματα δομημένα εξάστιχες στροφές.[42]
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι μετρικές επιλογές της Μαρίας Ζάμπα, οι οποίες έως σήμερα δεν είχαν κεντρίσει το ενδιαφέρον των μελετητών.[43] Πιο συγκεκριμένα, στιχουργικά σχεδόν μονοπωλεί η χρήση του ιαμβικού ρυθμού. Ειδικότερα, μεταχειρίζεται αυστηρά έμμετρους ιαμβικούς επτασύλλαβους,[44] οκτασύλλαβους,[45] εννεασύλλαβους,[46] δεκασύλλαβους,[47] ενδεκασύλλαβους,[48] δεκατρισύλλαβους,[49] δεκατετρασύλλαβους[50] και δεκαπεντασύλλαβους[51] στίχους είτε αποκλειστικά είτε συνδυαστικά. Σπανιότερα επιλέγει ελευθερωμένους στίχους,[52] ως απόρροια του κινήματος του συμβολισμού. Οι στίχοι των ποιημάτων τις περισσότερες φορές, αλλά όχι πάντα, ομοιοκαταληκτούν μεταξύ τους πλεκτά και ζευγαρωτά. Ενδεικτικοί είναι οι παρακάτω ιαμβικοί ελευθερωμένοι ανομοιοκατάληκτοι στίχοι του ποιήματος «Μεσ’ στην ψυχή», στους οποίους η μικρασιάτισσα λογοτέχνης υμνεί τη δύναμη και την υπεροχή της Αγάπης:
Ω Πόθε, Βασιλιά των πόθων...
ω Αγάπη,
ω Αγάπη που βαθιά σε νιώθω
τόσο βαθιά που τίποτα,
τίποτα δε σε φτάνει,
και πάντα μόνη, αθάντατη,
κι ανέγκιχτη απομένεις,
ω Αγάπη,
Ω Πόθε πόθων,
που τίποτα την φλόγα σου δε σβήνει
κι ουδέ θα σβήσει.
Η δεύτερη και τελευταία ποιητική της συλλογή, Αυγές και δειλινά[53]
δημοσιεύεται το 1930 και περιλαμβάνει 122 ποιήματα. Μελετώντας και αυτή την ποιητική συλλογή παρατηρούμε ότι η Μαρία Ζάμπα περιλαμβάνει ξανά ορισμένα ποιήματα της πρώτης ποιητικής της συλλογής, Τα τραγούδια μου, του 1924.[54] Σε γενικές γραμμές ακολουθεί τους ίδιους θεματικούς άξονες, τις ίδιες φόρμες, τις ίδιες μετρικές και υφολογικές επιλογές της πρώτης ποιητικής της συλλογής.
Ωστόσο, δεν μένει στατική. Η ποίησή της εξελίσσεται καθώς παρατηρώ ότι εμπλουτίζονται οι θεματικοί της πυρήνες χρησιμοποιώντας πλέον ως επίκεντρο των ποιημάτων της την έννοια της μοναξιάς και τους ομότεχνούς της.[55] Επιπλέον εμπλουτίζεται και στιχουργικά εισάγοντας μικρότερους ιαμβικούς στίχους όπως τετρασύλλαβους,[56] πεντασύλλαβους,[57] εξασύλλαβους[58] αλλά και μεγαλύτερους όπως ο δωδεκασύλλαβους[59] είτε αποκλειστικά είτε συνδυαστικά με μικρότερους ή μεγαλύτερους ιάμβους. Οι στροφές των ποιημάτων της ενίοτε εκτείνονται πλέον και σε πεντάστιχες,[60] οκτάστιχες[61] ή και σε δωδεκάστιχες.[62]
Τέλος, μετρικά αξιοποιεί εκτός από τον ιαμβικό,[63] τον τροχαϊκό[64] και τον αναπαιστικό[65] ρυθμό σε ομοιοκατάληκτους κυρίως στίχους. Εξάρσεις ελευθέρωσης εξακολουθούν να συνοδεύουν ορισμένα ποιήματά της και πάλι όμως σε χαμηλά επίπεδα.[66]
Προς επίρρωση παραθέτω τους πρώτους στίχους από το ποίημα: «Το σπίτι μας», το οποίο αντιπροσωπεύει μετρικά, κατά τη προσωπική μου άποψη, κυρίως την εξελικτική πορεία της Ζάμπα από τη πρώτη στη δεύτερη ποιητική της συλλογή σε αναπαιστικό στίχο:
Γύρω ξένοι μονάχα |
Η έρευνα γύρω από το λογοτεχνικό έργο της Μαρίας Ζάμπα με οδήγησε σε ένα ακόμη νέο στοιχείο. Συγκεκριμένα παρατηρώ ότι σώζονται αθησαύριστα ποιήματά της διάσπαρτα στον Τύπο της εποχής όπως τα ποιήματα:[67] «Το πάρκο»,[68] «Στα χέρια της μητέρας μου»,[69] «Μαύρη νύχτα»,[70] «Δάκρυα»,[71] «Στο κοιμητήριο»,[72] «Ζευς»,[73] «Γλυκειά η ζωή…»,[74] «Μελλοθάνατη»,[75] «Στη βασίλισσά μας»,[76] «Μπροστά στην Παναγιά»,[77] «Ελληνικά χωριά»,[78] «Μάγεμα»,[79]«Πνεύμα-Ομορφιά»[80] και «Θλίψη»[81] τα οποία δεν περιλαμβάνονται σε καμία από τις δύο δημοσιευμένες ποιητικές της συλλογές. Το γεγονός αυτό με οδήγησε σε δύο υποθέσεις. Είτε ότι από επιλογή δεν τα ενέταξε σε κάποια από τις δύο συλλογές της ―επειδή ενδεχομένως τα θεωρούσε ποιοτικά κατώτερα― είτε ότι δεν πρόλαβε, εξαιτίας του πρόωρου θανάτου της, σε ηλικία μόλις 45 ετών.
Η συστηματική έρευνα στον Τύπο της εποχής ανέσυρε στην επιφάνεια, μεταξύ άλλων και δύο αθησαύριστα έως σήμερα άτιτλα πεζά ποιήματα της Μαρίας Ζάμπα, τα οποία φιλοξενούνται στο περ. Αιολικός Αστήρ και σε κάθε περίπτωση επιβεβαιώνουν την πολυσχιδή της λογοτεχνική δράση:[82]
Μελετώντας τις δύο ποιητικές της συλλογές παρατηρώ ότι δεν συσταχώνονται, ούτε οι μεταφραστικές απόπειρες της Μαρίας Ζάμπα στα ποιητικά έργα των Γάλλων ομότεχνών της, που φιλοξενούνται στις στήλες του Τύπου, με τον οποίο συνεργάστηκε κατά τη διάρκεια της εφήμερης ζωής της. Ενδεχομένως, για τους ίδιους λόγους για τους οποίους δεν συμπεριέλαβε και πολλά δικά της πρωτότυπα, όπως είδαμε προηγουμένως. Τα μεταφρασμένα ποιήματα, τα οποία φιλοξενήθηκαν στις στήλες του Μπουκέτου,[83] παρουσιάζονται συγκεντρωμένα στη διδακτορική διατριβή της Όλγας Χατζηβογιατζή.[84]
Σε κάθε περίπτωση, κατά την προσωπική μου άποψη, η ύπαρξη αυτών των μεταφράσεων είναι δηλωτική του μεταφραστικού ταλέντου της ποιήτριας. Με ξεχωριστή μαεστρία κατάφερε να μεταφέρει της ιδέες των ξένων λογοτεχνών από τη γλώσσα προέλευσης στη γλώσσα υποδοχής, υπερβαίνοντας το μεταφραστικό πρόβλημα που ταλανίζει κάθε μεταφραστή.[85] Ενδεικτικά παραθέτω την πρώτη στροφή της μετάφρασης του ποιήματος του Σιλί Προυντόμ, «Ο γαλαξίας»:
Είπα στ’ αστέρια μια γλυκιά βραδιά:
―«Δεν φαίνεστε για να 'στε ευτυχισμένα,
τα φώτα σας στα σκότη τα βαθιά
λάμπουν ερωτικά, μα λυπημένα».
Από την έως τώρα έρευνα υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι το μεταφραστικό έργο της Μαρίας Ζάμπα, επεκτείνεται εκτός από την ποίηση και στην πεζογραφία. Η υπόθεση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι η Μαρία Ζάμπα εμφανίζεται ως μεταφράστρια του πρώτου από τους δύο τόμους στα ελληνικά[86] του μυθιστορήματος του Βίκτωρος Ουγκό, Ο άνθρωπος που γελάει[87] (L'Homme qui rit), το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε το 1869.[88]
Το στοιχείο αυτό παρέμενε σχεδόν άγνωστο στο ευρύ κοινό μέχρι και σήμερα. Η ελληνική μεταφραστική απόδοση του γαλλικού μυθιστορήματος του Βίκτωρος Ουγκό από την Μαρία Ζάμπα απουσιάζει, ωστόσο, από τη Βιβλιογραφία των ελληνικών μεταφράσεων της ξένης λογοτεχνίας ΙΘ΄-Κ΄ αιώνα του Κ.Γ. Κασίνη.[88]
Η μοναδική μετάφραση που καταγράφεται από τον Κ.Γ. Κασίνη για το συγκεκριμένο αριστούργημα του κορυφαίου Γάλλου συγγραφέα είναι Ο Γελών Άνθρωπος ―η οποία δημοσιεύτηκε το 1869, δηλαδή την ίδια χρονιά όπου δημοσιεύτηκε το πρωτότυπο έργο του Ουγκό― σε μετάφραση του Α. Βαμπά.[89]
Τόσο το πρωτότυπο έργο του Ουγκό όσο και η ελληνική μετάφραση του Α. Βαμπά απέσπασαν διθυραμβικά σχόλια από την κριτική όπως αποδεικνύεται στα αποσπάσματα που ακολουθούν:
«Εξεδόθη και παρ’ ημίν ήδη το πρώτον βιβλίον της περιωνύμου μυθιστορίας του Βίκτωρος Ουγγώ εν μεταφράσει του κ. Α. Βαμπά.
Το βιβλίον τούτο είναι γνήσιον τέκνον του ποιητού του. Όλη η μεγαλοπρέπεια, όλη η βαθύτης, όλη η ακρίβεια και λεπτότης των στοχασμών, των εικόνων, της ευτεχνίας, του θαυμασίου εργάτου του Ερνάνη και των Αθλίων, όλα ταύτα επανατέλλουσιν εις τον Γελώντα άνθρωπον αμείωτα και περιφανή. […] Η μετάφρασις του κ. Αρ. Βαμπά, είναι ωραία, αλλά πολυτελής και εις άκρον φιλάρεσκος.»[90]
Ενδεχομένως η Μαρία Ζάμπα να βασίστηκε σε αυτήν την πρώτη μετάφραση του Α. Βαμπά το 1869. Η πρωτότυπη μετάφραση της Ζάμπα παραμένει ανεύρετη. Η μετάφραση που έχουμε πλέον στη διάθεσή μας αποδίδεται βέβαια στη Μαρία Ζάμπα και πρόκειται για ανατύπωση, καθώς δημοσιεύθηκε αρκετά χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα το 2000.[91]
Ποιοι λόγοι όμως ώθησαν τη Μαρία Ζάμπα να μεταφράσει το συγκεκριμένο μυθιστόρημα; Το χρονικό πλαίσιο, η πλοκή και ο συγγραφέας του μυθιστορήματος δίνουν απάντηση σε αυτό το ερώτημα.
Ειδικότερα το μυθιστόρημα, τοποθετείται στις αρχές του 19ου αιώνα. Την περίοδο, δηλαδή, κατά την οποία ο Βίκτωρ Ουγκώ βρισκόταν εξόριστος στην Αγγλία εξαιτίας των πολιτικών του πεποιθήσεων. Εκεί αποφάσισε να συνθέσει μια σύντομη αλλά διαχρονική ιστορία για την ψέξει την ταξική αδικία του Λονδίνου, καυτηριάζοντας έμμεσα την κοινωνική και πολιτική κατάσταση στην πατρίδα του Γαλλία, αυτοκράτορας της οποίας ήταν τότε ο Ναπολέων Γ΄.
Η υπόθεση του μυθιστορήματος περιστρέφεται γύρω από τη ζωή ενός παραμορφωμένου-στιγματισμένου νεαρού σαλτιμπάγκου, του Γκουίνπλεν, στο πρόσωπο του οποίου είναι χαραγμένη η έκφραση του μόνιμου γέλιου. Ο Γκουίνπλεν αντιπροσωπεύει το πρότυπο του θύματος-πολίτη που ήθελαν να κατασκευάσουν οι ισχυροί αριστοκράτες της εποχής, ώστε να το χειραγωγούν. Όλοι όμως στέκονται στη βίαιη, από την εξουσία, παραμόρφωση του προσώπου του και αδιαφορούν για τα λεγόμενά του.
Θεωρώ ότι η Μαρία Ζάμπα επεδίωξε να μεταφέρει στην ελληνική γλώσσα την τραγικότητα της κοινωνικής θέσης του ήρωα Γκουίνπλεν, ώστε να κερδίσει αναγνώριση από την αίγλη του Ουγκώ, και φυσικά να προβάλει μέσα από το ποιητικό της έργο την υποβαθμισμένη κοινωνική και πολιτική θέση της γυναίκας στην Ελλάδα. Με τον τρόπο αυτό στηλίτευε την κοινωνική αδικία των αδυνάτων συλλήβδην. Με άλλα λόγια η Μαρία Ζάμπα χρησιμοποίησε ως «Δούρειο Ίππο» τον Βίκτωρα Ουγκό για να αναδυθεί από την λογοτεχνική αφάνεια, να αναδειχθεί στο λογοτεχνικό ανδροκρατούμενο γίγνεσθαι της εποχής και εν τέλει να υπερθεματίσει την ανάγκη εξάλειψης της κοινωνικής αδικίας. Ειδικότερα την αναβάθμιση της θέσης των γυναικών στα Γράμματα, το οποίο αποτελούσε βασικό ζητούμενο στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού και στην Ελλάδα.[92]
Με ποιον τρόπο όμως συνδέθηκε πνευματικά η Μαρία Ζάμπα με τον Βίκτωρα Ουγκό; Κατά πάσα πιθανότητα συνδετικός τους κρίκος υπήρξε ο Κωστής Παλαμάς,[93]
ο οποίος, όπως αποδεικνύεται μέσα από την μελέτη της Όλγας Χαντζηβογιατζή στάθηκε άξιος μέντορας για πολλές νέες ποιήτριες της εποχής. Όλες τους, μεταξύ των οποίων και η Μαρία Ζάμπα, αμφισβητούνταν και αντιμετωπίζονταν από την κριτική με δυσπιστία.[94]
Λαμβάνοντας υπόψη, λοιπόν, το σύνολο του λογοτεχνικού έργου της Μαρίας Ζάμπα και αποτιμώντας τα νέα γραμματολογικά δεδομένα που προέκυψαν από την έρευνα, στο περιορισμένο πλαίσιο αυτής της μελέτης, καταλήγω στο εξής συμπέρασμα. Μέσα σε μια περίοδο έντονων ανακατατάξεων και κοινωνικών ανισοτήτων καταφέρνει να διοχετεύσει στο ευρύ κοινό τις πιο μύχιες σκέψεις και τα συναισθήματα της με όχημα τη λογοτεχνία [ποίηση και μεταφράσεις (ποιητικές και πεζές)], αξιοποιώντας τις πλέον αναγνωρισμένες εγχώριες και ξένες πνευματικές κορυφές του ανδρικού κατεστημένου· του Κωστή Παλαμά και του Βίκτωρος Ουγκό αντίστοιχα.
Ωστόσο, δεν κατάφερε να εισακουστεί η φωνή της, όπως ακριβώς ο ουγκικός ήρωας Γκουίνπλεν στους δρόμους του Λονδίνου. Τα ανυπέρβλητα στερεότυπα και οι κοινωνικές προκαταλήψεις της εποχής αποδείχθηκαν ισχυρότερα, εγκλωβίζοντας τη Μαρία Ζάμπα αναπόδραστα στο περιθώριο της πνευματικής μας κληρονομιάς. Το λογοτεχνικό της έργο παραμένει ακόμη αχαρτογράφητο στο σύνολό του, αναμένοντας υπομονετικά την αναψηλάφησή του από τους νέους ερευνητές και τη διάσωσή του από τη λήθη.