Μαρία Ζάμπα: Νέα γραμματολογικά στοιχεία για το λογοτεχνικό της έργο

Επεξεργσμένη φωτογραφία της Μαρίας Ζάμπα
Επεξεργσμένη φωτογραφία της Μαρίας Ζάμπα

Η με­λέ­τη αυ­τή απο­τε­λεί μια πρώ­τη συ­νο­πτι­κή από­πει­ρα, συ­γκε­ντρω­τι­κής ωστό­σο πα­ρου­σί­α­σης και εξέ­τα­σης, κα­τά χρο­νο­λο­γι­κή σει­ρά, τό­σο της ζω­ής όσο και του έρ­γου μιας πα­ρα­γνω­ρι­σμέ­νης Ελ­λη­νί­δας λο­γο­τέ­χνη, της Μα­ρί­ας Ζά­μπα (1888-1933).[1][2]
Από τη με­λέ­τη αυ­τή προ­κύ­πτουν και πα­ρου­σιά­ζο­νται νέα γραμ­μα­το­λο­γι­κά στοι­χεία για το λο­γο­τε­χνι­κό της έρ­γο, το οποίο μέ­χρι και σή­με­ρα εξε­τά­ζο­νταν, τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές, συν­δυα­στι­κά με άλ­λες ισο­ϋ­ψείς γυ­ναι­κεί­ες μορ­φές της νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνί­ας,[3] της ίδιας πε­ριό­δου.
Αυ­τό εί­χε ως απο­τέ­λε­σμα να εντυ­πω­θεί στη κοι­νή συ­νεί­δη­ση ως μέ­λος μιας ευ­ρύ­τε­ρη ομά­δας ελασ­σό­νων νε­ο­ελ­λή­νων λο­γο­τε­χνών[4], το­πο­θε­τώ­ντας τη αυ­τό­μα­τα στο πε­ρι­θώ­ριο των νε­ο­ελ­λη­νι­κών μας γραμ­μά­των.
Η πε­ρί­ο­δος στην οποία εντάσ­σε­ται η Μα­ρία Ζά­μπα και το λο­γο­τε­χνι­κό της έρ­γο συ­μπί­πτει ιστο­ρι­κά με ση­μα­ντι­κά γε­γο­νό­τα της επο­χής όπως: ο ατυ­χής ελ­λη­νο­τουρ­κι­κός πό­λε­μος του 1897, οι Βαλ­κα­νι­κοί πό­λε­μοι (1912-1913), ο Α΄ Πα­γκό­σμιος πό­λε­μος (1914-1918) και η Μι­κρα­σια­τι­κή κα­τα­στρο­φή (1922). Δη­λα­δή με την πρώ­ι­μη φά­ση της πε­ριό­δου του Με­σο­πο­λέ­μου (1918-1939).
Ιδε­ο­λο­γι­κά ταυ­τί­ζε­ται με γε­γο­νό­τα τα οποία ση­μά­δε­ψαν το χώ­ρο της λο­γο­τε­χνί­ας όπως: η επι­κρά­τη­ση της δη­μο­τι­κής γλώσ­σας ένα­ντι της κα­θα­ρεύ­ου­σας, η εί­σο­δος του συμ­βο­λι­σμού αρ­χι­κά στα γαλ­λι­κά και αρ­γό­τε­ρα στα νε­ο­ελ­λη­νι­κά γράμ­μα­τα και η ανά­δει­ξη της επι­στή­μης της Λα­ο­γρα­φί­ας.[5]
Κοι­νω­νι­κά και πο­λι­τι­κά συν­δέ­ε­ται με τις πλη­θυ­σμι­κές και τα­ξι­κές με­τα­βο­λές, την εμ­φά­νι­ση των σο­σια­λι­στι­κών θε­ω­ριών (σο­σια­λι­σμός και μαρ­ξι­σμός), την ανά­πτυ­ξη του συν­δι­κα­λι­σμού στις ερ­γα­τι­κές τά­ξεις και το κί­νη­μα της χει­ρα­φέ­τη­σης της γυ­ναί­κας. Χά­ρη στο τε­λευ­ταίο μά­λι­στα, οι γυ­ναί­κες απέ­κτη­σαν την οι­κο­νο­μι­κή και κοι­νω­νι­κή τους ανε­ξαρ­τη­σία, ενώ άρ­χι­σαν να διεκ­δι­κούν δει­λά τη νο­μι­κή, πο­λι­τι­κή και καλ­λι­τε­χνι­κή τους χει­ρα­φέ­τη­ση.[6] Γνή­σια κλη­ρο­νό­μος όλων αυ­τών των γε­γο­νό­των απο­τε­λεί η πε­ρί­πτω­ση της Μα­ρί­ας Ζά­μπα, την οποία εξέ­τα­σα ως ποι­ή­τρια αλ­λά και ως με­τα­φρά­στρια.[7]
Στη σύ­ντο­μη αυ­τή με­λέ­τη πα­ρου­σιά­ζω αδρο­με­ρώς, τη θε­μα­το­λο­γία των λο­γο­τε­χνι­κών έρ­γων της Μα­ρί­ας Ζά­μπα και ταυ­τό­χρο­να με­λε­τώ με συ­στη­μα­τι­κό τρό­πο για πρώ­τη φο­ρά τις με­τρι­κές της έξεις. Απέ­κλει­σα τον ερ­μη­νευ­τι­κό σχο­λια­σμό του λο­γο­τε­χνι­κού ―ποι­η­τι­κού κυ­ρί­ως― έρ­γου της, κα­θώς τέ­τοιες προ­σεγ­γί­σεις επι­χει­ρή­θη­καν επι­λε­κτι­κά, κα­τά κύ­ριο λό­γο, από τους με­λε­τη­τές στο πα­ρελ­θόν.[8] Πα­ρό­λη την πε­ριο­ρι­σμέ­νη έκτα­σή του, το λο­γο­τε­χνι­κό έρ­γο της Μα­ρί­ας Ζά­μπα εμπλου­τί­ζει τη νε­ο­ελ­λη­νι­κή γυ­ναι­κεία ποί­η­ση, η οποία ανα­δύ­ε­ται αυ­τή την πε­ρί­ο­δο ―συ­γκε­κρι­μέ­να από το 1890 και εξής― και ανα­με­τρά­ται ανα­πό­φευ­κτα με την κυ­ρί­αρ­χη αν­δρο­κρα­τού­με­νη έως τό­τε λο­γο­τε­χνι­κή έμπνευ­ση.
Με αυ­τή τη σύ­ντο­μη με­λέ­τη δί­νε­ται αφε­νός η ευ­και­ρία στους λά­τρεις της λο­γο­τε­χνί­ας να πα­ρα­κο­λου­θή­σουν, τη δη­μιουρ­γι­κή της δια­δρο­μή στο χώ­ρο των νε­ο­ελ­λη­νι­κών γραμ­μά­των δια­χρο­νι­κά. Αφε­τέ­ρου ανα­δει­κνύ­ε­ται, ακό­μη μία φο­ρά,[9] η ανά­γκη μιας συ­στη­μα­τι­κής εξει­δι­κευ­μέ­νης αν­θο­λό­γη­σης και ανά­δει­ξης της σπά­νιας λο­γο­τε­χνι­κής της πα­ρα­κα­τα­θή­κης, την οποία υπη­ρέ­τη­σε πι­στά ως το τέ­λος της ζω­ής της.

Ελά­χι­στα βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία έχου­με στη διά­θε­σή μας για τη Μα­ρία Ζά­μπα, η οποία γεν­νή­θη­κε στα Άδα­να της Μ. Ασί­ας, το 1888, και σπού­δα­σε στη Ζάπ­πειο Σχο­λή της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης. Το τε­λευ­ταίο, μά­λι­στα, στοι­χείο απο­δει­κνύ­ει πε­ρί­τρα­να ότι ήταν γό­νος εύ­πο­ρης-ση­μα­ντι­κής οι­κο­γέ­νειας, κα­θώς διέ­θε­τε αξιό­λο­γη μόρ­φω­ση και υψη­λό πνευ­μα­τι­κό υπό­βα­θρο.[10] Στοι­χείο το οποίο ήταν ασυμ­βί­βα­στο με την υπο­βαθ­μι­σμέ­νη θέ­ση της γυ­ναί­κας στην κοι­νω­νία αυ­τής της πε­ριό­δου.[11]
Με­τά την ολο­κλή­ρω­ση των σπου­δών της συ­νερ­γά­στη­κε με τον Τύ­πο της επο­χής. Με συ­στη­μα­τι­κό τρό­πο προ­ω­θού­σε, το προ­σω­πι­κό της λο­γο­τε­χνι­κό έρ­γο δια­τρα­νώ­νο­ντας, πα­ράλ­λη­λα, τη δυ­να­μι­κή πα­ρου­σία της γυ­ναί­κας στο δη­μό­σιο λό­γο, όπως του­λά­χι­στον απο­δει­κνύ­ε­ται από τις αξιό­λο­γες συ­νερ­γα­σί­ες της με τον Τύ­πο της επο­χής. Πιο συ­γκε­κρι­μέ­να η Μα­ρία Ζά­μπα απέ­κτη­σε βή­μα τό­σο σε μι­κρα­σια­τι­κά όσο και σε αθη­ναϊ­κά έντυ­πα, όπως ημε­ρο­λό­για, πε­ριο­δι­κά και εφη­με­ρί­δες. Με τον τρό­πο αυ­τό προ­ω­θού­σε το λο­γο­τε­χνι­κό της έρ­γο και προ­πα­γάν­δι­ζε με­τα­ξύ άλ­λων και τον φε­μι­νι­στι­κό αγώ­να.[12]
Ει­δι­κό­τε­ρα, στη Με­γά­λη Εγκυ­κλο­παί­δεια της Νε­ο­ελ­λη­νι­κής Λο­γο­τε­χνί­ας επι­ση­μαί­νε­ται γε­νι­κά η συ­νερ­γα­σία της Μα­ρί­ας Ζά­μπα με εφη­με­ρί­δες και πε­ριο­δι­κά της Σμύρ­νης. Ταυ­τό­χρο­να το­νί­ζε­ται ιδιαί­τε­ρα η συ­νερ­γα­σία της με τον Νου­μά.[13]
Στη με­λέ­τη της Αθη­νάς Ταρ­σού­λη, το 1951, επα­να­λαμ­βά­νε­ται η συ­νερ­γα­σία με τον Νου­μά. Προ­στί­θε­ται ακό­μη η συ­νερ­γα­σία της με την Αμάλ­θεια (Σμύρ­νης), την Ελ­λά­δα (Αθή­νας) και το Μι­κρα­σια­τι­κό Ημε­ρο­λό­γιο (Σά­μου).[14]
Στο Λε­ξι­κό Νε­ο­ελ­λη­νι­κής Λο­γο­τε­χνί­ας. Πρό­σω­πα, Έρ­γα, Ρεύ­μα­τα και Όροι των εκ­δό­σε­ων Πα­τά­κη επα­να­λαμ­βά­νο­νται τα στοι­χεία, τα οποία συ­να­ντή­σα­με προη­γου­μέ­νως στη Με­γά­λη Εγκυ­κλο­παί­δεια της Νε­ο­ελ­λη­νι­κής Λο­γο­τε­χνί­ας.[15]
Η Πέρ­σα Απο­στο­λή στη σύ­ντο­μη με­λέ­τη της για τη «Γυ­ναι­κεία εκ­δο­τι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα (πε­ριο­δι­κά λό­γου και τέ­χνης 1900-1940): Η πε­ρί­πτω­ση της Αρ­τε­μι­σί­ας Λαν­δρά­κη και της Κορ­νη­λί­ας Πρε­βε­ζιώ­του»,[16] υπο­γραμ­μί­ζει μό­νο την άγνω­στη έως τό­τε συ­νερ­γα­σία της Μα­ρί­ας Ζά­μπα με το πε­ριο­δι­κό Βο­σπο­ρίς.
Στη δι­δα­κτο­ρι­κή δια­τρι­βή της Όλ­γας Χα­τζη­βο­για­τζή συ­νο­ψί­ζε­ται η συ­νερ­γα­σία της Μα­ρί­ας Ζά­μπα συλ­λή­βδην με τα πε­ριο­δι­κά, τις εφη­με­ρί­δες και τα ημε­ρο­λό­για που εί­δα­με προη­γου­μέ­νως. Πα­ράλ­λη­λα η
με­λε­τή­τρια προ­σθέ­τει, κα­τό­πιν έρευ­νας, τη συ­νερ­γα­σία της με τα πε­ριο­δι­κά: Γυ­ναί­κα, Ελ­λη­νι­κή Επι­θε­ώ­ρη­ση, Ελ­λη­νίς, Μπου­κέ­το και Ξε­κί­νη­μα.[17]

Μέ­σα από την έρευ­νά μου εντό­πι­σα επί­σης ορι­σμέ­να ψη­φιο­ποι­η­μέ­να έντυ­πα με τα οποία συ­νερ­γά­στη­κε η Μι­κρα­σιά­τισ­σα λο­γο­τέ­χνις. Συ­γκε­κρι­μέ­να πρό­κει­ται για τα πε­ριο­δι­κά: Αιο­λι­κός Αστήρ, Διά­πλα­σις των παί­δων, Ελ­λη­νι­κά Γράμ­μα­τα, Νε­ό­της, Πι­να­κο­θή­κη και Πυρ­σός. Στις στή­λες τους φι­λο­ξε­νούν αρ­κε­τά λαν­θά­νο­ντα έως σή­με­ρα ποι­η­τι­κά της έρ­γα (πρω­τό­τυ­πα και με­τα­φρα­σμέ­να) όπως θα δού­με πα­ρα­κά­τω.[18] Εν­δε­χο­μέ­νως η συ­νερ­γα­σία της να επε­κτεί­νε­ται σε πε­ρισ­σό­τε­ρα πε­ριο­δι­κά και εφη­με­ρί­δες της επο­χής.
Ένα ακό­μη στοι­χείο που προ­έ­κυ­ψε από τη με­λέ­τη αυ­τή για τη ζωή και το λο­γο­τε­χνι­κό έρ­γο της Μα­ρί­ας Ζά­μπα εί­ναι ότι τα έντυ­πα, που ανα­γνώ­ρι­ζαν το λο­γο­τε­χνι­κό της τα­λέ­ντο και που φι­λο­ξε­νού­σαν τα πρω­τό­τυ­πα και τα με­τα­φρα­σμέ­να λο­γο­τε­χνι­κά ―ποι­η­τι­κά κυ­ρί­ως― της κεί­με­να, αφιέ­ρω­ναν ενί­ο­τε μια γρή­γο­ρη πα­ρου­σί­α­ση της νε­α­ρής λο­γο­τέ­χνη στο ανα­γνω­στι­κό κοι­νό:[19]

«Η “Πι­να­κο­θή­κη” ευ­χα­ρί­στως παρου­σιά­ζει εις τους ανα­γνώ­στας της νέ­αν ποι­ή­τριαν, την νε­α­ράν δε­σποινί­δα Μα­ρί­αν Ζά­μπα, ής οι κα­τωτέ­ρω δη­μο­σιευό­με­νοι ωραί­οι στί­χοι, εί­ναι άξιοι πολ­λής εκτι­μή­σε­ως».[20]

Σύμ­φω­να με την έρευ­νά μου έως σή­με­ρα, υπέ­γρα­φε πά­ντα με το πραγ­μα­τι­κό της όνο­μα ―Μα­ρία Ζά­μπα ή Μα­ρία Ε. Ζά­μπα―,[21] συ­νο­δευό­με­νο ενί­ο­τε με τον τό­πο σύν­θε­σης του λο­γο­τε­χνι­κού της κει­μέ­νου (Άδα­να, Σμύρ­νη, Κα­βά­λα, Θεσ­σα­λο­νί­κη, Μερ­σί­να=Μερ­σί­νη). Μο­λο­νό­τι η λο­γο­κρι­σία της επο­χής ανά­γκα­ζε πολ­λές λο­γο­τέ­χνι­δες να χρη­σι­μο­ποιούν ψευ­δώ­νυ­μα η Μα­ρία Ζά­μπα απέ­φευ­γε συ­στη­μα­τι­κά τη χρή­ση τους.[22]

Όπως γνω­ρί­ζου­με η ποι­η­τι­κή της συ­γκο­μι­δή πε­ριο­ρί­ζε­ται μό­λις σε δύο ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές τις οποί­ες εντο­πί­ζου­με στην τρί­τη δε­κα­ε­τία του 20ού αιώ­να. Συ­γκε­κρι­μέ­να πρό­κει­ται για τις συλ­λο­γές: Τα τρα­γού­δια μου (1924) και Αυ­γές και δει­λι­νά (1930), οι οποί­ες δια­κρί­νο­νται για τη γνή­σια λυ­ρι­κή τους ποιό­τη­τα.
Η πρώ­τη ποι­η­τι­κή της συλ­λο­γή, Τα τρα­γού­δια μου,[23] δη­μο­σιεύ­τη­κε το 1924 και εί­ναι αφιε­ρω­μέ­νη στη μη­τέ­ρα της. Η συλ­λο­γή αυ­τή πε­ρι­λαμ­βά­νει 98 συ­νο­λι­κά ποι­ή­μα­τα, τα οποία ως προς τη θε­μα­το­λο­γία τους πε­ρι­στρέ­φο­νται γύ­ρω από τη γυ­ναί­κα,[24] την οι­κο­γέ­νεια,[25] τη φι­λία,[26] τη φύ­ση,[27] τη ζωή,[28] τον θά­να­το,[29] το συ­ναί­σθη­μα,[30] τη θρη­σκεία[31] και τη μυ­θο­λο­γία.[32]
Κε­ντρι­κές έν­νοιες απο­τε­λούν η Αγά­πη και ο Έρω­τας. Οι μο­νο­λε­κτι­κοί (τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές) τί­τλοι των ποι­η­μά­των της, οι οποί­οι συ­νο­δεύ­ο­νται ενί­ο­τε από ση­μεία στί­ξης (απο­σιω­πη­τι­κά, θαυ­μα­στι­κά και ερω­τη­μα­τι­κά), εί­ναι απο­δει­κτι­κοί των θε­μα­τι­κών της πυ­ρή­νων.[33]
Το ύφος της χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ως αι­σθα­ντι­κό, απλό και οι­κείο. Τα ποι­ή­μα­τά της δια­κρί­νο­νται για τον εξο­μο­λο­γη­τι­κό, ελε­γεια­κό και νο­σταλ­γι­κό τους τό­νο. Δια­πο­τί­ζο­νται από ρο­μα­ντι­κά στοι­χεία,[34] όπως: το συ­ναί­σθη­μα, το όνει­ρο, η με­λαγ­χο­λία και η νο­σταλ­γία,[35] κα­θώς και παρ­νασ­σια­κά θέ­μα­τα, ει­κό­νες από τη μυ­θο­λο­γία, ακρί­βεια στη μορ­φή και την έκ­φρα­ση μέ­σω αυ­στη­ρών στι­χουρ­γι­κών φορ­μών, όπως το πε­τραρ­χι­κό σο­νέ­το.[36]
Ξε­χω­ρι­στή θέ­ση κα­τα­λαμ­βά­νει το σύμ­βο­λο στην ποί­η­σή της, όπως λό­γου χά­ρη αυ­τό του κα­ρα­βιού ή των φτε­ρών,[37] τα οποία επα­να­λαμ­βά­νο­νται στα ποι­ή­μα­τα της πρώ­της ποι­η­τι­κής της συλ­λο­γής, δη­λω­τι­κό της επί­δρα­σης του όψι­μου συμ­βο­λι­σμού στο λο­γο­τε­χνι­κό της έρ­γο.[38]
Τα ποι­ή­μα­τά της ως προς την αρ­χι­τε­κτο­νι­κή τους διάρ­θρω­ση δια­κρί­νο­νται κυ­ρί­ως σε τε­τρά­στι­χες στρο­φές (με μία, δύο ή πε­ρισ­σό­τε­ρες στρο­φές)[39] και σε πε­τραρ­χι­κού τύ­που σο­νέ­τα.[40] Ενί­ο­τε εντο­πί­ζου­με μο­νό­στρο­φα[41] ποι­ή­μα­τα με ποι­κί­λο αριθ­μό στί­χων ενώ σπα­νιό­τε­ρα εντο­πί­ζου­με ποι­ή­μα­τα δο­μη­μέ­να εξά­στι­χες στρο­φές.[42]
Ιδιαί­τε­ρο εν­δια­φέ­ρον πα­ρου­σιά­ζουν οι με­τρι­κές επι­λο­γές της Μα­ρί­ας Ζά­μπα, οι οποί­ες έως σή­με­ρα δεν εί­χαν κε­ντρί­σει το εν­δια­φέ­ρον των με­λε­τη­τών.[43] Πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, στι­χουρ­γι­κά σχε­δόν μο­νο­πω­λεί η χρή­ση του ιαμ­βι­κού ρυθ­μού. Ει­δι­κό­τε­ρα, με­τα­χει­ρί­ζε­ται αυ­στη­ρά έμ­με­τρους ιαμ­βι­κούς επτα­σύλ­λα­βους,[44] οκτα­σύλ­λα­βους,[45] εν­νε­α­σύλ­λα­βους,[46] δε­κα­σύλ­λα­βους,[47] εν­δε­κα­σύλ­λα­βους,[48] δε­κα­τρι­σύλ­λα­βους,[49] δε­κα­τε­τρα­σύλ­λα­βους[50] και δε­κα­πε­ντα­σύλ­λα­βους[51] στί­χους εί­τε απο­κλει­στι­κά εί­τε συν­δυα­στι­κά. Σπα­νιό­τε­ρα επι­λέ­γει ελευ­θε­ρω­μέ­νους στί­χους,[52] ως απόρ­ροια του κι­νή­μα­τος του συμ­βο­λι­σμού. Οι στί­χοι των ποι­η­μά­των τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές, αλ­λά όχι πά­ντα, ομοιο­κα­τα­λη­κτούν με­τα­ξύ τους πλε­κτά και ζευ­γα­ρω­τά. Εν­δει­κτι­κοί εί­ναι οι πα­ρα­κά­τω ιαμ­βι­κοί ελευ­θε­ρω­μέ­νοι ανο­μοιο­κα­τά­λη­κτοι στί­χοι του ποι­ή­μα­τος «Με­σ’ στην ψυ­χή», στους οποί­ους η μι­κρα­σιά­τισ­σα λο­γο­τέ­χνης υμνεί τη δύ­να­μη και την υπε­ρο­χή της Αγά­πης:

Ω Πό­θε, Βα­σι­λιά των πό­θων...
ω Αγά­πη,
ω Αγά­πη που βα­θιά σε νιώ­θω
τό­σο βα­θιά που τί­πο­τα,
τί­πο­τα δε σε φτά­νει,
και πά­ντα μό­νη, αθά­ντα­τη,
κι ανέ­γκι­χτη απο­μέ­νεις,
ω Αγά­πη,
Ω Πό­θε πό­θων,
που τί­πο­τα την φλό­γα σου δε σβή­νει
κι ου­δέ θα σβή­σει.

Η δεύ­τε­ρη και τε­λευ­ταία ποι­η­τι­κή της συλ­λο­γή, Αυ­γές και δει­λι­νά[53] δη­μο­σιεύ­ε­ται το 1930 και πε­ρι­λαμ­βά­νει 122 ποι­ή­μα­τα. Με­λε­τώ­ντας και αυ­τή την ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή πα­ρα­τη­ρού­με ότι η Μα­ρία Ζά­μπα πε­ρι­λαμ­βά­νει ξα­νά ορι­σμέ­να ποι­ή­μα­τα της πρώ­της ποι­η­τι­κής της συλ­λο­γής, Τα τρα­γού­δια μου, του 1924.[54] Σε γε­νι­κές γραμ­μές ακο­λου­θεί τους ίδιους θε­μα­τι­κούς άξο­νες, τις ίδιες φόρ­μες, τις ίδιες με­τρι­κές και υφο­λο­γι­κές επι­λο­γές της πρώ­της ποι­η­τι­κής της συλ­λο­γής.
Ωστό­σο, δεν μέ­νει στα­τι­κή. Η ποί­η­σή της εξε­λίσ­σε­ται κα­θώς πα­ρα­τη­ρώ ότι εμπλου­τί­ζο­νται οι θε­μα­τι­κοί της πυ­ρή­νες χρη­σι­μο­ποιώ­ντας πλέ­ον ως επί­κε­ντρο των ποι­η­μά­των της την έν­νοια της μο­να­ξιάς και τους ομό­τε­χνούς της.[55] Επι­πλέ­ον εμπλου­τί­ζε­ται και στι­χουρ­γι­κά ει­σά­γο­ντας μι­κρό­τε­ρους ιαμ­βι­κούς στί­χους όπως τε­τρα­σύλ­λα­βους,[56] πε­ντα­σύλ­λα­βους,[57] εξα­σύλ­λα­βους[58] αλ­λά και με­γα­λύ­τε­ρους όπως ο δω­δε­κα­σύλ­λα­βους[59] εί­τε απο­κλει­στι­κά εί­τε συν­δυα­στι­κά με μι­κρό­τε­ρους ή με­γα­λύ­τε­ρους ιάμ­βους. Οι στρο­φές των ποι­η­μά­των της ενί­ο­τε εκτεί­νο­νται πλέ­ον και σε πε­ντά­στι­χες,[60] οκτά­στι­χες[61] ή και σε δω­δε­κά­στι­χες.[62]
Τέ­λος, με­τρι­κά αξιο­ποιεί εκτός από τον ιαμ­βι­κό,[63] τον τρο­χαϊ­κό[64] και τον ανα­παι­στι­κό[65] ρυθ­μό σε ομοιο­κα­τά­λη­κτους κυ­ρί­ως στί­χους. Εξάρ­σεις ελευ­θέ­ρω­σης εξα­κο­λου­θούν να συ­νο­δεύ­ουν ορι­σμέ­να ποι­ή­μα­τά της και πά­λι όμως σε χα­μη­λά επί­πε­δα.[66]
Προς επίρ­ρω­ση πα­ρα­θέ­τω τους πρώ­τους στί­χους από το ποί­η­μα: «Το σπί­τι μας», το οποίο αντι­προ­σω­πεύ­ει με­τρι­κά, κα­τά τη προ­σω­πι­κή μου άπο­ψη, κυ­ρί­ως την εξε­λι­κτι­κή πο­ρεία της Ζά­μπα από τη πρώ­τη στη δεύ­τε­ρη ποι­η­τι­κή της συλ­λο­γή σε ανα­παι­στι­κό στί­χο:

Γύ­ρω ξέ­νοι μο­νά­χα
κι η ψυ­χή μου πώς πλήτ­τει!...
―Τι να γί­νε­ται τά­χα
το πα­λιό μας το σπί­τι;

Η έρευ­να γύ­ρω από το λο­γο­τε­χνι­κό έρ­γο της Μα­ρί­ας Ζά­μπα με οδή­γη­σε σε ένα ακό­μη νέο στοι­χείο. Συ­γκε­κρι­μέ­να πα­ρα­τη­ρώ ότι σώ­ζο­νται αθη­σαύ­ρι­στα ποι­ή­μα­τά της διά­σπαρ­τα στον Τύ­πο της επο­χής όπως τα ποι­ή­μα­τα:[67] «Το πάρ­κο»,[68] «Στα χέ­ρια της μη­τέ­ρας μου»,[69] «Μαύ­ρη νύ­χτα»,[70] «Δά­κρυα»,[71] «Στο κοι­μη­τή­ριο»,[72] «Ζευς»,[73] «Γλυ­κειά η ζωή…»,[74] «Μελ­λο­θά­να­τη»,[75] «Στη βα­σί­λισ­σά μας»,[76] «Μπρο­στά στην Πα­να­γιά»,[77] «Ελ­λη­νι­κά χω­ριά»,[78] «Μά­γε­μα»,[79]«Πνεύ­μα-Ομορ­φιά»[80] και «Θλί­ψη»[81] τα οποία δεν πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται σε κα­μία από τις δύο δη­μο­σιευ­μέ­νες ποι­η­τι­κές της συλ­λο­γές. Το γε­γο­νός αυ­τό με οδή­γη­σε σε δύο υπο­θέ­σεις. Εί­τε ότι από επι­λο­γή δεν τα ενέ­τα­ξε σε κά­ποια από τις δύο συλ­λο­γές της ―επει­δή εν­δε­χο­μέ­νως τα θε­ω­ρού­σε ποιο­τι­κά κα­τώ­τε­ρα― εί­τε ότι δεν πρό­λα­βε, εξαι­τί­ας του πρό­ω­ρου θα­νά­του της, σε ηλι­κία μό­λις 45 ετών.
Η συ­στη­μα­τι­κή έρευ­να στον Τύ­πο της επο­χής ανέ­συ­ρε στην επι­φά­νεια, με­τα­ξύ άλ­λων και δύο αθη­σαύ­ρι­στα έως σή­με­ρα άτι­τλα πε­ζά ποι­ή­μα­τα της Μα­ρί­ας Ζά­μπα, τα οποία φι­λο­ξε­νού­νται στο περ. Αιο­λι­κός Αστήρ και σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση επι­βε­βαιώ­νουν την πο­λυ­σχι­δή της λο­γο­τε­χνι­κή δρά­ση:[82]

Με­λε­τώ­ντας τις δύο ποι­η­τι­κές της συλ­λο­γές πα­ρα­τη­ρώ ότι δεν συ­στα­χώ­νο­νται, ού­τε οι με­τα­φρα­στι­κές από­πει­ρες της Μα­ρί­ας Ζά­μπα στα ποι­η­τι­κά έρ­γα των Γάλ­λων ομό­τε­χνών της, που φι­λο­ξε­νού­νται στις στή­λες του Τύ­που, με τον οποίο συ­νερ­γά­στη­κε κα­τά τη διάρ­κεια της εφή­με­ρης ζω­ής της. Εν­δε­χο­μέ­νως, για τους ίδιους λό­γους για τους οποί­ους δεν συ­μπε­ριέ­λα­βε και πολ­λά δι­κά της πρω­τό­τυ­πα, όπως εί­δα­με προη­γου­μέ­νως. Τα με­τα­φρα­σμέ­να ποι­ή­μα­τα, τα οποία φι­λο­ξε­νή­θη­καν στις στή­λες του Μπου­κέ­του,[83] πα­ρου­σιά­ζο­νται συ­γκε­ντρω­μέ­να στη δι­δα­κτο­ρι­κή δια­τρι­βή της Όλ­γας Χα­τζη­βο­για­τζή.[84]
Σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση, κα­τά την προ­σω­πι­κή μου άπο­ψη, η ύπαρ­ξη αυ­τών των με­τα­φρά­σε­ων εί­ναι δη­λω­τι­κή του με­τα­φρα­στι­κού τα­λέ­ντου της ποι­ή­τριας. Με ξε­χω­ρι­στή μα­ε­στρία κα­τά­φε­ρε να με­τα­φέ­ρει της ιδέ­ες των ξέ­νων λο­γο­τε­χνών από τη γλώσ­σα προ­έ­λευ­σης στη γλώσ­σα υπο­δο­χής, υπερ­βαί­νο­ντας το με­τα­φρα­στι­κό πρό­βλη­μα που τα­λα­νί­ζει κά­θε με­τα­φρα­στή.[85] Εν­δει­κτι­κά πα­ρα­θέ­τω την πρώ­τη στρο­φή της με­τά­φρα­σης του ποι­ή­μα­τος του Σι­λί Πρου­ντόμ, «Ο γα­λα­ξί­ας»:

Εί­πα στ’ αστέ­ρια μια γλυ­κιά βρα­διά:
―«Δεν φαί­νε­στε για να 'στε ευ­τυ­χι­σμέ­να,
τα φώ­τα σας στα σκό­τη τα βα­θιά
λά­μπουν ερω­τι­κά, μα λυ­πη­μέ­να».

Από την έως τώ­ρα έρευ­να υπάρ­χουν βά­σι­μες εν­δεί­ξεις ότι το με­τα­φρα­στι­κό έρ­γο της Μα­ρί­ας Ζά­μπα, επε­κτεί­νε­ται εκτός από την ποί­η­ση και στην πε­ζο­γρα­φία. Η υπό­θε­ση αυ­τή ενι­σχύ­ε­ται από το γε­γο­νός ότι η Μα­ρία Ζά­μπα εμ­φα­νί­ζε­ται ως με­τα­φρά­στρια του πρώ­του από τους δύο τό­μους στα ελ­λη­νι­κά[86] του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος του Βί­κτω­ρος Ου­γκό, Ο άν­θρω­πος που γε­λά­ει[87] (L'Homme qui rit), το οποίο πρω­το­δη­μο­σιεύ­τη­κε το 1869.[88]
Το στοι­χείο αυ­τό πα­ρέ­με­νε σχε­δόν άγνω­στο στο ευ­ρύ κοι­νό μέ­χρι και σή­με­ρα. Η ελ­λη­νι­κή με­τα­φρα­στι­κή από­δο­ση του γαλ­λι­κού μυ­θι­στο­ρή­μα­τος του Βί­κτω­ρος Ου­γκό από την Μα­ρία Ζά­μπα απου­σιά­ζει, ωστό­σο, από τη Βι­βλιο­γρα­φία των ελ­λη­νι­κών με­τα­φρά­σε­ων της ξέ­νης λο­γο­τε­χνί­ας ΙΘ΄-Κ΄ αιώ­να του Κ.Γ. Κα­σί­νη.[88]
Η μο­να­δι­κή με­τά­φρα­ση που κα­τα­γρά­φε­ται από τον Κ.Γ. Κα­σί­νη για το συ­γκε­κρι­μέ­νο αρι­στούρ­γη­μα του κο­ρυ­φαί­ου Γάλ­λου συγ­γρα­φέα εί­ναι Ο Γε­λών Άν­θρω­πος ―η οποία δη­μο­σιεύ­τη­κε το 1869, δη­λα­δή την ίδια χρο­νιά όπου δη­μο­σιεύ­τη­κε το πρω­τό­τυ­πο έρ­γο του Ου­γκό― σε με­τά­φρα­ση του Α. Βα­μπά.[89]
Τό­σο το πρω­τό­τυ­πο έρ­γο του Ου­γκό όσο και η ελ­λη­νι­κή με­τά­φρα­ση του Α. Βα­μπά απέ­σπα­σαν δι­θυ­ραμ­βι­κά σχό­λια από την κρι­τι­κή όπως απο­δει­κνύ­ε­ται στα απο­σπά­σμα­τα που ακο­λου­θούν:

«Εξε­δό­θη και πα­ρ’ ημίν ήδη το πρώ­τον βι­βλί­ον της πε­ριω­νύ­μου μυ­θι­στο­ρί­ας του Βί­κτω­ρος Ουγ­γώ εν με­τα­φρά­σει του κ. Α. Βα­μπά.
Το βι­βλί­ον τού­το εί­ναι γνή­σιον τέ­κνον του ποι­η­τού του. Όλη η με­γα­λο­πρέ­πεια, όλη η βα­θύ­της, όλη η ακρί­βεια και λε­πτό­της των στο­χα­σμών, των ει­κό­νων, της ευ­τε­χνί­ας, του θαυ­μα­σί­ου ερ­γά­του του
Ερ­νά­νη και των Αθλί­ων, όλα ταύ­τα επα­να­τέλ­λου­σιν εις τον Γε­λώ­ντα άν­θρω­πον αμεί­ω­τα και πε­ρι­φα­νή. […] Η με­τά­φρα­σις του κ. Αρ. Βα­μπά, εί­ναι ωραία, αλ­λά πο­λυ­τε­λής και εις άκρον φι­λά­ρε­σκος.»[90]

Εν­δε­χο­μέ­νως η Μα­ρία Ζά­μπα να βα­σί­στη­κε σε αυ­τήν την πρώ­τη με­τά­φρα­ση του Α. Βα­μπά το 1869. Η πρω­τό­τυ­πη με­τά­φρα­ση της Ζά­μπα πα­ρα­μέ­νει ανεύ­ρε­τη. Η με­τά­φρα­ση που έχου­με πλέ­ον στη διά­θε­σή μας απο­δί­δε­ται βέ­βαια στη Μα­ρία Ζά­μπα και πρό­κει­ται για ανα­τύ­πω­ση, κα­θώς δη­μο­σιεύ­θη­κε αρ­κε­τά χρό­νια αρ­γό­τε­ρα και συ­γκε­κρι­μέ­να το 2000.[91]
Ποιοι λό­γοι όμως ώθη­σαν τη Μα­ρία Ζά­μπα να με­τα­φρά­σει το συ­γκε­κρι­μέ­νο μυ­θι­στό­ρη­μα; Το χρο­νι­κό πλαί­σιο, η πλο­κή και ο συγ­γρα­φέ­ας του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος δί­νουν απά­ντη­ση σε αυ­τό το ερώ­τη­μα.
Ει­δι­κό­τε­ρα το μυ­θι­στό­ρη­μα, το­πο­θε­τεί­ται στις αρ­χές του 19ου αιώ­να. Την πε­ρί­ο­δο, δη­λα­δή, κα­τά την οποία ο Βί­κτωρ Ου­γκώ βρι­σκό­ταν εξό­ρι­στος στην Αγ­γλία εξαι­τί­ας των πο­λι­τι­κών του πε­ποι­θή­σε­ων. Εκεί απο­φά­σι­σε να συν­θέ­σει μια σύ­ντο­μη αλ­λά δια­χρο­νι­κή ιστο­ρία για την ψέ­ξει την τα­ξι­κή αδι­κία του Λον­δί­νου, καυ­τη­ριά­ζο­ντας έμ­με­σα την κοι­νω­νι­κή και πο­λι­τι­κή κα­τά­στα­ση στην πα­τρί­δα του Γαλ­λία, αυ­το­κρά­το­ρας της οποί­ας ήταν τό­τε ο Να­πο­λέ­ων Γ΄.
Η υπό­θε­ση του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος πε­ρι­στρέ­φε­ται γύ­ρω από τη ζωή ενός πα­ρα­μορ­φω­μέ­νου-στιγ­μα­τι­σμέ­νου νε­α­ρού σαλ­τι­μπά­γκου, του Γκουίν­πλεν, στο πρό­σω­πο του οποί­ου εί­ναι χα­ραγ­μέ­νη η έκ­φρα­ση του μό­νι­μου γέ­λιου. Ο Γκουίν­πλεν αντι­προ­σω­πεύ­ει το πρό­τυ­πο του θύ­μα­τος-πο­λί­τη που ήθε­λαν να κα­τα­σκευά­σουν οι ισχυ­ροί αρι­στο­κρά­τες της επο­χής, ώστε να το χει­ρα­γω­γούν. Όλοι όμως στέ­κο­νται στη βί­αιη, από την εξου­σία, πα­ρα­μόρ­φω­ση του προ­σώ­που του και αδια­φο­ρούν για τα λε­γό­με­νά του.

Θε­ω­ρώ ότι η Μα­ρία Ζά­μπα επε­δί­ω­ξε να με­τα­φέ­ρει στην ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα την τρα­γι­κό­τη­τα της κοι­νω­νι­κής θέ­σης του ήρωα Γκουίν­πλεν, ώστε να κερ­δί­σει ανα­γνώ­ρι­ση από την αί­γλη του Ου­γκώ, και φυ­σι­κά να προ­βά­λει μέ­σα από το ποι­η­τι­κό της έρ­γο την υπο­βαθ­μι­σμέ­νη κοι­νω­νι­κή και πο­λι­τι­κή θέ­ση της γυ­ναί­κας στην Ελ­λά­δα. Με τον τρό­πο αυ­τό στη­λί­τευε την κοι­νω­νι­κή αδι­κία των αδυ­νά­των συλ­λή­βδην. Με άλ­λα λό­για η Μα­ρία Ζά­μπα χρη­σι­μο­ποί­η­σε ως «Δού­ρειο Ίπ­πο» τον Βί­κτω­ρα Ου­γκό για να ανα­δυ­θεί από την λο­γο­τε­χνι­κή αφά­νεια, να ανα­δει­χθεί στο λο­γο­τε­χνι­κό αν­δρο­κρα­τού­με­νο γί­γνε­σθαι της επο­χής και εν τέ­λει να υπερ­θε­μα­τί­σει την ανά­γκη εξά­λει­ψης της κοι­νω­νι­κής αδι­κί­ας. Ει­δι­κό­τε­ρα την ανα­βάθ­μι­ση της θέ­σης των γυ­ναι­κών στα Γράμ­μα­τα, το οποίο απο­τε­λού­σε βα­σι­κό ζη­τού­με­νο στα τέ­λη του 19ου αιώ­να και στις αρ­χές του 20ού και στην Ελ­λά­δα.[92]
Με ποιον τρό­πο όμως συν­δέ­θη­κε πνευ­μα­τι­κά η Μα­ρία Ζά­μπα με τον Βί­κτω­ρα Ου­γκό; Κα­τά πά­σα πι­θα­νό­τη­τα συν­δε­τι­κός τους κρί­κος υπήρ­ξε ο Κω­στής Πα­λα­μάς,[93] ο οποί­ος, όπως απο­δει­κνύ­ε­ται μέ­σα από την με­λέ­τη της Όλ­γας Χαν­τζη­βο­για­τζή στά­θη­κε άξιος μέ­ντο­ρας για πολ­λές νέ­ες ποι­ή­τριες της επο­χής. Όλες τους, με­τα­ξύ των οποί­ων και η Μα­ρία Ζά­μπα, αμ­φι­σβη­τού­νταν και αντι­με­τω­πί­ζο­νταν από την κρι­τι­κή με δυ­σπι­στία.[94]
Λαμ­βά­νο­ντας υπό­ψη, λοι­πόν, το σύ­νο­λο του λο­γο­τε­χνι­κού έρ­γου της Μα­ρί­ας Ζά­μπα και απο­τι­μώ­ντας τα νέα γραμ­μα­το­λο­γι­κά δε­δο­μέ­να που προ­έ­κυ­ψαν από την έρευ­να, στο πε­ριο­ρι­σμέ­νο πλαί­σιο αυ­τής της με­λέ­της, κα­τα­λή­γω στο εξής συ­μπέ­ρα­σμα. Μέ­σα σε μια πε­ρί­ο­δο έντο­νων ανα­κα­τα­τά­ξε­ων και κοι­νω­νι­κών ανι­σο­τή­των κα­τα­φέρ­νει να διο­χε­τεύ­σει στο ευ­ρύ κοι­νό τις πιο μύ­χιες σκέ­ψεις και τα συ­ναι­σθή­μα­τα της με όχη­μα τη λο­γο­τε­χνία [ποί­η­ση και με­τα­φρά­σεις (ποι­η­τι­κές και πε­ζές)], αξιο­ποιώ­ντας τις πλέ­ον ανα­γνω­ρι­σμέ­νες εγ­χώ­ριες και ξέ­νες πνευ­μα­τι­κές κο­ρυ­φές του αν­δρι­κού κα­τε­στη­μέ­νου· του Κω­στή Πα­λα­μά και του Βί­κτω­ρος Ου­γκό αντί­στοι­χα.
Ωστό­σο, δεν κα­τά­φε­ρε να ει­σα­κου­στεί η φω­νή της, όπως ακρι­βώς ο ου­γκι­κός ήρω­ας Γκουίν­πλεν στους δρό­μους του Λον­δί­νου. Τα ανυ­πέρ­βλη­τα στε­ρε­ό­τυ­πα και οι κοι­νω­νι­κές προ­κα­τα­λή­ψεις της επο­χής απο­δεί­χθη­καν ισχυ­ρό­τε­ρα, εγκλω­βί­ζο­ντας τη Μα­ρία Ζά­μπα ανα­πό­δρα­στα στο πε­ρι­θώ­ριο της πνευ­μα­τι­κής μας κλη­ρο­νο­μιάς. Το λο­γο­τε­χνι­κό της έρ­γο πα­ρα­μέ­νει ακό­μη αχαρ­το­γρά­φη­το στο σύ­νο­λό του, ανα­μέ­νο­ντας υπο­μο­νε­τι­κά την ανα­ψη­λά­φη­σή του από τους νέ­ους ερευ­νη­τές και τη διά­σω­σή του από τη λή­θη. 




 

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: