1.
Η Υπεράσπιση, το πιο πρόσφατο βιβλίο του Βασίλη Ζηλάκου, έχει και έναν υπότιτλο: ένα ποίημα για τη Νύχτα. Σε εμένα, παρόλα αυτά, όλες οι αναγνώσεις που μέχρι τώρα τόλμησα ή μπόρεσα, άφησαν μια εντύπωση εκτυφλωτικού, αφόρητου φωτός. Βεβαίως, όπως πάντα, αυτό που μετράει είναι από ποια μεριά κοιτάς το σκοτάδι.
Ο Βασίλης, θα έλεγα, το κοιτά από το παραμιλητό εκείνων των τριών λέξεων: Οὐκ ἔστιν ὧδε.
2.
Εάν αυτά τα ποιήματα ήταν ύφασμα, θα έλεγα ότι είναι φτιαγμένο από ένα παράξενο, από ένα βυζαντινό πορφυρό. Ιδιότροπο χρώμα, μαζί με κάτι πάλλευκο (όλοι η τόνοι του λευκού και του πυρετού).
3.
Λιγνός, λινός ή μάλλινος καλόγερος: ο κόσμος του είναι κατάστικτος, σαν μεταδοτική νόσος. Πανικός έμπνευσης κάτι άγνωστου, ανοίκειου, ανύπαρκτου και ερχόμενου που επιμένει.
4.
Το τοπίο μου θύμισε κοσμογονίες ή θεολογίες μεταιχμιακές. Ώρες ώρες έναν Παζολίνι αρχαίο. Άλλες φορές έναν βοσκό ή πολλούς βοσκούς: κακοτράχαλο Παπατάκη. Ή την σταύρωση του μεσσία δίπλα στο νερό, στην άμμο μίας παραλίας του Ζουλάβσκι (Andrzej Żuławski, On the Silver Globe). Κάτι αρχαϊκό και βουβό σαν πόνος κυκλοφορεί σε ευρύχωρα ελληνικά, πέτρας καυτής. Ουρανός κατάμονος, θα μπορούσα να πω. Πείσμα πτηνού, άγριου πουλιού μιας ανερμήνευτης γραφής, που δεν έχει ακόμη αποκρυπτογραφηθεί. (Βλέπε την γραμμική Β’ της αποφώνησης, του ποιήματος με το οποίο κλείνει το βιβλίο.)
5.
Ο ρυθμός που σιωπηρά μου υπέβαλλαν τα ποιήματα της Υπεράσπισης, είναι ο μοναχικός ρυθμός του πεζοπόρου. Ή μάλλον ο παλμός της αναπνοής του. Αυτό, είπα, είναι η αλήθεια της ποίησης: εκπνέεται. Απομακρύνεται δηλαδή από ένα σώμα προς την μεριά κάτι αόρατου.
Αυτό το αόρατο, περπατώντας δίπλα της, το ένιωθα διαρκώς ως υπεράσπιση. Δηλαδή ως απλό αέρα: Είμαι η πλήρωση του κενού που αγνοώ (σελ. 31).
6.
Πολύ γαλάζιο, μα ο ανοιγμένος τάφος εξακολουθεί να φανερώνεται σταθερά στα όνειρά μου (σελ. 32). Ο χώρος είναι προσηλωμένος. Επιτόπιος, σημειακός. Αλλά και απέραντος, αχανής, άχρονος. Όπως όταν κοιτάς επίμονα ένα σύννεφο. Αφόρητος, άγνωστος: o χώρος είναι ένας τάφος ανοιχτός. Τάφος προφορικός και η διαρκής εντύπωση πως αυτός ο τάφος πάλλει! (σελ. 33). Καθαρά, διαυγή, φλεγόμενα χρώματα ξερολιθιάς. Ερημιά Μάνης με αεράκι. Έρευνα Αίτνας ή ανέφελο τραγουδάκι.
7.
Ο Βασίλης είναι ένας ιδιότροπος, ιδιοφυής δημιουργός. Είναι μόνος του. Εννοώ ότι μένει προσεκτικά προσηλωμένος στην γλώσσα του. Έχει κάτι εφηβικό και βαθιά υπαρξιακό μια τέτοια στάση. Και κατακόρυφο θα έλεγα. Όπως το Κάπα: Κάλβος, Κάλλας, Κακναβάτος, Κακουλίδης (Γιώργος).
Μα ήδη ένιωθα από τα πουλιά πως ο δρόμος δεν είχε κλείσει οριστικά, πως θα μπορούσα να τον διαβώ κουτσά στραβά, κι άλλωστε…πως όχι, δεν ήταν τα πράγματα εντελώς έτσι… (σελ. 35)
8.
Γιατί τα μάτια πρέπει ένα πράγμα να κοιτάζουν ειδικό, ποτέ το τίποτα (σελ. 34).
Μπορείς να πεις αυτός είναι πέτρα, ο δεύτερος θάλασσα και ο τρίτος δάσος χωρίς να τρομάξεις…; (σελ. 34)
9.
Ποθώντας έναν θάνατο ηλιακό (σελ. 37).
Πυρετός καταμεσήμερος.
Αναλφάβητος τρόμος, ανίατος πόνος. Σαν τον Ιησού νεαρό, που θα έλεγε κι ο Καρούζος…
10.
Βέβαια, ο Βασίλης είναι και ζωγράφος. Δηλαδή πάνοπλος.
Η Δεύτερη πανοπλία
Προτού το μέλλον με προλάβει
με τη φριχτή του αρρώστια
στάθηκα μπροστά στον κίτρινο τζίτζικα
του όψιμου καλοκαιριού
την ώρα που χαμήλωνε το τραγούδι του
γιατί επιτέλους αγάπησε (σελ. 11)
_____________
Ο τίτλος αποτελεί παράφραση στίχου της Υπεράσπισης, σελ. 31