Σελίδες: Μιχάλης Γκανάς (1944-2024)
__________
Επιμέλεια: Δημήτρης Κοσμόπουλος
___________
Επεξεργασία φωτογραφιών: Θ. Οικονόμου
Έφυγε ο «πλέον επώνυμος δημιουργός του δημοτικού τραγουδιού», κατά την ευθύβολη ρήση του Αχιλλέα Κυριακίδη, πριν από χρόνια. Σεμνοπρεπής και μετρημένος δωρικά στη γραφή του, σαν τις βροχές της πατρίδας του της Ηπείρου, επίμονος και νοσταλγικός, ορμητικός όταν η έκφρασή του το απαιτούσε, με τον τρόπο των ποταμών του τόπου του. Ποιος ήταν ο Μιχάλης Γκανάς; Από την πρώτη του κιόλας ποιητική συλλογή, τον Ακάθιστο δείπνο (1978), συνοδοιπόρος με τους ομοτέχνους της γενιάς του, αλλά και συνάμα τελείως έξω από αυτήν. «Σ΄αυτή την κιβωτό, είμαι το είδος δίχως ταίρι». Η φωνή του κουβαλούσε τον άνεμο από το βαθύρριζο πλατάνι της ελληνικής ποιητικής φωνής, που είναι ριζωμένο στο ανάβρυσμα του δημοτικού τραγουδιού. Αναμετρήθηκε με τους αρίφνητους θησαυρούς της εκφραστικής του, τους συναίρεσε με τις κατακτήσεις της ελληνικής ποιητικής παρακαταθήκης, τους έκανε να υπακούσουν και να δεχτούν τη δική του ζωή, τη σημερινή ζωή, τη σημερινή συγχρονία.
Το εγχείρημα του Γκανά στο οποίο ήταν εγκάθειρκτος όπως σκλάβος σε γαλέρα ― «σκλάβος της αγάπης», υπήρξε δίκοπο μαχαίρι. Με την ρωμαλέα και ανδροπρεπή λύπη του ξενητεμένου σε μια μητριά πατρίδα, όπου μόνη καταφυγή ήταν οι δασώδεις εκτάσεις της αληθινής ελληνικής πατρίδας, που είναι η γλώσσα, και ό,τι αυτή σηματοδοτεί, ο Γκανάς χτύπησε εξ αρχής την αρχαία συλλογική φλέβα. Απέφυγε με τους διασκελισμούς ενός χαρισματικού ποιητή κάθε γραφικότητα. Απέδειξε με τα ένσαρκα αποτελέσματα των ποιημάτων του ότι αρνείται την μοίρα «του αφοπλισμένου κλαρίνου». Μ’ άλλα λόγια στη χώρα του ασίγαστου μαϊμουδισμού ο Γκανάς έχτισε σπίτι θεμελιωμένο στην πέτρα.
Κατέστη δηλαδή, ο εντολοδόχος της νεοελληνικής περιπέτειας. Του αποδεκατισμού των χωριών, της άγριας εξόντωσης της αγροτικής κοινοτικής παράδοσης, της εσωτερικής και της εξωτερικής μετανάστευσης. Κι όλα αυτά σε εφτά ολιγοσέλιδες ποιητικές συλλογές, δίχως θορύβους, και φαινομενικές εξάρσεις, που προσώρας εντυπωσιάζουν, αλλά που θνησιγενώς, μετά από λίγο, ξεψυχούν στη λήθη.
Συνάμα ο Γκανάς υπήρξε δεινός και με ολόφρεσκο το βλέμμα, ποιητικός καταγραφέας αυτού που στην Ελλάδα ονομάζεται «αστική ζωή». Ύμνησε τη ζωή, έτσι όπως αυτή φυτρώνει και μέσα στη γκρίζα και πολύβουη Κυψέλη του αθηναϊκού άστεος. «Αφίσες με τραβούν απ΄ το μανίκι/Αθήνα μου γεμάτη καλλιστεία. / Τον τάφο μου τον θέλω στα Χαυτεία. / Είκοσι χρόνια σού πληρώνω νοίκι. / Στον ύπνο μου περνούνε μαύρα δάση / νεράιδες φασκιωμένες μαύρα ρούχα. / Κάτι σαν άχτι μουλαριού που σού ’χα, σε ποιο λεωφορείο να το ΄χω χάσει.»
Η ποίησή του μπήκε αυθύπαρκτη, όπως τα σιωπηλά δέντρα, στο νεοελληνικό λυρικό κανόνα. Η ποίησή του διαχύθηκε, σαν αίμα κοτσυφιού, και στους στίχους του για τραγούδια. Έσπασε με την ποιητική του ευστροφία τα όρια ανάμεσα στον στίχο της ποίησης και στον στίχο του τραγουδιού, συναιρώντας τα σε ένα ολότμητο και κρυστάλλινο αποτέλεσμα, όπως το δάκρυ.
Έζησα από το 1983, μαθητής ών, την πλατύφυλλη παρουσία του. Θυμάμαι, πώς μπήκα, με το αντίτυπο των Μαύρων Λιθαριών στο βιβλιοπωλείο της Δωδώνης, όπου εργάζονταν ως βιβλιοπώλης. Θυμάμαι τον πρώτο μας διάλογο: «Είστε ο ποιητής Μιχάλης Γκανάς;», ρώτησα. «Είμαι και αυτό, αλλά είμαι βιβλιοπώλης», μου απάντησε. Από τότε, όπως ο ίδιος έλεγε, «απλώσαμε πολύ τραχανά». Πάνω απ’ όλα, υπήρξε και είναι κορυφαίος δάσκαλος ποιητικού ήθους, χωρίς να βάζει ολωσδιόλου νερό στο κρασί του.
Κι επειδή τα τελευταία δέκα-δεκαπέντε χρόνια για λόγους ευερμήνευτους, αλλά δεν είναι του παρόντος σημειώματος, αναπτύσσεται αυτό που αλλού έχω ονομάσει και εξηγήσει ως «μηχανιστικό αναμηρυκασμός της ρίμας», με ιδεοληπτικές συντεταγμένες, τονίζω εδώ την απάντησή του στη συνέντευξη που δημοσιεύεται σε αυτό το αφιέρωμα. Η συνέντευξη έγινε τον Ιούλιο του 2013, λίγο πριν φύγουμε για την Λευκάδα και την Ήπειρο εκείνος, για την Πύλο και την Καλαμάτα εγώ. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Ευθύνη, όταν ο γράφων το διηύθυνε (από το 2013 μέχρι το 2023).
Στο κέντρισμά μου να σχολιάσει την συζήτηση για την εμμετρότητα, την μετρική τάξη και την ομοιοκαταληξία από «αρνητές» αλλά και «νοσταλγούς», απάντησε: «Με τρομάζει η βεβαιότητα κάποιων ανθρώπων για το τί είναι παρωχημένο και τί πρωτοποριακό. Τόση αγωνία να προσηλυτίσουν το μέλλον στις απόψεις τους! Δεν σχολιάζω αυτά που λένε. Γράφω ποιήματα. Με τον τρόπο μου φυσικά.»
Μιχάλη, λίγα σπυριά θυμίαμα στη μνήμη σου είναι τα λόγια αυτά. Κι από τις μεγαλύτερες χαρές μου, είναι που με έλεγες κι ένοιωθα ότι με είχες «βλάμη», «αδελφοποιτό».
Να’ ναι αλαφρύ το χώμα σου
Σαν της ελιάς το φύλλο
( ΣΟΛΩΜΟΣ )
Ο Μιχάλης Γκανάς, διαβάζει ποιήματα του στην εκπομπή «Πεντάλεπτα σιωπής» του Γ΄ Προγράμματος της ΕΡΤ (21/9/1995).
Φωνοθήκη Γιώργου Ζεβελάκη