ΤΗΣ ΤΕΤΑΡΤΗΣ 13.11.2024
Βιογράφος της μεταπολεμικής πατρίδας / Η ποίηση και η πεζογραφία ως μαρτυρία
Ο Μιχάλης Γκανάς, βιογράφος της μεταπολεμικής πατρίδας
Ποιητής άξιος και ξεχωριστός υπήρξε ο Μιχάλης Γκανάς. Από τους πλέον άξιους της γενιάς του, της γενιάς του ’70, αλλά και συνολικά της μεταπολεμικής μας ποίησης. Τον γνώρισα στο βιβλιοπωλείο «Δωδώνη», στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Για ένα «παιδί φανατικό για γράμματα», όπως αυτός, ένα βιβλιοπωλείο είναι η πιο θερμή αγκαλιά. Πλουσιοπάροχη σχεδόν σαν την αγκαλιά της μάνας. Του πρόσφερε τη δυνατότητα της κοραϊκής αυτοδιδασκαλίας, που την αξιοποίησε με πάθος. Αλλά του δώρισε και φίλους, κι αυτό το δώρο, για έναν ποιητή σαν τον Γκανά, ήταν ανυπολόγιστα πολύτιμο.
Με τα ποιήματα και τα πεζά του, και με τους στίχους του που γράφτηκαν για να γίνουν τραγούδια, ο Γκανάς έγινε ο τρυφερά αυστηρός βιογράφος της μεταπολεμικής πατρίδας. Μιας πατρίδας που στάθηκε μητριά για πολλούς, όχι μόνο τις μέρες μετά τον εμφύλιο αλλά και τις δεκαετίες που ακολούθησαν τη δεκαετία του ’40.
Στο πεζογράφημά του Μητριά πατρίδα (1981) ιστορεί με οικονομία δωρική την αναγκαστική φυγή της οικογένειάς του από τη γενέτειρά του, τον Τσαμαντά της Θεσπρωτίας, προς την Αλβανία. Κι από κει, στοιβαγμένοι μέσα στ’ αμπάρια ενός πολωνέζικου φορτηγού, προς τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Ο ξεριζωμός ήταν γι’ αυτόν βίωμα βαρύ, όχι πληροφορία ή φιλολογία. Για τούτο και οι στίχοι του που ξύνουν επίμονα αυτήν την πληγή είναι ξυράφια κοφτερά. Νά, όπως το τρίστιχο ποίημα «Εθνική οδός», ένα από τα εντελέστερα «Ακαριαία» του Ακάθιστου δείπνου, του πρώτου του βιβλίου (1978):
Από δω
έφυγε η μισή πατρίδα
για τα ξένα.
Ο μισεμός, με προορισμό κάποια ξένη χώρα ή κάποια ελληνική πόλη, προπάντων την πρωτεύουσα, είναι ένα από τα κύρια θέματα της γραφής του Μιχάλη. Τα ηπειρώτικα τραγούδια της ξενιτιάς, από τα υψηλότερα γεννήματα της δημοτικής μας ποίησης, τον δίδαξαν τον τρόπο και το ήθος τους. «Βαθαίνεις την αφή μου ανυπόφορα / μουσική πατρίδα, / άταφη σ’ όλα τα τραγούδια μου» γράφει στον Ακάθιστο δείπνο. Άλλα μείζονα θέματά του ο έρωτας και η αγάπη, η μάνα, ο θάνατος, η ραγδαία φθορά της χώρας. «Τον ξέρω αυτό τον τόπο, / ξαναπέρασα παιδί με το πουλάρι μου. / Έχουν αλλάξει όλα / κάτω απ’ τον ίδιο ουρανό» διαβάζουμε στα Γυάλινα Γιάνεννα (1989). Και καλή, μόνιμη παρέα του τα πουλιά. Πρωτίστως τα κοτσύφια. Πάνω στο «κλαδί της μνήμης»
αυτός, και δίπλα του τα «λιγνά καλογεράκια», να του δωρίζουν μουσική παρήγορη. Τραγουδιστές σε τραγουδιστή.
ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ 17.11.2024
Η ποίηση και η πεζογραφία ως μαρτυρία
Μετράει άραγε η λογοτεχνία σαν πηγή για τους ιστορικούς; Τη συνυπολογίζουν στις αναπλάσεις τους σαν τεκμήριο, έστω και όχι ακριβώς ισότιμο με τα ντοκουμέντα; Με τη συγκαιρινή ιστοριογραφία μιας εποχής, πρώτα πρώτα. Ή με την εφημεριδογραφία της. Ή με τα απομνημονεύματα όσων πρωταγωνιστών μιας περιόδου φρόντισαν να ανασυντάξουν τη μνήμη τους, σχεδόν πάντα με αυτοδικαιωτική μεροληψία, καθώς και με τις αναμνήσεις κάποιων αδόξων και αναλωσίμων. Ή με τα ημερολόγια «επωνύμων» και «ανωνύμων», μέχρι προληπτικής αυτολογοκρισίας φροντισμένα τα μεν, αστόλιστα τα δε, και ίσως γι’ αυτό ωφελιμότερα.
Σήμερα οι ιστορικοί σέβονται και το τελευταίο «ψίχουλο», ένα γαμήλιο συμβόλαιο λόγου χάρη, όπου καταγράφεται λεπτομερώς η προίκα, τόσα πανωσέντονα και μαντίλια, τόσα γρόσια και στρέμματα. Από την πλευρά τους, οι αρχαιολόγοι, που κινητοποιούν και τη φαντασία τους στις αναψηλαφήσεις τους, ενθουσιάζονται δικαίως και μ’ ένα θραύσμα θραύσματος. Μας φαίνεται λοιπόν αυτονόητη και υποχρεωτική η συμπερίληψη της λογοτεχνίας στις πηγές από τις οποίες οι ιστοριογράφοι αντλούν ειδήσεις.
Οι ίδιοι οι λογοτέχνες δεν γράφουν επειδή σκοπεύουν να αποτελέσει το έργο τους μαρτυρία για τον καιρό τους. Και οι αναγνώστες τους, οι μη επαγγελματίες της ιστοριογραφίας, δεν τους διαβάζουν αναζητώντας πληροφορίες. Η Ποιητική
του Αριστοτέλη πάντως μας κληροδότησε έναν συζητήσιμο αφορισμό. Η ποίηση, έλεγε ο Σταγειρίτης, είναι περισσότερο φιλοσοφημένη και σπουδαιότερη από την ιστορία («διό και φιλοσοφώτερον και σπουδαιότερον ποίησις ιστορίας εστίν»), επειδή ασχολείται με «τα καθόλου», η δε ιστοριογραφία με «τα καθ’ έκαστον». Για «τα καθόλου», για το πνεύμα μιας εποχής, για την κυρίαρχη νοοτροπία, η ποίηση, ενυπόγραφη και δημοτική, συνιστά μαρτυρία.
Για τους Περσικούς πολέμους δεν θα μάθουμε από τους τραγωδούς, άλλωστε εμπνέονταν σχεδόν αποκλειστικά από τη μυθολογία· δίχως τους Πέρσες του Αισχύλου όμως η εικόνα θα ήταν πολύ φτωχότερη, όχι για τα γεγονότα αλλά για την (οφειλόμενη) ηθική στάση των Ελλήνων. Για τον πόλεμο στην Αλβανία, η πρώτη πηγή μας δεν είναι το Άξιον Εστί, αλλά η ψηφίδα του Οδυσσέα Ελύτη μάς είναι απολύτως απαραίτητη.
Για τη ζωή στα βουνά της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας δεν θα μάθουμε (μόνο) από τα κλέφτικα τραγούδια. Θα μάθουμε όμως πολλά για τη λογιοσύνη μας, που αποσιώπησε, επιδιόρθωσε ή νόθευσε όσα κλέφτικα μιλούσαν για εθνικά μεικτές ορεσίβιες ομάδες, λεηλασία μοναστηριών ή για αντάρτικο κατά των προεστών, αντιβαίνοντας στο εθνικώς ορθό αφήγημα. Για την πείνα στο πολιορκημένο Μεσολόγγι δεν θα μάθουμε από τον Διονύσιο Σολωμό. Κι ωστόσο, ο στίχος των «Ελεύθερων Πολιορκημένων» «λαλεί πουλί, παίρνει σπειρί κι η μάνα το ζηλεύει» λέει με ασύλληπτη πυκνότητα όσα λένε σελίδες επί σελίδων στα ενθυμήματα των αγωνιστών του ’21.
Για η δολοφονία του Καποδίστρια δεν θα μάθουμε από τα αγρίως αντικαποδιστριακά ποιήματα του Αλέξανδρου Σούτσου, που απάρτισαν ολόκληρη συλλογή, το Πανόραμα της Ελλάδος (Λειψία, το 1835). Δεν είναι συγγραφικά γόνιμο όμως να τα περιφρονήσουμε σαν λογοτεχνικώς μέτρια και ιστορικώς ασήμαντα. Μας λένε πολλά για το πώς εννοούσαν τότε την ποίηση: σαν μέθοδο άμεσης παρέμβασης στα πράγματα και σαν διάβημα συνδιαμόρφωσής τους. Και ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν, ένα ποίημα άμεσης παρέμβασης υπήρξε. Γι’ αυτό και πρωτοτυπώθηκε στο Μεσολόγγι, το 1825, χρονιά εμφυλίου, σαν ικεσία ή εντολή ενότητας, ο δε ποιητής μερίμνησε να σταλούν αντίτυπα στο Ναύπλιο, για να διανεμηθούν δωρεάν.
Στο μόλις χθες τώρα και στις δύο ξεχωριστές φωνές που σώπασαν. Του Μιχάλη Γκανά και του Θανάση Βαλτινού. Και των δύο το έργο δεν αφορά μόνο τη γραμματολογική ιστορία αλλά και την κοινωνική και πολιτική ιστοριογραφία. Διαφέρουν σε πολλά οι γραφές τους. Ο πλούσιος λυρισμός των ποιημάτων του Γκανά, επί έρωτος ή πένθους, αφήνει όμορφα ίχνη και στα πεζά του. Ο Βαλτινός κομίζει στοιχεία για τη δεκαετία του ’20, του ’40 ή του ’60 ενστερνιζόμενος τη μέθοδο του μοντάζ μυθοπλασίας και αυθεντικών τεκμηρίων που εισήγαγε προπολεμικά ο Αμερικανός Τζον Ντος Πάσος με την τριλογία « U S A » και σκοπεύοντας προγραμματικά στη στέγνια, τον γυμνό λόγο, το «γλωσσικό ντοκιμαντέρ», όπως έγραφα στην Καθημερινή το 1994, μιλώντας για την Ορθοκωστά. Και οι δυο τους πάντως ανήκουν στους λογοτέχνες που τίμησαν ό,τι εννοούμε ως προφορικό πολιτισμό, γεγονός που ευεργέτησε τη γραφή τους.
Την Τετάρτη 13.11.2024, στην Καθημερινή, σ’ ένα μικρό σημείωμά μου, άμεση ανταπόκριση στην πικρή αγγελία θανάτου, χαρακτήρισα τον Μιχάλη Γκανά τρυφερά αυστηρό βιογράφο της μεταπολεμικής πατρίδας. Ολιγογράφος ήταν, σε σύγκριση με πολλούς άλλους. Τα κείμενά του όμως είχαν βάρος και κύρος. Και θα το διατηρήσουν οπωσδήποτε στα μάτια των αναγνωστών της λογοτεχνίας αλλά και στη ζυγαριά όσων ιστορικών θα καταπιαστούν του λοιπού με την αναψηλάφηση των μεταπολεμικών δεκαετιών.
«Ο Γκανάς», έλεγα στην Καθημερινή το 2000 με αφορμή Τα μικρά του, «έχει γράψει πολλά σπουδαία ποιήματα, κυρίως όμως έχει επιτύχει να μην είναι σκόρπια αυτά τα ποιήματα, έκτακτα, αλλά να υπηρετούν με συνεπή ευαισθησία ένα σχέδιο: να ειπωθεί το διαρκές δράμα του βίου, του ατομικού και του κοινού, χωρίς τον τόνο του δράματος, ο οποίος συχνά ζαλίζεται από το ύψος του ή και αυτοθαυμάζεται· να ειπωθεί ο έρωτας σαν ξενιτιά, και γενικότερα να εικονιστούν όλες οι εκδοχές της “πλατύφυλλης αποδημίας”, αλλά αυτό να προκύψει όσο γίνεται πιο μετρημένα· να φανερωθεί πόσο βαθιά έχει σπάσει ο χρόνος, πόσο βαθιά έχει σπάσει η ίδια η εικόνα που λέγεται “Ελλάδα”, με μια συμπάθεια που να μην αμβλύνει τον ρεαλισμό της αλλά να αντιστέκεται στην ίδια την ευφράδεια της νοσταλγίας».
Με τα κατοπινά βιβλία του ο Γκανάς τρόχισε ακόμα περισσότερο ένα νυστέρι ήδη κοφτερό. Ηπειρώτης αυτός, έμπειρος σχεδόν από κούνια, μιλάει πάλι και πάλι για τη φάουσα της ξενιτιάς. Στον Ύπνο του καπνιστή (2003): «Η μάνα μοναχή στο σπίτι / και τα παιδιά στις πολιτείες / το ένα γκαρσόν το άλλο σωφέρ / το τρίτο μετανάστης». Και στο βιβλίο Άψινθος (2012), που έχει τίτλο το όνομα του αστέρα στην Αποκάλυψη του Ιωάννη που δηλητηριάζει «το τρίτον των υδάτων»:
Μια στιγμή Νάσο [Θεοφίλου] μη φεύγεις κι εσύ
τώρα που έφυγαν τα παιδιά μας
Βρυξέλλες Αμστερνταμ Λουξεμβούργο
Αθήνα ― η πιο ξένη πρωτεύουσα του κόσμου».
Τώρα πια ο Γκανάς γράφει το επιτύμβιο του πλανήτη:
Προσφάτως τεχνητή βροχή
εσχάτως όξινη βροχή
προσεχώς κά-τά-κλύ-σμός.
Κατά ζεύγη τα ζώα
κατά μόνας τα φυτά
κατά κρημνού οι άνθρωποι ― αγεληδόν.
Όσο άρχουν οι αμοραλιστές άπληστοι που «δεν σου χαρίζουν ούτε τη νύστα τους», «αρκούδες άυπνες θ’ αλλάζουνε πλευρό, / θα δέρνονται τα φίδια στο Ζαγόρι», θα ξενιτεύεται στον Κάτω Κόσμο ο πλανήτης. Ο Μιχάλης δεν φιλοξένησε στην ποίησή του μόνο τα πετεινά του ουρανού, αλλά όλα τα πλάσματα. «Αν είναι να μιλήσει κάποιος ας πει για την αγάπη», αυτό ήταν το δόγμα του και η κληρονομιά του.