Κάτι συμβαίνει εδώ μα όχι με τη ζωή μου…
Μιχάλης Γκανάς, Γυάλινα Γιάννενα
Με τον Μιχάλη έχουμε πολλές κοινές πατρίδες. Την Ήπειρο, την Ουγγαρία, αρκετή παιδική ηλικία, τα περίχωρα της Αθήνας και την ώς κάποιο βαθμό ομόθυμη και ομόθεμη ματιά και γλώσσα.
Ο κόσμος της λογικής προσπαθεί να κωδικοποιεί τα της ζωής με μηχανισμούς που πραΰνουν την έκπληξη. Ταξινομεί, διευθετεί, στερεώνει.
Ο ποιητής ωστόσο βαθαίνει στην ύπαρξη πριν και μετά τους κώδικες.
Ζει σ’ έναν κόσμο αμφισβήτησης και μυστηρίου, λάμψεων και σκιάσεων με αθωότητα κάποτε αφοπλιστική. Απορεί και εξιχνιάζει. Με πικρόλαλη γλώσσα, ωστόσο λυρική, πλάθει μια άλλη πατρίδα, άτοπη.
Λέει ο Μιχάλης: Γράφω κυρίως για να παρηγορηθώ· να εξαγοράσω τον δικό μου χαμένο χρόνο και τον καταποντισμένο μου τόπο, γιατί αυτό που αποτυπώνω εν τέλει στο χαρτί, δεν είναι ο τότε χρόνος και τόπος μου. Δημιουργείται έτσι ένας ου-τόπος που δεν είναι ο τόπος που έζησα, ούτε ο τόπος που ζω αλλά μοιάζει πολύ μ’ αυτόν που θα ήθελα να ζήσω. Με κάποια έννοια, ίσως να είναι ένας μελλοντικός τόπος, ο δικός μου παράδεισος.
Τον Μιχάλη Γκανά τον ξέρω, τον νιώθω, νομίζω, καλά· κι αν ξέρεις κάποιον καλά του βρίσκεις ευκολότερα φλέβες και κλειδιά ν’ ανοίγεις τα κρυφά και τις σταθερές του.
Ξέρεις να τοποθετείς τη δική του ιδιωτική ιστορία στην ευρύτερη Ιστορία με γιώτα κεφαλαίο.
Με τον Μιχάλη, το ’φερε η μοίρα, να βρεθούμε παιδιά στο ίδιο, ούτε κρυφό ούτε ανοιχτό σχολειό, αλλά στο σχολείο της ξενιτιάς στο χωριό Μπελογιάννη, σε μια βρεγμένη, χειμώνα-καλοκαίρι, πεδιάδα της Ουγγαρίας για μια πενταετία.
Στην Ουγγαρία Έλληνες, στην Ελλάδα Ούγγροι. Ίσως απ’ αυτό και γι’ αυτό να ζητούσε αργότερα να πλάσει τον τόπο που θα ’θελε να ζήσει.
Το πορθμείο των αισθημάτων και στοχασμών του Μιχάλη είναι εξόχως ελεγειακό, με ευγένεια και πάθος ποιητικό.
Κοινοποιώντας την προσωπική του μαρτυρία, δεν ναρκισσεύεται αλλά καταδύεται σε βυθούς, εσωτερικεύοντας μηνύματα και δείκτες των καιρών, εξαντλώντας με σύνεση και τόλμη την αλήθεια των ορατών.
Τα πράγματα και γεγονότα έχουν το δικό τους βάρος· το ιδιωτικό δράμα και πένθος υποβάλλονται σε συνεκτικές λεκτικές περιοχές με χαμηλές εκρήξεις, όπως ορίζει το Σολωμικό μέσα πλούτος και η συμπονετική ματιά του:
Στα πενήντα θάτανε με γκρίζα μαλλιά και τρεις θυγατέρες ανύπαντρες / χήρος τέσσερα χρόνια με τη μαύρη κάπα στις πλάτες / και τι χιόνι σήκωσαν τούτες οι πλάτες κανένας δεν το ’μαθε.
Σεμνός και πυκνός στη δουλειά του, που την υπηρετεί περισσότερο από μισό αιώνα, προσπαθώντας να σταθεί ορθός στη μοίρα, τη δική του και των άλλων.
Αυτή των άλλων, αξιώνει την ποίησή του με σπάνια γλυκύτητα και δοτικότητα.
Για λογαριασμό των άλλων, μ’ ένα κρυφό κόκκινο νήμα κάτω απ’ τις γραμμές, που συνδέει τους κεκοιμημένους στην ίδια αυλή με τους ζωντανούς μαζί, είτε ως ανάγκη, είτε ως οφειλή.
Εξημερώνει το θάνατο, τον οικειώνει:
Καμμένη σοδειά τα χρόνια που έζησα… Τι γυρεύεις εδώ ψυχή τραυλή / μακριά από τα βοσκοτόπια της πατρίδας / Οι φίλοι μου πέφτουν από ψηλά μπαλκόνια / στο άσπρο μπαμπάκι που τους καταπίνει.
Η έκπτωση τον βυθίζει. Ανακαλεί φωνές του παρελθόντος. Συνομιλεί με τους ομοτέχνους του. Με τους Σολωμό, Καρυωτάκη, Σεφέρη και τους δικούς του ορεινούς και μεθόριους. Τους Δάλλα, Μπράβο, Μέσκο, Ζώτο, Χουλιαρά, Μηλιώνη… και τον Κρυστάλλη, αποκαλώντας τον μικρό του αδερφό, κρυφά και τρυφερά:
Ας πούμε ένα τραγούδι σιγανό / καθώς φτερά πουλιών γεμίζουν τον αέρα / κι αυτά βουτάνε στο νερά και κρύβονται.
Η συνομιλία του με την παράδοση, δραστική πάντοτε, στερεώνει τη φύση των υλικών του και χαράζει τη γλώσσα του βαθιά. Φωτίζει με αποθέματα ψυχής και υφέρπουσα ειρωνία τον φθίνοντα πολιτισμό και διαμορφώνει ένα άνυσμα ενοχής και συνενοχής μιας διαδρομής σ’ έναν πλανήτη που χάνει σιγά-σιγά τον άξονά του, γεμάτο με σίδερα και κόκκαλα σπαρμένα.
Αν είναι να μιλήσει κάποιος, ας πει για την αγάπη, επιμένει ο Μιχάλης. Στον κυνισμό και την εύκολη απαξίωση της άδειας μας ματιάς, δεν μπορώ να μη σταθώ, στην πέρα από κάθε διδακτισμό ιαματική γραφή του, σε ένα απόσπασμα από τις μικρές και πολύ μικρές ιστορίες του πεζογραφικού του έργου Γυναικών με τον τίτλο, «Διαβάζει ένα βιβλίο»:
Διαβάζει ένα βιβλίο προσηλωμένη ψυχή τε και σώματι. Και σώματι!
…Πάνω στην ώρα χτυπάει το κινητό της. Το σηκώνει και μιλάει ρώσικα, χειρονομώντας, σαν να τα γράφει στον αέρα. Ακούω, βλέπω, σωπαίνω κι ας μη καταλαβαίνω, μαγεμένος από την ενσαρκωμένη προσωδία της ομορφιάς της…
Ξαφνικά σηκώνει το ανοιχτό βιβλίο… Το ανοίγει μετά προσεκτικά, φυσάει τη σελίδα και με κοιτάζει κατάματα. Χαμογελάω χαζά.
―Πούσκιν; τη ρωτάω.
―Πούσκιν, μου απαντάει.
―Ρωσίδα; της κάνω.
―Ουκρανή, διορθώνει.
Πουτάνα, σκεφτομαι.
―Όχι· ποιήτρια, μου λέει.
Αυτά, χωρίς σχόλια, για τη θρασεμένη ευκολία μας.
Ο Μιχάλης μιλάει καλά για το σήμερα, επειδή μιλάει καλά με το παρελθόν και το συγκεφαλαιώνει.
Η μνήμη της Ιστορίας, προσωπικής και συλλογικής, συμπορεύεται με τη μνήμη γραφής και τα τραύματά της. Η μνήμη και ο πόνος του εμφυλίου. Των τωρινών γενικευμένων εμφυλίων και όχι μόνο, σε μια εποχή που μιλάει παράλογα η ζωή.
Αντιπαλεύει τη λήθη, συνιστώντας έναν οικουμενικό γενέθλιο «τόπο» και μαζί τόπο ξενιτιάς που ραγίζει την επιφάνεια και βαθαίνει στη θλίψη και την οδύνη του περιεχομένου της, όμοια μ’ αυτήν που ζήσαμε κάποτε μαζί, ομόσταυλα αλογάκια, στη Μητριά πατρίδα μας.
Γλιστρώ ωστόσο στο λυρικό του όχημα και ταξιδεύω στα νοτισμένα τοπία, στους στοχασμούς και στα ελάσματά του, που με τη γραφή του αγκαλιάζουν τον άνθρωπο και τη μοίρα του, στο φως και στα σκοτάδια του.