Τα γυάλινα ποιήματα του Μιχάλη Γκανά

Τα γυάλινα ποιήματα του Μιχάλη Γκανά





Υπάρχουν πολλοί τρόποι να μιλήσει κανείς για το έργο ενός ποιητή. Ο πλέον ενδεδειγμένος είναι να προσπαθήσει να περιγράψει την ποιητική του δημιουργού, τον ιδιαίτερο, δηλαδή, τρόπο που έχει να τεχνουργεί τις συνθέσεις του, ώστε να κερδίζει την ιδιοπροσωπία, το ιδιαίτερο στίγμα και την ταυτότητά του. Ο άλλος είναι να κάνει αναφορές στα θέματα που αποτελούν τις ποιητικές του αφορμές, στους πυρήνες γύρω από τους οποίους αναπτύσσεται το έργο του. Πρόκειται για τις δύο όψεις ενός και του αυτού νομίσματος που, συνήθως, προσεγγίζονται χωριστά και κατά μόνας, δεδομένης της δυσκολίας και της συνθετότητας που παρουσιάζει η από κοινού θεώρηση και προσπέλασή τους. Υπάρχουν, ωστόσο, περιπτώσεις ποιητών που οι δύο αυτές όψεις έρχονται τόσο κοντά η μία στην άλλη, έτσι που να μη θυμίζουν πια δύο διαφορετικές πλευρές, αλλά, στην κυριολεξία, τον καθρέφτη και το είδωλό του. Είναι οι περιπτώσεις ποιητών που η τεχνοτροπία και τα θέματά τους συνυφάνθηκαν τόσο στενά, τόσο έντονα και δυναμικά, ώστε να δημιουργείται η εντύπωση ενός αντικατοπτρισμού και μιας ταύτισης που δεν προσφέρεται μόνο στη συνείδηση αλλά και στην αίσθηση του αναγνώστη, στη δυνατότητά του να βλέπει και να ψαύει το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένα και το οποίο έχει λάβει τη μορφή που είναι ταυτόχρονα και η ιδέα η οποία το κινεί και το σφραγίζει. Μια τέτοια περίπτωση είναι και αυτή του ποιητή Μιχάλη Γκανά.
Η αναφορά που έγινε στο υλικό κατασκευής των ποιημάτων –μορφή και περιεχόμενο– δεν είναι τυχαία. Μπορεί να επιτρέψει συνδέσεις και συσχετισμούς που ξεφεύγουν από το επίπεδο των θεωρητικών προσεγγίσεων και κατέρχονται στο επίπεδο της ζωής για να ανακαλύψουν εκεί μια έννοια, αυτήν της υφής, η οποία μπορεί να λειτουργήσει αποκαλυπτικά της ιδιαίτερης ποιότητας των συνθέσεων του ποιητή. Και, όχι τυχαία πάλι, το υλικό αυτό συμπίπτει με έναν –τον πιο χαρακτηριστικό ίσως– όρο από τον τίτλο μιας ποιητικής του συλλογής. Πρόκειται για Τα γυάλινα Γιάννενα που κυκλοφόρησαν το 1989 και αποτέλεσαν, έκτοτε, ένα σταθερό σημείο αναφοράς για την ποιητική δημιουργία του Γκανά εν γένει. Ο όρος «γυάλινα», ιδιαίτερα αποκαλυπτικός της συνθετικής και εικονοπλαστικής ικανότητας του ποιητή, δεν αποτελεί μόνο μια πρόταση ερμηνείας της ποίησης του δημιουργού αλλά του ποιητικού λόγου συνολικά, έτσι όπως έρχεται για να εισηγηθεί την εκμετάλλευση των διαφόρων στοιχείων ή εκδοχών της ύλης για να περιγραφεί η αίσθηση που αποκομίζει κανείς από την επαφή του με το ποίημα –επαφή οπτική, απτική, συνειδησιακή, αισθητηριακή.
Όσο παράδοξο, λοιπόν, κι αν φαίνεται, τα ποιήματα του Γκανά μοιάζουν με πραγματικό γυαλί. Όχι μόνο γιατί είναι διαυγή και καθαρά, κρυστάλλινα στην επιφάνεια και το βάθος τουςˑ όχι μόνο γιατί είναι διάφανα έτσι που να αφήνουν το βλέμμα του αναγνώστη να τα διαπεράσειˑ ούτε, βέβαια, μόνο επειδή μοιάζουν διαπερατά και προσπελάσιμα ακόμα και από τον πιο απαίδευτο ή άπειρο (στην ποίηση) αναγνώστη, αλλά κυρίως γιατί αποτελούν, με κάποιον τρόπο, ένα αόρατο και ταυτόχρονα διακριτό φίλτρο ανάμεσα σε δύο κόσμους που, σε μια πρώτη προσέγγιση, φαίνονται να είναι ο κόσμος της ποίησης και ο αντίστοιχος της ζωής. Ή, εξίσου πιθανό, ο κόσμος της σκέψης και της λέξης, του εαυτού και του άλλου, του συγγραφέα και του αναγνώστη, της όρασης και της ενόρασης. Τα ποιήματα του Γκανά είναι γυάλινα γιατί η επιφάνειά τους είναι αράγιστη χωρίς όμως να είναι και άθραυστη.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο αξίζει να σταθεί κανείς και να διερευνήσει βαθύτερα το θέμα. Γιατί εδώ εντοπίζεται η εστία της αναγνωστικής απόλαυσης που αναμφίβολα βιώνει όποιος σταθεί απέναντι στη δημιουργία του Γκανά –στην αίσθηση, δηλαδή, που αυτή αποπνέει ότι είναι μια κατασκευή που δεν εμφανίζει την παραμικρή ρωγμή, την παραμικρή «ρυτίδα», το παραμικρό λύγισμα, στην πραγματικότητα όμως είναι τόσο ευαίσθητη όσο και το γυαλί μπροστά σε καθετί που θα αγνοεί την ευαισθησία και την ευθραυστότητά του, μπροστά σε καθετί που θα το προσεγγίσει χωρίς την απαραίτητη μέριμνα και προσοχή. Από αυτή την άποψη, τα ποιήματα του Γκανά μοιάζουν να προσδιορίζουν και να επιβάλλουν τα ίδια τους όρους και τα όρια της ανάγνωσής τους. Μοιάζουν να προϋποθέτουν και να απαιτούν μια προσέγγιση από τις πιο προσεκτικές, μια ματιά από τις πιο καθάριες, μια ανάγνωση από τις ισοζυγισμένες έτσι ώστε όλες οι εικόνες, τα πρόσωπα, οι στιγμές και οι σκηνές να συγκροτούν ένα θέατρο όπου όλα είναι άρτια ενορχηστρωμένα.
Με την διάφανη και κρυστάλλινη ποιότητά τους, οι συνθέσεις του Γκανά λειτουργούν σαν μια πρόκληση για τον αναγνώστη να αντιληφθεί ότι η ποίηση μπορεί να συνυφαίνει και να συγκερνά την επιφάνεια με το βάθος. Μπορεί να ενοποιεί τη μορφή με την ιδέα ή, μάλλον, να κάνει την ιδέα ορατή σφηνώνοντας την μέσα σε μία μορφή που δεν θα παρουσιάζει το παραμικρό θολό ή ασαφές σημείο. Μπορεί, τέλος, να αποτελεί ένα από τα πιο γοητευτικά οξύμωρα, να μοιάζει, δηλαδή, αρραγής αλλά να σφραγίζεται από μια σπάνια ευαισθησία που, χωρίς να την κάνει λιγότερο δυνατή ή ανθεκτική, την προικίζει με την ικανότητα να εμπνέει και να διαμορφώνει την αναγνωστική ανταπόκριση κατά τέτοιον τρόπο ώστε αυτή να διέπεται από το θάρρος της ενατένισης και τον δισταγμό της επαφής, από την ολοκληρωτική και πλήρη απορρόφηση του βλέμματος και από την επιφυλακτικότητα της επέμβασης. Τα ποιήματα του Γκανά στέκουν ακέραια και ατόφια, πρόθυμα στην μετατροπή της ανάγνωσης σε διείσδυση, της προσπέλασης σε καταβύθιση, του βλέμματος σε αντίληψη.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: