Δεκαπενταύγουστο γιορτάζει η εκκλησιά στον Τσαμαντά και χαίρεται η Μουργκάνα, ακόμα να βλέπει τα παιδιά της συναγμένα στις αρχαίες πέτρες ― «ἐκεῖ στρουθία ἐννοσσεύσουσι». Το χειμώνα τα καντήλια παίρνουν φωτιά μόνα τους. Πώς; Ξεκινάει, λένε, μια αστραπή, φλόγα, λάμψη. Ανάβει το τσιγάρο του τζομπάνη στη Βελίκα. Περνάει από τον Όμηρο («ολίγη σάρκα και θνητή σαν φέτα πορτοκάλι»), στήνει αυτί για τα λόγια τα μελωδούμενα στο πανηγύρι ―
Δώσ’ του κι ένα καλό σκυλί
και τους παλιούς του φίλους, και ρίξε χιόνι ύστερα
άσπρο σαν κάθε χρόνο.
Φτάνει σαν ψιλή βροχή, εκείνη που ποτίζει τις ψυχές, στον νάρθηκα του ναού. Εκεί σταματά. Κοιτιέται με τα βουνά γύρω, αγριεύεται, ζώνεται μύθους, πόνους, ιστορίες.
Τότε ο ποιητής σκύβει, βγάζει λέξεις σπίρτα και φωταγωγεί του ναού τα ενδότερα.