Στη φόρμα ο Μιχάλης Γκανάς παρουσιάζεται πολύτροπος. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ποίησή του μοιάζει με τα «ηπειρώτικα πολυφωνικά τραγούδια», όπως λέει ο ίδιος για τη συλλογή Ο ύπνος του καπνιστή (εφ. Ελευθεροτυπία-Βιβλιοθήκη 286, 19-12-2003), συλλογή που από την άποψη της συνθετότητας θυμίζει την Παραλογή και τον Άψινθο. Βέβαια το βασικό σχήμα είναι το ελευθερόστιχο κείμενο, ποικίλου μεγέθους, της μοντέρνας ποίησης, το οποίο χτίζεται με στίχους ολιγοσύλλαβους ή πολυσύλλαβους. Ποίημα της μισής ή μιας σελίδας συνήθως, ενίοτε καλύπτει και δεύτερη, ενώ στην ακραία εκδοχή καταλήγει να έχει το μήκος μιας ολόκληρης συλλογής, που όμως συντίθεται από άτιτλα κείμενα, τα οποία κινούνται λίγο πολύ γύρω από το ίδιο θέμα (Παραλογή, Ο ύπνος του καπνιστή, Άψινθος).
Συχνά το ποίημα παίρνει το σχήμα της μινιατούρας. Η φόρμα αυτή, με στίχους ολιγοσύλλαβους ενγένει, άλλοτε τιτλοφορείται (Ακάθιστος δείπνος, Τα μικρά) κι άλλοτε όχι (Μαύρα λιθάρια, Παραλογή, Τα μικρά), ενώ συστηματικότερα αξιοποιείται στη συλλογή Τα μικρά. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι τίτλοι των ενοτήτων που στεγάζουν τέτοια ποιήματα στις δύο πρώτες συλλογές: «Ακαριαία» στη μια (Ακάθιστος δείπνος), «Ακαριαία» και «Μονόξυλα» στην άλλη (Μαύρα λιθάρια). Η τιτλοφόρηση και μόνο των ενοτήτων αυτών αλλά και της συλλογής Τα μικρά δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για τις προθέσεις του ποιητή. Η προσπάθεια στόχο έχει να αποτυπώσει τη στιγμή, την εικόνα, μια ιδέα, με έναν λόγο λιτό, αιφνίδιο, όπως η φωτογραφική μηχανή. Πρόκειται για τεχνική που θυμίζει χάικου και τάνκα της Άπω Ανατολής, στα οποία άλλωστε δοκιμάζεται ενίοτε κι ο ποιητής [τα ποιήματα αντλούνται από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα 1978-2012, Μελάνι 2013]:
Τα τριαντάφυλλα και τα σπαθιά
τάχτηκαν για το κόκκινο.
Κι η μνήμη
για να φυλάει τα σύνορα.
(Τα μικρά, σ. 164)
Δεν απουσιάζει όμως και το πεζόμορφο ποίημα. Το σχήμα αυτό απαντά καταρχήν στις δύο πρώτες συλλογές, λιγότερο στην πρώτη και περισσότερο στη δεύτερη. Μάλιστα στα Μαύρα λιθάρια με αυτόν τον τρόπο δομείται μια ολόκληρη ενότητα δέκα ποιημάτων, τα οποία φέρουν λατινική αρίθμηση (Ι-Χ) και στεγάζονται κάτω από τον τίτλο «Τα άγρια και τα ήμερα», τίτλο που αντλείται από τη συλλογή διηγημάτων του Στέφανου Γρανίτσα Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου (1921). Πιο ενδιαφέρουσα όμως είναι η περίπτωση του σώματος των εφτά πεζών που παρεμβάλλονται στον Ύπνο του καπνιστή. Ρεαλιστικής κοπής τα κείμενα αυτά, όπως η Μητριά πατρίδα, κάπως δυσκίνητα σε ορισμένα σημεία και άτιτλα σαν όλα τ’ άλλα της συλλογής, συντίθενται από διαφορετική το καθένα αφηγηματική φωνή, όλες όμως οικογενειακών προσώπων, οι οποίες μάλιστα αφηγούνται οικείες ιστορίες, τις ίδιες ή άλλες, παίρνοντας το νήμα της διήγησης η μία από το στόμα της άλλης:
«Σύρε στον πάππου» του ’πε, κι αυτός πήγε παράμερα, εκεί που στεκόταν ο πάππους με τη μαγκούρα στο χέρι και το ψαθάκι του, κι όπως κοιτούσε τη μάνα να κάνει τα ξόρκια της, βλέπει το σμήνος, που λίγο πριν αντάριαζε στον αέρα, να γυρίζει καταπάνω της βουίζοντας κι ευωδιάζοντας (;) και να κάθεται στα χέρια της πρώτα, «Καλώς το, καλώς το, καλώς το, το ήμερο, το ήμερο, το ήμερο» την άκουγε να του λέει, κι αυτό καθότανε παντού, στα χέρια της, στο μαύρο κεφαλομάντιλο, στις πλάτες, στο στήθος και στην ποδιά της, ενώ πάνω από το κεφάλι της βούιζε το υπόλοιπο σμήνος κι όσο άγριο έδειχνε στον αέρα, τόσο ημέρωνε πάνω της κι έμπαινε σιγά σιγά στην άδεια κυψέλη, κι η μάνα γύρισε και τον κοίταξε, πώς τον κοίταξε! Τα ’χασε, γιατί ήταν και δεν ήταν η μάνα του όπως την ήξερε, κι ανατρίχιασε όταν τον χάιδεψε στο κεφάλι με κείνα τα χέρια που λίγο πριν ήταν γεμάτα μελίσσια κι ούτε ένα δεν την τσίμπησε, μάγισσα ήτανε;
Μάγισσα θα ’τανε, μια καλή μάγισσα όμως, αφού ήτανε μάνα του.
( Ο ύπνος του καπνιστή, σ. 195-196 )
Συνήθης τέλος είναι και η έμμετρη φόρμα, αυτή που συνήθως αποκαλούμε παραδοσιακή, η οποία όμως εκφράζει καινούριες ευαισθησίες. Ποιήματα αυτού του τύπου, τέσσερα συγκεκριμένα, πρωτοεμφανίζονται στα Μαύρα λιθάρια κι έχουν το σχήμα του δημοτικού τραγουδιού το ένα αλλά με πλεκτή ομοιοκαταληξία («Πολλά βήματα πίσω») και του σονέτου τα υπόλοιπα τρία («Τον τάφο μου τον θέλω στα Χαυτεία», «Άνισα δικαιώματα», «Πνιγμένος τόσα χρόνια»). Άλλα τέσσερα εμφανίζονται στα Γυάλινα Γιάννενα, μονάχα που το σχήμα πια αλλάζει, το ένα μάλιστα, το πρώτο, αποφεύγει και την ομοιοκαταληξία («V», «Μνήμη Κ.Γ. Καρυωτάκη», «Flash-black», «Νοσοκομείο Ερυθρού Σταυρού»). Ένα ακόμα, άτιτλο αυτό, απαντά στην Παραλογή, το οποίο, ενώ θυμίζει δημοτικό τραγούδι, δομείται με τρεις τρίστιχες στροφές και μία δίστιχη, που ομοιοκαταληκτούν ζευγαρωτά μονάχα στους δύο πρώτους στίχους («Μια μάνα γύρευα να βρω»), κι άλλα δύο απαντούν στα Μικρά («Σπιτικό μαχαίρι», «Εργατικό ατύχημα»). Εφτά, άτιτλα όλα, περιλαμβάνονται στον Ύπνο του καπνιστή, από τα οποία δύο είναι σονέτα («Λίγο πριν κοιμηθώ αργά το βράδυ», «θα σου μιλώ γλυκά με παραμύθια»), ένα δημοτικότροπο («Με τις λεμονιές παρέα φάνηκε στην άσπρη στράτα») και τρία αλλότροπα («Να ξημέρωνε μια μέρα», «Εκεί που σμίγουν δυο ποτάμια», «Τα θέματα παλιώσανε κι οι ρίμες»), ενώ ένα είναι ατόφιο δημοτικό τραγούδι («Άσπρη ξανθή πανέμνοστη κίρκας της ταξιδεύει»). Κάπως ιδιόρρυθμα τέλος χτίζεται και το μόνο έμμετρο ποίημα του Αψίνθου «Λίγος χειμώνας πέρσι και γλυκός∙». Κοντά σ’ αυτές τις φόρμες και ταυτόχρονα μακριά βρίσκεται και μια σειρά από ποιήματα του ελευθερωμένου στίχου, τα οποία έχουν στίχους ομοιόμετρους βέβαια, ιαμβικούς μάλιστα, αλλά και ανισοσύλλαβους. Οι στίχοι αυτοί όμως, καθώς δεν γράφονται από έναν λόγιο δημιουργό που εκκινεί από την έμμετρη παράδοση αλλά από έναν μοντέρνο, που έχει την εμπειρία του νεωτερικού στίχου, περισσότερο προσεγγίζουν την τονικότητα του ελεύθερου ποιήματος παρά αυτήν του έμμετρου:
Τον τάφο μου τον θέλω στα Χαυτεία
Αφίσες με τραβούν απ’ το μανίκι,
Αθήνα μου γεμάτη καλλιστεία.
Τον τάφο μου τον θέλω στα Χαυτεία,
είκοσι χρόνια σου πληρώνω νοίκι.
Στον ύπνο να περνούν βουνά και δάση,
νεράιδες φασκιωμένες μαύρα ρούχα.
Κάτι σαν άχτι μουλαριού που σου ’χα
σε ποιο λεωφορείο το ’χω χάσει.
Ποια τρέλα, πες μου, με χτυπάει στις φτέρνες
και φεύγω και κυλάω σαν το τόπι,
με γήπεδα μουγγά και με ταβέρνες
στα σωθικά. Οι άνθρωποι κι οι τόποι,
ξένοι που μοιάζουν στις φωτογραφίες
που βγάζαμε σε άλλες ηλικίες.
(Μαύρα λιθάρια)
Η τάση αυτή προς την παραδοσιακή εμμετρότητα έχει την αφετηρία της στην καταγωγή του ποιητή από μια περιοχή με ισχυρή τη δημοτική παράδοση αλλά και στη μαθητεία του σε μείζονες ποιητές του έμμετρου λόγου, όπως ο Σολωμός κι ο Παλαμάς, ή και σε ελάσσονες, όπως ο μεταπαλαμικός Λάμπρος Πορφύρας και οι ποιητές της ανανεωμένης παράδοσης του μεσοπολέμου, ο Τέλλος Αγρας λ.χ. κι ο Νίκος Καββαδίας. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο που ήχοι κι απόηχοι αυτής της μαθητείας ακούγονται και σε ελευθερόστιχα ποιήματα, σε μια προσπάθεια να μετριαστεί η πεζολογία. Ειδικότερα, στίχοι δημοτικότροποι, λιγότεροι ή περισσότεροι, ενσωματώνονται ενίοτε στο κείμενο, όταν μάλιστα επιβάλλεται κι από το θέμα, το νανούρισμα λ.χ. Ενδιαφέρουσα είναι μια τέτοια περίπτωση στη «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» (Γυάλινα Γιάννενα), όπου η σειρά των δεκαπεντασύλλαβων αρχίζει με ένα οχτασύλλαβο ημιστίχιο και συνεχίζεται σε κάθε επόμενο στίχο με ένα εφτασύλλαβο κι ένα οχτασύλλαβο, ανατροπή που στόχο έχει να κολάσει τον δημοτικό ρυθμό. Συνήθως όμως ανομοιοκατάληκτοι δεκαπεντασύλλαβοι ενσπείρονται στο ποίημα είτε ολόκληροι είτε μοιρασμένοι στα δυο τους ημιστίχια, όπως και στίχοι άλλωστε τροχαϊκοί και αναπαιστικοί, ενώ και ομόλογες έμμετρες μονάδες παρεμβάλλονται συχνά στη ροή του ελεύθερου στίχου.
Παρότι υψηλή ωστόσο η ρυθμικότητα αυτής της ποίησης, δεν ανατρέπει την τονικότητα του καθημερινού ιδιώματος. Αυτό επιτυγχάνεται με την κατάλληλη σύμπλεξη των ποικίλων μετρικών μορφών, οι οποίες διασπείρονται ή ανταμώνουν σε ποικίλους συνδυασμούς και με παρεμβολές λέξεων και φράσεων εκτός ρυθμού. Το όλο συνταίριασμά τους, με άλλα λόγια, γίνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να σβήνουν οι παραδοσιακοί ήχοι και να απομένει μονάχα η αίσθηση της ρυθμικότητας. Θα μπορούσε μάλιστα να πει κανείς ότι ο τρόπος αυτός, σε έναν βαθμό τουλάχιστον, δεν είναι τόσο μελετημένος ή σκόπιμος όσο είναι φυσικός, ενστικτώδης, καθώς ομολογεί κι ο ποιητής: «Την παράδοση την φέρω εντός μου, κυλάει στις φλέβες μου, δεν είναι ιδεολόγημα. Όταν ακούω ένα δημοτικό τραγούδι συγκινούμαι μέχρι δακρύων κάποτε, όπως ακριβώς μου συμβαίνει όταν ακούω ένα καλό σύγχρονο τραγούδι. Το ίδιο ισχύει και για τα ποιήματά μου. Το παραδοσιακό και το σύγχρονο πάνε μαζί, γιατί τα βασικά αιτήματα του ανθρώπου είναι διαχρονικά» [περ. Διαβάζω 506 (Απρίλιος 2010) 35]. Αυτή η βίωση στήριξε αποτελεσματικά τη ρυθμικότητα του λόγου του, η οποία εντέλει κατέστη ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά της ποιητικής του ιδιοπροσωπίας. Βέβαια μια τέτοια τεχνική θυμίζει την «επαναμάγευση του ποιητικού λόγου», που προτείνει ο Νάσος Βαγενάς στο άρθρο του «Η κρίση του ελεύθερου στίχου», μια αξιοποίηση δηλαδή στοιχείων της έμμετρης προσωδίας για την επαναπόκτηση του ρυθμού από τον πεζολογούντα ελεύθερο στίχο [Μοντερνισμός και λογοτεχνία, 2012 (2002), σ. 119-135]. Ωστόσο η περίπτωση του Γκανά δεν είναι αυτή, καθώς η συγκεκριμένη τακτική ακολουθείται από πολύ νωρίς και για τους λόγους που επισημάναμε ήδη [η πλαγιογράφηση δική μου, για να δείξει τα σχήματα του δεκαπεντασύλλαβου και των ημιστιχίων του]:
Έρχονται μέρες που ξεχνάω πώς με λένε.
Έρχονται νύχτες βροχερές βαμβακερές ομίχλες
τ’ αλεύρι γίνεται σπυρί ύστερα στάχυ
θροΐζει με πολλά δρεπάνια
αψύς Ιούλιος στη μέση του χειμώνα.
Βλέπω το υφαντό του κόσμου να ξηλώνεται
αόρατο το χέρι που ξηλώνει
και τρέμω μην κοπεί το νήμα.
Νήμα νερού στημόνι χωρίς μνήμη
σταγόνα διάφανη σε βρύα και λειχήνες
νιφάδα-χνούδι των βουνών
χαλάζι-φυλλοβόλο
κι άξαφνα σκάφανδρο
ζεστό στην κιβωτό της μήτρας.
Αρχαίο σκοτάδι τήκεται και τρίζει
αχειροποίητη φλογίτσα που το γλείφει.
Συναγωγές υδάτων υετοί πρόγονοι παγετώνες
στην πάχνη ακόμη της ανωνυμίας.
(Παραλογή, σ. 129)
Όποια φόρμα όμως κι αν επιλέγεται, η αποτελεσματικότητα της ενλόγω ποίησης είναι δεδομένη χάρη στους τρόπους που μετέρχεται. Συνθετική πολυμορφία, ισχυρή εικονοποιία, γοητευτικός λυρισμός, άνεση αφηγηματική, απόηχοι παραδοσιακοί, διαύγεια εκφραστική, τολμηρές φραστικές συνάψεις, αιφνίδιες γεφυρώσεις χώρου και χρόνου, απρόσμενες απορίες, χιούμορ και παιχνίδι συνειρμικό με την ηχητική των λέξεων, γλωσσική ευφορία, στοιχεία όλα αυτά τα οποία, ενταγμένα σε μια ροή υψηλής ρυθμικότητας, καθιστούν τον λόγο δραστικό έως ιδιαίτερα δραστικό κατά κανόνα∙ κατά κανόνα, γιατί δεν λείπουν ενίοτε και οι λιγότερο ευτυχείς στιγμές, όπως συμβαίνει ενμέρει στα Μικρά και σε ορισμένα από τα εκτεταμένα πεζά του Ύπνου του καπνιστή. Πρόκειται για τρόπους που πηγάζουν βέβαια από μια ορισμένη ιδιοσυγκρασία και παιδεία αλλά κι από μια βούληση που δίνει προτεραιότητα στο βίωμα, καθώς ο Γκανάς φτάνει στο άστυ από την Ήπειρο, έναν τόπο με ισχυρές παραδόσεις, ή, ακριβέστερα, είναι κι αυτός «ένας άνθρωπος που έρχεται συνεχώς» από την Ήπειρο, όπως ο Τάκης Σινόπουλος από τον Πύργο (Νυχτολόγιο, 1978). Είναι εύλογο λοιπόν να έχει η τεχνική του βιωματικές καταβολές. Αυτό σημαίνει πως φέρνει μέσα του έντονες παιδικές μνήμες, οι οποίες συνδέονται όχι μονάχα με το δημοτικό τραγούδι αλλά και με την πρόσφατη ιστορία του τόπου και τους ανώνυμους ανθρώπους, οικείους και μη, που αποδήμησαν. Οι μνήμες αυτές επιδρούν αναπόφευκτα, πέρα από την τεχνική, και στη θεματική του ποιητή. «Στον Μιχάλη Γκανά», συνοψίζει εύστοχα η Μαρία Τσάτσου, «συμπλέκεται η προσωπική αγωνία, με τις αναζητήσεις μιας ολόκληρης γενιάς, με το δράμα της πατρίδας. Εμφύλιος, μετανάστευση, το χωριό, η πόλη, ζωή και θάνατος. Το έπος μιας οικογένειας συνυφαίνεται με το ιστορικό γίγνεσθαι μιας ολόκληρης χώρας. Γι’ αυτό το απόσταγμα φτάνει σ’ εμάς αβίαστα με νωπές τις δαχτυλιές του χρόνου» (εφ. Η Καθημερινή, 16.5.1999).
( Η εύφορη λύπη του Μιχάλη Γκανά, Μελάνι 2020, σ. 18-24. Ο τίτλος του κειμένου μπήκε για τις ανάγκες αυτής της δημοσίευσης )