Δίπλα στη λίμνη με τον Θουκυδίδη

Δίπλα στη λίμνη με τον Θουκυδίδη


Μέσα Σεπτέμβρη κατέβηκα στη λίμνη. Ήθελα να δω σε τι κατάσταση είναι οι μεγάλες χωμάτινες λεκάνες, όπου εκτρέφαμε τα ψάρια, σε λίγες μέρες θα τις αλιεύαμε.
Καταμεσής του ιχθυοτροφείου, στον πλατύ χωμάτινο διάδρομο που χώριζε τη μια λεκάνη από την άλλη, είχαμε φτιάξει μια ξύλινη αποθήκη, όπου βάζαμε ιχθυοτροφές, εργαλεία, δίχτυα, απόχες, ψηλές ελαστικές βράκες, αντλίες και διάφορα εργαλεία. Ο Αγησίλαος, ο φύλακας του ιχθυοτροφείου (Ράμπο τον φωνάζαμε όλοι εκεί, γιατί έκανε τα πάντα με περίσσια δύναμη αν και πλησίαζε τα εβδομήντα), καθόταν έξω από την αποθήκη και ρέμβαζε. Απόγευμα ήταν και ο καιρός ήταν καλός, αν και προχωρημένος Σεπτέμβρης.

― Ρεμβάζουμε, ρεμβάζουμε;
― Περιμένω την Γαριφαλιά από το μανάβικο, μου αποκρίθηκε.
― Μη σου χαλάσω τη δουλειά, του λέω κι έκανα να φύγω. Κάτι είχε πιάσει το μάτι μου για τα σούρτα-φέρτα του στο μανάβικο, γι΄ αυτό κι έκανα να φύγω προς τις λεκάνες με τα ψάρια.
― Κάτσε, κάτσε, μου είπε και μού πρόσφερε ένα τσιγάρο άφιλτρο κασετίνα Παπαστράτος.

Καπνίζαμε αμίλητοι. Σε λίγο φάνηκε η Γαρυφαλιά με μια κατσίκα, δεμένη με σχοινί από το λαιμό, να την ακολουθεί απρόθυμα. Σαν να ξίνισε τα μούτρα η Γαρυφαλιά που με είδε, αλλά μαζεύτηκε μόλις πλησίασε κοντά.

― Καλησπέρα, είπε και ρώτησε τον Ράμπο: Τον έφερες τον Θουκυδίδη;

Εκείνος δεν απάντησε, σηκώθηκε αργά, πήγε πίσω από την αποθήκη κι έφερε τον τράγο του. Πελώριος και δυνατός, μεγαλοπρεπής ο Θουκυδίδης. Το όνομα του το έδωσε ο εγγονός του Ράμπο, γιατί τη μέρα που γεννήθηκε ο τράγος έδινε αρχαία ελληνικά στις πανελλήνιες εξετάσεις.

― Αντε, φύγε, λέει στη Γαριφαλιά ο Ράμπο, κι έλα σε καμιά ώρα, με τον κόσμο τον πολύ δεν του ‘ρχεται.
― Είναι ντροπαλός ο Θουκυδίδης, α; σχολίασε τσαχπίνικα η Γαρυφαλιά. Δεν σου ‘μοιασε…

Είχα απομείνει μπροστά σε αυτόν τον διάλογο να κοιτώ πότε τον Ράμπο και πότε τη Γαριφαλιά, μια εξηνταπεντάρα αντρογύναικα χωρισμένη, με τέσσερα παιδιά και τρία εγγόνια.

― Πως τη λέμε, μωρέ; ρώτησε ο Ράμπο.
― Μυρτώ και είναι η δεύτερή της φορά, διευκρίνισε η Γαριφαλιά, με το μαλακό…

Μείναμε οι τέσσερις, ο Ράμπο, εγώ, η Μυρτώ και ο Θουκυδίδης.

― Να φύγω κι εγώ να έχετε την ησυχία σας, είπα, μην δεν του έρθει του Θουκυδίδη η όρεξη και θα ‘χω το φταίξιμο.
― Έμπα στη αποθήκη να μην σε βλέπει, της Γαριφαλιάς της είπα να φύγει γιατί την άλλη φορά που μαρκαλεύτηκαν αυτή αψώθηκε, κοκκίνισε ολόκληρη, την ένιωσαν τα ζωντανά και απροσανατολίστικαν.

Μπήκα στην αποθήκη. Ο Ράμπο άρχισε να χαϊδεύει τον τράγο, λέγοντάς του κάτι ακαταλαβίστικα για να τον εμψυχώσει, μππρ, ψοψου ψου, έλα, έλα, άντε, πρτ, πρτ, ψου ψου, άι παιδί μου, άι λεβέντη μου, μουρουδάκι, μουρουδάκι σου ‘χω φέρει. Ο Θουκυδίδης έκανε κάνα δυο κύκλους γύρω από την κατσίκα κι αυτή όλο και τον καλόβλεπε και μουσουδιάζονταν τα δυο τους. Μουσουδιάζονταν, αλλά ο Θουκυδίδης δεν προχωρούσε παραπέρα.

― Θέλεις τον χρόνο σου, παλληκαράκι μου, θέλεις τον χρόνο σου, λεβέντη μου, του ψιθύρισε ο Ράμπο και κοίταξε δήθεν αδιάφορα προς την αποθήκη, όπου καθόμουν σιωπηλός πάνω σε μια ντάνα από σακιά ιχθυοτροφών.

Είπα να την κάνω, αλλά που να πήγαινα, φοβόμουν μην χαλάσω τη στιγμή, μην ταραχτεί ο Θουκυδίδης που ήταν ευαίσθητος και ήθελε το χρόνο και την ηρεμία του. Τον σεβάστηκα και βολεύτηκα στη θέση μου.
Η Μυρτώ έδειχνε αναστατωμένη, γύρω γύρω τον έφερνε τον Θουκυδίδη και σε ησυχία δεν τον άφηνε. Είδε και αποείδε ο τράγος και την ώρα που έπεφτε ο ήλιος κι ένα απαλό φως δειλινού άρχισε να απλώνεται πάνω από τη λίμνη, ανασηκώθηκε στα δυο πισινά του πόδια και την καβάλησε, ούτε που κουνήθηκε η Μυρτώ, βήμα δεν έκανε.
Ανακουφίστηκα, αλλά μιλιά δεν έβγαλα, κουβέντα δεν είπα, ούτε ένα μπράβο δεν φώναξα, δεν ήξερα πως θα το πάρει ο Θουκυδίδης που δεν γούσταρε ξένους να τον βλέπουν.
Ξάπλωσε η Μυρτώ κατάχαμα στο χόρτο και ο Ράμπο χάιδευε πότε την ξένη γίδα και πότε τον τράγο του μέχρι που ήρθε η Γαρυφαλιά. Από την αποθήκη δεν ξεμύτισα.

― Εντάξει, την κάρφωσε; ρώτησε άνετα η Γαριφαλιά,
― Με τις υγείες σας, δεν τη βλέπεις πώς κάθεται, την αποχαύνωσε τελείως, είπε χαρούμενος ο Ράμπο.
― Είσαι εσύ ένας Ράμπο! Είκοσι;
― Για σένα είκοσι, ξέρεις ότι κανονικά δεν παίρνω τόσα.
― Αχ, είσαι εσύ ένας Ράμπο! Να σε περιμένω στο μανάβικο;
― Αργότερα, περιμένω και της Βιτούλας τη γίδα.
― Σε περιμένω, ε; Μην με στήσεις και πλύσου λίγο, μυρίζεις τραγίλα από χιλιόμετρα.
― Αυτό σε πείραξε εσένα, α; της είπε σαν να θίχτηκε.

Άκουσα την Γαριφαλιά να γελάει φεύγοντας. Ο Ράμπο μου έκανε νόημα να βγω από την αποθήκη, δεν κοίταξα προς τον Θουκυδίδη, ούτε αυτός προς εμένα.

― Είκοσι ευρουδάκια πάει η δουλειά; τον ρώτησα
― Τριάντα, για της Βιτούλας τη γίδα τριάντα θα πάρω, αν και τον βλέπω ανόρεχτο για δεύτερο γύρο. Έχει και αυτή η Βιτούλα μια γίδα στα κακά της τα χάλια, της Γαρυφαλιάς ήταν κούκλα.
― Θα τα καταφέρει αυτός, μην ανησυχείς, τον βεβαίωσα χαμογελώντας, τον βλέπω νταβραντισμένο, εσύ μην ξεχαστείς και δεν πας στο μανάβικο.

Στον δρόμο, βγαίνοντας από τις λεκάνες, συναντήθηκα με τη Βιτούλα και τη γίδα της. Έκαναν πως δε με είδαν.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: