Σε ίδρυμα!
Σε ίδρυμα και ας χρειαστεί και τρίτη δουλειά, παρά αυτή η κόλαση!
Περπάταγε πάνω κάτω νευρικά στα δεκατέσσερα τετράγωνα του διαδρόμου που στρώθηκαν καιρό πριν στο πατρικό της σπίτι. Τα είχε μετρημένα με ακρίβεια απ’ το νηπιαγωγείο. Την επιβεβαίωση της πράξης την είχε δώσει τότε και ο μπαμπάς.
Τώρα ο κύριος Άγγελος χαμογέλαγε πλατιά στη μεγάλη, την πιο περίτεχνη κορνίζα. Δίπλα κάτι φαρδύτερες, πιο απλές, του γάμου ασπρόμαυρη, στο χωριό με το λάστιχο ο αδερφός, διακοπές στο Ναύπλιο μαζί όλοι, εικόνες τόσο μακρινές σαν να φτιάχτηκαν με τεχνητή νοημοσύνη και οι άνθρωποι μέσα εκεί να μην υπήρξαν ποτέ.
Στην ακριανή θέση της σερβάντας, την πρωτιά την είχε κερδίσει η φωτογραφία γενεθλίων με τα τρία αδέρφια. Εκείνη στη μέση. Οι άλλοι δύο, οι μεγαλύτεροι σα σωματοφύλακες στέκονται πλάι και χαμογελούν στη κάμερα. Αυτή προσηλωμένη στη τούρτα, αναμετριέται με τα διάσπαρτα φωτάκια σαν να πρόκειται κάτι σημαντικό να γίνει. Ούτε που θυμάται ποιανού γιορτή ήταν, για πολλά χρόνια, επειδή ήταν η μικρή, την αφήνανε να σβήνει τα κεριά όλων.
Τη κάνατε όλοι, μουρμουρίζει ενώ ρουφά το εργοστασιακό χωρίς να το τινάζει, έτσι που η καύτρα είχε γίνει μεγαλύτερη από το ακάπνιστο. Ο ένας τροφή για τα σκουλήκια, η άλλη γραφείο στην Αθήνα, ο άλλος έχει δύο παιδιά, να μου το λέγανε, σκέφτεται, άμα ήτανε. Πως όποιος γαμηθεί και δεν παντρευτεί ή σπουδάσει ή ψοφήσει εγκαίρως, θα φορτωθεί τη μάνα. Να το ’ξέρα άμα ήτανε, έτσι και εγώ ιατρική θα ’χα βγάλει.
Την ακούει που σκούζει και κοντοστέκεται έξω από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Ο γιατρός παλεύει να την εξετάσει μέσα, ξέρει πολύ καλά τι γίνεται, δεν χρειάζεται να βλέπει.
Θα ’χει μέχρι τώρα καταφέρει να τραβήξει τη βελόνα από το χέρι, με μανία θα ’χει ξεριζώσει το σελοτέιπ, θα τρέχουνε τα αίματα, τα βαμβάκια θα ’χουν κολλήσει νοτισμένα και κόκκινα στο δέρμα που ’χει λασκάρει με τα χρόνια.
Χριστέ μου, σκέφτεται απεγνωσμένη, θα πρέπει να αλλάξω σεντόνια για τρίτη φορά. Κάνει να ρουφήξει άλλη μια, η βουνίσια καύτρα δεν συγκρατιέται άλλο, διαλύεται και το τσιγάρο έχει πλέον σβήσει. Το εκσφενδονίζει στο σκουρόχρωμα πάτωμα και κλείνει με την παλάμη το μισό της πρόσωπο σαν να θέλει να απαγάγει ή καλύτερα να πνίξει τον ίδιο της τον εαυτό ενώ τα ματιά της καρφώνονται στο κενό. Τι δεν μου ’χει κάνει σήμερα, αχ τι δε μου έχει κάνει από το πρωί.
Την κοτόσουπα θες; Με τι πείσμα είχε εσώκλειστα τα χείλη και όταν κατάφερα με τα χίλια ζόρια να της ταΐσω μια κουτάλια μού την έφτυσε πάνω μου; Που με ξύπνησε ουρλιάζοντας από το χάραμα, πάλευε να σηκωθεί μόνη και κόντευε να πέσει και όταν πήγα να τη μαζέψω ξεκίνησε τα καντήλια; Να φύγεις, λέει, από το σπίτι, εσύ δεν ανήκεις εδώ. Μα έννοια σου και θα φύγω μάνα. Τον κόσμο ανάποδα θα γυρίσω μα αυτό το χάλι δεν θα συνεχιστεί.
Αμ το άλλο; Που φώναξα τον Μανόλη το χασάπη, στο θεό σου, τον έβαλα στο σπίτι να τη σηκώσουμε μαζί μπας και καταφέρω να τη λούσω. Την κράταγε αυτός ορθή από τα χέρια, ο μπαλτάς του έχει χτίσει μούσκουλα και ας μη φαίνεται, αυτή να τον βαράει και από κατάρες, άλλο τίποτα, ενώ εγώ την έγδυνα και κάπως έτσι ολοκληρώθηκε η δοκιμασία και τη βάλαμε στην μπανιέρα. Να στέκεται γυμνή κρατώντας την ειδική υποστήριξη αλουμινίου, εγώ να τη σαπουνίζω με ταχύτητα και κίνηση υαλοκαθαριστήρα κι ο Μανόλης να περιμένει μέσα με γυρισμένο το κεφάλι να τη βγάλουμε. Και αυτή να μη βλαστημάει πια, μόνο να κλαίει. να κλαίει, να κλαίει με αναφιλητά σαν μικρό κοριτσάκι και να ντρέπεται. Τι να κάνα, ρε μάνα; Θέαμα θέλω και σε κάνω νομίζεις, αλλά πώς αλλιώς;
Την έντυσε μέσα στη θαμπή μπανιέρα, πάμπερς, βρακί κα νυχτικιά με τη βοήθεια του χασάπη. Η γριά μάνα έσφιγγε στο μπαστούνι τις γροθιές με ένα ακατανίκητο πείσμα καθώς οι φλέβες επέπλεαν γαλάζιες στην επιφάνεια του χεριού της.
Όλα τα δοκίμασα. Έψαξα κάθε επίδομα που θα μπορούσαμε να δικαιούμαστε, τίποτα. Γυναίκα πού να βρω, τόσα που δίνουμε, πώς να έρθει άνθρωπος να δουλέψει; Πώς να ζήσει; Πώς να δουλέψω, ρε μάνα, πού να σ’ αφήσω, κοίτα πώς κλαίει σα μωρό.
Σταμάτα μαμά!, φωνάζει ενώ έκανε νόημα του Μανόλη με το χέρι στο στερνό πως τον ευχαριστεί καθώς εκείνος κλείνει την πόρτα. Προσπάθησε να τη βοηθήσει να περπατήσει. Η μάνα αντιστάθηκε στερεωμένη με δυσκολία στο πι, και αυτή της έβαλε δύναμη στο χέρι να προχωρήσει.
Τότε γύρισε και την κοίταξε απότομα. Κάτω από τα μικροσκοπικά μάτια, στρώσεις σακούλες διαγράφονται στο δέρμα. «Από το θεό θα το βρεις το κακό που μου κάνεις» ξεστομίζει ενώ δοκιμάζει να προχωρήσει μόνη, κουνώντας πεισματάρικα πέρα δώθε το κεφάλι. Κολλημένη από πίσω η κόρη, είχε απλώσει τα χέρια να την πιάσει άμα πέσει.
Τα αδέρφια κάτι στέλνουν μα ζορίζονται και αυτοί, δύο παιδιά έχει ο άλλος και η μεγάλη μας, μόνη στην Αθήνα με παίρνει κάθε μέρα τηλέφωνο μάνα. Όλο λέει θα ’ρθεί το Σαββατοκύριακο μα όλο υπερωρίες και αναβάλλεται.
Ζητιάνεψα. Ζήτησα δανεικά από λυτούς και δεμένους, ό,τι βοήθεια μπόρεσα να βρω. Μίλησα με συγγενείς του παλιού τηλεφωνικού σου καταλόγου που ‘χεις φυλαγμένο στο συρτάρι, ούτε ήξερα ποιοι ήταν καλά καλά. Τι άλλο να ’κανα;
Και εκεί που την έβαλε καθαρή να ξαπλώσει, ηρέμησε λίγο η συνείδησή της πως καθάρισε τη μάνα, στα νιάτα της μύριζε Μυρτώ με λεμόνι σαν την αγκάλιαζαν, κάτι της τρυπά τη μύτη.
Έχει γούστο, σκέφτεται.
Η γριά γυναίκα είχε πράγματι χεστεί πάνω της. Ε, εκεί ήταν που δαιμονίστηκε. Άρχισε να φωνάζει και να απελπίζεται. «Θα φύγω, τέλος. Δεν γίνεται άλλο, απλώς δεν γίνεται. Ίδρυμα και θα δούμε πώς θα το πληρώσουμε.»
Είχε βγει και περίμενε στο σαλόνι. Δέκα τσιγάρα σε πέντε λεπτά όπου τα μισά ατμίζαν άσβηστα στο τασάκι μέχρι που ήρθε ο γιατρός.
Πήγαινε εσύ, του λέει, εγώ δεν αντέχω. Το φάρμακο για την καρδιά το φτύνει μια εβδομάδα τώρα, να ξέρετε, γιατρέ.
Βογγητά από μέσα, τα γνωστά της. Κάτι του λέει μετά, αλλάζει τροπάριο και θέλει κουβέντα, κατεβάζει τόνους, δεν ακούγονται σχεδόν καθόλου πλέον.
H ώρα έχει περάσει και δεν έχει τελειώσει η επίσκεψη, ανησύχησε. Δυναμώνει την τηλεόραση από το σαλόνι και στήνεται έξω από το δωμάτιο. Δεν θέλει να μπει. Μετά από λίγο κολλάει μονάχα το αυτί.
Ακούει που τον λέει Άγγελο, κλασικά τον μπερδεύει με τον πατέρα, εδώ κι εκείνη την μπερδεύει μαζί του. Στις καλές μέρες.
Μισανοίγει την πόρτα και κοιτάει από την κάθετη χαραμάδα. Το μπλε φως της οθόνης από μέσα παρεισφρέει στο δωμάτιο. Ο γιατρός μαζεύει τα ιατρικά του σε ένα τσαντάκι και ετοιμάζεται να βγει ώσπου τον αρπάζει από το χέρι η γριά και τον τραβά με πρωτοφανή δύναμη για την ηλικία της.
«Μη μου το μαλώσεις, Άγγελε, άστο πέντε λεπτά και θα πάω εγώ μετά».
Ο γιατρός την κοιτά συγκαταβατικά χωρίς να μιλά. Εκείνη πάλι αντιλαμβάνεται την απορία του.
«Είναι το μικρό μου. Δεν βλέπεις το φως; Κάθεται κάθε μέρα κρυφά πριν το σχολείο και βλέπει μίκι μάου».