στην Περιστέρα Θεμελή
Τις περισσότερες φορές το όνομα «Σαίξπηρ» με προσεγγίζει διαλυμένο στην πνοή μιας αύρας. Και καθώς ο ίδιος μού είναι στην πραγματικότητα ένα άγνωστο ον, τα διαλυμένα στοιχεία του ονόματός του που έχουν παραμείνει στο νου και την καρδιά μου, όταν η αύρα έχει πλέον προσπεράσει, παίρνουν μπρος στα μάτια μου τις μορφές του Άμλετ, του Οθέλου, του Καίσαρα και του Βρούτου, αυτού του εξοργισμένου γέροντα του Βασιλιά Λιρ, κι όλων των άλλων προσώπων που μας παρουσίασε γενναιόδωρα.
Γι’ αυτή την πνοή της ονειρεμένης αύρας ευγνωμονώ την παλιά μου φίλη Περιστέρα,* γιατί στην πραγματικότητα αυτή ήταν που τη συνέθεσε. Μικρές μαθήτριες της Έκτης Δημοτικού, γυρνώντας από το σχολείο, κάναμε στάση στο «Δέντρο». Κι ενώ το νερό της μαρμαρένιας βρύσης εκεί κελάρυζε δίχως σταματημό, κάτω από τη μεγάλη φλαμουριά μου διηγόταν για τον μαυροφορεμένο Άμλετ και την Οφηλία, που μαδούσε τα άνθη τρελή πια, για ένα Βρούτο που σκότωνε έναν πολυαγαπημένο φίλο κι ένα θυμωμένο κι εξαγριωμένο γέρο που γυρνούσε στις καταιγίδες παρέα μ' έναν τρελό.
Εκείνο τον καιρό προτιμούσα τις διηγήσεις της φίλης μου παρά τα βιβλία που ήταν πρόθυμη να μου δανείσει. Καθώς η αυθεντικότητα και το καλό γούστο με «κατατρέχουν» από παιδί, απέφευγα να διαβάζω αυτές τις εκδόσεις των έργων του Σαίξπηρ, που δεν ήταν άλλο στην πραγματικότητα από κακογραμμένα παραμύθια. Κι έτσι συνέβαινε πάντοτε, όταν ήμουν μακριά της και νοσταλγούσα τις ιστορίες του να καταφεύγω νοερά, στην όμορφη και γλυκιά παιδική φαντασία της.
Συνηθίζω ακόμα να ασχολούμαι κατά καιρούς με τον Σαίξπηρ και μάλιστα όχι με απλές αναγνώσεις των έργων του, παρά με πιο σοβαρή μελέτη· ποτέ όμως δεν μίλησε στην καρδιά μου, όπως η Περιστέρα, για τα έργα του. Κι έτσι έμεινε να τα νιώθω όχι κατευθείαν απ' τον ίδιο, αλλά μέσω τρίτου, με την αύρα που στέλνει προς εμένα η φαντασία ενός παιδιού.
Παρ' ότι η κριτική μου ικανότητα δεν έχει, τώρα, καμία σχέση μ' εκείνη του παιδιού που ήμουν κάποτε, ωστόσο ο Σαίξπηρ παρ’ όλη τη μελέτη έμεινε για μένα στην πραγματικότητα ένας άγνωστος, ακόμα και οι ήρωές του, οι τόσο αληθινοί και γήινοι, ώρες και φορές είναι ακαταλαβίστικοι.
Τέλος πάντων τι είναι αυτό το φαινόμενο που ονομάζεται Σαίξπηρ; Κι αν μαθαίναμε προσωπικά για αυτόν, τι θα άλλαζε για το έργο του;
Πρέπει βέβαια εξαρχής να ξεκαθαρίσουμε ότι αληθινή βιογραφία του Σαίξπηρ δεν υπάρχει. Όσες υπάρχουν κι όσες θα υπάρξουν, απλώς θα αποτίνουν φόρο τιμής στον ποιητή και τίποτε άλλο. Γεννήθηκε και πέθανε στο Στράτφορντ και οι μεταξύ αυτών των γεγονότων ημέρες ήταν όλες δικές του!
Έχουμε όμως κάτι πιο χειροπιαστό, τα έργα του, κι είναι πολλά και συνταρακτικά, ώστε να μπορούν να δαμάσουν την περιέργειά μας ως προς τα γεγονότα της πραγματικής του ζωής.
Δεν αξίζει να ασχοληθούμε εδώ με τις κατά φαντασίαν βιογραφίες του, κι όλα αυτά τα γεγονότα που κάνουν νύξεις για τη ζωή και τις πράξεις του, τις πραγματικές. Άλλωστε δε θα ωφελήσει σε τίποτε το έργο του, δε θα του προσδώσει περισσότερη αξία, αν καταπιαστούμε διεξοδικά με όλα αυτά τα υποτιθέμενα που τον περιέβαλαν στην εποχή του και βγάλουμε επίπονα τα συμπεράσματά μας.
Ο Σαίξπηρ κατά πώς φαίνεται είναι το έργο του. Ένα έργο που έδωσε στον ποιητή φήμη τόσο μεγάλη, ώστε ενίοτε μας βάζει στον πειρασμό να την αμφισβητούμε.
Η αιώνια απορία που ταλανίζει τον κόσμο της κριτικής, είναι αν ο ελισαβετιανός ποιητής είναι αντικειμενικός ή υποκειμενικός.
Ο Κόουλριτζ πίστευε ότι ο Σαίξπηρ ήταν σαν τον Όμηρο, αλλά δεν είχε την αντικειμενικότητα του Ομήρου, παρά μια «ειδικού τύπου» υποκειμενικότητα, την υποκειμενικότητα της persona ή της persona tragica (του προσωπείου ή του δραματικού χαρακτήρα). Διότι οι χαρακτήρες του διαγράφονταν όχι βάσει συγκεκριμένων ατομικών χαρακτήρων, αλλά με απλή δύναμη του στοχασμού. Δεν ήταν αυτός ο ίδιος οι ήρωές του, αλλά με μεμονωμένα στοιχεία του εαυτού του δημιουργούσε ολόκληρους χαρακτήρες.
Η κριτική του Κόουλριτζ είχε τις βάσεις της σε φιλοσοφικούς στοχασμούς οι οποίοι και την στήριζαν αξιόπιστα. Σύμφωνα με το σύστημά του λοιπόν, «ο Σαίξπηρ μιμείται όχι τη natura naturata,¹ τη δική του φύση ως ατόμου, αλλά τη natura naturans,² την καθολική δυνατότητα, της οποίας ο ίδιος, η προσωπική του ύπαρξη δεν είναι παρά μία μόνο εκδοχή». Του αποδίδει δηλαδή, την αναλογία της σχέσης του Θεού με τη δημιουργία του.³
Ο Ουίλιαμ Χάζλιτ πίστευε, όπως και ο Κόουλριτζ, ότι στα έργα του Μίλτωνα
«ανιχνεύονται οι διαθέσεις και οι απόψεις του ποιητή», αλλά ότι ο Σαίξπηρ, μόνος μεταξύ των ποιητών έχει «τη δύναμη να μεταμορφώνεται κατά το δοκούν σε ο,τιδήποτε επιθυμεί... είναι ο Πρωτέας της ανθρώπινης διάνοιας».
Και ο Κιτς, που θαύμαζε τον Χάζλιτ και παρακολούθησε τις διαλέξεις του για τον Σαίξπηρ, εξέφρασε με παρόμοιους όρους την απροσωπία του. «Η μεγαλοφυία του Σαίξπηρ είναι μια έμφυτη καθολικότητα. Η ανθρώπινη διάνοια σωριάστηκε πρηνής μπροστά στο ψυχρό και βασιλικό βλέμμα του». Ο Κιτς διεύρυνε αυτή την ιδιότητα για να ορίσει τον ποιητικό χαρακτήρα εν γένει: «Δεν έχει ατομική υπόσταση ― δεν έχει χαρακτήρα, είναι τα πάντα και τίποτα. Ο ποιητής δεν έχει ταυτότητα ― εμψυχώνει συνεχώς ένα άλλο σώμα».