Λίγα για τον Σαίξπηρ



στην Περιστέρα Θεμελή

Τις περισσότερες φορές το όνομα «Σαίξπηρ» με προσεγγίζει διαλυμένο στην πνοή μιας αύρας. Και καθώς ο ίδιος μού είναι στην πραγματικότητα ένα άγνωστο ον, τα διαλυμένα στοιχεία του ονόματός του που έχουν παραμείνει στο νου και την καρδιά μου, όταν η αύρα έχει πλέον προσπεράσει, παίρνουν μπρος στα μάτια μου τις μορφές του Άμλετ, του Οθέλου, του Καίσαρα και του Βρούτου, αυτού του εξοργισμένου γέροντα του Βασιλιά Λιρ, κι όλων των άλλων προσώπων που μας παρουσίασε γενναιόδωρα.
Γι’ αυτή την πνοή της ονειρεμένης αύρας ευγνωμονώ την παλιά μου φίλη Περιστέρα,* γιατί στην πραγματικότητα αυτή ήταν που τη συνέθεσε. Μικρές μαθήτριες της Έκτης Δημοτικού, γυρνώντας από το σχολείο, κάναμε στάση στο «Δέντρο». Κι ενώ το νερό της μαρμαρένιας βρύσης εκεί κελάρυζε δίχως σταματημό, κάτω από τη μεγάλη φλαμουριά μου διηγόταν για τον μαυροφορεμένο Άμλετ και την Οφηλία, που μαδούσε τα άνθη τρελή πια, για ένα Βρούτο που σκότωνε έναν πολυαγαπημένο φίλο κι ένα θυμωμένο κι εξαγριωμένο γέρο που γυρνούσε στις καταιγίδες παρέα μ' έναν τρελό.
Εκείνο τον καιρό προτιμούσα τις διηγήσεις της φίλης μου παρά τα βιβλία που ήταν πρόθυμη να μου δανείσει. Καθώς η αυθεντικότητα και το καλό γούστο με «κατατρέχουν» από παιδί, απέφευγα να διαβάζω αυτές τις εκδόσεις των έργων του Σαίξπηρ, που δεν ήταν άλλο στην πραγματικότητα από κακογραμμένα παραμύθια. Κι έτσι συνέβαινε πάντοτε, όταν ήμουν μακριά της και νοσταλγούσα τις ιστορίες του να καταφεύγω νοερά, στην όμορφη και γλυκιά παιδική φαντασία της.
Συνηθίζω ακόμα να ασχολούμαι κατά καιρούς με τον Σαίξπηρ και μάλιστα όχι με απλές αναγνώσεις των έργων του, παρά με πιο σοβαρή μελέτη· ποτέ όμως δεν μίλησε στην καρδιά μου, όπως η Περιστέρα, για τα έργα του. Κι έτσι έμεινε να τα νιώθω όχι κατευθείαν απ' τον ίδιο, αλλά μέσω τρίτου, με την αύρα που στέλνει προς εμένα η φαντασία ενός παιδιού.
Παρ' ότι η κριτική μου ικανότητα δεν έχει, τώρα, καμία σχέση μ' εκείνη του παιδιού που ήμουν κάποτε, ωστόσο ο Σαίξπηρ παρ’ όλη τη μελέτη έμεινε για μένα στην πραγματικότητα ένας άγνωστος, ακόμα και οι ήρωές του, οι τόσο αληθινοί και γήινοι, ώρες και φορές είναι ακαταλαβίστικοι.
Τέλος πάντων τι είναι αυτό το φαινόμενο που ονομάζεται Σαίξπηρ; Κι αν μαθαίναμε προσωπικά για αυτόν, τι θα άλλαζε για το έργο του;
Πρέπει βέβαια εξαρχής να ξεκαθαρίσουμε ότι αληθινή βιογραφία του Σαίξπηρ δεν υπάρχει. Όσες υπάρχουν κι όσες θα υπάρξουν, απλώς θα αποτίνουν φόρο τιμής στον ποιητή και τίποτε άλλο. Γεννήθηκε και πέθανε στο Στράτφορντ και οι μεταξύ αυτών των γεγονότων ημέρες ήταν όλες δικές του!
Έχουμε όμως κάτι πιο χειροπιαστό, τα έργα του, κι είναι πολλά και συνταρακτικά, ώστε να μπορούν να δαμάσουν την περιέργειά μας ως προς τα γεγονότα της πραγματικής του ζωής.
Δεν αξίζει να ασχοληθούμε εδώ με τις κατά φαντασίαν βιογραφίες του, κι όλα αυτά τα γεγονότα που κάνουν νύξεις για τη ζωή και τις πράξεις του, τις πραγματικές. Άλλωστε δε θα ωφελήσει σε τίποτε το έργο του, δε θα του προσδώσει περισσότερη αξία, αν καταπιαστούμε διεξοδικά με όλα αυτά τα υποτιθέμενα που τον περιέβαλαν στην εποχή του και βγάλουμε επίπονα τα συμπεράσματά μας.
Ο Σαίξπηρ κατά πώς φαίνεται είναι το έργο του. Ένα έργο που έδωσε στον ποιητή φήμη τόσο μεγάλη, ώστε ενίοτε μας βάζει στον πειρασμό να την αμφισβητούμε.
Η αιώνια απορία που ταλανίζει τον κόσμο της κριτικής, είναι αν ο ελισαβετιανός ποιητής είναι αντικειμενικός ή υποκειμενικός.
Ο Κόουλριτζ πίστευε ότι ο Σαίξπηρ ήταν σαν τον Όμηρο, αλλά δεν είχε την αντικειμενικότητα του Ομήρου, παρά μια «ειδικού τύπου» υποκειμενικότητα, την υποκειμενικότητα της persona ή της persona tragica (του προσωπείου ή του δραματικού χαρακτήρα). Διότι οι χαρακτήρες του διαγράφονταν όχι βάσει συγκεκριμένων ατομικών χαρακτήρων, αλλά με απλή δύναμη του στοχασμού. Δεν ήταν αυτός ο ίδιος οι ήρωές του, αλλά με μεμονωμένα στοιχεία του εαυτού του δημιουργούσε ολόκληρους χαρακτήρες.
Η κριτική του Κόουλριτζ είχε τις βάσεις της σε φιλοσοφικούς στοχασμούς οι οποίοι και την στήριζαν αξιόπιστα. Σύμφωνα με το σύστημά του λοιπόν, «ο Σαίξπηρ μιμείται όχι τη natura naturata,¹ τη δική του φύση ως ατόμου, αλλά τη natura naturans,² την καθολική δυνατότητα, της οποίας ο ίδιος, η προσωπική του ύπαρξη δεν είναι παρά μία μόνο εκδοχή». Του αποδίδει δηλαδή, την αναλογία της σχέσης του Θεού με τη δημιουργία του.³
Ο Ουίλιαμ Χάζλιτ πίστευε, όπως και ο Κόουλριτζ, ότι στα έργα του Μίλτωνα

«ανιχνεύονται οι διαθέσεις και οι απόψεις του ποιητή», αλλά ότι ο Σαίξπηρ, μόνος μεταξύ των ποιητών έχει «τη δύναμη να μεταμορφώνεται κατά το δοκούν σε ο,τιδήποτε επιθυμεί... είναι ο Πρωτέας της ανθρώπινης διάνοιας».

Και ο Κιτς, που θαύμαζε τον Χάζλιτ και παρακολούθησε τις διαλέξεις του για τον Σαίξπηρ, εξέφρασε με παρόμοιους όρους την απροσωπία του. «Η μεγαλοφυία του Σαίξπηρ είναι μια έμφυτη καθολικότητα. Η ανθρώπινη διάνοια σωριάστηκε πρηνής μπροστά στο ψυχρό και βασιλικό βλέμμα του». Ο Κιτς διεύρυνε αυτή την ιδιότητα για να ορίσει τον ποιητικό χαρακτήρα εν γένει: «Δεν έχει ατομική υπόσταση ― δεν έχει χαρακτήρα, είναι τα πάντα και τίποτα. Ο ποιητής δεν έχει ταυτότητα ― εμψυχώνει συνεχώς ένα άλλο σώμα».



Λίγα για τον Σαίξπηρ



Από το 1780 έως το 1830 περίπου, ο Σαίξπηρ περνάει από τη σφαίρα της φυσιολογικής αξιολόγησης σ' αυτό που οι σύγχρονοι φυσικοί επιστήμονες ονομάζουν «μοναδικότητα». Οποιαδήποτε αρνητική κριτική για το έργο του ήταν βλασφημία.
Ωστόσο, κατά το παράδειγμα του Τολστόι, διακινδυνεύουμε μια αρνητική ανάγνωση του μεγάλου ελισαβετιανού.
Ο Τολστόι, που όλοι γνωρίζουμε το είδος του συγγραφέα που υπήρξε, ασχολήθηκε με τον ποιητή στο δοκίμιό του «Τι είναι τέχνη». Περισσότερο τον απασχόλησε ο Σαίξπηρ του Βασιλιά Λιρ.
Γενικώς. το δοκίμιό του περί τέχνης δεν είναι ό,τι καλύτερο στο είδος του, γιατί είναι κάπως μπερδεμένα τα πράγματα ως προς την ουσία της Τέχνης, τη σχέση της με την κοινωνία και του καλλιτέχνη με την Τέχνη και την κοινωνία. Ο Τολστόι υπήρξε πολύ μεγάλος συγγραφέας και βλέπει την Τέχνη από τη σκοπιά του, αλλά καλύτερα αυτά που πιστεύει γι' αυτήν εκφράζονται στα έργα του, παρά σ' αυτό το δοκίμιο. Τα έργα του Σαίξπηρ, για τον Τολστόι, είναι κατά βάση «ανήθικα». Δεν προσφέρουν τίποτε στον αναγνώστη και μάλλον δεν βρίσκει και καμιά ωφέλεια στο να παίζονται τέτοια έργα στο θέατρο.
Πάει ο νους μας στον δικό μας Πλάτωνα, που εξόρισε, ή μάλλον είχε τη διάθεση να εξορίσει από την Πολιτεία του τους ποιητές.
Μπορεί να υπάρχει κάποια βάση σ' αυτό, γιατί η Μήδεια του Ευριπίδη, επί παραδείγματι, τι έχει να διδάξει ένα παιδί, ένα νέο ή ακόμη κι έναν ενήλικα; Πάθη, πάθη, πάθη. Λογοκρισία της Τέχνης λοιπόν; Ίσως, λογοκρισία υπό όρους; Η Τέχνη βοηθά στην ηθική τελείωση του ανθρώπου; Για ποιου είδους ηθική μιλάμε; «L' art pour l' art»⁴ (η τέχνη για την Τέχνη): ο Τολστόι δεν την κατάλαβε και δεν την ασπάστηκε, τη θεώρησε άχρηστη και ανήθικη αυτή την άποψη. Όσο για τον Βασιλιά Λιρ το θεωρεί πολύ κακό δράμα, περίεργο, χωρίς βάση και γελοίο. Ο Σαίξπηρ, είναι αλήθεια, χρησιμοποιεί πολύ τραβηγμένες σκηνές σε πολλά από τα έργα του, και στον Βασιλιά Λιρ πολλά μας παραξενεύουν κατά την εξέλιξη της υπόθεσης. Μήπως ετοίμαζε ένα Μπέκετ; Αν σκεφτούμε την εικονική αυτοκτονία του τυφλού Γκλόστερ, μας παραπέμπει στον Μπέκετ.
Ο Σαίξπηρ κατά βάσιν είναι ένας ρεαλιστής, ένας ποιητής της πραγματικότητας, ίσως και της πραγματικότητας που ζούμε, αν αναλογιστούμε τα έργα του που σχεδόν όλα αναφέρονται στην εξουσία.
Είναι λοιπόν ένας πολιτικός συγγραφέας ; Ο Νίτσε στο δεύτερο βιβλίο της Χαρούμενης επιστήμης του, προς τιμήν του Σαίξπηρ αναφέρει: «Το ύψος στο οποίο τοποθετεί τον Καίσαρα είναι η υψηλότερη τιμή που μπορούσε να κάνει στο Βρούτο. Μόνο έτσι διογκώνει υπέρμετρα τόσο το ενδόμυχο πρόβλημα του Βρούτου όσο και την ψυχική του δύναμη που τον έκανε να κόψει αυτόν τον "Γόρδιο δεσμό". Μήπως ήταν η πολιτική ελευθερία εκείνη που έκανε τον Σαίξπηρ να συμπαθήσει τον Βρούτο ― και να γίνει συνένοχος τού Βρούτου; Ή μήπως ήταν η πολιτική ελευθερία μόνο μια συμβολική γλώσσα για κάτι ανέκφραστο;»
Λέγονται πολλά για τις πολιτικές πεποιθήσεις του· πάνω απ' όλα όμως είναι ένας μεγάλος συγγραφέας και σαν τέτοιος διάλεξε σπουδαίες υποθέσεις για τα έργα του. Παρ' όλα αυτά δεν είναι ένας «κλασικός».
Ο φιλόσοφος Βιτγκενστάιν αναρωτήθηκε γιατί ο Σαίξπηρ δεν του λέει τίποτα. Είχε μάλλον κατά νου τον στίχο από τον Χαμένο Παράδεισο του Μίλτωνα, όταν έλεγε ότι ένας ποιητής δεν μπορεί να πει «τραγουδώ σαν τα πουλιά», για τον Σαίξπηρ όμως ισχύει το «τραγουδώντας ξύλινες νότες άγρια». Ασχολούμενος με τη θεωρία του Φρόιντ για τα όνειρα, συμπέρανε ή μάλλον παρομοίασε τα έργα του με τα όνειρα: «Το σύνολο των έργων του Σαίξπηρ δημιουργεί μια δική του γλώσσα. Με άλλα λόγια είναι εντελώς μη ρεαλιστικός (όπως ένα όνειρο).»
Ο Σαίξπηρ είναι για όποιον τον μελετάει ο γενναιόδωρος τεχνίτης της γλώσσας, η οποία σύμφωνα με το φιλοσοφικό έργο του Βιτγκενστάιν Tractatus logico philosophicus είναι τα όρια του κόσμου μας.


Λίγα για τον Σαίξπηρ



Δεν υπάρχει σχεδόν καμία συνιστώσα των έργων και των ημερών των ανθρώπων, την οποία να μην έχει απεικονίσει στη γλώσσα, να μην έχει ρίξει πάνω της το περιγραφικό δίχτυ τού απαράμιλλου λεξιλογικού και γραμματικού του πλούτου. Χειριστής σχεδόν τριάντα χιλιάδων λέξεων (ο κόσμος του Ρακίνα είναι κτισμένος με το ένα δέκατο αυτού του αριθμού), ο Σαίξπηρ περισσότερο από κάθε άλλο ανθρώπινο ον, έχει κάνει τον κόσμο να νιώθει άνετα μέσα στη λέξη. Είναι μία ιδιοφυία της επικοινωνίας.
Αλλά φτάνει αυτό; Μπορεί να τον καταστήσει έναν Dichter⁵ (ποιητή), κάποιον που, σύμφωνα με τον γερμανικό ιδεαλισμό, δεν είναι απλά ένας ποιητής παρά ένας «ομιλητής της αλήθειας», ένας ηθικός φορέας, ένας φύλακας μιας ανθρωπότητας που λόγω της σύγχυσής της βρίσκεται διαρκώς σε κίνδυνο.
Ο Βιτγκενστάιν δεν δέχεται την a priori μοναδικότητα του Σαίξπηρ όπως παρουσιαζόταν στη γερμανική παιδεία που έλαβε στη Βιέννη, κι εκτός αυτού μεγάλωσε μέσα στη μουσική.⁶ Δεν μπορεί να συγκρίνει τη μεγάλη καρδιά του Μπετόβεν με τον Σαίξπηρ. Ο Μπετόβεν είναι ένας πραγματικός Dichter, υπάρχει και κινείται σαν τέτοιος έξω από τα όρια του κόσμου μας με τη μουσική του, σ' αυτές τις υπερβατικές σφαίρες όπου δεν επιτρέπεται η προφορική ομιλία.
Είναι ο Σαίξπηρ κλασικός; Ο Μάθιου Άρνολντ, την εποχή της «μοναδικότητας» του ποιητή, έκανε την παράτολμη διαπίστωση ότι αυτός δεν δίδαξε την ποίηση, παρά δημιούργησε μόνο μιμητές. Κι έτσι για πάρα πολύ καιρό ο αγγλικός στίχος έπασχε από «σαιξπηρομανία», χωρίς καμιά εξέλιξη.
Τα γνωρίσματα του κλασικού είναι αυτά των αρχαίων Ελλήνων, του Βιργίλιου και του Δάντη. Την εξαιρετική λιτότητά τους στην έκφραση του κάθε πράγματος, ο Σαίξπηρ δεν τη γνωρίζει.
Ο F.W. Schelling στη Δραματική ποίηση αναφέρει: «Δεν υπάρχει τίποτα ανθρώπινο που να μην έθιξε ο Σαίξπηρ, το θίγει όμως μόνο στα επί μέρους, καθώς οι Έλληνες το έθιξαν στην ολότητά του.
Τα στοιχεία της ανθρώπινης φύσης από τα ανώτερα έως τα κατώτερα υπάρχουν διάσπαρτα σ' αυτόν: Γνώριζε το παν, κάθε πάθος, κάθε φρόνημα, τη νεότητα και το γήρας, τον βασιλέα και τον ποιμένα.
Από την ακολουθία των έργων του θα μπορούσε κανείς να ανασυστήσει την αφανισμένη γη. Μόνο εκείνη η αρχαία λύρα μάγευε με τέσσερις τόνους ολόκληρο τον κόσμο. Το νέο όργανο είναι χιλιόχορδο, κερματίζει την αρμονία του σύμπαντος προκειμένου να τη δημιουργήσει και γι’ αυτό είναι πάντοτε λιγότερο κατευναστικό για την ψυχή. Η αυστηρή ομορφιά που καταπραΰνει τα πάντα μπορεί να συνίσταται μόνο στην απλότητα».
Πολλοί βασίζουν την άποψη ότι είναι φιλόσοφος, απαριθμώντας όλους τούς χαρακτηρισμούς που του προσδίδουν: Αντικειμενικός, απρόσωπος, καθολικός κ.λπ. Αλλά η διάθεση η πνευματική του Σαίξπηρ είναι τελείως αντίθετη από του φιλοσόφου. Ο τελευταίος υποτάσσει το συναίσθημα και το θέαμα της ζωής στην σκέψη, που τα συλλαμβάνει και τα εξηγεί, λύνοντας διαλεκτικά τις αντιθέσεις, άλλοτε με τη μία κι άλλοτε με την άλλη αρχή. Ενώ ο Σαίξπηρ τα συλλαμβάνει και τα αποδίδει στη ζωική τους κινητικότητα, αγνοώντας κριτικές και θεωρίες, και τα λύνει αποκλειστικά μέσα στη σαφήνεια της αναπαράστασης.
Το ότι σε μερικά από τα έργα του γίνονται «φιλοσοφικές νύξεις» οι οποίες παραμένουν άλυτες, δεν τον καθιστούν φιλόσοφο, ίσως ελάχιστα προφιλόσοφο π.χ.

Γερτρούδη: Γιατί σου φαίνεται ιδιαίτερα σκληρός ο θάνατος του πατέρα σου;
Άμλετ: Φαίνεται; όχι Κυρία, είναι. Δεν ξέρω εγώ το φαίνεται. (Άμλετ).

Σε σχέση με τον Άμλετ, ο Οιδίπους τύραννος του Σοφοκλή είναι πραγματικά μια τραγωδία του «είναι και του φαίνεσθαι», για τα οποία ο Σαίξπηρ απλώς κάνει νύξη.

τίς γάρ, τίς ἀνὴρ πλέον
τᾶς εὐδαιμονίας φέρει
ἢ τοσοῦτον ὅσον δοκεῖν
καὶ δόξαντ᾽ ἀποκλῖναι;
[ Οιδίπους τύραννος, στ. 1189-1192 ]

Γιατί ποιος άνθρωπος, ποιος,
την ευτυχία χαίρεται αλλιώς
παρά σα μια ονειροφαντασιά,
που αφού θα την ονειρευτεί
γυρνάει και φεύγει.
(Μτφρ. Ι.Ν. Γρυπάρης)

Αυτού του είδους οι φιλοσοφικές νύξεις, ελάχιστες μεν αλλά που υπάρχουν όντως στο έργο του, στην πραγματικότητα δεν μας οδηγούν πουθενά. Κι αν φύγουν απ' το κείμενο ως διά μαγείας, δεν θ' αφήσουν κανένα κενό ώστε να γίνει αντιληπτή η έλλειψή τους ή να χάσουν οι εναπομείναντες στίχοι το νόημά τους. Άλλωστε η φιλοσοφία δεν είναι κάτι που το συναντάς εύκολα και τυχαία στο δρόμο σου ή έρχεται αυτή ξαφνικά κατά πάνω σου. Αυτό το αιώνιο ερώτημα για την ύπαρξη μπορεί να εμφανίστηκε πρώτα-πρώτα υπό την μορφή ποιήματος, από τον Παρμενίδη, ωστόσο δεν μπορεί κάθε ποιητής που απλώς γνωρίζει την ύπαρξη των φιλοσοφικών ερωτημάτων, αλλά δεν επιζητεί την λύση τους, να ονομαστεί ποιητής-φιλόσοφος.
Αλλά μιας και βρεθήκαμε στο πεδίο δράσης του Άμλετ, ας παραμείνουμε για λίγο κι ας δούμε αυτόν τον τόσο μοιραίο ήρωα, που όλοι αγαπήσαμε και που θα αγαπιέται και στο μέλλον καθώς θα «εμφανίζεται» κάθε φορά με κάποιο απ' τα πολλά πρόσωπά του. Διότι οι Άμλετ είναι πολλοί, αλλά ο ρόλος που καλείται να υποδυθεί ο καθένας τους, παραμένει ο ίδιος αν και κατά βάθος σκοτεινός και άλυτος.
Το να αναφερόμαστε στη δράση του Άμλετ μάλλον μοιάζει με ειρωνεία, αφού καμιά δράση δεν του ταιριάζει.
Είναι ένας φοιτητής της φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Βιτεμβέργης και σαν διανοούμενος αναρωτιέται για πολλά. Εκείνο που τον χαρακτηρίζει δεν είναι τόσο η αβουλία του ή η απραξία του, αλλά η αδυναμία του να εννοήσει έναν κόσμο τόσο φτωχό σε αισθήματα ψεύτικο και χαμερπή. Κι αισθανόμενος μετέωρος ανάμεσα σ' αυτόν τον κόσμο τον αξιοθαύμαστο και συγχρόνως σ' αυτόν τον κόσμο – φυλακή, αναρωτιέται αν αξίζει να πράττει κανείς ή όχι.

To be or not to be?


Λίγα για τον Σαίξπηρ




Καθώς οι εποχές διαδέχονται η μία την άλλη κι ο καιρός περνά, οι Άμλετ μελετούν και σπουδάζουν ανάλογες θεωρίες και φιλοσοφίες. Έχουμε τον Άμλετ που έχει διαβάσει Μονταίνιο ή τον Άμλετ που έχει διαβάσει Νίτσε ή Μαρξ. Αλλά αυτό δεν μπορεί να δώσει κάποια λύση στη μεγάλη απορία του. Πολλοί τον θεώρησαν αποτυχημένο ήρωα του Σαιξπηρ.⁷ Άλλοι πίστεψαν, ότι ο Άμλετ είναι ο ίδιος ο Σαίξπηρ.⁸
Το σίγουρο είναι ότι το κύριο πρόσωπο, αυτό που ανοίγει και κλείνει το δράμα του Άμλετ είναι ο Φορτεμπράς, ο Νορβηγός πρίγκιπας.
Είναι λοιπόν αυτός η αποτυχία του Σαίξπηρ, ή είναι ακριβώς αυτό που φαντάστηκε και απέδωσε κατά γράμμα; Δεν το γνωρίζει κανείς. Αλλά ένα είναι σίγουρο, πως ο ποιητής δεν φαντάστηκε ποτέ ότι τελικά οι Γκίλντενστερν και οι Ρόζενκραντς, αυτοί οι άσχετοι, θα κυβερνούν αυτούς που σαν νέοι Άμλετ θα αναρωτιούνται και θα χασομερούν για την τύχη αυτού του κόσμου, και για το μοιραίο της ύπαρξής του.

Γκίλντενστερν: Ω αφέντη μου, τόσο τολμηρό είναι το σέβας μου, τόσο αδιάκριτη η αγάπη μου.
Άμλετ: Αυτό δεν το πολυκαταλαβαίνω. Δεν παίζεις τούτο το σουραύλι;
Γκίλντενστερν: Αφέντη μου, δεν ξέρω.
Άμλετ: Σε παρακαλώ.
Γκίλντενστερν: Πίστεψέ με δεν ξέρω.
Άμλετ: Κάνε μου τη χάρη.
Γκίλντενστερν: Δεν ξέρω ούτε να το πιάσω αφέντη μου.
Άμλετ: Είναι εύκολο σαν το ψέμα: Κυβέρνησε αυτές τις τρύπες με τα δάχτυλά σου, φύσηξε με το στόμα σου και θα σου λαλήσει εκφραστικότατη μουσική. Να εδώ είναι τα κλειδιά.
Γκίλντενστερν: Μα αυτά δεν μπορώ να τα κυβερνήσω, ώστε να βγάλουν αρμονία. Δεν ξέρω την τέχνη.
Άμλετ: Ε, βλέπεις τώρα για πόσο τιποτένιο πράμα μ' έχεις! Θες να με παίξεις; Κάνεις σαν να ξέρεις τα κλειδιά μου. Θες να ξεριζώσεις την καρδιά του μυστικού μου. Θες να με κάνεις να βγάλω ήχο απ' όλη τη διαπασών μου από τη βάση μου ως την ψηλότερη νότα. Κι εδώ 'ναι πολλή μουσική, εξαιρετική φωνή στο μικρό τούτο όργανο. Κι όμως δεν μπορείς να το κάνεις να λαλήσει. Τι διάτανο, θαρρείς πως παίζομαι εγώ ευκολότερα κι από ’να σουραύλι; Πες με ό,τι όργανο θέλεις, να με φας μπορείς, να με παίξεις δεν μπορείς. (Άμλετ).

Παρ' όλες τις ωμότητες στην έκφρασή του, που θα τις ζήλευε κι ένας σουρεαλιστής ― π.χ. στον Άμλετ:

Κλαύδιος: Λοιπόν Άμλετ, που ’ναι ο Πολώνιος;
Άμλετ: Στο δείπνο
Κλαύδιος: Στο δείπνο πού;
Άμλετ: Όχι όπου τρώει, παρ' όπου τρώγεται!

Ή στον Οθέλο:

Ιάγος: Διάτανε! Κύριε, είσαι από κείνους που δε θέλουν να δουλέψουν θεό, αν τους το διατάζει ο διάβολος. Εμείς ερχόμαστε να σου προσφέρουμε υπηρεσία κι εσύ λες πως είμαστε τραμπούκοι. Θες την κόρη σου να τη βατεύει ένα μπαρμπαρέζικο άλογο, θες τα εγγόνια σου να σου χλιμιντράν, νά 'χεις ξαδέρφια σου άλογα της καβάλας και συγγενείς σου γομάρια;
Βραβάντιος: Τι πρόστυχος χαμένος είσ' εσύ;
Ιάγος: Είμαι, κύριε, ένας που έρχεται να σου ειπεί πως η κόρη σου κι ο Μαύρος κάνουν τώρα το χτήνος με τις δύο ράχες.

ο Σαίξπηρ υπήρξε πολύ γλυκός με τον μαύρο Οθέλο και τον Εβραίο Σάιλοκ. Προβάλλει την πρωτόγονη ευγένεια των αισθημάτων του Οθέλου, κι αναγνωρίζει στον Σάιλοκ την ομοιότητά του με τους άλλους ανθρώπους. Δεν ήταν ρατσιστής. Παρουσίασε τους ρατσιστές και τις πλανερές απόψεις τους, αλλά ξεκαθάρισε το θέμα της μειονότητας.

Θα μπορούσαμε να χαθούμε μέσα στο άπειρο του Σαίξπηρ που έχει κατοικία του αυτόν τον κόσμο τον πραγματικό, που δεν άφησε ούτε ένα μόριό του δίχως να μας το παρουσιάσει
Είναι γι’ αυτόν που ο Χάζλιτ έγραψε τον ορισμό της ποίησης. «Η ποίηση είναι απλά η υψηλότερη ευγλωττία του πάθους, η πιο ζωντανή μορφή έκφρασης που μπορεί να δοθεί στην αντίληψη που έχουμε οποιουδήποτε πράγματος, είτε ευχάριστου είτε επώδυνου, κακόβουλου ή αξιοπρεπούς, απολαυστικού ή δυσάρεστου.
Είναι η τέλεια σύμπτωση της εικόνας με τη λέξη και το συναίσθημα που έχουμε, το οποίο δεν μπορούμε να ξεφορτωθούμε με κανένα άλλο τρόπο, που δίνει μια στιγμιαία ικανοποίηση στην σκέψη».
Ο Σαίξπηρ σαν μεγάλος ποιητής δεν εγκαταλείπει ποτέ τις μεγάλες αντιπαραθέσεις. Μόνο που τις διευθετεί διαφορετικά. Στους άρχοντες της φεουδαρχίας που αλληλοσφάζονται, αντιπαραθέτει την δονκιχωτική μορφή απ' την ανάποδη, του Φάλσταφ. Στον Ερρίκο Δ' που χαρακτηρίζεται ως ανοιχτόκαρδο έργο, ο Σερ Τζον Φάλσταφ δεν προσωποποιεί μόνο τη λαχτάρα της ζωής στην Αναγέννηση, το βροντώδες γέλιο της απέναντι στον ουρανό και την κόλαση, στο στέμμα και σε όλες τις άλλες βασιλικές παρανομίες. Ο χοντρός ιππότης έχει μια σοφία και πείρα πληβείου. Δεν θα αφήσει την ιστορία να τον καταβροχθίσει, την χλευάζει.
Υπάρχουν δύο θαυμάσιες σκηνές στον Ερρίκο Δ'. Στην πρώτη, ο Φάλσταφ, που μόλις ονομάστηκε λοχαγός, πηγαίνει με τους άνδρες του να συναντήσει το στράτευμα. Έχει στρατολογήσει σακάτηδες, κουρελήδες και διακονιάρηδες, γιατί όσοι είχαν χρήματα γλύτωσαν τη στρατολόγηση. Ο νεαρός πρίγκιπας μένει εμβρόντητος στη θέα αυτού του στρατού, αλλά ο Φάλσταφ ψύχραιμος αποκρίνεται.

Φάλσταφ: Τσα, τσα. Καλοί για πιρούνισμα, ταγή του κανονιού, ταγή του κανονιού. Σου καλογιομίζουν τάφο όσο κι οι καλύτεροι.
Αμ' τι παιδί μου ανθρώποι θνητοί, ανθρώποι θνητοί.

Μια σκηνή που θα ταίριαζε όπως είναι σ' ένα έργο του Μπρεχτ.

Η δεύτερη σκηνή παρουσιάζει τον Φάλσταφ στο πεδίο της μάχης. Κοιτάζει γύρω του για την πιο καλή κρυψώνα και μονολογεί:

Φάλσταφ: Τι είναι λοιπόν τιμή; Μια λέξη. Τι είναι αυτή η λέξη τιμή; Αέρας κοπανιστός. Ωραίος λογαριασμός. Ποιος την έχει; Εκείνος που πέθανε την Τετράδη. Την αισθάνεται; Όχι. Την ακούει; Τίποτα. Είναι αναίσθητο πράμα λοιπόν; Βέβαια, στους νεκρούς. Μα δε ζει με τους ζωντανούς; Όχι. Γιατί; Η αβανιά δεν αφήνει. Λοιπόν ας πάει στο καλό. Η τιμή είναι τίποτα παρά φανταχτερή μουτζούρα. Κι έτσι εδώ τελειώνει η κατήχησή μου. (Ερρίκος Δ')

Ο Σαίξπηρ δεν γνωρίζει ζωή άλλη απ' αυτή τη γήινη, τη σφριγηλή, τη γεμάτη πάθος και αγωνία, που παραδέρνει μεταξύ χαράς και πόνου και που γύρω της καθώς και άνωθέ της αιωρείται η σκιά του μυστηρίου.
Θα ’ναι λάθος να πούμε πως ήταν ένα πνεύμα κυριευμένο από χριστιανικές ιδέες ή και το αντίθετο, ένας ειδωλολάτρης. Αναγνωρίζει τον ανθρώπινο αυθορμητισμό και την ελευθερία σαν δυνάμεις που δοκιμάζουν μέσα στο ίδιο γεγονός τη δική τους πραγματικότητα. Γι' αυτό κι ό,τι λείπει από τα έργα του είναι η ιστορική έννοια της ζωής, όπως την παρατηρούμε στον Δάντη, αν και στη μορφή της μεσαιωνικής φιλοσοφίας της ιστορίας.
Αυτό που περισσότερο μπερδεύει τους μελετητές του είναι το ότι δεν γνωρίζουν ποια ήταν εκείνα που επηρέασαν τη σκέψη του, τι απ' όλα αυτά που συνέβαιναν στην Αναγέννηση γνώριζε, και τι απ' όλα αυτά πίστεψε και καλλιέργησε.
Άκουσε ο Σαίξπηρ κάτι για τον Σωκράτη της Αναγέννησης, τον Giordano Bruno;⁹ Έμαθε κάτι για τις θεωρίες του;
Αλλά δεν πρέπει να ’χουμε πολλές απαιτήσεις από έναν άνθρωπο της Αναγέννησης όπου ένα φυτώριο αναπτύσσεται χωρίς να έχει ακόμη ολοκληρωθεί και φανεί στον κόσμο ολόφωτη η πολύτιμη καλλιέργειά του. Κι είναι μάταιο να ζητάμε από το Σαίξπηρ εκείνα που δεν έφθασαν ο Bruno κι ο Campanella,¹⁰ ούτε αργότερα ο Καρτέσιος κι o Σπινόζα.
Ο Σαίξπηρ πήρε στο παρελθόν και παίρνει ακόμα και σήμερα πολλές φορές το ανάστημα του φιλοσόφου, ίσως γιατί η λογοτεχνία νιώθει κάποια έλξη για τη φιλοσοφία, κι είναι αλήθεια ότι και οι δυο μεταχειρίζονται μια γλώσσα αυστηρή και «ειδικού τύπου» κι αναζητούν την τροφή τους αμφότερες σε κοινούς τόπους.
Κι αν δεν μπορεί κατά την απειρία του να συγκριθεί με κανέναν από τους αρχαίους τραγικούς, εμείς πρέπει να έχουμε το δικαίωμα της ελπίδας, για ένα Σοφοκλή του κατακερματισμένου κόσμου μας, να ελπίζουμε στην τρόπον τινά αμαρτωλή Τέχνη για ένα εξιλασμό. Ο Σαίξπηρ υπήρξε κατά κάποιο τρόπο ένας υπαινιγμός για τη δυνατότητα της εκπλήρωσης αυτής της προσδοκίας.

Λίγα για τον Σαίξπηρ




ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

*Περιστέρα Θεμελή. Δίδαξε φιλολογικά μαθήματα στη μέση εκπαίδευση στα Ιωάννινα.

1. Natura naturata: η δημιουργημένη φύση.
2. Ναtura naturans: η δημιουργική φύση, η σχέση του Θεού με την δημιουργία, η καθολική δυνατότητα. (Σπινόζα, Ηθική, 1877,  μτφρ. Μίνα Ζωγράφου, εκδ. Πέλλα, χχ.)
3.Τζέιμς Τζόις: «Ο καλλιτέχνης, όπως ο θεός της δημιουργίας παραμένει μέσα, η πίσω, η πέρα, η πάνω από το έργο του, αόρατος...» (Το πορτρέτο του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία, 1916), μτφρ. Μ.Σ. εκδ. Γράμματα 1990.
4. L' art pour l'art: Ο Νίτσε στο Λυκόφως των ειδώλων (1880) γράφει: «"L art pour l art" σημαίνει: να πάρει ο διάβολος την ηθική.» (μτφρ. Γιάννης Δρασγάνης, εκδ. Κάκτος 1989, σελ 101)
5. Dichter: Δύο είδη πνευματικώς μεριμνώντων ανθρώπων αναγνωρίζει ο Χάιντεγκερ (1889-1976) τον διανοητή (Denker) και τον ποιητή (Dichter). Τέτοιους ποιητές θεωρεί τον Χέλντερλιν, τον Σοφοκλή και τον Ρίλκε.
6. Βιτγκενστάιν: Ο Αυστριακός φιλόσοφος(1889-1951) εξομολογήθηκε στον Νόρμαν Μάλκολμ ότι η αργή κίνηση στο τρίτο κουαρτέτο του Brahms τον απέτρεψε δύο φορές από την αυτοκτονία.
7. Αποτυχημένος ήρωας χαρακτηρίστηκε ο Άμλετ από τον Τ.Σ. Έλιοτ και όχι μόνο.
8. Ο Τζέιμς Τζόις στον Οδυσσέα του (1922), αναφέρει με το στόμα του Στίβεν Ντένταλους ότι ο Άμλετ είναι αυτός ο ίδιος ο Σαίξπηρ (Οδυσσέας, μτφρ. Σωκράτης Καψάσκης, Κέδρος 1990 σ. 256.)
9. Giordano Bruno: (1548-1600) Ιταλός φιλόσοφος, κάηκε στην πυρά για τις ιδέες του.
10. Campanella: Ιταλός φιλόσοφος (1568-1639).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Τα αποσπάσματα από έργα του Σαίξπηρ είναι σε μτφρ. Βασίλη Ρώτα, εκδ. Επικαιρότητα.

Benedetto Croce, Κείμενα Αισθητικής - Ιστοριογραφίας - Δοκίμια, μτφρ. Λασιθιωτάκη, Δωδώνη 1976
Μάρτιν Χάιντεγκερ, Εισαγωγή στη Μεταφυσική, (1953), μτφρ. Χρήστος Μαλεβίτσης, εκδ. Δωδώνη 1973
F.W. Schelling, Δραματική ποίηση, μτφρ. Θεόδωρος Λουπασάκης, Έρασμος 1992.
Monroe Beardsley, Ιστορία των αισθητικών θεωριών, μτφρ. Δημοσθένης Κούρτοβικ, Παύλος Χριστοδουλίδης, Νεφέλη1989.
Μάριος Πλωρίτης, Ο πολιτικός Σαίξπηρ" (Η τραγωδία της εξουσίας), εκδ. Καστανιώτης 2002
Γιαν Κοτ, Σαίξπηρ ο σύγχρονός μας, μτφρ. Αλεξανδρος Κοτζιάς, Ηριδανός 1970

Ray Monk (L. Wittgenstein) Το χρέος μιας μεγαλοφυίας (1990), μτφρ. Γρηγόρης Κονδύλης, εκδ. Scripta 1998
L.Wittgenstein, Πολιτισμός και αξίες (1980), μτφρ. Μυρτώ Δραγώνα-Μονάχου, Κωστής Κωβαίος. εκδ. Καρδαμίτσα 1986
T.Σ. Eliot, Επτά δοκίμια για την ποίηση, μτφρ. Μαρία Λαϊνά, Κλεψύδρα 1969, β΄ έκδ. Γράμματα 1982.
Τζέιμς Τζόις, Οδυσσέας (1932), μτφρ. Σωκράτης Καψάσκης, Κέδρος 1990

George Steiner, Αξόδευτα πάθη (1996), μτφρ. Κατερίνα Σχινά, Νεφέλη 2002

Μάθιου Άρνολντ, Οι κλασικοί και η ποίηση, μτφρ. Νατάσα Κεσμέτη, περ. Ποίηση, τχ. 11, Νεφέλη 1998

Ουίλιαμ Χάζλιτ, Περί της ποιήσεως εν γένει, μτφρ. Βασίλης Μανουσάκης, περ. Ποίηση, τχ. 11 Νεφέλη 1998
Σοφοκλής, Οιδίπους τύραννος, μτφρ. Ι.Ν. Γρυπάρης, Βιβλιοπωλείον της "Εστίας", επανέκδ. 2019
Όσκαρ Ουάιλντ, De profundis (Εκ βαθέων, 1905), μτφρ. Λουκάς Θεοδωρακόπουλος, εκδ. Ζαχαρόπουλος 1989.
M.H. Abrams, Ο καθρέφτης και το φως (1953), μτφρ. Άρης Μπερλής, εκδ. Κριτική 2001.
Φρειδερικος Νίτσε, Χαρούμενη Επιστήμη (1882), μτφρ. Ζήσης Σαρίκας, Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2004.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: