Είχε προτίμηση στις μακριές, ίσιες και στιλπνές τρίχες σαν αυτές που φυτρώνουν σε καπούλια καλοθρεμμένου αλόγου και γιαλιστερές και στιλάτες τρέχουν πέρα δώθε στον ιππόδρομο. Τέτοιες τρίχες τις δούλευε καλύτερα με τη βούρτσα και το πιστολάκι και καλύτερα αναδείκνυαν το χτένισμα του πίνακα.
Είχε μάθει τις πελάτισσες να διαλέγουν χτενίσματα από το «βιβλίο». Το είχε πάντα ανοιχτό πάνω στο λευκό κεντρικό τραπεζάκι του κομμωτηρίου. Ένα βιβλίο όχι συνηθισμένο, όχι τυχαίο, όχι σαν αυτά τα εικονογραφημένα της κομμωτικής, αλλά ένα βιβλίο-τόμος, πολυτελές, πολυσέλιδο, ένα λεύκωμα συλλεκτικό με πίνακες ζωγραφικής από το μουσείο του Λούβρου, μεταφρασμένο στα ελληνικά,δώρο ακριβό από την κοσμική και γαλλομαθή νονά της, γυναίκα βουλευτού της περιοχής και με αφιέρωση,με καλλιγραφικά γράμματα στο μέσα φύλλο, μια μέρα να επισκεφτεί το μουσείο και να δει από κοντά, όλα αυτά τα εκθέματα.
Στην αρχή, οι πελάτισσες είχαν παραξενευτεί. Η Ράνια όταν πρωτάνοιξε το κομμωτήριο παρουσίασε αυτό το βιβλίο ως έναν και μόνον τρόπο επιλογής χτενίσματος:
―Τι εννοείς, Ράνια; Πίνακες να δω για να βρω το χτένισμα;
Σιγά σιγά, άρχισαν να το συνηθίσουν. Δεν είχαν και πολλές επιλογές. Η Ράνια εξελισσόταν στην καλύτερη κομμώτρια της περιοχής. Αν ήθελαν λοιπόν να χτενιστούν απ΄ αυτήν, έπρεπε να το αποδεχτούν. Αρχισαν να περιεργάζονται το «βιβλίο», να το φυλλομετρούν, να στέκονται στις σελίδες, να το σχολιάζουν, να το θαυμάζουν, να μαθαίνουν.
―Μα πόσο πολλά χτενίσματα έχει αυτός ο Λούβρος!
―Καλά, πόσο μεγάλος είναι και χωρούν όλοι αυτοί οι πίνακες;
―Τι; Πιο μεγάλος από το δικό μας γήπεδο;
―Και στο Παρίσι, ε;
―Ααα στο Παρίσι. Στην πόλη του φωτός. Εκεί όπου είναι και ο πύργος του Άιφελ...
―Πάντα ήθελα να πάω με τον Λάκη μου. Όμως μακρυνό και ακριβό ταξίδι. Ήρθαν τα παιδιά μετά, υποχρεώσεις … έτσι έμεινε.
Η Ράνια με επιδεξιότητα, με μαεστρία στη χτένα, σιωπηλά, με ζεστό χαμόγελο, τις κέρδιζε και είχαν τόση επιτυχία τα χτενίσματα που τηλεφωνούσαν για ραντεβού ένα μήνα νωρίτερα. Έμπαιναν στο κομμωτήριο, η μια μετά την άλλη, με ανυπομονησία, με χαρά, με φιλαρέσκεια, κάθονταν στον καναπέ με σοβαρότητα,ήθελαν να ψάξουν το βιβλίο,τον πίνακα, να αποφασίσουν για το χτένισμα,γυρνούσαν τις σελίδες με προσοχή, σαν επιμελείς μαθήτριες, με απόλυτο σεβασμό στα έργα, χωρίς να σαλιώνουν το δάχτυλο, η Ράνια το είχε τονίσει, ήθελε το «βιβλίο» σε άψογη κατάσταση, έτσι το κρατούσε από τότε που ήταν μικρή.
Τις σελίδες με τις γυναικείες φιγούρες, τις προτάσεις για χτένισμα δηλαδή, τις πιο πετυχημένες, τις είχε με σελιδοδείκτη. Οι πελάτισσες με τον καιρό είχαν μάθει απ΄ έξω και τον πίνακα και τον καλλιτέχνη!
―Σήμερα θα χτενιστώ Ρενουάρ. Τη γυναίκα που κάθεται δεξιά και σκουπίζει το χέρι της.
―Αλήθεια; Εγώ Ζαν Βαπτίστ.
―Το προηγούμενο Σάββατο που τα έκανα Ντελακρουά, πολύ μου πήγαιναν. ―Βρε Ράνια, τι έργα. Τι ζωγράφοι. Πόσα μαθαίνουμε. Τίποτα τελοσπάντων δε δείχνει η τηλεόραση. Μόνο το θέατρο της Δευτέρας έχει από πολιτιστικά.
―Μια μέρα θα πας να τα δεις από κοντά όλα αυτά ε;
―Ναι, να πας, να πας Ράνια μου, να πας να τα δεις.
―Ράνια, πώς μας αλλάζεις έτσι…
―Έχεις ταλέντο.
Η Ράνια χαμογελώντας, άνοιγε με προσοχή το χλιαρό νερό, άφριζε το σαμπουάν, έτριβε το κεφάλι με τα ακροδάχτυλα, αχ τι ωραία που με χαλαρώνεις, δεν μπορώ πλέον να λουστώ μόνη στο σπίτι,έδιωχνε την πιτυρίδα,την αλουσιά, γίνονταν τα μαλλιά απαλά, μυρωδάτα από σαμπουάν γλυκό βατόμουρο, μπράβο Ράνια, φρρρρ φρρρρ ο ζεστός αέρας από το πιστολάκι να υπνωτίζει,να κλείνουν τα μάτια,να ονειρεύονται εκεί στην καρέκλα, σε αυτή τη γλυκιά αναμονή, μόνο να ονειρεύονται, φορέματα, ταξίδια,δεξιώσεις και να το χτένισμα να ξεκινά με προσοχή, χωρίς βιασύνες, χτένισμα με λεπτομέρεια, με οδηγό ακριβή τον πίνακα, χτένισμα όχι τυχαίο αλλά εμπνευσμένο από αριστουργήματα τέχνης.
Η Ράνια κρατούσε τη χτένα ξύνοντας μια μια τις τούφες στη ρίζα, μετά με την μυτερή άκρη που η αλήθεια είναι πως μοιάζει με πινέλο, τις ύψωνε όλες προς τα πάνω,τις έδινε αριστοκρατικό τουπέ, κατόπιν από τις άκρες τις λύγιζε, σιγά σιγά τις δούλευε προς τα μέσα, μεγάλα στρογγυλά τρίχινα δαχτυλίδια, περιμετρικά σε όλο το κεφάλι, με τα δάκτυλα έστρωνε το χτένισμα ομοιόμορφα,αν χρειαζόταν στερέωνε τσιμπιδάκια με στρας, φουρκέτες με πέρλες, κορδέλες με κρύσταλλο και να το μοντέλο. Έτοιμο.
Στον ροδακινί γωνιακό καναπέ, εκεί στην αναμονή, γινόταν και όλες οι συζητήσεις. Περίμεναν τη σειρά τους, ξεφύλλιζαν το «βιβλίο», και έδιναν και έπαιρναν τα νέα της εβδομάδας.
―Καλέ τι γάμος!
―Φώναζε λίγο δεν ακούω, έχω και το βουητό της κάσκας στα αυτιά.
―Ο γάμος, λέω, ο γάμος της κόρης του Διοικητού της Χωροφυλακής. Τι λαμπρότητα, επισημότης. Τι φορέματα, τι μαλλιά.
―Για λέγε. Φώναζε όμως να ακούω.
―Περίμενε να τα θυμηθώ και να στα πω ακριβώς όπως μου τα είπε η Καίτη που ήταν καλεσμένη. Η μαμά της νύφης, η κυρία Διοικητού, Ντελακρουά, με δαντέλα μακρυμάνικη, πράσινη και μαλλί, τι μαλλί, το έκανε η Ράνια ολόιδιο με της αυτό της «Δεσποινίς Ρόουζ».
―Ντελακρουά! Από αυτόν χτενίστηκα και εγώ. Είχα κάνει το μαλλί της Ορφανής.
―Περίμενε να σου πω για την πεθερά. Αυτή έρραψε, μια μακριά μπλε τουαλέτα όπως μου τα είπε η Καίτη δηλαδή, στην Λιλίκα τη μοδίστρα και το μαλλί Ρούμπενς, αυτό της «Σουζάν Φερμάν». Γάμος με πολυτέλεια, σου λέω.
―Για την νύφη δεν είπες.
―Καλά η νύφη… Το καλύτερο. Η Ράνια, πρότεινε την Λήδα και τον Κύκνο, με αυτό το σγουρό μαλλάκι, όπως έλεγαν όλες, έτσι μου τα είπε η Καίτη, εγώ δεν την είδα, δεν ήμουν καλεσμένη, ολοζώντανη η Λήδα. Έπρεπε λέει να την έβλεπες. Ίδια, ολόιδια με τον πίνακα ζωγραφικής, σου λέω, μια χρυσή κορνίζα της έλειπε γύρω γύρω.
―Βρε πως τα λες έτσι…
Γελούσαν και δροσίζονταν με το ανοικτό πέταλο δαντελωτής βεντάλιας που πάνω γονδολιέρηδες με ριγωτές μπλούζες σήκωναν τα χέρια και αβάραραν γόνδολες με κόκκινο βελούδινο κάθισμα. Ταξίδι και αυτό, αταξίδευτο.
―Μπράβο Ράνια, με ξετρέλανε.
Μόνο το φουσκωτό μαλλί της Μαντάμ Λεσούλ, προσπαθούσε να συγκρατήσει η Ράνια. Τα υπόλοιπα τα έβγαζε ολόιδια. Δεν ηθελε να αφαιρέσειτη σελίδα από το βιβλίο, ηταν ιεροσυλία, απόκρυψη ενος καλλλιτεχνικού αριστουργήματος, έλεγε διακριτικά τη γνώμη της στην πελάτισσα αλλά αυτή επέμενε, ήταν και μεγάλη σε ηλικία.
―Πόσο μου αρέσει έτσι φουντωτό, να το κρατήσω και μια βδομάδα, μην πέσει ώσπου να ξανάρθω.
Και έβγαινε από το κομμωτήριο, τουλάχιστον δέκα πόντους ψηλότερη, καμαρωτή και φουντωτή σαν προβατίνα αλλά πανευτυχής η κυρία Λίτσα και ας χωρούσε στο μαλλί κλουβί για παπαγάλους, δεν την ένοιαζε, αυτή περπατούσε με αυτοπεποίθηση, με υπερχειλίζουσα χαρά γιατί είχε το χτένισμα της «Μαντάμ Λεσούλ»!
―Τι δάχτυλα κορίτσι μου. Ίδια με τη «Μαντάμ Ρεκαμιέ» με έκανες σήμερα.
―Καλά εσύ πριν πας στο Παρίσι, θα έχεις χτενίσει όλο το Λούβρο!
―Για να το δω καλά.
Η καρέκλα με τα ροδάκια έκανε περιστροφή, γλιστρούσε στο πάτωμα πλαγιαστά ίδια μρ χορεύτρια πατινάζ, η κυρία γυρνούσε το πρόσωπο στον τοίχο, έπιανε τον οβαλ σκαλιστό καθρέπτη με λαβή χειρός, τον κουνούσε αριστερά δεξιά, το πρόσωπο γινόταν σοβαρό, εντόπιζε το είδωλο, την πίσω πλευρά του κεφαλιού μέσα στον μεγάλο καθρέπτη, κοιτούσε με ύφος περήφανης αριστοκράτισσας, μια μπρος-μια πίσω, ξανάβλεπε το χέρι που κρατούσε τον μικρό καθρέφτη, το κεφάλι, όλο το πολλαπλό είδωλο, πρόσωπο, πίσω κεφάλι, έστρεφε τον αφράτο λαιμό, ύψωνε το πηγούνι να δει καλά μέχρι κάτω τον αυχένα, έσμιγαν τα κόκκινα χείλη σαν να φιλούσαν, ένα, δυο, τρία, σε σειρά τα φιλιά στα κάτοπτρα, υψώνονταν τα βαμμένα φρύδια προς τα πάνω, προς τα πάνω. Με πόζα.
―Άψογο.
―Τέλειο.
Ξαναγυρνούσε μπροστά η καρέκλα.
Στερέωνε το χτένισμα με λακ,τρίχες κοκαλωμένες ακούνητες,οι άκρες βαθιά υποκλίση στη ρίζα, αν ήταν σινιόν σφικτό,σαν κορσές που δεν αναπνέει,οι σατέν κορδέλες τυλιγμένες, εκπληκτικό, έκλειναν τα μάτια με παλάμες ανοικτές στο πρόσωπο, τα ξανάνοιγαν μετά το ψέκασμα. Όνειρο. Πανέτοιμες.
―Ράνια δεν είσαι κομμώτρια εσύ. Είσαι καλλιτέχνης, αναφώνιζαν με ενθουσιασμό.
Λέγεται πως ήταν τόσο επιδραστικό το βιβλίο με τις κομμώσεις του Λούβρου σ΄ αυτήν την μικρή πόλη που οι γυναίκες έβγαιναν από το κομμωτήριο αλλιώς, σαν το μαλλί να άλλαζε και το χαρακτήρα, την προσωπικότητα. Αισθάνονταν κυρίες του καλού κόσμου,κυρίες υψηλής κοινωνικής στάθμης, αισθάνονταν εκλεπτυσμένες και ντελικάτες,σαν το μαλλί να τις είχε μεταμορφώσει σε κόμισσες. Λέγεται πως είχαν εμποτιστεί από το βλέμμα του ζωγράφου και την υψηλή χάρη του, τη διαχρονική αισθητική του,είχαν επηρεαστεί τόσο που περπατούσαν στους δρόμους κορδομένες,με ίσια πλάτη γιατί εμψύχωναν ένα έργο τέχνης, ένα αριστούργημα αιώνων, γιατί περιέφεραν μια αδιαμφισβήτητη ομορφιά και την ιερή συμμαχία της με μια άφατη γοητεία, και με αυτό ακριβώς το συναίσθημα βάδιζαν από το κομμωτήριο στο σπίτι, σαν να περπατούσαν όχι στον κακοφτιαγμένο πεζοδρόμιο της επαρχιακής οδού αλλά σε δρόμο που έμοιαζε με Μπουλβάρ. Περνούσαν από το κρεοπωλείο, το μανάβικο,- ένα ζουμερό πορτοκάλι για σας κυρία Αμαλία που είστε τόσο κούκλα σήμερα, περνούσαν από τα καφέ της πλατείας, σαν να ήταν η πλας ντε Βοζκ, η πλάζ Βαντόμ, κρατώντας με λεπτότητα, από τα ακροδάχτυλα, τις πλαστικές σακούλες με τη μαναβική και αφού οι φιλοφρονήσεις έδιναν και έπαιρναν, για την θαυμάσια επιλογή του πίνακα-χτένισμα της εβδομάδας, αύριο, έλεγαν, στην εκκλησία, που μετατράπηκε και αυτή σε κοσμικό σαλόνι, με ψαλμούς που ακούγονταν σαν λειτουργία εκκλησιαστικού μουσικού οργάνου,με ήχους υποβλητικούς, με βλέμματα δέους,θαυμασμού, με σιωπές και αλληλοκοιτάγματα, με αντίδωρo σαν καναπεδάκι σε ασημένιο δίσκο για το τέλος…
Εβγαινε στην αγορά η μαντάμ Ρεκαμιέ, η κυρία στα Μπλε, η Μαντάμ Γουόλμπορν, η Μαντάμ Άλφον και συνοδεύονταν νοερά στο δρόμο από τον Τισιάνο, τον Νταβίντ, τον Κορό, τον Ράιμπερν και τόσους άλλους, γιατί τις έπιαναν αγκαζέ οι ζωγράφοι, κυρίες και κύριοι, βαθιά ικανοποιημένοι από την αναβίωση, την υποστασιοποίηση του δημιουργήματός τους, και όταν αυτές επέστρεφαν σπίτι, για μαγείρεμα επέλεγαν κάτι εύκολο,μη χνωτίσει το μαλλί και πέσει από ιδρώτα, με αταλάντευτο λαιμό τίναζαν τα σκεπάσματα και το βράδυ ο ύπνος μπρούμυτα,μη τσαλακώσει το χτένισμα, ακόμα και το πώς θα κοιμηθούν πρόσεχαν σε αυτή τη μικρή πόλη, αυτές οι ολοζώντανες διαμεσολαβήτριες των έργων τέχνης.
Λέγεται ακόμη πως εκείνο το διάστημα, η πόλη,οι δρόμοι,τα μαγαζιά, τα σπίτια, αντανακλούσαν πλέον κομψότητα, χάρη, ομορφιά, έναν άλλο πολιτισμό. Είχαν επηρεαστεί και οι τρόποι των ανδρών που πλέον δεν κόρναναν άγαρμπα, δεν έκαναν χοντρές χειρονομίες. Μόνο υποκλίνονταν με αβρότητα στις κυρίες στους δρόμους και τις άφηναν απαλά να περάσουν απέναντι. Σταμάτησαν να βρίζουν, να φτύνουν στους δρόμους,να σκαλίζουν τη μύτη τους, να τη φυσούν δυνατά,σταμάτησαν να μαλώνουν αγριοφωνάζοντας, άρχισαν να κρατούν μαχαιροπίρουνο για να μη λαδώσουν τα χέρια, να κατεβάζουν το καπάκι της τουαλέτας,να γιαλίζουν τα παπούτσια, να βουρτσίζουν τα ρούχα για τις εξόδους. Γιατί συνόδευαν αυτές τις εκπληκτικές κυρίες. Ακόμη και τα παιδιά διαπληκτίζονταν αλλιώς,με ευγένεια, με ένα είδος αστικού πολιτισμού, πρωτόγνωρου, έμαθαν να λένε συγγνώμη, σε παρακαλώ, σε ευχαριστώ.
*
―Μα πού είναι τελοσπάντων αυτό το κορίτσι;
―Είπε πως θα έκλεινε για δέκα μέρες, μόνο να πάει στο Λούβρο, στο Παρίσι. ―Πώς μας άφησε έτσι άλουστες, αχτένιστες, απεριποίητες, αφρόντιστες. ―Από τον Ιούνιο λείπει.
―Τρεις μήνες κλειστό το κομμωτήριο και ακόμα να γυρίσει.