______
Από τα διηγήματα του καιρού ― 1
________
Τον κοίταζαν πολύ στο δρόμο. Κοίταζαν πολλοί τις κάλτσες του. Δεν μπήκε στην εκκλησία, παρότι τουρτούριζε πολύ.
Όταν τέλειωσε η ακολουθία, πήρε το δρόμο, πολύ διακριτικά, μοναχικός και απόμακρος, για το καφενείο. Πολύς ο κόσμος. Συμβαίνει αυτό όταν πεθαίνει κάποιος πολύ κοινωνικός και συναισθηματικός τύπος. Πολλή η συγκίνηση. Πολλοί οι γνωστοί.
Ξανάνιωσε βλέμματα στις κόκκινες κάλτσες του. Για τα ακρίβεια, κόκκινες προς το βυσσινί. Σε έντονη αντίθεση με το σοβαρό — κάπως κοντό βέβαια.— μαύρο κουστούμι και το άσπρο πουκάμισο.
Ήπιε καφέ, έφαγε εφτά με οχτώ-εννιά παξιμαδάκια, ήπιε και δυο-τρία κονιάκ. Σηκώθηκε.
«Και συγνώμη για αυτές τις κάλτσες», είπε στους οικείους του νεκρού, εκφράζοντας τα συλλυπητήριά του. «Δεν είχα άλλες της προκοπής. Και τα οικονομικά μου είναι σε πολύ άθλια κατάσταση για να αγοράσω. Ζορίζομαι πολύ, χωρίς υπερβολή».
Βιαζόταν να επιστρέψει στο τραπέζι του. Δεν περίμενε απάντησή τους. Δεν ήταν και πολλή ανάγκη, το ξέρανε πως ήταν πολύ φίλος του μακαρίτη, τι θα του λέγανε... Οι οικείοι του νεκρού συνέχιζαν να δέχονται συλλυπητήρια. Αποκρίνονταν εκφράζοντας τις ευχαριστίες τους και, καμιά φορά, προσθέτανε και κάτι ακόμη, ψιθυριστά και ρίχνοντας κλεφτές ματιές προς το μέρος του.
Ζήτησε δεύτερο καφέ. Κάποιοι πέρασαν δίπλα του, πολύ κοντά του. Έριξαν, πολύ διακριτικά, κέρματα, ή και χαρτονομίσματα μικρής αξίας, στην τσέπη του σακακιού του. Έκανε πως δεν καταλάβαινε. Έφυγε σχεδόν τελευταίος.
Μέτρησε τα λεφτά στο σπίτι. Εκατόν ογδόντα πέντε ευρώ. Δε θα τα έλεγες και πολλά.
Έμαθε, πολύ αργότερα, πως κυκλοφόρησαν πολλά κουτσομπολιά σχετικά με εκείνες τις κόκκινες κάλτσες. Σύμφωνα με τα πιο πολλά από αυτά, τις είχε φορέσει στην κηδεία ενεργώντας πολύ παρορμητικά. Αψηφώντας τα όποια πιθανά αρνητικά σχόλια, γιατί του τις είχε χαρίσει κάποτε ο μακαρίτης. Σε μια στιγμή χαράς. (Ήταν όντως πολύ φίλοι).
Πάντως, τα 185 ευρώ ήταν όντως αρκετά.