Μικρή κλίμακα: Ειρήνη Γιαβάση, Μαντώ Μάκκα, Αλήτις Τσαλαχούρη

¤¦H στήλη αυτή προτείνει κάθε μήνα σε τρεις-τέσσερις συγγραφείς μια φράση που θα αποτελεί τον τίτλο ή θα εμπεριέχεται σε ένα αδημοσίευτο πεζό κείμενό τους (έως 250 λέξεις). Ενίοτε δίνεται και μη ρηματική ιδέα συγγραφής, μια μουσική ή μια φωτογραφία. Στόχος της στήλης είναι αφενός να δημιουργηθεί μια δεξαμενή συλλογής πρωτογενούς υλικού και αφετέρου μια εν προόδω χαρτογράφηση της ελληνικής περίπτωσης στο τοπίο της σύγχρονης ελληνικής μικρομυθοπλασίας. Έμπνευση για τον αφηγηματικό κύκλο του 2024 αποτελούν οι στίχοι«Η δριμύτης της ανοίξεως είναι φιλί πούχω στο στόμα» (Ανδρέας Εμπειρίκος, Ενδοχώρα, από την ποιητική σύνθεση Ο Πλόκαμος της Αλταμίρας) και «Εσύ που το μάτι σου είναι χείλι» (Μάτση Χατζηλαζάρου, Ποιήματα 1944-1985, από το ποίημα με τίτλο Εκεί-πέρα εδώ). Στις τρεις συγγραφείς αυτού του τεύχους έχουν δοθεί οι λέξεις poljubac” και “puthje”, οι οποίες σημαίνουν «φιλί» στα κροατικά και στα αλβανικά, αντίστοιχα.

Μικρή κλίμακα: Ειρήνη Γιαβάση, Μαντώ Μάκκα, Αλήτις Τσαλαχούρη

Πούτιε

―Τι είπες; Οχλαγωγία στο προαύλιο, νεύρα τεντωμένα.
―Πούτιε. Ένας αλλόγλωσσος μικρός – πρόσωπο γρατζουνισμένο, βλέμμα αυθάδες, χειρονομούσε μπροστά της. Περίπτωση «αλητόπαιδου», σκέφτηκε. Μπάλα ολημερίς στα νησιώτικα στενά, φαντασιωνόμενος καριέρα κάποιου Μέσι. Χαραγμένη στο εφτάχρονο μπόι: η τζαναμπετιά του απαίδευτου αίματος, το δίκαιο της πυγμής. Ίδια κοψιά με εκείνων που την πείραζαν μικρή. Δε θα τη γλίτωνε. Μάγκωσε σφιχτά τον καρπό του και τον οδήγησε άγαρμπα στο γραφείο της διευθύντριας.

―Έβρισε στο διάλειμμα. Αισχρά.
― Τι είπε δηλαδή; Η διευθύντρια κοίταζε πίσω από χοντρά γυαλιά.

Ο μικρός δε μιλούσε. Το μελαχρινό κεφάλι, ξυρισμένο τόσο κόντρα που φαίνονταν οι διάσπαρτες εκδορές της κεφαλής (παράσημα παιχνιδιού) ήταν σκυμμένο. Έπαιζε εκνευρισμένος τα πόδια.

― Σου μιλάω, δεν ακούς; Τι είπες;

Είχε υγρασία, σιχαινόταν που κολλούσε ολόκληρη. Σιχαινόταν και την τοποθέτηση στο νησί. Είχε επιστρέψει στα πατρογονικά εδάφη, άθελά της. Διαπίστωνε πως άλλαξαν στο ελάχιστο.

―Σίλι εστέ φαΐμ! Ου πουτούρ! Πούτιε! φώναξε ο μικρός, με κόκκινα μάτια, σκάζοντας ένα παράταιρο φιλί στον αέρα. Η διευθύντρια γέλασε. Σηκώθηκε, πλησίασε το παράθυρο που έβλεπε στην πίσω αυλή. Της έγνεψε «πλησίασε». Δύο μεγαλόσωμα εκτάκια είχαν κολλήσει κραυγαλέα τα πρόσωπά τους.
―Σε δυο μήνες θα τα λέει ελληνικά. Τα πιάνουν εύκολα τα αλβανάκια. Μακάρι να το λέει ακόμη «φιλί». Χρειάζεσαι κάτι άλλο; ρώτησε η διευθύντρια παίρνοντας το βλέμμα από τους εισβολείς του γραφείου.

    Ο μικρός έπιασε το λύσιμο των ζυγών, πετάχτηκε έξω, πήδηξε τα σκαλιά τέσσερα τέσσερα, όρμησε στο διάλειμμα. Τρέχοντας, έπεσε πάνω στο μικρομέγαλο ζευγαράκι, άρπαξε μια καλή κλοτσιά. Η δασκάλα στο παράθυρο, κοιτούσε.

    Ειρήνη Γιαβάση



    Για ένα παγωμένο πόλιουμπατς

    ―Είναι η χρονιά της βρομούσας, μονολογεί η γιαγιά μου προσπαθώντας να καθαρίσει τα φυτά της από την επέλαση των πράσινων εισβολέων. Εάν δεν ζούσε η γιαγιά θα τους άδειαζα ένα μπιτόνι βενζίνη, θα έβαζα φωτιά σε ένα κομμάτι ύφασμα και θα τους κέρναγα μια πύρινη κόλαση για την ψυχή του αδερφού μου.
    Το τελευταίο του πόλιουμπατς θέλησε μια «κόρη» τους να μου κλέψει. Κρυμμένη ανάμεσα στα λευκά λουλούδια που σκέπαζαν το κορμί του μέσα στο φέρετρο, τα πλούσια χείλη του έβαλε σημάδι. Την έπιασα με το μυξωμένο μου χαρτομάντιλο και έσφιξα τη χούφτα μου αδιαφορώντας για τη μυρωδιά. Εγώ που μισώ το κρύο, φίλησα τα παγωμένα του χείλη χαϊδεύοντας για τελευταία φορά το πρόσωπό του. Και όταν ήρθε η ώρα να πετάξω το λουλούδι που διάλεξα πάνω στο φέρετρό του, μια άλλη βρομούσα πετούσε κοροϊδευτικά μπροστά μου, αλλά εγώ δεν ήμουνα πια εκεί.

    ―Πόλιου, λαλάμπω μου, φώναζε εκείνος όταν ήτανε μικρός.
    ―Μπατς, σταφύλη μου, απαντούσα εγώ.

    Μαντώ Μάκκα



    Μουσικό κουτί

    Γεννημένη σε χώρα με κομμουνιστική δικτατορία, μαθαίνει από παιδί ―πηγαίνοντας στο φούρνο― πως αν είναι άδειος από ψωμί, αν τη ρωτήσουν «αν έχει αυτός ψωμί», αυτή «πως έχει» θα τους πει. Μαθαίνει να ονειρεύεται τον έξω κόσμο ― βλέποντάς τον από την ιταλική τηλεόραση με χιόνια. Μαθαίνει ακόμη πως πρέπει να παντρευτεί μικρή για να ικανοποιηθεί η ντόπια κοινωνία και το Κόμμα. Μα μόλις καταρρέει το καθεστώς το σκάει με άλλους πολλούς και περνάει στην Ελλάδα ―με ευρηματικό διακινητή― που τους λέει πως πάνε στην Αμέρικα, να μαγευτούν από το Άγαλμα της Ελευθερίας και του καπιταλισμού τα φώτα. Και φτάνει στη Μητρόπολη των Θαυμάτων και της Απελπισίας, δε φτάνει στην Αμέρικα, δε βλέπει το Άγαλμα της Ελευθερίας, ούτε του καπιταλισμού τα φώτα, αλλά την αγουροξυπνημένη και θλιβερή Ομόνοια. Σε υπόγειο θα μείνει σε κλώνο του Μπρονξ, που ούτε αχτίδα. Κάτω απ’ το δρόμο, τα πόδια των περαστικών, αμάξια, ακάλυπτος. Χλωρίνη και σκουπίδια, δυο ρούχα και ένα μουσικό κουτί μαζί της στη βαλίτσα μ’ ένα ζευγάρι παντρεμένο που κάνει κύκλους με το χαμόγελο στα χείλια ―δώρο της μάνας της μια μέρα πριν το γάμο― που στη βάση του γράφει puthje στα αλβανικά, δηλαδή φιλί, και δίνει μια και το πετάει στον ακάλυπτο, να ξεψυχήσει το φιλί, να ξεψυχήσει η Αλβανία. Αρχίζει τότε αυτό να παίζει, παίζει όλο το βράδυ, ασταμάτητο. Από παντζούρια σκούζουνε, «Γαμώ το διάολο, πού βρέθηκε στη νύχτα»; Μα αυτό θα ξεψυχήσει ―η ροδοδάκτυλη αυγή σαν φέξει μες στα κτήρια― κι αυτή θα νιώσει, για πρώτη της φορά, ελευθερία.

    Αλήτις Τσαλαχούρη


    ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
     

    αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: