Μακάο: Διαβάζοντας τα ερείπια του Ναού του Αγίου Παύλου



Η Ευρώπη θ’ αναγεννηθεί από την Ασία. Ο ιστορικός νόμος είναι ο πολιτισμός να πηγαίνει από την Ανατολή προς τη Δύση – ρόλος της Κίνας – οι δύο ανθρωπότητες επιτέλους θα συγχωνευτούν.
Γκιστάβ Φλoμπέρ, Μπουβάρ και Πεκυσέ (μτφρ. Α. Μοσχοβάκος, Ηριδανός 1982)



Βρίσκεται στην κορυφή του λόφου, δίπλα ακριβώς στο φρούριο του Μακάο, Κτίστηκε από το 1617 έως το 1626, για να προστατέψει τους σκληροτράχηλους, πείσμονες Ιησουίτες από τις επιδρομές των Ολλανδών θαλασσοπόρων, των πολύπειρων ανταγωνιστών τους. Μας περιμένει αγέρωχος κι επιβλητικός σε μικρή απόσταση από την Πλατεία της Γερουσίας. Θεωρείται το κατεξοχήν σύμβολο του Μακάο. Όλοι όσοι τον αντικρίζουν από μπροστά για πρώτη φορά νομίζουν ότι στέκεται εκεί, ολόκληρος κι άθικτος, όπως ακριβώς τον σχεδίασε ο Κάρολος Σπίνολα και τον έκτισαν οι Γιαπωνέζοι μάστορες που είχαν ασπαστεί τον Χριστιανισμό. Πλησιάζω κι άλλο. Ξεχωρίζει ήδη η περιώνυμη σφραγίδα. Δηλώνει πατρότητα κι εξουσία: ΙΗS, τα αρχικά Του Ονόματος του Θεού. Είναι η ταυτότητα των Ιησουιτών, τους οποίους δεν δίστασε να εξώσει από το Ναό ο πρώτος Κυβερνήτης του Μακάο, ο Φραγκίσκος ντε Μασκαρένχας, που μετέτρεψε τον Άγιο Παύλο σε Κυβερνητικό Μέγαρο.
Ο θεμέλιος λίθος τοποθετήθηκε το 1602, ενώ η πρόσοψή του, ένα δικαιολογημένο από κάθε άποψη αρχιτεκτονικό καύχημα, δεν ολοκληρώθηκε παρά τριάντα χρόνια μετά. Κι είναι ό,τι ακριβώς διασώθηκε ακέραιο ως τις μέρες μας, ένα απολίθωμα δημιουργικής τόλμης, αποικιοκρατικού ορθολογισμού και φανατικής πίστης. Ήταν η μοιραία νύχτα της 29ης Ιανουαρίου του 1835. Η φωτιά απλώθηκε από την κουζίνα του στρατώνα στα κτίσματα του υπόλοιπου φρουρίου κι από κει στο σπουδαστήριο για να σαρώσει στη συνέχεια το Ναό. Από μακριά, μέσα στα μαλακά χρώματα του ζεστού απογεύματος άτεγκτη η πέτρινη φάτσα φαντάζει τώρα σαν μια τεράστια νεκροκεφαλή του θείου.
Προσπαθώ να απομνημονεύσω την προβολή του χρόνου πάνω στην πρόσοψη – σκελετό, όλα αυτά που συνθέτουν ένα ικανό μέρος της μυθολογίας, αλλά και της πρακτικής αντίληψης των Πορτογάλων του Μεσαίωνα, που ήξεραν πολύ καλά πώς να κατοικούν με άνεση ωκεανούς, απρόσιτα νησιά και αδιανόητες παραλίες. Διακρίνω εύκολα την Παρθένο Μαρία να συνθλίβει με συγκρατημένη αυτοπεποίθηση το κεφάλι ενός επτακέφαλου θαλάσσιου δράκου, πιο πέρα μια πορτογαλική γαλέρα, που μάχεται επάξια και πλησίστια τα θυμωμένα κύματα, ύστερα τον Άγιο Ιγνάτιο Λογιόλα κι άλλους τρεις Αγίους προστάτες των Ιησουιτών. Είναι οι Άγιοι που μεριμνούν για την ευόδωση των σκοπών των αφοσιωμένων ιερωμένων τους. Πρόκειται βέβαια για τους φοροεισπράκτορες - μοναχούς, οι οποίοι συγκεντρώνουν συστηματικά επί ένα και πλέον αιώνα, το ένα επί τοις εκατόν της αξίας των εμπορευμάτων, που μεταφέρει το κάθε καράβι που αγκυροβολεί στο λιμάνι του Μακάο. Πολλοί κυνηγοί θησαυρών πιστεύουν ακόμη ότι σε κάποιο από τα υπόγεια του Ναού είναι θαμμένος ο θησαυρός, το ασήμι και το χρυσάφι, που απέδωσαν οι υποχρεωτικοί αυτοί φόροι εκ μέρους των πρέσβεων του Θεού. Οι έρευνες έχουν σταματήσει, αλλά εκείνοι εξακολουθούν να ονειρεύονται μπαούλα σιδερόφρακτα γεμάτα νομίσματα. Τα σπάνια βιβλία της βιβλιοθήκης, που ήταν ξακουστή στον καιρό της, δεν θα περιέλθουν πάντως στα χέρια των αυτοσχέδιων, ή επαγγελματιών αρχαιοκαπήλων. Εντοπίστηκαν ήδη από το 1960 στα κρατικά αρχεία της Μαδρίτης. Είχαν καταλήξει εκεί πριν από πολλά χρόνια, αφού για λίγο είχαν φυγαδευτεί στις Φιλιππίνες.

Παρατηρώ με προσοχή από τη μια μεριά στην άλλη την οικοδομική πρόταση του Κάρολου Σπίνολα. Υπερμεγέθης. Απειλητική. Μπροστά μας ορθώνεται η αυθεντία της τιμωρίας, η εμπεριστατωμένη αίγλη του ευλογημένου κέρδους. Πρόκειται αναμφίβολα για ένα επαρκές δείγμα θαυμάσιας επεξεργασίας πέτρινων ογκολίθων. Ένα τεράστιο σύνθετο, διδακτικό γλυπτό, που νίκησε το πεπρωμένο της πυράς. Δεν αργεί να σε πείσει, μεταξύ άλλων, και για την συνέπειά του, την οργανωμένη , θεολογική του πληρότητα. Ένα μάθημα, ένα σεμινάριο δογματικής του λίθου. Τα πάντα εδώ προστάζουν, υποδεικνύουν υποταγή στο μυστήριο της άνωθεν ανταμοιβής. Το καταλαβαίνει κανείς μόλις αρχίσει την προσεκτική ανάγνωση του τρόμου που υπαινίσσεται ένα τμήμα της πρόσοψης.
Σκύβω να διαβάσω τις επιγραφές κάτω στις μορφές που καταρρέουν τρυπημένες από βέλη. Η Λι Μανγκ μου μεταφράζει διασκεδάζοντας τα ιδεογράμματα. Συλλαβίζει: «Όποιος θυμάται το θάνατο, απαλλάσσεται από την αμαρτία». Θυμήθηκα αμέσως την άλλη αναπάντεχη παραγγελία, που μας έρχεται από τα βόρια - ανατολικά, από μια φημισμένη Γιαπωνέζικη διατριβή του 18ου αιώνα. Είναι τα λόγια από το Χαγκακούρε: «Να πεθαίνετε νοερά κάθε πρωί, έτσι θα πάψετε στο τέλος να φοβάστε τον θάνατο». Είναι η αντίπαλη εντολή, η εναντιωματική θέση που οδηγεί μαθηματικά στην ακύρωση του ίδιου του θανάτου, ό, τι ακριβώς θέσπισε και τήρησε σε όλη την ταραγμένη, σύντομη, αλλά τόσο παραγωγική ζωή του ο Κιμιτακέ Χιροάκα. Πρόκειται για τον γνωστό καταλυτικό μυθιστοριογράφο και όχι μόνον, τον πληθωρικό αυτοκτόνο Γιούκιο Μισίμα.
Δύο αντιφατικές εντολές. Η ηθική του θανάτου κι ο θάνατος της ηθικής. Ποια να θεωρήσει άραγε κανείς από τις δύο ως σκοπιμότερη στάση ζωής, ως έσχατη συμπεριφορά; Η απάντηση αναβάλλεται αναγκαστικά. Ίσως και να μην υπάρχει.

Ξαφνικά νοιώθω πιο ανάλαφρος, απρόσμενα ξεκούραστος. Σα να μου φεύγει το βάρος των γιγάντιων όγκων, που οι δαιμόνιοι Ιησουίτες θέλησαν να μου φορτώσουν, έστω προσωρινά. Στα αριστερά μου θέλει να μου μιλήσει ένας άτυχος διάβολος, πληγωμένος κι αυτός από βέλος. Δίπλα του η απαραίτητη γραπτή νουθεσία. Η φίλη μου τώρα απορεί και με το δίκιο της για το κύρος του σκοτεινού εξωτερικού παράγοντα:«Ο Διάβολος είναι αυτός που παροτρύνει τον άνθρωπο στο κακό».

Αργότερα κατάλαβα γιατί τόσα χρόνια μετά τη μοιραία εκείνη πυρκαγιά του 1835 δεν επεχείρησαν, αν και αποδεδειγμένα μπορούσαν να ξανακτίσουν τον κατεστραμμένο Ναό. Άλλωστε το Μακάο συγκαταλεγόταν ανέκαθεν στα πλέον εύπορα, πολιτικά ευέλικτα και μάλιστα διοικητικά αυτόνομα διαμερίσματα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Οι αποφάσεις του τοπικού Συμβουλίου λαμβάνονταν συνήθως, όπως ακριβώς και σήμερα, με συναινετικές διαδικασίες. Οι επεμβάσεις της κεντρικής Κυβέρνησης του Πεκίνου μετά την ενσωμάτωση του Μακάο στον κινεζικό εθνικό κορμό, στις 20 Δεκεμβρίου του 1999, αφορούν αποκλειστικά σε θέματα μακροοικονομικού προγραμματισμού και ευρέως εννοούμενου κομματικού προσανατολισμού. Είναι προφανές πιστεύω, ότι οι ντόπιοι βουδιστές, οι διακριτικοί χριστιανοί, οι αναρίθμητοι άθεοι έμποροι, οι τυπικοί ανεξίκακοι κομφουκιανοί, αλλά και οι μορφωμένοι αγνωστικιστές, οι εμπειρικοί ταοϊστές και οι ακραιφνείς, αμετανόητοι μαοϊκοί, ό, τι δηλαδή αποτελεί τις ευκρινέστερες ψηφίδες του κοινωνικού μωσαϊκού του Μακάο, όλοι αυτοί, είδαν πανηγυρικά αποτυπωμένη στα ερείπια του Ναού του Αγίου Παύλου την εγγενή, ανίατη ατέλεια της ανθρώπινης δύναμης. Και μαζί μ΄ αυτήν την αδιαφορία της ίδιας της θείας φύσης, που βλέπει αμέτοχη να καταστρέφεται μέσα σε λίγες ώρες το αφιερωμένο σ΄ αυτήν λαμπρό οικοδόμημά της.
Στη συνέχεια ίσως να διαπίστωσαν ότι από καθαρά καλλιτεχνική άποψη, η μοναχική πρόσοψη, αυτό το πεισματικό, ιστορικό πλέον κατάλοιπο, συνιστά μια ιδιάζουσα αισθητική εμπέδωση, θαυμάσια τεκμηριωμένη. Η φωτιά διόρθωσε αποτελεσματικά τα έργα των θνητών. Μέσα από την ολική καταστροφή προήλθε εδώ, κατά μια αντίστροφη, σαφέστατα ειρωνική φορά, μια άλλη μορφή, που υποβάλλει, που συγκινεί, που διεγείρει την παραγωγική σκέψη με ένα διαφορετικό είδος συνειρμών, άλλοτε δυσοίωνων, άλλοτε όχι. Όσο για τις τουριστικές συνδηλώσεις, φαίνεται ότι επαρκούν για να καταστήσουν την ορφανεμένη πρόσοψη ασφαλώς κάτι παραπάνω από αξιοπερίεργη. Κάθε χρόνο επτά εκατομμύρια άτομα επισκέπτονται το Μακάο. Η εικαστική ευχή του ερειπίου δίδεται σε όλους αδιακρίτως.

Αλλαγή σκηνικού. Έχοντας ήδη αφήσει τον Άγιο Παύλο στις φωτογραφικές μηχανές των πιστών και μη, φτάνουμε μέσα σε λίγα λεπτά στον κήπο του εθνικού ποιητή της Πορτογαλίας. Ο μεγαλοπρεπής ανδριάντας του Λουίς Βαζ ντε Καμόες, ένας από τους πολλούς που υπάρχουν εδώ, πιστοποιεί την ακατάλυτη, πραγματική – μυθική σχέση που τον συνδέει με το Μακάο. Πολλοί μελετητές ισχυρίζονται, άλλοι απλώς υποθέτουν, ότι κάπου εδώ γύρω πρέπει να βρισκόταν το σπίτι του, όπου θα γράφτηκαν αρκετοί εκατοντάδες στίχοι του έπους Os Lusiadas, που του χάρισε την αθανασία. Το μπρούτζινο άγαλμα του ανήκει βεβαίως στα τιμαλφή της πόλης, που τον φιλοξένησε εξόριστο για πολιτικούς λόγους, σύμφωνα με μια μη εξακριβωμένη παράδοση, από το 1563 έως το 1566. Την περίοδο αυτή λέγεται ότι εκπροσωπούσε τα συμφέροντα των νεκρών της περιοχής και επικοινωνούσε με τους συγγενείς τους στη Λισαβόνα.
Άδικα ψάχνουν οι σπουδαστές της λογοτεχνίας να βρουν κάποια συγκεκριμένη περιγραφή του Μακάο στο ποίημα – ωκεανό. Ξεχνούν συνήθως ότι τότε το Μακάο ήταν ένα καταφύγιο, ένα μικρό ψαροχώρι με καλύβες και άλλα πρόχειρα καταλύματα, που δεν θύμιζε καθόλου τη σημερινή έξαρση, τον πλούτο από τον ασίγαστο τζόγο και τον πάνδημο, ακριβοπληρωμένο έρωτα.
Ακριβώς δίπλα βρίσκεται το παλαιό νεκροταφείο των Προτεσταντών. Συνιστά μια ακόμη άμεση απόρροια συνδιαλλαγών και αναγκαίων συμβιβασμών. Η ιστορία έχει ως εξής. Στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα άρχισαν να αναζητούν εδώ μια καλύτερη τύχη Βορειοευρωπαίοι και Αμερικανοί. Ούτε οι Κινέζοι, ούτε οι καθολικοί του Μακάο διανοούντο όμως να επιτρέψουν την ταφή τους σ΄ αυτά τα χώματα. Το πρόβλημα λύθηκε όταν η Εταιρεία της Ανατολικής Ινδίας αγόρασε αυτό το κομμάτι γης για να θάψει την σύζυγο ενός Ρόμπερτ Μόρισον, δραστήρια κοινωνική λειτουργό, η οποία διέπρεψε εδώ από το 1807 ως το 1834, αλλά και άλλα στη συνέχεια, λιγότερο επιφανή μέλη της.
Αντιγράφω το επιτύμβιο σχόλιο ενός από τους εκατόν πενήντα τάφους: « Under this lieth the body / Of Mr. Samuel Proctor of Boston / A young gentleman much esteemed / And regretted by all who knew / Him who departed this life in / Macao, Jan 12, 1792 aged 21 years». Επίγραμμα από τη μεγάλη ταφική ανθολογία των απανταχού τυχοδιωκτών. Θυμίζει αποστροφές του Κόλριτζ, ή μάλλον του Τένισον.
Δεν μπορώ να ξέρω από τι πέθανε ο Σαμουήλ. Από νοσταλγία για την Βοστόνη του ή από καλπάζουσα σύφιλη;

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: