Από πού είσαι; ρώτησε ο οδηγός του Uber μόλις επιβεβαίωσε το όνομά μου στην οθόνη του. Από την Ελλάδα, είπα, λίγο μουτρωμένα γιατί δεν είχα όρεξη για κουβέντα. Α, εγώ είμαι γείτονας, αναφώνησε, και σταμάτησε εκεί. Σαν ηλίθια, έπεσα στην παγίδα. Ποιος γείτονας από όλους; Αυτούς που μισείτε. Όλους τους μισούμε, του είπα. Αυτούς που μισείτε πιο πολύ. Τούρκος; Γέλασε. Πόσους γείτονες έχετε πια που δεν μπορείς να το μαντέψεις; Πολλούς: Βουλγαρία, Αλβανία, Σκόπια ― ξέχασα την Ιταλία τώρα που το σκέφτομαι, αλλά αυτούς τους αγαπάμε και ρουφάμε εσπρέσο στην υγειά τους. Αλβανία, είπε. Ε, δεν τους μισούμε τους Αλβανούς ξεφούρνισα με την ελαφρότητα που έχω κολλήσει εδώ στην Αμερική. Έχω οικογένεια που μένει εκεί από το '95, είπε αντί για απάντηση. Ωραία και εις ανώτερα, σκέφτηκα, μετρώντας τις στροφές που είχαν μείνει μέχρι να με αφήσει σπίτι. Από την Αθήνα είσαι; Ναι. Τους Αρβανίτες τους ξέρεις; Φυσικά και τους ξέρω, οι παππούδες μου ήταν Αρβανίτες. Ε, τότε τι Ελληνίδα μου τσαμπουνάς; Ήθελα να του εξηγήσω, αλλά δεν ήμουν σίγουρη σε ποια γλώσσα να το κάνω, αν εκείνος θα το καταλάβει, το στομάχι μου ανακατευόταν από τα ποτά ήδη και το μόνο που κατέληξα να σκέφτομαι ξανά και ξανά ήταν “γαμημένα Βαλκάνια, ποτέ δεν θα ησυχάσω”.
Δική μας είσαι, είπε θριαμβευτικά, λίγο πριν μπει στο driveway του σπιτιού μου και ήταν αυτή η κτητικότητα που με θύμωσε περισσότερο, αλλά δεν κάθισα να μαλώσω. Ξέρει πού μένω τώρα, σκέφτηκα, και είναι και Αλβανός, δεν μπορείς να τους έχεις καμία εμπιστοσύνη. Του άφησα γερό μπουρμπουάρ και τον καληνύχτισα, εγώ στα αγγλικά, εκείνος ελληνικά, μπήκα μέσα, άναψα όλα τα φώτα και κλείδωσα την πόρτα πίσω μου.
Το σπίτι μύριζε κερί βανίλια και αφρόλουτρα από το μπάνιο που είχα κάνει πριν βγω. Πάντα προσέχω τις μυρωδιές των σπιτιών που μπαίνω, κάπου διάβασα ότι εμείς δεν καταλαβαίνουμε την μυρωδιά του δικού μας, αλλά επειδή έχω πετύχει σπίτια που δεν μου άρεσαν, πρόσεχα ιδιαίτερα. Τσέκαρα πάλι την πόρτα αν ήταν κλειδωμένη.
Όταν έμπαινα στο σπίτι της γιαγιάς μύριζε κολώνια μυρτώ λεμόνι και λιβάνι. Εκείνη δεν κλείδωνε την πόρτα της και δεν ήταν σχεδόν ποτέ μέσα όταν φτάναμε από την Αθήνα με το αυτοκίνητο φορτωμένο από το σούπερ μάρκετ. Με έστελναν στη γειτόνισσα να την βρω, εκεί μαζεύονταν όλες, χήρες από νέες. Από το παράθυρο φαίνονταν σαν μια αγέλη από πάνθηρες, μαύρες και αδύνατες, με άγρια μουστάκια. Κλοτσούσα πέτρες σε κάθε βήμα και όταν άνοιγα κι εκείνη την πόρτα που ποτέ δεν ήταν κλειδωμένη (κολώνια μυρτώ πεύκο και ταγκιασμένο λάδι στο καντήλι) φώναζε η πρώτη που με έβλεπε “ήρθαν τα παιδιά, μόη” και πετάγονταν όλες να με φιλήσουν. Μου άρπαζαν το χέρι και με τσιμπούσαν με τα μουστάκια τους. Σκεφτόμουν ότι έτσι πρέπει να είναι η υποδοχή στην κόλαση, μαύροι δαίμονες που σου μιλάνε σε γλώσσα με σκληρά σύμφωνα που δεν καταλαβαίνεις. Η γιαγιά μου περήφανη, έφτιαχνε το μαντήλι της και έλεγε ξανά και ξανά το όνομά μου, επειδή ήταν το δικό της και το είχε καμάρι κι εγώ δεν ήθελα καθόλου να ανήκει το όνομά μου σε άλλη, ειδικά σε κάποια που έβλεπα τις μπλε φλέβες της κάτω από το δέρμα-τσιγαρόχαρτο. Γιατί δεν μπορούσα να έχω κι εγώ μια γιαγιά σαν τις Αθηναίες φίλες μου που έρχονταν να τις πάρουν απ’ το σχολείο με τζιν και μοντέρνα πουλόβερ και βαμμένα μαλλιά, και όταν ήθελαν να μιλήσουν σε άλλη γλώσσα ήταν κάτι κατακρεουργημένα εγκλέζικα;
Γαμημένα βαλκάνια, ξανασκέφτηκα, χωρίς να ξέρω γιατί είμαι θυμωμένη τώρα, ίσως αν κάνω εμετό θα νιώσω καλύτερα, το προσπάθησα αλλά δεν βγήκε τίποτα από μέσα μου, μόνο κάτι σάλια σαν φλέγμα. Έπεσα στον καναπέ με τα ρούχα και κοιμήθηκα χωρίς να βάλω το ξυπνητήρι.
Στο σπίτι της γιαγιάς είχε ένα παλιό ρολόι που έκανε διαρκώς τικ τακ και μετρούσα τους χτύπους περιμένοντας να τελειώσει η υποχρεωτική μηνιαία επίσκεψη. Ο μπαμπάς μου πήγαινε στο καφενείο του χωριού να βρει τους παιδικούς του φίλους, η μαμά μου καθόταν απέναντι από την γιαγιά με το παγωμένο χαμόγελο της χαζής, υπομένοντας το επισκεπτήριο χωρίς γκρίνια γιατί στους δικούς της γονείς πηγαίναμε πιο συχνά όπως της θύμιζε ο μπαμπάς. Πολύ σκληρές πεθερές οι Αρβανίτισσες μου είπε κάποτε, ξεχνώντας βολικά ότι και η δική της μαμά ήταν από την ίδια φάρα, και εγώ αναρωτιόμουν πότε σταματάς να θεωρείσαι Αρβανίτης, πόσες γενιές πρέπει να περάσουν και αν αρκεί το ότι δεν καταλαβαίνω τη γλώσσα. Μόνο κάτι βρισιές ξέρω, σαν το μούτι που σημαίνει σκατά, αλλά αυτό δεν μετράει, έτσι; Μετά από ένα τρισεκατομμύριο τικ-τακ, ερχόταν ο μπαμπάς μου τραγουδώντας και μας ξαναφόρτωνε στο αυτοκίνητο, άφηνε μερικά πεντοχίλιαρα στη γιαγιά, εκείνη ξεχώριζε και μου έδινε ένα για χαρτζιλίκι, φεύγαμε και μας σταύρωνε από μακριά.
Κάλεσα Uber για να πάω στη δουλειά, πάλι άργησα γαμώτο, ευτυχώς που το Σικάγο είναι τεράστιο και δεν υπάρχει περίπτωση να πέσω πάνω στον ίδιο οδηγό δυο φορές. Ανακατεμένο στομάχι με ταυτόχρονες σουβλιές πείνας, μην σου τύχει ο συνδυασμός. Τόσα χρόνια εδώ και ακόμα δεν έχω συνηθίσει να τρώω πρωινό σαν τους Αμερικάνους, παίρνω τον καφέ μου και βγαίνω από την πόρτα, ανάβω ένα τσιγάρο παρακολουθώντας στο χάρτη του κινητού μου το καρτουνίστικο αυτοκινητάκι να στρίβει για να φτάσει σε μένα.
Κάθε φορά που φτάναμε στο σπίτι της γιαγιάς με καινούργιο αυτοκίνητο, μαζευόταν όλη η γειτονιά στην αυλή να το χαζέψει, χτυπούσαν το μπαμπά μου στον ώμο σαν να το είχε κατασκευάσει ο ίδιος με τα χεράκια του και έλεγαν ξανά και ξανά μπράβο στη γιαγιά για τον προκομμένο μοναχογιό της. Ούτε λόγος στη μαμά μου, ακίνητη πάντα κατά τη διάρκεια του τελετουργικού, με κρατούσε από τους ώμους μπροστά της, να φυλάμε η μία την άλλη. Παρκάραμε κάτω από μία αμυγδαλιά και πέρασα πολλά τικ-τακ σπάζοντας πράσινα τσόφλια για να φτάσω στο φρέσκο, μαλακό καρπό μέσα, γλυκό και πικρό ταυτόχρονα. Μην φας πολλά θα σε πιάσει το στομάχι σου προειδοποιούσε η μαμά μου, αλλά δεν έκανε κίνηση να με σταματήσει. Τουλάχιστον όσο ήμουν απασχολημένη εκεί δεν τη ρωτούσα συνέχεια πότε θα φύγουμε.
Το γραφείο μυρίζει καφέ και αυτήν την ζεστή, γλυκερά μεταλλική μπόχα του εκτυπωτή, καλημεριζόμαστε με το ίδιο χαμόγελο που θα αποχαιρετιστούμε σε 8 ώρες ακριβώς, ούτε ένα τικ παραπάνω.
Στην κηδεία της γιαγιάς με σήκωσαν από τις μασχάλες να την αποχαιρετήσω, πρέπει να τη φιλήσεις μού είπαν, αλλά δεν ήταν η γιαγιά μου αυτή, ένα κέρινο ομοίωμα ήταν σαν αυτά που είχα δει στα Γιάννενα στις διακοπές. Κέρινη και χωμένη στα λουλούδια, μύριζε όλο το δωμάτιο λιβάνι και βιολέτες και ξεραμένα στόματα από τις γειτόνισσες που είχαν μαζευτεί να την ξενυχτήσουν. Άκουγα το όνομά μου μέσα στα μοιρολόγια και για λίγο πίστεψα πως έβλεπα την δική μου κηδεία, ότι είχα πεθάνει και το πνεύμα μου γυρνούσε αόρατο ανάμεσα στις καρέκλες. Ο μπαμπάς μου δεχόταν συλλυπητήρια και η μαμά μου έτρεχε γύρω γύρω να κανονίσει όλες τις λεπτομέρειες, τους καφέδες και τα κόλλυβα. Κάθε τόσο τη σταματούσε κάποιος να της υπενθυμίσει πόσο χρυσός άνθρωπος ήταν η πεθερά της και πώς την αγαπούσε σαν κόρη της, παρόλο που δεν αξιώθηκε να της δώσει εγγονό.
Σήκωσαν την γιαγιά μου να βγει από το σπίτι της τελευταία φορά, ξαπλωτή και αδιάφορη, μπήκαμε όλοι πίσω της στην εκκλησία (λιβάνι και κερί μέλισσας), ρουθουνίσματα και αιωνία της η μνήμη, τα κόλλυβα είχαν κάτι μικρά ασημένια κουφέτα που μπορούσαν να σου σπάσουν τα δόντια αν δεν ήσουν προσεκτικός. Να ζήσετε να τη θυμόσαστε, το τικ-τακ του ρολογιού στο σπίτι πιο δυνατό από ποτέ. Κλειδώσαμε την πόρτα φεύγοντας.
Κατά τις 11 το πρωί είμαι έτοιμη νομίζω να φάω κάτι, οι συνάδελφοί μου έχουν αρχίσει και σκέφτονται το μεσημεριανό. Πώς να είναι άραγε η ζωή όταν μεγαλώνεις μακριά από τη ζέστη και την μεσόγειο, όταν τρως μεσημεριανό το πρωί και βραδινό πριν βραδιάσει; Τους κοιτάω με τον τρόπο που κοιτάμε πάντα τους δυτικούς, τους ξινούς και κουμπωμένους, που δεν ξέρουν πώς να ζήσουν, που δεν έχουν φάει ποτέ φρέσκα αμύγδαλα μέχρι να τους πιάσει το στομάχι τους. Που οι γιαγιάδες τους δεν νοιάζονταν αν είναι αγόρια ή κορίτσια, που το παρελθόν τους δεν είναι τόσο μπερδεμένο ώστε να τους διεκδικήσει κανείς σαν δικούς τους, να θέλει να τους αρπάξει από τους άλλους, χωρίς ποτέ να ρωτηθούν.
Γαμημένα βαλκάνια, ξεφυσάω τον καπνό από το τσιγάρο μου, πρέπει να περπατήσω τρία τετράγωνα μέχρι να βρω ένα σημείο να σταθώ που να επιτρέπεται το κάπνισμα. Παγώνουν τα δάχτυλά μου. Πόσο πιο εύκολα θα ήταν όλα αν είχα μεγαλώσει εδώ με φυστικοβούτυρο και χοτ ντογκ; Πότε παύεις να θεωρείσαι ξένος και αρχίζεις να περνιέσαι για Αμερικάνος; Χρειάζεται να περάσουν γενιές ή αρκεί που ξέρω τη γλώσσα;
Την τελευταία φορά που πήγα στην Ελλάδα για διακοπές, δεν είχε μείνει πια κανείς παππούς ή γιαγιά. Τα σπίτια στα χωριά νοικιασμένα σε Αλβανούς και τις οικογένειές τους, η αμυγδαλιά κόπηκε για να κάνει χώρο για το γκαράζ. Οι γονείς μου με δέρμα-τσιγαρόχαρτο και μπλε φλέβες με ξενάγησαν θριαμβευτικά στα μνήματα που αγόρασαν προκαταβολικά. Μάλλον φοβήθηκαν ότι θα τους κάψω τώρα που επιτρέπεται. Να έρχεσαι να μας ανάβεις το καντήλι μού είπαν ανάλαφρα, λες και κανονίζαμε τι θα κάνουμε το σαββατοκύριακο. Εδώ που έχει σκιά και ωραία θέα τα διαλέξαμε τόνισαν, χωρίς να μπορούν να κρύψουν το χαμόγελο τους. Εντάξει συμφώνησα, σαν να μην είναι περίεργη αυτή η εμμονή με τον θάνατο, σαν να μην είναι το πιο νοσηρό πράγμα στον κόσμο να κανονίζεις τον επερχόμενο θάνατο των γονιών σου, των ανθρώπων που σε κρατάνε ακόμα ριζωμένη κάπου, σε έναν τόπο, έστω και μακρινό. Πέρασα τόσα χρόνια να τους αισθάνομαι σαν βαρίδια και τώρα φοβάμαι πως αν φύγουν θα μείνω να αιωρούμαι σε ένα κενό χωρίς αναμνήσεις, χωρίς γλώσσα δική μου.
Γαμημένα Βαλκάνια, είπα μπροστά στα μάρμαρα με τις κενές ημερομηνίες, όλα μούτι.
|