Τον είδα στην τράπεζα ένα μεσημέρι Παρασκευής. Μόνος μου στο ταμείο και οι σειρές με τις μπλε πλαστικές καρέκλες γεμάτες. Και όρθιοι. Όλοι με τα χαρτάκια προτεραιότητας τσαλακωμένα στο χέρι. 213, 214, 215. Ήταν καθισμένος στη δεύτερη θέση δεξιά στην κολόνα, μέσα σε λωρίδες αιωρούμενης σκόνης και χλομής φθινοπωρινής λιακάδας που έμπαινε από τη τζαμαρία. Ένας κύριος, στο τέλος της μέσης ηλικίας. Πουλόβερ ζακάρ, πουκάμισο με λεπτό θαλασσί καρό, φαρδιά ριγέ γραβάτα καλοδεμένη, παντελόνι κοτλέ γκριζοπράσινο, ταμπά ζώνη με χρυσή τετράγωνη πόρπη. Το φερμουάρ του παντελονιού ανοιχτό, στερεωμένο κάθετα με δύο μεγάλες παράλληλες χρυσές παραμάνες.
216, 217, κανονικά έπρεπε να κλείνουμε σε λίγο. 218, 219.
Ντελικάτα δάχτυλα, με περιποιημένα λίγο μακριά νύχια. Δέρμα μαυρισμένο και ψημένο, σα να περνούσε ώρες στην ύπαιθρο. Καλοκουρεμένο μαλλί και κοντό γένι. Το πράσινο βλέμμα του ήρεμο, αγκάλιαζε τα πάντα χωρίς να ακουμπά πουθενά. Μάτια καλλιτέχνη, δέρμα αγρότη, παράστημα άρχοντα.
Η κυρία με το 219 βιαζόταν, ήθελε να μεταφέρει 1000 ευρώ μεταξύ των λογαριασμών της και να εξοφλήσει πρόωρα την κάρτα της που είχε πιάσει όριο ώστε να μπορέσει να τη χρεώσει κι άλλο. Εκτελώντας μηχανικά τις συναλλαγές, συνέχισα να τον παρατηρώ.
Κουβαλούσε μια τσάντα από μουσαμά, αυτές τις μεγάλες για τα ψώνια του σουπερμάρκετ, γεμάτη. Τα παπούτσια του κάτι άθλια ταλαιπωρημένα μοκασίνια, χωρίς κάλτσες. Έβγαλε από την τσάντα μια σακούλα, εξέτασε τα περιεχόμενά της, την ταχτοποίησε ξανά. Έκλεισε λίγο τα μάτια. Νύσταζε. Τα ξανάνοιξε και συνάντησε το βλέμμα μου. Χαμογέλασα ουδέτερα και έκανα ότι ασχολούμαι με το διπλότυπο μπροστά μου.
«Ξέρετε, αυτό γίνεται πλέον και μέσω web-banking». Είμαι υποχρεωμένος να ενημερώνω.
«Το ξέρω, αλλά δεν έχω εμπιστοσύνη».
«Είναι απολύτως ασφαλές. Για να μη χάνετε το χρόνο σας στην τράπεζα το λέω».
«Δε λέτε καλύτερα να βάλουν κι άλλα ταμεία να μην περιμένει ο κόσμος;»
«Καλά, όπως νομίζετε».
«Αν δεν ερχόμαστε στην τράπεζα θα μείνετε χωρίς δουλειά, το ξέρετε;»
Πάντα η ίδια ιστορία. Ολοκλήρωσα την ενημέρωση του βιβλιαρίου με μερικά ακόμα κλικ στον υπολογιστή, όπως κάνουν οι παραγωγικοί υπάλληλοι που δε χαζολογάνε παρατηρώντας τον κόσμο που περιμένει να εξυπηρετηθεί. Το βλέμμα του ακόμα πάνω μου, κάτι σαν αντίστιξη, μ’ έκανε να νιώθω ένα περίεργο «δεν είμαι εγώ» ανακατεμένο με ένα «θα μπορούσα να είμαι εγώ». Αυτό το «όχι εγώ» παρηγορητικό και ανησυχητικό συγχρόνως. Σα να ντρεπόμουν επειδή με βλέπει, σα να έκανα κάτι κακό. Όχι κακό, κάτι που τον απογοήτευε, κάτι που μας άφηνε σε διαφορετικούς κόσμους.
Τι ήρθε να κάνει εδώ; Έχει δουλειά στην τράπεζα ή μπήκε απλώς για να ξεκουραστεί; Προσπάθησα να θυμηθώ αν τον είδα να μπαίνει, αν τον είχα ξαναδεί.
Δίπλα του καθόταν τώρα μια ασουλούπωτη ξανθιά που μιλούσε δυνατά στο κινητό. Ξεβαμμένο μαλλί, κολάν, μακριά ζέρσεϊ μπλούζα με στάμπες και στρας. Κανόνιζε κάποια δουλειά, κάτι πουλούσε: ακίνητα; έπιπλα; μηχανήματα; Κάτι ακριβό. Ζύγιζε αν θα δεχόταν την πληρωμή με γραμμάτια: «Μου έχει πει κι ο Γιώργος ότι εξόφλησες τα γραμμάτια στην ώρα σου… Δεν είναι θέμα εμπιστοσύνης… Να εξυπηρετηθούμε θέλουμε όλοι», και ούτω καθεξής, τόσο δυνατά που την άκουγε όλη η τράπεζα.
«Λίγη ησυχία παρακαλώ!».
«Άντε να σε κλείσω τώρα γιατί είμαι στην τράπεζα και μου τη λέει ο ταμίας ότι φωνάζω».
Στις άκρες των χειλιών του σχηματίστηκε φευγαλέα κάτι που έμοιαζε με ευγνωμοσύνη. Ή με συγκατάνευση. Εκείνη την ελάχιστη στιγμή ήμασταν συνωμότες. Σηκώθηκε και πήγε αργά προς την έξοδο.
Το επόμενο διάστημα νόμισα πολλές φορές ότι τον είδα μέσα στο παρδαλό πλήθος των συνηθισμένων ανθρώπων. Στην πλατεία την Κυριακή. Στο λιμάνι την ώρα που φόρτωνε το φεριμπότ. Στη λαϊκή. Στη στάση του λεωφορείου. Στην ουρά του ATM. Είχε στοιχειώσει τη σκέψη μου.
Ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος, ο αταξινόμητος, αυτό το κράμα αριστοκράτη και άστεγου; Άρχισα να επινοώ ιστορίες. Προσπαθεί να κρατήσει την αξιοπρέπεια που είχε κάποτε; Τον φροντίζει κάποιος ή φροντίζει μόνος τον εαυτό του; Έζησε πάντα μόνος, αυτάρκης και λίγο αγέρωχος, αλλά δυσκολεύεται πια να υποστηρίξει την ανεξαρτησία του όπως παλιά; Ή μήπως είχε μια καλοβαλμένη γυναίκα, οικογένεια, σπίτι και ξαφνικά όλα άλλαξαν ριζικά και παλεύει να συντηρήσει το γνώριμο τρόπο ζωής; Θα ξαναρχόταν στην τράπεζα; Κι αν ερχόταν, πώς θα κατάφερνα να του μιλήσω; Θυμάμαι κάθε φάτσα που πέρασε από τη δεύτερη θέση δεξιά στην κολώνα. Τον περίμενα.
Αργά ένα απόγευμα που σταμάτησα για τσιγάρα στο περίπτερο της παραλίας, τον βρήκα να κάθεται ακίνητος στο ακριανό παγκάκι και να κοιτάζει τη θάλασσα. Ο βοριάς ανακάτευε το κύμα και τον έδερνε με άσπρο αφρό. Βαριά σύννεφα χύνονταν στο νερό. Σουρούπωνε η μικρότερη μέρα του χρόνου.
Με περίμενε. Σηκώθηκε και χωρίς να με κοιτάξει πήρε το δρόμο για το Λόφο. Έχωσα τα χέρια με τα ρέστα και το πακέτο στις τσέπες του παλτού. Η μύτη και τα αυτιά μου είχαν παγώσει. Τα μάτια μου έτσουζαν.
Διέσχισε τη γέφυρα, προσπέρασε το συρματόπλεγμα με τα απορριμματοφόρα και τους κάδους του Δήμου και άρχισε να ανηφορίζει την πλαγιά δίπλα στο νεκροταφείο. Ήξερε τα πατήματά του και προχωρούσε με βήμα γρήγορο και σίγουρο μέσα στο μισοσκόταδο. Εγώ σκαρφάλωνα λαχανιασμένος, τα παπούτσια μου βαριά από τη λάσπη, τα μπατζάκια μου μουσκεμένα στην υγρασία, παραπατώντας σε λακκούβες, σκοντάφτοντας σε κομμένα λάστιχα, σύρματα και λαμαρίνες που κρύβονταν μέσα στο ψηλό τριφύλλι. Έστριψε δεξιά και χάθηκε προς το δάσος.
Μια ασβεστωμένη μάντρα έλαμπε πίσω από τα πρώτα πεύκα. Τα σύννεφα είχαν χωρίσει σ’ εκείνο ακριβώς το σημείο και το παγωμένο φεγγάρι του Δεκέμβρη φώτιζε σαν προβολέας. Η σιδερένια πόρτα ανοιχτή. Δεμένο δίπλα της ένα μαύρο σκυλί κουνούσε χαρούμενα την ουρά.
Ήταν σκυμμένος στην άλλη άκρη του περιβολιού και κάτι σκάλιζε. Άκουγα το ρυθμικό, ανάλαφρο γκαπ-γκαπ, ο ήχος χανόταν μέσα στο μαλακό χώμα. Τι νοικοκυρεμένο περιβόλι! Τα δρομάκια στρωμένα με γαρμπίλι και τα παρτέρια χωρισμένα με ασβεστωμένα βότσαλα. Όλο φυτεμένο με ροδιές. Τα πυρόχρυσα φύλλα τους επέστρεφαν πιο θερμό το φως του φεγγαριού και στα κλαδιά τους βάραιναν ολοστρόγγυλα, κατακόκκινα ρόδια. Είχε μια γλυκιά ζέστη και κάπου έτρεχε νερό. Σκέφτηκα, θυμάμαι, πόσο ευλογημένο δέντρο είναι η ροδιά, ήμερο, στα μέτρα του ανθρώπου. Έχω την εντύπωση ότι άκουσα τιτιβίσματα μέσα στα φύλλα και ότι είδα ανάμεσα στα δέντρα να περνάει κρυφά ένα παγώνι, αλλά μπορεί να το θυμάμαι έτσι γιατί ταιριάζει με την εικόνα.
Ένα ρόδι είχε σκάσει και άπλωσα να το κόψω. Το αγκάθι της ροδιάς μου τρύπησε το δάχτυλο. Μια σταγόνα αίμα έσταξε μέσα στη σχισμή, στην κόκκινη σάρκα του ροδιού.
Το πρόσωπό του βρέθηκε μπρος στο δικό μου. Τα μάτια του είχαν πάρει το χρώμα των φύλλων. Μέσα τους έπαιζαν μικρές φλογίτσες. Πήρε το ρόδι, το άνοιξε στα δύο με τα χέρια του και μου έδωσε να φάω τέσσερα σπυριά.
Έπαιζα με τη γλώσσα μου τις κόκκινες χάντρες κι ένιωθα το χυμό τους να κυλάει ως τα ακροδάχτυλα των χεριών και ως τις πατούσες των ποδιών. Άρχιζα να βυθίζομαι σιγά-σιγά στο χώμα, να απλώνω ρίζες, να διακλαδώνομαι.
«Όχι!»
Ξεκόλλησα τα πόδια μου με δύναμη. Οι ρίζες έτριζαν και κομματιάζονταν, σβώλοι χώμα πετάγονταν γύρω μου.
«Όχι εγώ!»
Το στόμα του μεγάλωσε σε μια άφωνη κραυγή που παραμόρφωσε το πρόσωπό του. Έμοιαζε με άγριο ζώο, πληγωμένο.
Το μόνο που θυμάμαι μετά είναι να κατρακυλάω την πλαγιά μες στο σκοτάδι χτυπώντας σε αόρατα εμπόδια που μου ξέσκιζαν τα ρούχα. Πίσω μου ακουγόταν κάτι σαν αλύχτισμα ή σαν κλάμα, αλλά μπορεί να ήταν ο αέρας στα δέντρα.
Τον βρήκαν το άλλο πρωί καθισμένο στο παγκάκι, στην παραλία. Παγωμένο. Ο περιπτεράς τον βρήκε, που ανοίγει πρώτος. Είχε μαζευτεί κόσμος την ώρα που περνούσα, είχε έρθει το ασθενοφόρο και η αστυνομία. Το πράσινο βλέμμα του ακίνητο αγκάλιαζε τον ορίζοντα. Ο ήλιος που μόλις ανέτειλε από τη θάλασσα ζέσταινε το δέρμα του. Μάτια καλλιτέχνη, δέρμα αγρότη, παράστημα άρχοντα.
Δεν πήγα στην τράπεζα. Έτρεξα σαν τρελός, σκαρφάλωσα σκοντάφτοντας και παραπατώντας στην πλαγιά, έστριψα δεξιά προς το δάσος.
Βρύα και κοκκινόχωμα σκέπαζαν δύο σειρές ακατάστατες πέτρες από μια μάντρα που πρέπει να γκρεμίστηκε χρόνια πριν. Η πόρτα της σκούριαζε μισοθαμμένη μες στο χορτάρι. Η αγριάδα έπνιγε κάτι καχεκτικά γκρίζα δεντράκια με γυμνά αγκαθωτά κλαριά.
Κατηφόρισα αργά, κουβαλώντας το βάρος μιας μεγάλης προδοσίας.