Λάμψη

1

Ακαριαία, η νύχτα έλαμψε στο
σχήμα ενός αδέσποτου.
Να, όπως τα χέρια που γλιστρούν
καμιά φορά και γίνονται ο φακός
με τον οποίον ψάχνω να βρω μία
πένσα του μπαμπά στο υπόγειο

(Ρίξε λίγο φως πάνω
απ’ το δεξί μου χέρι,
η νύχτα λιώνει κι εγώ
ακόμα ψάχνω τη σκιά
του στις σκάλες.)

αλλά κανείς δε με βοηθά, είναι
στον άλλον όροφο και δεν ακούνε
γιατί έξω σκάνε πυροτεχνήματα και
Είναι αργά, τι κάνεις ξύπνιος τέτοια
ώρα εσύ; τα σκυλιά μαλώνουν σαν
τρελά, εγώ σκέφτομαι Αυτή η Λάμψη
στο σχήμα του σαρκοβόρου θα με
τυφλώσει, σκάβω το χώμα δροσερό
και ψάχνω κόκαλα ψάχνω μια πένσα
ψάχνω ένα δώρο για τα γενέθλιά του
που ποτέ δεν τα γιορτάζει, μα εγώ το
θυμάμαι και θα του κάνω έκπληξη.
Μακριά, δηλαδή στο στόμα μου, τα αμάξια
βρυχώνται όσο η νύχτα στάζει ολόκληρη
πάνω στο χώμα μου, εννοώ στο σώμα μου,
ρίξε μου λίγο φως, είναι αργά. Σ’ αγαπώ ως
τον ουρανό. Ψάχνω κάτι θαμμένο βαθιά βαθιά
στις ρίζες κάποιας ήττας, εγώ που δεν ξέρω
τι σχήμα έχουν τα εργαλεία, δεν ξέρω να
ζωγραφίσω την παιδική ηλικία ―
ούτε καν η σιωπή δεν προλαβαίνει να σώσει
τόσες φωνές.

2

Πες μου για το πώς πέθανες χίλιες φορές
ναυτικέ, όπως άκουσα.
Λένε πως έσκισες το δέρμα σου ξανά και ξανά
σε βράχια και σε ληγμένες κονσέρβες
αναζητώντας χρυσό.
Πως τα χέρια σου ήταν πάντοτε άδεια, κρύα
και η σκιά σου εκτός κάδρου.
Θέλω να ακούσω δίχως περιπλοκές τις ιστορίες
της εμμονής σου. Έχω ακούσει για το τι κρύβεις
μέσα στο στρώμα σου.
Μου έχουν πει για όσα έδυσαν και για όσα δεν
πρόλαβαν να αγγίξουν ξανά τη στεριά. Έχω ακούσει
νύχτες και νύχτες για το πως αμφιβάλλεις
πως είσαι δίκαιος.
Πες μου πες μου, λοιπόν, για το πώς όταν μια ιδέα
καρφώνεται γύρω απ’ τον καρπό, ρουφάει το δέρμα
σαν βδέλλα, τυλίγεται ύπουλα, αργά στις φλέβες
και δεν ξεριζώνεται.
Θέλω να ξεδιψάσω με μία σταγόνα της μεθυστικής
θαλασσοταραχής που είναι η ζωή σου κι ύστερα να
βουλιάξω φορτωμένος κάθε πνιγμό
και κάθε αίνιγμα.

3

Πόσο γρήγορα έλιωνες
κι έχανες τον εαυτό σου σ’
ένα μόνο απόγευμα.
Σε θυμάμαι ενάντια στη χρυσή
ώρα, να φλέγεσαι
το βλέμμα σου, απέραντο στον
εσωτερικό καθρέφτη
και πέρα απ’ τον ορίζοντα

(τόσο κρίμα που το ελάφι
που τινάχτηκε μπροστά μας
εσύ μεμιάς το αποκεφάλισες
το έσκισες στα δύο πάνω στον
αυτοκινητόδρομο το έχεις
ακόμα στο παρμπρίζ λάφυρο
της ενηλικίωσης κι εγώ τού
κρατάω παρέα εγώ που έχω
συνηθίσει το μαρτύριο της
ασφάλτου)

πως το τοπίο ισορροπεί
στους ώμους σου
πως δε θα φτάσουμε ποτέ.
πως τα μαλλιά σου στον άνεμο
είναι ύμνος.
Φοβάμαι πως είσαι η τρικυμία
για την οποία προειδοποίησαν
οι γραφές.

4

Πώς συνεχώς μπερδεύω τα χέρια σου
για τον ήλιο.
Πώς συνεχώς ξεχνώ
το όνομα μου.
χαράμισα τόσα καλοκαίρια μαθαίνοντας
να σε αγαπώ. ψέλλισα το όνομα σου έως
ότου τα ούλα μου μάτωσαν μελάσα – έτσι
έχτισα τον ναό μου, γεωμετρία κυψέλης,
τοίχοι από βασιλικό πολτό, μέλι.
Αλλά το καλοκαίρι τελείωσε πια δεν είμαστε
την Κέρκυρα και εξάλλου πιάνεις τόσο
χώρο. με τον καιρό, οι φωτογραφίες σου
γίνονται πάλι
ασπρόμαυρες.
Εσύ, κογιότ
εσύ, φάλαινα καρχαρία
εσύ, δασική φωτιά
κατά μήκος του καλοκαιριού μου, γυναίκα.
Υποθέτω πως για αυτό το θαλασσινό νερό
στα χείλη μου μοιάζει κερήθρα.

5

Μια γυναίκα σέρνει ένα καρότσι
κατά μήκους τοπίου που δύει σε πάρκινγκ.
Στο καρότσι-φωλιά, κρυμμένο ένα αγόρι.
Στο αγόρι-σπουργίτι, αγκαλιά ένα λούτρινο.
Στο λούτρινο-χειροβομβίδα, ο αντικατοπτρισμός
τοπίου που δύει σε πάρκινγκ.
Η εικόνα σκοτεινιάζει, θαμπώνει
ύστερα παίρνει φωτιά.
Στη φωτιά-φούρνο μικροκυμάτων,
η αντανάκλασή σου.
Στην αντανάκλαση-λεπίδα,
ο πατέρας που εξηγεί όρθιος δίπλα στον φούρνο
τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα και το ταξίδι
που κάνει το φως για να καταλήξει
στην Polaroid που σηκώνεις αδέξια στο ύψος
των ματιών όσο φωνάζεις
Χαμογελάστε.
Να τη, η ζωή σου: αστράφτει εμπρός σου,
πηγαίνει με χίλια.
Μην τη χάσεις.
Δε σου μιλώ για το ξύλο που φλέγεται.
Όσα ακούς είναι η Λάμψη της μνήμης.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: