Από τον λήθαργο της νάρκωσης με έβγαλε ένας λαμπτήρας που τρεμόπαιζε πάνω από το κεφάλι μου. Τα βλέφαρα μου ήταν πολύ λεπτά για να εμποδίσουν το κατάλευκο, σκληρό του φως να φτάσει στα μάτια μου, ενώ το τσιτσίρισμά του κάθε τριατέσσερα δευτερόλεπτα που έσβηνε και πάλευε να ανάψει ξανά μου τρυπούσε τα μηνίγγια. Έκανα το αριστερό μου χέρι γεισό λες και προσπαθούσα να με προστατέψω από τον ήλιο και αναζήτησα την μητέρα μου ή κάποιον άλλο στον τετράκλινο θάλαμο προκειμένου να του ζητήσω να τον σβήσει, αλλά δεν υπήρχε κανείς ικανός. Το διπλανό κρεβάτι ήταν άδειο και στα άλλα δύο κείτουνταν ανάσκελα δυο ασθενείς που έδειχναν σε κατάσταση εξίσου κακή με τη δική μου. Περίμενα κάμποσο με κλειστά μάτια μέχρι που η μυρωδιά των στριφτών τσιγάρων της μητέρας μου και η χαρακτηριστική τσίκνα που έχει ποτίσει τόσα χρόνια τα μαλλιά της, από τη δουλειά της σε ψησταριές, εισέβαλαν στο δωμάτιο. Η μητέρα μου ήρθε δέκα δευτερόλεπτα αργότερα κι έσβησε το φως.
Στην κατάστασή μου, αυτή η χρονική αναντιστοιχία της οσμής της μητέρας μου με την εμφάνισή της δεν με παραξένεψε, παρόλο που υπό κανονικές συνθήκες την κάπνα από τα τσιγάρα και την τσίκνα της τη μύριζα μόνο όταν με φιλούσε. Άρχισα να υποψιάζομαι ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με την όσφρησή μου μία ώρα αργότερα. Όταν πια είχα συνέλθει από την νάρκωση και συζητούσαμε για το πόσο με ενοχλούσε ο καθετήρας, μύρισα τη σφολιάτα και την σοκολάτα ενός κρουασάν μόλτο και τα φρούτα από ένα χυμό αμίτα μόσιον. Όταν τα αναζήτησα γύρω μου δεν κατάφερα να τα εντοπίσω. Δευτερόλεπτα αργότερα είδα το κρουασάν και τον χυμό στα χέρια ενός νοσηλευτή καθώς περνούσε από τον διάδρομο, τουλάχιστον τρία μέτρα από το κρεβάτι μου.
Ο μεγαλύτερος μου καημός πριν την εγχείρηση ήταν αν κάποια στιγμή θα κατάφερνα να ξαναπάω στην Κρήτη. Να κολυμπούσα ξανά στην Παλιόχωρα, να ένιωθα τον γλυκό πόνο στις αρθρώσεις φτάνοντας στην Αγιά Ρουμέλη αφού θα ολοκλήρωνα το φαράγγι, να με νανούριζαν τα τζιτζίκια στο ντιβάνι στην αυλή μας κάτω από τη σκιά του πλατάνου. Αλλα κυρίως αν θα γευόμουν ξανά κρητικές λιχουδιές: χορτοκαλίτσουνα, φρεσκοκομμένες τομάτες με λάδι, ρίγανη και χανιώτικη μυζήθρα πάνω σε χαρουποπαξίμαδα, γραβιέρα με μέλι, ξινόχοντρο, τσιγαριαστό και γαμοπίλαφο με γιαούρτι για να μη με ζεματίσει έτσι όπως φτάνει κάθε φορά αχνιστό στο τραπέζι.
Στην κατάστασή που βρισκόμουν απείχα πάρα πολύ από όλα αυτά. Είχα μείνει πενηνταπέντε κιλά, ενώ τα κανονικό μου βάρος ήταν γύρω στα εβδομηνταπέντε. Επίσης, πέρα από τον καθετήρα είχα τουλάχιστον άλλα τέσσερις ορούς, σωληνάκια, παροχετεύσεις που τροφοδοτούσαν ή απομάκρυναν υγρά από το σώμα μου κάνοντάς με να μοιάζω με εξωγήινο που επιστήμονες πάλευαν να κρατήσουν στη ζωή προκειμένου να μάθουν τα μυστικά του σύμπαντος. Ο χειρουργός, βέβαια, μου είχε πει πριν την επέμβαση ότι κατά ενενηνταοχτώ τοις εκατό πολύ σύντομα θα ήμουν ικανός να έκανα όλα όσα ήθελα.
Λίγο ο πόνος από την τομή και λίγο η ανησυχία μου για το μέλλον που όλο και αυξανόταν, αφού από το κρεβάτι σηκωνόμουν μόνο υποβασταζόμενος από δύο νοσηλευτές δυο φορές την μέρα, με έκαναν να ξεχάσω τις ενδείξεις για την βιονική όσφρηση που είχα αποκτήσει μετά την εγχείρηση. Ώσπου δυο μέρες αργότερα, στο κρεβάτι τέρμα δεξιά ―τα κρεβάτια του θαλάμου βρίσκονταν σε μια ευθεία γραμμή― ήρθε ένας παππούς για να αφαιρέσει την χολή του. Συνοδός του ήταν μια κακομούτσουνη, μαυροφορεμένη γριά με τσεμπέρι που μύριζε ξινίλα. Όχι ότι ο παππούς πήγαινε πίσω, αλλά εκείνης η ξινίλα ήταν σαν είχε ποτίσει τα υφάσματα και το δέρμα της που ακόμα κι αν την έπλενες δεν θα έφευγε. Όποτε την κοιτούσα ένιωθα πως έβλεπα ένα σύννεφο ιδρωτίλας να την περιβάλλει και το ρεύμα που δημιουργούνταν πολλές φορές στο διάδρομο, να σπάει το σύννεφο σε άλλα μικρότερα που αιωρούνταν αργά μες στον θάλαμο, πατικωμένα και κιτρινιάρικα, μέχρι που χώνονταν στα ρουθούνια μας. Τότε έβαζα την μάσκα οξυγόνου που είχα δίπλα μου για να μην κρουφτώ.
Η δυσοσμία της ήταν τόσο έντονη που ακόμα και όταν έλειπε, την μύριζα γιατί είχε κατακάτσει σαν σκόνη μες στο νοσοκομείο. Ενώ πολλές φορές την κουβαλούσαν οι νοσηλεύτριες ή οι γιατροί μιας και νωρίτερα τους είχε πλησιάσει για να ρωτήσει για την κατάσταση του παππού. Η αηδία που μου προκαλούσε έφτασε στο αποκορύφωμά της ένα βράδυ που ήρθε η μητέρα μου μετά τη δουλειά. Η οσμή της προηγήθηκε, όπως συνέβαινε πια με όλους από όταν είχα βγει από το χειρουργείο, αλλά με την μυρωδιά των τσιγάρων και της τσίκνας των μαλλιών της ανακατεμένη ήταν και η μυρωδιά της γριάς. Μέχρι να ανοίξω τα μάτια και να την δω νόμιζα πως δίπλα μου δεν είχα την μητέρα μου, αλλά τη γριά.
Την ρώτησα ―χωρίς να της αποκαλύψω τα δεδομένα για την υπερφυσική μου όσφρηση― αν είχε γνωριστεί με την γριά κι εκείνη μου είπε πως είχαν μιλήσει νωρίτερα στο προαύλιο του νοσοκομείου. «Ο άντρας της θα μείνει καμιά εβδομάδα ακόμα γιατί είχε κάποιες επιπλοκές μετά το χειρουργείο… Είναι από τα Χανιά, από τον Τραχινιάκο» είπε και συνέχισε λέγοντάς μου πως μόλις της αποκάλυψε πως ήταν κοντοχωριανές η γριά την αγκάλιασε και τη φίλησε.
Το ίδιο βράδυ, στον ύπνο μου, έβλεπα πως ήμουν στον Βόλακα. Στην παραλία που είχα πρωτομάθει μπάνιο, πλάι στην Παλιόχωρα. Η παραλία με τα μπλαβί από το βάθος νερά και τις τεράστιες πέτρες ήταν σχεδόν άδεια. Εγώ έκανα γυμνός απλωτές κι απέξω μια ξανθιά γυναίκα που δεν είχα ξαναδεί, εξίσου γυμνή, έκανε ηλιοθεραπεία κοιτώντας προς το μέρος μου. Αν και δεν μου έλεγε κάτι το πρόσωπό της, ένιωθα μια οικειότητα, λες και είχαμε σχέση ή έστω ήμασταν φίλοι. Δεν θα ήταν δηλαδή παράξενο να πήγαινα να της μιλήσω. Παρ΄όλα αυτά δεν μπορούσα να βγω από το νερό, γιατί όπως παρακολουθούσα τη γύμνια της είχα ερεθιστεί. Εκείνη με κοίταξε πονηρά, λες και καταλάβαινε τι μου συνέβαινε, σηκώθηκε, περπάτησε προσεκτικά πάνω στις πέτρες και έφτασε μέχρι εκεί που σκάει το κύμα κάνοντάς μου νόημα να την πλησιάσω. Όπως κολυμπούσα προς το μέρος της είδα πως κρατούσε ένα τάπερ. Συνέχισα να κολυμπώ, ώσπου όταν το νερό έγινε ανάβαθο, μπήκε ως το γόνατο και μου έτεινε το τάπερ. Μέσα του υπήρχαν στρώσεις καλτσουνιών που χωρίζονταν μεταξύ τους με λαδωμένες χαρτοπετσέτες. Πήρα ένα και το έβαλα στο στόμα κλείνοντας τα μάτια. Ήταν μαλακό, σχεδόν υγρό, λες και είχε ιδρώσει από τη ζέστη κι ένιωσα στο στόμα μου την σπιρτάδα του μάραθου και την γλύκα της μυζήθρας καθώς ανακατεύονταν με την τηγανισμένη ζύμη. Όσο μασούσα, η γυναίκα, με έπιασε από το χέρι, με πλησίασε και εφάρμοσε το γυμνό κορμί της πάνω μου. Όταν άνοιξα τα μάτια, η παραλία και η ξανθιά είχαν χαθεί κι απέναντι μου είχα την κακομούτσουνη γριά. Μου χαμογέλασε και μέτρησα τουλάχιστον τρεις κουφάλες στην πάνω της γνάθο, ενώ κάτω από το δεξί της μάτι κρεμόταν μια τεράστια κρεατοελιά. Κρατούσε ένα ανοιχτό τάπερ, σαν αυτό του ονείρου, γεμάτο καλτσούνια. Της έκανα νόημα να φύγει χωρίς να ανασάνω, γιατί φοβήθηκα πως η μπόχα της θα μου τρυπούσα τα ρουθούνια και φόρεσα αμέσως την μάσκα οξυγόνου.
Είχαν περάσει τέσσερις μέρες από το χειρουργείο και βρισκόμουν στην ίδια ακριβώς κατάσταση. Σηκωνόμουν μόνο υποβασταζόμενος από τους νοσηλευτές. Για να πω την αλήθεια, το «σηκωνόμουν» είναι ευφημισμός, αφού πιο πολύ με κουβαλούσαν σαν άδειο τσουβάλι με το λειψό μου βάρος στηριγμένο στους ώμους τους παρά συμμετείχα με κάποιο ενεργό τρόπο σε αυτά τα πήγαινελα των πενήντα μέτρων στον διάδρομο της χειρουργικής κλινικής. Ακόμα και τον λαμπτήρα που συνέχιζε να τσιτσιρίζει όποτε ήταν αναμμένος, δεν μπορούσα να τον σβήσω, παρότι ο διακόπτης του απείχε ένα μέτρο από το κρεβάτι μου και θεωρητικά με ένα τέντωμα τον έφτανα. Ένιωθα εντελώς αδύναμος. Η πιο κοπιαστική ενέργεια που μπορούσα να κάνω ήταν να ξεφυλλίσω ένα βιβλίο. Όχι φαράγγια δεν θα ξαναδιέσχιζα και τσιγαριαστά δεν θα ξανάτρωγα, δεν ήμουν καν σίγουρος αν θα μπορούσα κάποια στιγμή να αυτοεξυπηρετούμαι. Το μεσημέρι ρώτησα απογοητευμένος τον χειρουργό μου, για το πότε θα μπορούσα να σηκωθώ μόνος κι αν η ζωή μου θα ήταν ποτέ ξανά φυσιολογική. Εκείνος, μου έσφιξε στοργικά τον ώμο και με θλιμμένο ύφος ψιθύρισε «υπομονή, υπομονή».
Δεν ήμουν σίγουρος ότι μπορούσα να κάνω άλλη υπομονή. Για να πάρω την απόφαση να μπω στο χειρουργείο είχα ήδη βασανιστεί κάμποσα χρόνια, ενώ αυτές οι τέσσερις μέρες πλήρους ανημποριάς είχαν φτάσει το ηθικό μου στον πάτο. Ήθελα κάτι πιο συγκεκριμένο σχετικά με την πορεία αποκατάστασής μου ή έστω να ακούσω μια σκληρή αλήθεια, του τύπου ότι δεν θα έχω ποτέ ξανά φυσιολογική ζωή, ώστε να το πάρω απόφαση και να πορευτώ αναλόγως. Το «υπομονή, υπομονή» του γιατρού που έβλεπα να διαγράφεται στα μάτια της μητέρας, των φίλων μου και του νοσηλευτικού προσωπικού κάθε φορά που ρωτούσα και τη δική τους γνώμη, τσάκιζε τη λιγοστή υπομονή που μου χε όντως απομείνει.
Το μόνο θετικό μέσα στη γενικότερη μαυρίλα που βυθιζόμουν ήταν η βιονική όσφρηση που πλέον είχα αποκτήσει. Συνέχιζα ακόμα να αντιλαμβάνομαι την πιο ανεπαίσθητη οσμή δεκάδες μέτρα μακριά. Από τη μυρωδιά βουτημάτων που χαν φέρει για κέρασμα σε κάποιον άρρωστο μέχρι την μυρωδιά του μελανιού από στιλό μπικ όταν κάποιος έλυνε σταυρόλεξο σε άλλο θάλαμο. Το να μαντεύω από πού έρχονταν οι διαφορετικές μυρωδιές ήταν ένα παιχνίδι που με κρατούσε ζωντανό.
Παράλληλα, σκεφτόμουν τα καλοκαίρια μου στην Κρήτη και προσπαθούσα να ξαναζωντανέψω με την παραμικρή λεπτομέρεια κάθε εμπειρία μου στο νησί. Μέρα με τη μέρα, όμως, οι αναμνήσεις στέρευαν. Χρειαζόμουν νέες που θα μου έδιναν ξανά ζωή. Έτσι, μια από τις πολλές αποφάσισα να πιάσω την κουβέντα για την Κρήτη στην γριά. Εν τω μεταξύ η κακορίζικη μετά την αηδία που είχε δει να σχηματίζεται στο πρόσωπό μου όταν μου πρόσφερε τα καλτσούνια δεν με ξαναπλησίασε.
Ένα μεσημέρι που είχε ολοκληρωθεί το επισκεπτήριο κι είχαν πάρει τον άντρα της για ακτίνες, τη φώναξα, τάχα μου, για να μου σβήσει τον λαμπτήρα. Στο δωμάτιο βρισκόμασταν εγώ, αυτή και ένας γέρος λευκός σαν τα σεντόνια που ήταν θέμα ωρών να μας αφήσει χρόνους. Σηκώθηκε με κατεβασμένο το κεφάλι και η καμπούρα της έμοιαζε με κακοτράχαλο μονοπάτι του Ψηλορείτη. Η δυσωδία της δεν είχε υποχωρήσει, ωστόσο την είχα κάπως συνηθίσει και μου φαινόταν πια υποφερτή. Έσβησε το φως κι όταν έκανε να φύγει της είπα «Μου πε η μητέρα μου πως είστε κοντοχωριανές…». Εκείνη κοντοστάθηκε για λίγο, έγνεψε καταφατικά κοιτώντας χάμω κι απομακρύνθηκε. Δεν πτοήθηκα. «Στον Τραχινιάκο προωτοέμαθα ποδήλατο…». Τότε, αν και φοβισμένη, πλησίασε και ενώ συνέχιζα να μιλάω για την Κρήτη έκατσε διστακτικά στην άκρη του κρεβατιού μου. Της ζήτησα να μου μιλήσει για το χωριό της. Κι αρχίσε να μου λέει, στην αρχή κομπιάζοντας και στη συνέχεια με χαρά αφού το χε κι αυτή πολλή ανάγκη, πως στενοχωριόταν που καλοκαιριάτικο βρέθηκε στην Αθήνα, αφού κάθε Σάββατο του Ιούνη και τα πρώτα του Ιούλη στο χωριό γίνονται γάμοι. «Θα τους χάσω όλους και πρέπει να περιμένω ως το επόμενο καλοκαίρι. Τα τραπέζια είναι τόσο πολλά που κλείνουν τον δρόμο και καλεσμένο είναι όλο το χωριό είτε πρόκειται για συγγενείς και φίλους του γαμπρού και της νύφης είτε για τουρίστες που βρέθηκαν τυχαία εκεί». Όσο μιλούσε εγώ έφτιαχνα εικόνες. Αγόρια να κουβαλούν τραπέζια και να τα στήνουν το έναν πλάι στο άλλο, κορίτσια να πλάθουν ξεροτήγανα και την γριά, έτσι όπως την έχω μαυροφορεμένη μπροστά μου, να ανακατεύει με μια τεράστια ξύλινη κουτάλα σε ένα καζάνι το γαμοπίλαφο. Από το βάθος ακουγόταν ο λυράρης που κούρδιζε τα όργανα. Με κάθε εικόνα που περιέγραφε η γριά, διορθωνόταν και μια μουντζαλιά στην όψη της. Οι κουφάλες στα δόντια της καλύπτονταν, η κρεατοελιά έσβηνε, η ράχη της ίσιωνε. «Μαγειρεύετε και εσείς στους γάμους;». «Άκου λέει; Εγώ, κοπελάκι μου, αρχινάω το μαγείρεμα στις πέντε το πρωί και σταματαώ όταν ξαναφέξει». «Και τι φτιάχνετε;». Κι άρχισε να μου περιγράφει πώς ρίχνει το ξύδι και το δεντρολίβανο στους μπουμπουριστούς χοχλιούς, πώς σβήνει με μαρουβά το τσιγαριαστό ρίφι και πώς ανακατεύει με στάκα το πιλάφι. Κι εγώ την έβλεπα νέα, ξανθιά και ξετσεμπέρωτη, σαν την κοπέλα του ονείρου, να συντονίζει με μαεστρία κατσαρόλες, τηγάνια και φούρνους. Κι έτσι όπως άχνιζαν τα γανωμένα σκεύη κι η μυρωδιά από οφτά κρέατα και από τα βότανά που τα χε ράνει μου γαργαλούσαν την μύτη, ένας λυγμός γεννήθηκε στην κοιλιά μου, ανέβηκε το στήθος και στάθηκε στον λαιμό. Η γριά με είδε που ζορίστηκα και με ρώτησε αν ήθελα να φύγει. Τότε εγώ της έπιασα το χέρι, το έφερα ανάμεσα στα δικά μου και της ζήτησα να συνεχίσει. «Τι άλλο βγάζετε στο τραπέζι; Τι άλλο φτιάχνετε με τα χέρια σας;». Εκείνη συνέχισε να μιλά για μαραθόπιτες, για αντικριστά, για ξιδάτες αγκινάρες, για λαγουδόχορτα, καυκαλήθρες, ασκoλύμπρους και σταμναγκάθια που έβρισκε στο βουνό. Και τότε δεν κρατήθηκα άλλο κι ο λυγμός έγινε θάλασσα και πλημμύρισε στην αρχή το πρόσωπό μου ύστερα τα χέρια μας και μετά το κρεβάτι, το οποίο μετατράπηκε σε βάρκα που ταξίδευε για την Σούδα. Και η ξανθιά κοπέλα απέναντί μου ευώδιαζε ολόκληρη σαν κρητικός μπαχτσές κι εγώ πήρα τα δάχτυλά της στο στόμα μου κι άρχισα να τα γλείφω και στη συνέχεια να τα βυζαίνω λες και είχαν κάποιο μαγικό κρητικό ζωμό που θα με βοηθούσε να στηλωθώ. Δάχτυλα, καλοκαίρια, άμμος, αντικριστά, τσικουδιές, θάλασσα γίναν ένα κι εγώ ταξίδευα μακριά. Στο βάθος, κάπου πέρα, μίλια από το κρητικό πέλαγος, τις λύρες, τα λαούτα και τα πιατικά που κροτάλιζαν πάνω στο γαμήλιο τραπέζι ακουγόταν ανά τριατέσσερα δευτερόλεπτα ένα τσιτσίρισμα. Ο λαμπτήρας από πάνω μας έσβηνε και αγκομαχούσε κάθε φορά, λες και ήταν η τελευταία του, να ανάψει ξανά.