Τη νύχτα που πέθανα (ή μήπως ήταν μέρα;), ονειρεύτηκα έναν ουρανό πίσσα να έχει κατέβει στη γη και ένα αδιαπέραστα μαύρο σκοτάδι, που οι συγγενείς μου άναψαν στην αυλή μας μια τεράστια φωτιά για να μπορέσουν οι φίλοι μου, να βρουν το σπίτι μας. Μια φωνή μου ψιθύριζε πως τα όνειρα είναι ζωές σε παράλληλα σύμπαντα. Ολόκληρος ο κόσμος είχε χαθεί . Μόνο ένα πυρ στο κέντρο του και δίπλα ξαπλωμένος εγώ. Οι επισκέπτες εμφανίζονταν στην περίμετρο της φωτιάς σαν ανεμικά στοιχειά, σαν ξεκομμένα ξέφτια από το πανωφόρι του αδιαπέραστου σκότους. Σαν λύκοι αρχέγονων εποχών, που τους έθελξε ο κίνδυνος και το εκμαυλιστικό φως.
«Αν η ύπαρξή σου είναι πρόταση κρατώ όλες τις λέξεις σου», είπε η φωνή. «Το ρήμα για την καρδιά σου και τα ουσιαστικά για αυτό που ονομάζουν εγκέφαλο. Άρθρο είναι το στόμα σου και δύο επιφωνήματα τα αυτιά σου. Και για τη θέση των ματιών, δύο θαυμαστικά, να συναντάς καινούριους κόσμους κάθε μέρα. Αν η ύπαρξή σου είναι πρόταση, οι λέξεις σου χορεύουν γύρω από αυτή τη φωτιά, ίπτανται πάνω από το συμπαγές μαύρο της γενέθλιας γης, λευκά σημάδια αντίστιξης, αναπάντητα σινιάλα στο κενό της ανυπαρξίας. Φωλιάζουν στις καρδιές των φίλων σου, σαν ιστορίες παλιές, σαν αναμνήσεις καλοκαιρινής μέρας και νεανικής αταξίας, που γέμιζαν την κοινή ζωή σας. Αν η ύπαρξή σου είναι όνομα, φανέρωσέ το μου και θα σε ρουφήξω στο τίποτα. Μέγγενη τα δόντια μου και φυλακή και πώς θα ξεφύγεις; Θα σε μεταμορφώσω σε ανάμνηση μέχρι τη στιγμή, που κανείς δε θα σε θυμάται και θα σβήσει για πάντα το αποτύπωμά σου από αυτό τον κόσμο, αν άφησες ποτέ τέτοιο. Δύο φορές νεκρός».
Είχα έναν προπάππου, που ταξίδευε πάνω σε μια ιπτάμενη ξύλινη πόρτα δεμένη στο εικονικό αλώνι της θλίψης του. Δέσμιος αναμνήσεων ή ποιος ξέρει τι ονειροφαντασιών. Ανάμνηση και ανεμική φαντασία και ο ίδιος, είχε διαρρήξει την σχέση του με τον κόσμο των ζωντανών. Είχε μάθει τον όρκο της σιωπής από μοναχούς στους δρόμους της ανατολής και ντύνονταν τα ράκη τους, ιερά άμφια από άηχες κραυγές προς το φλεγόμενο στερέωμα των τόπων μέσα του. Είχα έναν παππού, που η ύπαρξή του έγινε ανάμνηση πριν γεννηθεί. Η ζωή του ξετυλίγονταν σαν περγαμηνή προφητείας γραμμένη σε ιερογλυφικά ξεχασμένων εποχών, πάνω σε χώμα από λείψανα νυχτερίδων και ίχνη από προϊστορικά έρποντα όντα. Είχα μια γιαγιά, που δεν μπορούσε να δώσει συγχώρεση στον εαυτό της για το ότι ενσαρκώθηκε σε αυτό τον κόσμο. Κουβαλούσε πάντα μέσα της τις αναμνήσεις περασμένων ζωών και τη γνώση μελλοντικών εποχών και έφτιαχνε περίτεχνα αλφάβητα, που δεν αναγνώριζε ποτέ κανένας. Στις μνήμες της φλέβας της κοιμόταν κουρσάροι διαγουμιστές και ιεροκήρυκες με χαμένα τα λογικά τους, κυνηγοί αστέρων και οραματιστές γραμματικοί, βοσκοί που το εύρος του κόσμου τους δεν ξεπερνούσε τον αντίλαλο από το αλύχτισμα των σκυλιών τους, αρχιτραγουδιστές σε περιοδεύοντες θιάσους και έμποροι, που όργωναν άγονες εκτάσεις σαν δαιμονισμένοι πιονέροι, εραστές του κέρδους και κληρονόμοι αναπόδραστων, βίαιων θανάτων.
«Αν η ύπαρξη σου είναι πρόταση, είσαι το κενό ανάμεσα στις λέξεις. Το άρρητο νόημα, το οποίο καμιά διάνοια δεν μπορεί να προσεγγίσει. Είσαι το πρώτο ερώτημα και το έσχατο. Το ψεύδος και η επίφαση, που συντρόφεψε την εναρκτήρια χαραυγή του κόσμου. Είσαι η λέξη για το τεφρό χρώμα του χρόνου, που σηματοδοτεί το πέρασμά του. Η λέξη που επινοήθηκε για την πρώτη ηλιαχτίδα που φωλιάζει στην κορυφή του αιωνόβιου δέντρου και για τη ζέστη της εύφορης λάβας στη ρίζα του ηφαιστείου. Το όνομα της βροχής πριν από της έλευση του ανθρώπου. Είσαι η παρακαταθήκη της θύμησης των ονομάτων και η εγγύησή της διατήρησής τους για τη στιγμή που ο κόσμος θα μείνει πάλι μόνος και τα πράγματα θα αρκεστούν να ονειρεύονται ότι υπήρξε η εποχή, που κάποιος τα καλούσε με ονόματα ξένα για αυτά στην αρχή και ανεξιχνίαστα. Αποδεκτά και οικεία αργότερα χάριν της ομορφιάς του να σε καλούν, της ανάγκης της ύπαρξης να ονομάζεται. Αν η ύπαρξή σου είναι όνομα φανέρωσέ το μου και δε θα σε ονομάσει ποτέ πια κανείς. Ακατανόμαστος θα πορεύεσαι, σκιά σε μαύρο φόντο, επαίσχυντη φήμη κι ο κόσμος θα σε φθονεί και θα ρίχνει τη λύπη του στο πέρασμά σου. Καταραμένος και μόνος, όπως ήταν πάντα το χωρίς όνομα».
Τη μέρα που πέθανα (ή μήπως ήταν νύχτα;), ανακάθισα στο στρώμα μου και κάποιοι ορκίζονται πως μέσα στις σκιές διέκριναν ένα χαμόγελο. Στον τόπο μου κανείς δε μίλησε για νεκρανάσταση, ούτε τα παιδιά ψιθύριζαν φοβισμένες κουβέντες πίσω απ’ την πλάτη μου. Λέγανε μόνο πως για τρία μερόνυχτα, που ο ήλιος δε φάνηκε καθόλου και που η μέρα δεν ξεχώριζε απ‘ τη νύχτα, φωνές και ουρλιαχτά ακούγονταν μέσα από τη φωτιά δίπλα μου. Η φωτιά μια θέριευε και μια έσβηνε, εξακοντίζοντας πύρινες προτάσεις, που αιωρούνταν στον αέρα πριν μετατραπούν στη στάχτη, η οποία κάλυπτε το σώμα μου. Λέξεις πρωτάκουστες στροβιλίζονταν στον πηχτό, μαύρο αέρα, φλεγόμενα κείμενα, ομάδες δαιμονισμένων φθογγικών πυγολαμπίδων, που έσπαζαν τη σιωπή.
Κάποτε άκουσα τους γεροντότερους να λένε πως στους αρχαίους πολιτισμούς κανείς δεν ονομάζονταν με την έλευσή του στη ζωή. Διάλεγε με τις πράξεις του το όνομα που του προορίζονταν και εκείνη η ιερή στιγμή γιορτάζονταν από όλους σα στιγμή της πραγματικής του γέννησης. Τους άκουσα ακόμα να λένε, πως σε εκείνους τους ανεξιχνίαστους καιρούς κανείς δεν έχανε την υπόστασή του, αν δε φανέρωνε ο ίδιος ή κάποιος άλλος το πραγματικό όνομα που τον έδενε με την ύπαρξη, στη Μαύρη Σιωπή, που εξουσίαζε και πάντα θα εξουσιάζει τους σκοτεινούς κόσμους.
Τη μέρα που άνοιξα τα μάτια μου και ξαναγεννήθηκα δεν είχε αποφασιστεί, ποιο θα ήταν το νέο όνομά μου. Το μόνο που γνώριζα, όταν σκούπισα τις στάχτες από το πρόσωπό μου, ήταν πως στο εξής δε θα ζούσα στα σκοτάδια σα νεκρός.