Αλχάμπρα λένε οι Άραβες την Αλάμπρα
Οι Άραβες προφέρουν το –h
Οι Ισπανοί όχι
Ο Πικάσο που γεννήθηκε εκεί έλεγε ότι η τέχνη είναι ένα ψέμα που μας
κάνει να συνειδητοποιούμε την αλήθεια
Η Όλγα, η ερωμένη του, με κοιτάζει με αυστηρό βλέμμα αλλά αχνές γραμμές, σιωπηλή στο πορτρέτο της
Η Αρένα της Ρόντα
Σήμερα άδεια από χνώτα ταύρων και μουγκανητά
Από πόδια που χτυπάνε νευρικά το χώμα για να ξεκινήσουν
Ένας γκρεμός όπου βυθίζεσαι και δεν υπάρχεις πια
Σπήλαια με σταλακτίτες και σταλαγμίτες
Στο Γιβραλτάρ ένας άγγελος με φτερούγες
Κάτω απ’ το σταυρωμένο Χριστό
Μια νεκροκεφαλή με δυο κόκκαλα σε σχήμα χ
Νερά, παντού νερά
―Τι αγαπούν οι Άραβες?
―Το Θεό
―Όχι, το νερό
Λένε πως μέσα στο τζαμί αφουγκράζεσαι τη σιωπή του σύμπαντος
Η δολοφονία του Λόρκα και ο άγνωστος τάφος
Ο Γουαδαλκιβίρ
Ένα μάτι πελώριο, κοιτάζει και κοιτάζεται
Το σύμπαν, εγώ, εσύ
Το νερό
Το duende
Νερό, πόσο μου λείπει το νερό
Νερό, εδώ είναι έρημος, όχι, δεν είναι
Έχει δέντρα, ροδιές
Γρανάδα η Ροδιά
Σπάει ένα ρόδι και τα σπόρια σκορπάνε κάτω
Και κυλάνε ίσαμε τα πόδια ενός μικρού κοριτσιού, μελαχρινού, με
βρώμικη μύτη από μύξες και χείλια κατακόκκινα
Σηκώνει τα σπόρια και τα τρίβει στα χέρια της, αλείφει το πρόσωπο της και βάζει μερικά στο στόμα της
Ξεδιψάει τη δίψα της
Απ’ το θανατερό καλοκαίρι