E la nave va

E la nave va



Α

Υπάρχει μια σκηνή στην ταινία του Φεντερίκο Φελίνι E la nave va,* (απ’ την οποία ―και χωρίς την συγκατάθεσή της― εκλάπη ο τίτλος αυτού εδώ του κειμένου), στη διάρκεια της οποίας (σκηνής) οι θερμαστές του υπερωκεανίου «Gloria N», με επιβάτες διασημότητες τής εποχής (πρίγκιπες, διανοούμενους, συγγραφείς, μουσικούς, τραγουδιστές και εν γένει εραστές της όπερας) και με προορισμό ένα έρημο νησί της Αδριατικής, στον άνεμο του οποίου θα παραδοθεί η σποδός μεγάλης εκλιπούσης αοιδού, οι θερμαστές λοιπόν, πάνω από καπνούς και από ανοιχτούς λέβητες και μέσα στην κοχλάζουσα κόλαση αυτού τού καταδικασμένου στο σκοτάδι σύμπαντος, αντικρύζουν τον πλοίαρχο και τους αξιωματικούς μες στις απαστράπτουσες στολές τους να ξεναγούν αποσβολωμένους επιβάτες, που πατούν με τα λουστρίνια τους τη γέφυρα ανάμεσα στον μαγματώδη ετούτον κόσμο και στον έξω κόσμο. Βρισκόμαστε στα 1914. Η γέφυρα, ο κόμβος, το όριο που χωρίζει και που ενώνει τα επί μέρους νοηματοδοτώντας το μεταίχμιο, ο ουδέτερος τόπος όπου ο κάθε πιθανός εν ζωή ρόλος μας υιοθετείται και κατακυρώνεται, είναι ένα σημείο στο οποίο αξίζει να βραδυπορήσουμε, να ξεδιπλώσουμε μια προσευχή που στο μικρό μας μέλλον θα μας συντροφεύει. Ας σκύψουμε στις λεπτομέρειες.

Οι θερμαστές βγάζουν τους σκούφους τους μόλις αντιλαμβάνονται την παρουσία των επισήμων ψηλά στην είσοδο του πυρακτωμένου τους σπηλαίου, βγάζουν τους σκούφους τους με σεβασμό, με δέος και με μια μετέωρη αμφιθυμία, αντικρύζοντας αυτό που δεν καταλαβαίνουν μα που είναι ήδη μες στη μνήμη κάποιου αρχαίου νόμου μέσα τους εγκιβωτισμένο, νόμου που τους υποχρεώνει να σκύβουν το κεφάλι στο αλλότριο, ή, όταν δεν μπορούν, να το κατασπαράσσουν. Ας πούμε ότι ήταν ήδη πριν από τη γέννηση μέλη μιας δωρισμένης τάξης, κάτι σαν ημιπαράνομη οργάνωση, τότε που ακόμα υπήρχαν τάξεις κι ακόμα κάτι σήμαιναν έξω από ανίερη κατανομή πλούτου, τάξεις που ήδη μέσα από τα βάθη του μητρικού σπηλαίου μονολογούσαν τις μαγγανείες τους, να σε εθίσουν, σταγόνα τη σταγόνα, δηλητήριο το δηλητήριο, στη μοναδική ζωή στην οποία θα ήταν στο εξής επιτρεπτό να αφεθείς. Ετούτη την ακαριαία συνειδητοποίηση της ριζωμένης μες στην ιστορία θέσης τους, ετούτη τη φθοροποιό βεβαιότητα ενός ―να πεις― προγονικού ψυχαναγκασμού σε επανάληψη που παραμόνευε πίσω από κάθε σκιά για να διεκδικήσει τα προνόμιά του, είναι που τώρα υπογράμμιζαν μ’ αυτήν την κίνηση του δεξιού, που κατέβαζε απ’ το κεφάλι τους τον σκούφο. Η κατακύρωση του ρόλου είχε για μια ακόμα φορά, και ταυτοχρόνως μέσα σ’ όλους τους αιώνες, επιτελεστεί.
Στην επόμενη στιγμή οι θερμαστές αναγνωρίζουν το αντικείμενο του πόθου τους, τα μουσικά τους ινδάλματα, ψηλά πάνω σ’ ετούτη την ανεστραμμένη γέφυρα των στεναγμών, και τους ζητούν να τραγουδήσουν κάτι και γι’ αυτούς.
Το αίτημα μεταμορφώνεται σε μήτρα ενός παλίμψηστου, στο οποίο εμείς, αμετανόητοι σκευωροί αθώων σκανδάλων, σε λίγο θα επιστρέψουμε.
Στο μεταξύ, στην επιφάνεια, συμβαίνουν τα εξής:
Οι αστέρες της όπερας, αρσενικοί και θηλυκοί, θα επιδοθούν σε έναν γκροτέσκο διαγκωνισμό ενός εκάστου, ανυψώνοντας, ημιτόνιο το ημιτόνιο, το ακραίο σημείο του διαπασών πάνω απ’ το Έβερεστ αυτού του κολασμένου και διασκεδαστικού σύμπαντος. Θα συμμαχήσουν όμως τελικά με τους ανταγωνιστές τους, μες στον καθησυχαστικό πυρήνα της κοινής τους μοίρας, κάτω απ’ τα ενθουσιώδη μπράβο των θαυμαστών. Για λίγο οι ρόλοι αποκαλύπτουν την αλήθεια τους: αφέντες είναι οι επευφημούντες πλάι στα πυρακτωμένα τους καζάνια, πλάι στους διαστελλόμενους έως διαρρήξεως λέβητες, κι είναι αυτοί που ορίζουν με το χειροκρότημα τη μοίρα των αοιδών, ακόμα κι όταν ευτυχείς αλληλοκοιτάζονται, ή όταν πάλλονται σε ένα σώμα κάτω από την άρια της Βιολέτας Βαλερύ. Αφέντες είναι οι θερμαστές. Η ντίβα θα διεκδικήσει το χειροκρότημα όσο η λέαινα την ανοιχτή πληγή της αντιλόπης, και θα είναι έτοιμη να συγχωρήσει κάθε ανταγωνιστή, φτάνει να παραμείνει και η ίδια στον αγώνα, να πέσει με θερμή καρδιά και δίχως πανοπλία στην αδιέξοδη μάχη αυτής της πρωτιάς. Μια εθελούσια θυσία τρίβει τώρα τα χέρια της στα παρασκήνια, θυσία για την οποία οι καθ΄ ύλιν αρμόδιοι ουδόλως ενημερώθηκαν. Για ένα φωταγωγημένο δευτερόλεπτο, στιγμή που έλαμψε σαν περιβόλι μες σε έρημο τοπίο, δεν είχε σημασία ποιος κατόρθωσε τι, μα το ότι αυτό το τι παρέμεινε για λίγο ορφανό από πατέρα και μητέρα, ανήκε ταυτοχρόνως σ’ όλες τις φυλές. Μέσα στην πείνα για αναγνώριση ―αντίδοτο θανάτου αμφιβόλου αποτελεσματικότητας, πείνα ημών των λίγων που τα πλούτη μας ήταν το μόνο πράγμα που μας περίσσευε― ακόμα κι αν θα ήταν ο διπλανός αυτός που θα κατάφερνε την επιτυχή κορώνα, ο ενθουσιασμός των υποτελών ―μα πόσο απαραίτητοι μάς είναι ετούτοι οι καημένοι οι υποτελείς!― λέει πως όλα καλώς έχουν σε τούτον τον καλοκουρντισμένο παράδεισο που μας προσφέρθηκε, καθρέφτης μαγικός, να κοιταχτούμε. Η πίτα ήταν επαρκής, δεν ήμασταν δα και τόσοι πολλοί, και κάθε τόσο έφευγε και ένας, καλή ώρα, κάπως να ελαφραίνει το φορτίο της η γη. Γι’ αυτό δεν κάναμε ετούτο το ταξίδι; Κάπως κι εμείς να σιγουρέψουμε ότι ο άνεμος οριστικά θα καταπιεί μες στην ωραία του κοιλιά την τελευταία υποψία αυτού του μέχρι πρότινος συνεραστή.


(*) Η σκηνή:




Β


Στον κόσμο των θερμαστών δεν υπάρχει ταξίδι. Είτε το πλοίο διαπλέει έναν πόλο είτε τη θάλασσα των Σαργασών, τίποτα δεν θα αλλάζει στο μηχανοστάσιο, η φλόγα αδιάκοπα θα κατακαίει κάθε πιθανότητα να αντικρύσεις νέα γη. Κι όταν το πλοίο θα βυθίζεται, τίποτα πάλι δεν θα αλλάζει, ως την ωραία εκείνη ώρα που το ξεκλειδωμένο στόμα του ωκεανού θα καταπίνει με μια γουλιά αυτόν τον ακατάβλητο μέσα στα σπλάχνα του μηχανοστασίου ήλιο. Η μοίρα τότε θα ψιθυρίσει τα μυστικά της μες στον γενναίο ύπνο των θερμαστών, και θα ‘ναι αυτοί που θα εγκαταλείψουν το πλοίο τελευταίοι, ας λένε για τον καπετάνιο και τη γέφυρά του, εμείς μονάχοι είμαστε το πλοίο, εμείς μονάχοι θα αποπληρώσουμε τον τελευταίο ναύλο.
Μέσα σ’ αυτή τη σφραγισμένη μοίρα ο μόνος τρόπος να ανατείλει ήλιος ήταν το τραγούδισμα των ινδαλμάτων, αυτών των εραστών του σπαταλημένου χρόνου που για ευκολία λέμε μουσικούς, το χρώμα μιας φωνής που λιάστηκε κάτω απ’ τον ουρανό της Μεσογείου, κι έφερε ως εδώ, μες σε βαρήκοα αυτιά, όχι μονάχα τον απόηχο απ’ τα οράματα του Βέρντι, μα την παρηγορητική αντανάκλαση μιας άγνωστης ζωής, με εκείνον τον ωραίο τρόπο που ένα φύλλο ελιάς που το κοίταζε όλη μέρα Αιγαιοπελαγίτης ήλιος, και χόρευε μαζί του σαν ερωτευμένο αρσενικό και τώρα στέκει εξουθενωμένος πίσω από ένα σύννεφο και το θαυμάζει, συνοψίζει στο τρυφερό του σωματάκι όλη τη ζωή που ξυπνά στα έγκατα και πάλλεται, με μιαν ακρίβεια τόσο αναιδή, που σε αποστομώνει. Αυτό που τώρα οι θερμαστές διεκδικούν δεν είναι η επιτυχής κορώνα, αλλά το σώμα ενός κόσμου νεογέννητου, κλεισμένου στο ηχόχρωμα ενός κοινού αγώνα, θα ‘λεγες, ολόκληρης της οικουμένης. Στα έγκατα αυτού του ηχοχρώματος, ίνδαλμα και εργάτης αντικρίζονται με εκείνον τον καθαρό τρόπο που μόνο τα βλέμματα των παιδιών ξέρουν, γίνονται μόνο άνθρωποι, κάθε πρωθύστερο δαγκώνει και καταβροχθίζει τη φωνή του, να μην ακουστεί, βαθιά κάτω απ’ την ίσαλο γραμμή το κήτος του μηχανοστάσιου αυτοπυρπολείται, τα ρούχα γίνονται παρανάλωμα μέσα στην ίδια τη φωτιά που κινεί το πλοίο, δίπλα σου τώρα μένουν μόνον άνθρωποι γυμνοί, δίχως κανένα φύλο, δίχως το δηλητήριο της μήτρας που σου έδινε κατάρα και ευχή να καταστρέφεις ό,τι δε σου μοιάζει. Τώρα θα κολυμπάς αγκαλιαστός σε άλλο χρόνο, όπως παιδί που ακόμα δεν του ρούφηξε τους θησαυρούς το σκότος των ματιών των ενηλίκων.

[Σε τούτο το σημείο ίσως διαφαίνεται ένας καινούργιος ορισμός της όπερας, αυτοκαταστρεφόμενος ασφαλώς, αφού με το που θα εκστομιστεί θα πάψει πλέον να υπάρχει, έτσι καθώς συμβαίνει και με όλα τα τραγούδια μας, που δεν το καταδέχονται να κάτσουν ήσυχα στο ράφι με τα συγγράμματα, σκορπούν την ευλογία τους και φεύγουν σαν πουλιά, αδύνατον να τα κλειδώσεις μες στο χρηματοκιβώτιο.]

Κι αν θέμε τώρα αυτή η σκέψη να θρέψει το κύτταρο κάθε κρυφής ανάγκης μας, λιγάκι να ζεστάνει τις καρδιές που πάγωσαν μέσα στον κόσμο, ας φανταστούμε τη ζωή σαν μια καλοκουρντισμένη νότα κρατημένη πάνω απ’ τα κεφάλια μας, κορώνα ενός βαρύτονου, γκριμάτσα μιας σοπράνο, ή, ίσως μια απλή ακτίνα ήλιου που χαϊδολογά τα πέταλα αυτού εκεί του λουλουδιού, μια ιαχή φιλάθλων που σηκώνεται πάνω απ’ το σχήμα της ομάδας τους και συγχωράει όλες μας τις αμαρτίες, πάνω απ’ το σχήμα αυτού του καλόγερου που διπλώνει το ράσο του όπως-όπως, αφού το ξέρει πως ο θεός του είναι καλόγνωμος και δεν θα τον παρεξηγήσει. Και να γιατί στα μέρη μας η μπάλα είχε κάποτε φιλότιμους φιλάθλους, που δεν καταδεχόντουσαν χλιαρές καρδιές, γι’ αυτό και στις κερκίδες, όταν έδυε ο ήλιος, μπορεί κάποτε να διέκρινες ξεχασμένον έναν άγγελο.
Και να που φανερώνεται η ακατέργαστη πλευρά, εκείνη που δεν πρόλαβε να βυθιστεί στην αμφιβολία, κάτι όπως τα αρχαϊκά γλυπτά του Παρθενώνα που μου τα θύμισε ένας φίλος ―λες και χρειάζονταν υπενθύμιση για να υπάρξουνε, μα μάλλον έτσι είναι που δουλεύει ο κόσμος μας―, γλυπτά που είχανε ζωή πριν απ’ την τέχνη τους, κρατούσαν φως πριν απ’ τα μάτια του δημιουργού, αγάπη πριν απ’ την επιθυμία, ύλη φωτοβολούσα πριν τη μεταμόρφωση, έτσι καθώς κάποιες στιγμές, σαν από μηχανής θεό, βλέπει κανείς, λένε, το χέρι του Αισχύλου, που κατεβαίνει για να ευλογήσει εκείνα που αποξεχάσαμε.

Στην ταινία, οι Σέρβοι πρόσφυγες ―οι τρομοκράτες, όπως τους είπαν κάποιοι αριστοκράτες μέσα από τα φράκα τους―, ήρθαν όχι μονάχα να ταρακουνήσουν τη λιμνάζουσα λίμπιντο των αρχόντων, μα να ξυπνήσουν μ’ ένα μουτζουρωμένο δάχτυλο την ίδια μας την πίστη πως ο κόσμος κάθε στιγμή μπορεί να αναποδογυριστεί. Μια βόμβα ξεχασμένη σε χέρι ερωτευμένου νέου, μαζί με δυο-τρεις προσευχές απελπισμένων, πέρασε τη σωστή στιγμή ―τι μέγεθος να έχει άραγε εκείνη η στιγμή, αν είχαμε ποτέ μας μάτια να τη δούμε;― κύλησε μέσα στο αμπάρι της μπομπάρδας του εχθρού, με τα πυρομαχικά, και απασφάλισε οριστικά το μέλλον της, βύθισε το αβύθιστο, απομαγνήτισε το αμετάκλητο.
Οι μουσικοί, απ’ τη δική μας τη μεριά, εδώ, πάνω στο πλοίο που κι αυτό βυθίζεται, θα στέκονται, φρουροί φιλότιμοι, ως τη στερνή την ώρα στο κατάστρωμα, θα τραγουδούν με πάθος ρόλους που πατούν με το φαρδύ τους πέλμα και στους δύο κόσμους, μπροστά και πίσω απ’ τη σκηνή, πάνω και κάτω απ’ τον πνιγμό τους -και ποιος να ξέρει τώρα να μας πει εμείς από ποιο μέρος της κουρτίνας στεκόμαστε;- πατώντας για ένα δευτερόλεπτο το μεταίχμιο, τη γέφυρα ψηλά πάνω απ’ το μηχανοστάσιο, τις ακριβείς συντεταγμένες που δεξιώνονται την αποκάλυψη, άρμα γιγάντιο που σ’ όλη τη ζωή μας σέρνουμε με όλο μας το είναι σαν μυρμήγκια δίχως να το ξέρουμε. Τώρα, φίλαθλοι και ινδάλματα, αγκαλιασμένοι, θα κοιτούν τον έναν ίδιον επιτέλους κόσμο, που θα βυθίζεται μες στην ωραία μέθη τους.

E la nave va



Γ



Είναι μια ώρα του Φελίνι, αυτού του εξαίσιου Λατίνου που μαστόρευε χειροποίητους μύθους, εικόνες όμοια τραγικές κι αστείες αυτού τού κόσμου, λουσμένες όμορφα στη μνήμη των χρησμών του Νίνο Ρότα, έτσι ώστε να τις αντέχουμε, χρησμών που στέριωναν μες στην καρδιά μας σαν μαντολίνο ερωτευμένου εραστή.
Ταξίδεψε πρώτη φορά μέσα στη νηνεμία του μυαλού του, κρατώντας αγκαλιά σύμβολα που χαμογελούσαν μες στον ύπνο μας, να ‘ρθει στην άλλη όχθη της ψυχής -εκείνη που ακόμα προνοεί κι έχει ακονισμένα τα μαχαίρια της, πειρατικό του μασκοφόρου εαυτού-, να τα εμπιστευτεί, τέφρα αγαπημένου που έφυγε, στον άνεμο και στους κατοίκους του βυθού. Να επιβιβαστούμε;

Κανείς μες στο μηχανοστάσιο δεν ήξερε προορισμό. Είτε προς τα Ηλύσια, είτε στα Τάρταρα, το ίδιο κάρβουνο θα φόρτωνε ο θερμαστής. Τη φαντασία του δεν την κατοίκησε κανένα πλοίο. Όλα τελείωναν μπρος στον μικρούλη δράκο που τάιζε εκεί κάτω. Κι εκείνος έπαιρνε το χαρτζιλίκι του από έναν πρόγονο, που, με πλατύ μουστάκι, γαργάλαγε τη μνήμη του, και έβρισκε τον Τζάκομο Πουτσίνι να περπατά στους δρόμους του Μιλάνου μες σ’ ένα χοντρό παλτό, συλλέγοντας σιωπές για τις όπερές του. 




Δ

Έξω απ’ την ταινία, ο κόσμος τάιζε τον δικό του δράκο, σπρώχνοντας το πλοίο πραγματικών πολέμων, πολέμων καθημερινών, που σου ζητούσαν να σπαταληθείς σε αλλότρια σχέδια. Να ‘ταν ο πόλεμος εδώ, να ‘ταν μακριά σε άλλη Παλαιστίνη, σε άλλη Βηρυτό, μπορεί και σε μιαν άλλη αλλόκοτη Ουκρανία; Να ‘ταν ο ίδιος πόλεμος των πατεράδων μας, να ήταν κάτι άλλο;

Το πλοίο τώρα ταξιδεύει θάλασσες που λιάζονται σ’ άλλη υδρόγειο, θάλασσες απλωμένες σ’ άλλο σύμπαν, κι εμείς υπνωτισμένοι θα φτυαρίζουμε μες στο μηχανοστάσιο το κίβδηλο χρέος, να παραμένουν τα καζάνια ετοιμοπόλεμα. Έτσι θα συνεχίσουμε; Κανείς δεν ξέρει. Χτιστήκαμε από αναίδεια κι από παράπονο· μην αδικήσουμε καμιά πλευρά.


E la nave va

Ε

Βρήκαν στις φωνές των θερμαστών θραύσματα ήλιων που ονειρευόντουσαν
Βρήκαν ηχώ χειροκροτήματος που κατοχύρωνε τους εύρωστους λυγμούς
Βρήκαν φιλάθλους χαμογελαστούς, υγρούς ακόμα απ’ τα λουτρά της διεκδίκησης
Βρήκαν το στήθος τους χλωρό από σπαταλημένο χρόνο που είχε γιορταστεί
Βρήκαν στις τσέπες των παιδιών ψίχουλα μνήμης αναλφάβητης
Βρήκαν το φύλλο που χόρεψε με τη σκιά του ήλιου λίγο πριν απ’ το ναυάγιο



ΣΤ

Το πλοίο πήγε στο βυθό. Ο κωπηλάτης έσπρωξε τη λέμβο με το ακριβό της φόρτωμα σε ένα νάιλον πέλαγος. Ξημέρωνε της Μεταμόρφωσης.

15 Οκτωβρίου 2024

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: