Ο λαβύρινθος της saudade

Μετάφραση: Νίκος Πρατσίνης
Ο λαβύρινθος της saudade
O Εντουάρντου Λορένσου και «Ο λαβύρινθος της saudade»

του Νίκου Πρατσίνη

Tην Πέμπτη 14/12/2023, 18.00-21.00, στον πολυχώρο της Πρεσβείας της Πορτογαλίας, υπό τον συντονισμό του μεταφραστή και διερμηνέα Νίκου Πρατσίνη, καθώς και του φιλόλογου Χρήστου Κωτσακόπουλου εκ μέρους του Πολιτιστικού Τομέα της Πρεσβείας της Πορτογαλίας, με αφορμή τα 100 χρόνια από την γέννηση του κορυφαίου διανοητή της Πορτογαλίας κατά τον 20ό αιώνα, του Eduardo Lourenço (Εντουάρντου Λορένσου), πραγματοποιήθηκε παρουσίαση και συζήτηση για τη σκέψη και το έργο του, με εστίαση στην κορυφαία συλλογή συναφών δοκιμίων του υπό τον τίτλο O labirinto da saudade : psicanálise mítica do destino português (Ο λαβύρινθος της saudade: μυθική ψυχανάλυση του πορτογαλικού πεπρωμένου). Ακολούθησε, υπό μορφή εργαστηρίου, η συλλογική μετάφραση, με συντονισμό του Νίκου Πρατσίνη, ενός μικρού κεφαλαίου του εν λόγω έργου.
Η εκπαιδευτικού και πολιτιστικού χαρακτήρα πρωτοβουλία αυτή, μέσω της διοργάνωσης εργαστηρίου ομαδικής μετάφρασης, είχε την υποστήριξη του Ινστιτούτου Καμόενς (Camões, I.P.), το οποίο στόχο του έχει την προώθηση της πορτογαλικής γλώσσας παγκοσμίως, καθώς και της πορτογαλόφωνης λογοτεχνίας. Το εργαστήριο αυτό ομαδικής μετάφρασης, το έκτο μιας σειράς παρόμοιων πολιτιστικών δράσεων, οφείλει πάρα πολλά και στον Αναπληρωτή Επικεφαλής της Αρχής της Πρεσβείας κ. Tiago Carvalho.

__________

Ο συγγραφέας

Ο Eduardo Lourenço, γιoς αξιωματικού του πεζικού, γεννήθηκε το 1923 στο Σάου Πέντρου ντου Ρίου Σέκου, στον νομό της Γκουάρντα, στην ΒΔ Πορτογαλία, πολύ κοντά στα σύνορα με την Ισπανία. Ολοκλήρωσε τον δευτεροβάθμιο κύκλο σπουδών στην Γκουάρντα και, στη συνέχεια, σπούδασε ιστορία και φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Κοΐμπρα, όπου και δίδαξε από το 1947 έως το 1953. Από το 1954 έως το 1958 δίδαξε πορτογαλική γλώσσα και λογοτεχνία στα πανεπιστήμια του Αμβούργου, της Χαϊδελβέργης και του Μονπελιέ. Το 1958, ως επισκέπτης καθηγητής, διηύθυνε την έδρα φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Μπαΐα (Βραζιλία). Το 1960 επέστρεψε στη Ευρώπη, με πρόσκληση της γαλλικής κυβέρνησης και δίδαξε στα πανεπιστήμια της Γκρενόμπλ και της Νίκαιας. Από το 1989 ως το 1991 υπηρέτησε ως μορφωτικός ακόλουθος στην πορτογαλική πρεσβεία στη Ρώμη και το 1991 ανέλαβε τη θέση του μη εκτελεστικού διευθυντή του περίφημου Ιδρύματος Calouste Gulbenkian, ιδιωτικού φορέα ο οποίος διαχειρίζεται ένα πολύ μεγάλο κληροδότημα προωθώντας τις επιστήμες, τις τέχνες, την εκπαίδευση και τη φιλανθρωπία στην Πορτογαλία και ενισχύοντας καλλιτέχνες και δημιουργούς. Ένα είδος άτυπου γενναιόδωρου ΥΠΠΟ για τη χώρα, επί της ουσίας. Πέθανε το 2020.
Επηρεασμένος από τον Χούσερλ, τον Κίρκεγκααρντ, τον Νίτσε, τον Χάιντεγκερ και τον Σαρτρ στη φιλοσοφία, θαυμαστής των Ντοστογιέφσκι, Καμί και Κάφκα, στη λογοτεχνία, βρέθηκε κοντά στο κίνημα του Υπαρξισμού, που γνώριζε στιγμές μεγάλης αίγλης και δημοτικότητας κατά την δεκαετία του ’50. Αν και ελεύθερα σκεπτόμενος διανοούμενος, ο Εντουάρντου Λορένσου χαρακτηρίζεται από μια αρκετά μετριοπαθή πλην αταλάντευτη αριστερή ματιά και στάση απέναντι στα πολιτικά πράγματα και τις κοινωνικές εντάσεις του καιρού του. Αντιμετωπίζοντας, όμως, πάντα κριτικά την όποια κομματική αριστερά. Αν ισχύει η λαϊκή ρήση «πες μου τον φίλο σου να σου πω ποιος είσαι», αξίζει να σημειώσουμε πως ο εγγύτερός του, πνευματικά, διανοούμενος και λογοτέχνης — και πολύ φίλος του, ήταν ο VergÍlio Ferreira — μόνιμα και γόνιμα αμφιταλαντευόμενος ανάμεσα στον Νεορεαλισμό και τον Υπαρξισμό (βλ. και https://stochastis.gr/product/syntomi-chara/).
Ο Εντουάρντου Λορένσου τιμήθηκε με τη μεγαλύτερη διάκριση για πορτογαλόφωνους συγγραφείς, το βραβείo Camões (1996).
Χαλκέντερος δοκιμιογράφος, κατά κύριο λόγο, με μια έντονα φιλοσοφική προσέγγιση πάντα στα γραπτά του, ασχέτως θέματος και γνωστικού πεδίου, ο Εντουάρντου Λορένσου ενδιαφέρθηκε, από πολύ νέος, για τα ζητήματα του πολιτισμού και της πρόσληψής τους από τις ελίτ και τις μάζες, καθώς και για τις εξελίξεις στην κριτική και στην θεωρία της λογοτεχνίας, ξεπερνώντας τις ιστορικιστικές και τις (φερόμενες ως) αντικειμενικές προσεγγίσεις της εποχής σχετικά με το όλο θέμα.
Ο Λορένσου συνέβαλε αποφασιστικά σε μια νέα προσέγγιση και σε μια διεισδυτική θεώρηση της (πορτογαλικής κυρίως, αν και όχι αποκλειστικά) νεωτερικότητας, όπως αυτή αποτυπώνεται στο έργο του Φ. Πεσόα συνολικά, μέσα από τα βιβλία Pessoa Revisitado (Ξαναδιαβάζοντας τον Πεσόα, 1973) και Fernaando, Rei da nossa Βaviera (O Φερνάντο, Βασιλεύς της καθ’ ημάς Βαυαρίας). Προχώρησε, ακόμη, σε μια κριτική αποτίμηση της προσφοράς του δυναμικού και γόνιμου πορτογαλικού Νεορεαλισμού — το ρεύμα αυτό ήταν ενεργό από το 1930 έως και το 1970 περίπου — στα πορτογαλικά γράμματα και τις τέχνες, καθώς και της ρήξης του με τον λαμπρό πορτογαλικό Μοντερνισμό, ο οποίος είχε προηγηθεί, μέσα από το έργο του Sentido e Forma da Poesia Neo-Realista (Νόημα και Μορφή της νεορεαλιστικής ποίησης, 1968). Ασχολήθηκε με ζητήματα ιδεολογίας και λογοτεχνίας, απτόμενα της πολιτικής κατάστασης της εποχής στην Πορτογαλία, μέσα από έργα όπως Os Militares e o Poder (Οι στρατιωτικοί και η εξουσία, 1975), Ο Fascismo nunca existiu (Ο φασισμός ποτέ δεν υπήρξε, 1976) και Situação Africana e Consciênciaa Nacional (Η κατάσταση στην Αφρική και η εθνική συνείδηση, 1976). Ενδιαφέρθηκε ακόμη για τους στοχαστές και λογοτέχνες που χαρακτηρίστηκαν «ετερόδοξοι (heterodoxos, στα πορτογαλικά, δηλ. ενάντιοι στο ρεύμα της εποχής και την κυρίαρχη αφήγηση, δηλαδή τους alternative έναντι των mainstream, κατά μία έννοια και μέσα από μια σύγχρονη ματιά η λέξη έχει μεγάλη και μακρά ιστορία στα γράμματα της Ιβηρικής) — μελετώντας την ετεροδοξία στην Ευρώπη, και ειδικότερα την Πορτογαλία, όπου τον απασχόλησε ιδιαίτερα η περίπτωση του Miguel Torga.


Το έργο του, όμως, που προκάλεσε τις περισσότερες και τις πιο παθιασμένες συζητήσεις και πολεμικές, με αποτέλεσμα να καταλήξει να θεωρείται, εκ των πραγμάτων, ως ο σημαντικότερος σύγχρονος μελετητής της «πορτογαλικότητας» είναι: Ο λαβύρινθος της saudade: μυθική ψυχανάλυση του πορτογαλικού πεπρωμένου. Αρκεί μόνο να αναλογιστούμε πως οι δυο πορτογαλικές λέξεις που μένουν — πολύ σωστά και αναγκαστικά — αμετάφραστες στις άλλες γλώσσες είναι οι λέξεις fado και saudade.



O λαβύρινθος της saudade

Saudade: Μια λέξη της οποίας η μετάφραση σε άλλες γλώσσες έχει χαρακτηριστεί πολύ προβληματική. Προέρχεται από το λατινικό solitatem (=μοναξιά). Μπορεί, σε γενικές γραμμές, να περιγραφεί ως κάτι ανάμεσα στη νοσταλγία και τη μελαγχολία. Βασικό επανερχόμενο μοτίβο στην πορτογαλική ποίηση από πολύ παλιά, την ερωτική κυρίως. Το πολύ γνωστό τραγούδι τής Cesária Ėvora με τίτλο «Sodade» – παραφθορά της λέξης saudade στα κρεολικά πορτογαλικά του Πράσινου Ακρωτηρίου – έφερε τη λέξη, έστω και κάπως αλλαγμένη, στα χείλη εκατομμυρίων μη πορτογαλόφωνων ανά την υφήλιο. Η Carolina Wilhelm Michaëlis de Vasconcelos (1851-1925), συγγραφέας, κριτικός και λεξικογράφος, την ορίζει ως εξής: «Ανάμνηση μιας κατάστασης ή ενός πράγματος που απολαύσαμε στο παρελθόν, σε εποχές που δεν ξαναγυρίζουν, θλίψη που δεν το απολαμβάνουμε στο παρόν ή το απολαμβάνουμε μονάχα ως ανάμνηση και επιθυμία ή ελπίδα επιστροφής, σε κάποιο μέλλον, στην παλαιά κατάσταση ευτυχίας».
Ο τίτλος του έργου, προφανώς, θυμίζει, άλλους ανάλογους, προγενέστερους μεν, αλλά ακόμη στο πνεύμα της εποχής εκείνης, όπως τον «Ισπανικό λαβύρινθο», του Gerald Brenan και, κυρίως, τον Λαβύρινθο της μοναξιάς, του Octavio Paz. Πρόκειται για δυο βιβλία για την ισπανική και την μεξικανική διαφορετικότητα αντίστοιχα, που διαβάστηκαν πολύ στην εποχή τους και άσκησαν μεγάλη επιρροή.
Το έργο αυτό του Λορένσου, αν και γραμμένο κάπως «εν θερμώ», σε μια εποχή τεκτονικών αλλαγών για την Πορτογαλία, διατηρεί σχεδόν στο ακέραιο την αξία του για την κατανόηση της Πορτογαλίας, σε ό,τι αφορά την λογοτεχνία της αλλά και την ιστορία των ιδεών.


Το έργο εκδόθηκε το 1978, όταν πια η Πορτογαλία είχε μόλις απολέσει τις αποικίες σε Αφρική (Αγκόλα, Μοζαμβίκη, Γουινέα-Μπισάου, Νήσους του Πράσινου Ακρωτηρίου, Νήσους τους Αγίου Θωμά και του Πρίγκιπος) και Ασία (Ανατολικό Τιμόρ — 20 περίπου χρόνια πριν, η Πορτογαλία είχε απολέσει και κάποιους εναπομείναντες θύλακές της στην Ινδία). Δεν ήταν πλέον η «πολυεθνική, πολυηπειρωτική αυτοκρατορία» — φευ, χωρίς αυτοκράτορα! — που διακήρυσσε υπερήφανα επί δεκαετίες η κυρίαρχη αφήγηση του φασιστικού καθεστώτος του Σαλαζάρ. Η Πορτογαλία είχε δώσει το εναρκτήριο λάκτισμα στην αποικιακή εξάπλωση της Ευρώπης, στις αρχές του 15ου αιώνα, και αποχωρούσε από την αποικιακή σκηνή τελευταία. Επιπλέον, το δικτατορικό καθεστώς του Σαλαζάρ, που είχε πασχίσει με νύχια και με δόντια να κρατήσει τις αποικίες με μεγάλο κόστος σε υλικούς και ανθρώπινους πόρους και με διεθνή απομόνωση, είχε έλθει στην εξουσία χάρη στο στρατό, στα τέλη της δεκαετίας του ’20. Και το 1974, ήταν μια εξέγερση απαυδισμένων από τους ατελέσφορους αποικιακούς πολέμους στρατιωτικών, αυτή που έδινε την χαριστική βολή στις αποικίες και στο καθεστώς συνάμα. Ένας μεγάλος και ένας μικρός ιστορικός κύκλος έκλειναν ταυτόχρονα.
Το 1974 σήμαινε για τους Πορτογάλους ό,τι και το ’22 για την Ελλάδα, τηρουμένων των αναλογιών, βέβαια, και χωρίς τόσους πρόσφυγες, αν και οι παλιννοστήσαντες από τις αφρικανικές αποικίες, μετά την ανεξαρτητοποίησή τους, Πορτογάλοι —λευκοί, μιγάδες και μαύροι— δεν ήταν και λίγοι, διατήρησαν δε επί πολύ την (μάλλον θετική) για τη χώρα διαφορετικότητά τους από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Και, τηρουμένων των αναλογιών και πάλι, σήμαινε ό,τι το 1898 για τους Ισπανούς, τότε που η χώρα απώλεσε τις τελευταίες, σχεδόν, κτήσεις της, την Κούβα και τις Φιλιππίνες. Δηλαδή, ένα έναυσμα για αναζήτηση της εθνικής ταυτότητας.
Για τον Εντουάρντου Λορένσου η αναζήτηση της εθνικής ταυτότητας μετά το 1974, περνούσε αναγκαστικά μέσα από τη μελέτη γενεαλογίας των σχετιζόμενων με την εθνική ταυτότητα αφηγήσεων του παρελθόντος όσο και του παρόντος. Ειδικότερα δε μέσα από την μελέτη της έκφρασης και της αποτύπωσής τους στην λογοτεχνική παραγωγή. Μέσα από αυτήν ήταν εφικτή η διερεύνηση/αποκάλυψη της ιστορίας της διαμόρφωσης του φαντασιακού των Πορτογάλων — και της όλης πορείας του διαχρονικά — όσον αφορά το νόημα και την ουσία της πορτογαλικότητας, δηλαδή μέσα από μια διεξοδική και μεθοδική αναδίφηση της πορτογαλικής λογοτεχνίας και σκέψης 500 χρόνων.

Πολύπτυχο του São Vicente, του Nuno Gonçalves, θεωρούμενο  ως το πρώτο έργο συλλογικής προσωπογραφίας στην ευρωπαϊκή ζωγραφική (δεκαετία του 1450)
Πολύπτυχο του São Vicente, του Nuno Gonçalves, θεωρούμενο ως το πρώτο έργο συλλογικής προσωπογραφίας στην ευρωπαϊκή ζωγραφική (δεκαετία του 1450)

Το βιβλίο, λοιπόν, είναι μια στοχευμένη σε ορισμένα θέματα ερμηνευτική μελέτη της λογοτεχνικής ιστορίας της χώρας. Από τον εθνικό ποιητή Camões, που στο επικό του ποίημα Os Lusíadas, υμνεί και εξυψώνει — αν και ενίοτε κρίνει αυστηρά — την αποικιακή εξάπλωση της Πορτογαλίας στην Ασία, μέχρι συγκαιρινούς του E. Λορένσου συγγραφείς, το έργο εξετάζει (και αποδομεί) πολλά στερεότυπα των Πορτογάλων σχετικά με το πορτογαλικό (τους) πεπρωμένο, τις ματαιώσεις τους και τα ιστορικά (sic) τραύματά τους.
Το βιβλίο ψηλαφεί, επί της ουσίας, συνολικά, την εθνική υπερηφάνεια αλλά και αυτοσυνείδηση, με γνώμονα την οποία, επί εκατονταετίες, είχαν διδαχθεί να αντιμετωπίζουν οι Πορτογάλοι τις Ανακαλύψεις/Κατακτήσεις τους, δηλ. ως θείο έργο παγκόσμιας εμβέλειας μέσω της εξάπλωσης της χριστιανικής πίστης.
Εξετάζει ακόμη, συγχρονικά και διαχρονικά, τον χιλιαστικό, μεσσιανικό και εσωτεριστικό μύθο περί της πορτογαλικής Πέμπτης Αυτοκρατορίας (Quinto Império), θέμα που απασχόλησε και τον Φ. Πεσόα, δηλαδή μιας οικουμενικής αυτοκρατορίας, η οποία, υποτίθεται πως, κατά την Καινή Διαθήκη, οι Πορτογάλοι είχαν την ιστορική αποστολή να δημιουργήσουν. Η Πέμπτη Αυτοκρατορία ήταν μια επινόηση του ιησουίτη António Vieira, τον 17ο αιώνα, μέσω μιας sui generis «ερμηνείας» της Αποκάλυψης και του Βιβλίου του Προφήτη Δανιήλ. Αυτή η «αφήγηση» γνώρισε σημαντική αναβίωση τον 20ό αιώνα, στα χρόνια του σαλαζαρισμού ως αιτιολόγηση και —μεταφυσική σχεδόν— δικαίωση της συνέχισης της αποικιοκρατίας με κάθε τίμημα. Η πορτογαλική Πέμπτη Αυτοκρατορία, παρουσιαζόμενη ως μια «πνευματική εποχή», ως η εποχή της κυριαρχίας του Αγίου Πνεύματος, θα επεκτεινόταν και θα μεγαλυνόταν κυρίως στον χώρο του πνεύματος, διαδεχόμενη την ατομικιστική Τέταρτη Αυτοκρατορία, εκείνην του Υιού —των Βρετανών ήταν αυτή, και οποία διακρινόταν από στοιχεία φυλετισμού και υλισμού — και θα αγκάλιαζε όλες τις φυλές.
Το βιβλίο δεν παραλείπει να μελετήσει και τις ουκ ολίγες «αφηγήσεις» σχετικά με την πορτογαλική μετανάστευση. Την ένδοξη (;) αποικιακή κάποτε, στην Αφρική, την Βραζιλία, την Ασία. Αλλά και εκείνην στην δυτική Ευρώπη, πιο πρόσφατη και οικεία, σε εποχές βαθιάς οικονομικής παρακμής, τον 20ο αιώνα. Εξετάζει και ανασκευάζει, ειδικότερα, τη θεωρία του lusotropicalismo, του Βραζιλιάνου κοινωνιολόγου Gilberto Freyre, που κατέληξε και αυτή εργαλείο αποενοχοποίησης της πορτογαλικής αποικιοκρατίας κατά την ύστερη περίοδο του σαλαζαρικού καθεστώτος. Kατά τον G. Freyre, η (όποια) Πορτογαλική Αυτοκρατορία ήταν εκ φύσεως διαφορετική από τις αυτοκρατορίες άλλων αποικιοκρατικών εθνών, οι Πορτογάλοι ήταν «καλύτεροι ηθικά» αποικιοκράτες, διότι στο θερμό κλίμα της χώρας, είχαν συμβιώσει και αναμιχθεί επιτυχώς πολλοί λαοί — Κέλτες, Ρωμαίοι, Γότθοι, Εβραίοι, Άραβες και Σαρακηνοί — πριν από τους Νεώτερους Χρόνους, οπότε και ο πορτογαλικός πολιτισμός ήταν «προικισμένος»με ένα οικουμενικό υπόβαθρο, ήταν έτοιμος για μια πιο ανθρώπινη και φιλική προσαρμογή/συναρμογή με άλλους υπερπόντιους πολιτισμούς των τροπικών. Κατ’ αυτόν «ο λουζοτροπικαλικός πολιτισμός ήταν μια μορφή αντίστασης ενάντια στην «βάρβαρη» σοβιετική κομουνιστική επιρροή, και την επίσης «βάρβαρη» διαδικασία «εξαμερικανισμού» και καπιταλιστικής εξάπλωσης».
Το βιβλίο εξετάζει και τον «σεβαστιανισμό», δηλαδή τον θρύλο για τον νεαρότατο και πολύ αγαπητό Πορτογάλο βασιλιά Σεβαστιανό, που χάθηκε στο Μαρόκο τo 1578, σε μια ατελέσφορη εκστρατεία κατά των Σαρακηνών, χωρίς να βρεθεί το πτώμα του ποτέ και ο οποίος, κατά τον θρύλο πάντα, θα επιστρέψει κάποτε μέσα από τη θάλασσα, από τη δύση, μια μέρα με ομίχλη, και θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην αναβίωση του εθνικού μεγαλείου. Ένα θρύλο ανάλογο με εκείνον του «μαρμαρωμένου βασιλιά», στα καθ’ ημάς, αν και χρωστά πολλά στον Αρθουριανό κύκλο…
Όπως κανείς θα περίμενε, τα έργο εξετάζει εξονυχιστικά, εμπεριστατωμένα και πρωτότυπα την σαγηνευτική μοιρολατρία του fado και, βέβαια, την saudade, στην λογοτεχνία αλλά και στην ζωή— κοινωνική, πολιτική και προσωπική — η οποία είναι αιτία και αποτέλεσμα της προσήλωσης των Πορτογάλων σε ένα μεγαλειώδες όσο και, εν πολλοίς εξιδανικευμένο, επί της ουσίας, παρελθόν, που οδήγησε τη χώρα, τελικά, στην καθυστέρηση. Ας μην λησμονούμε ότι ένα σημαντικό ρεύμα της πορτογαλικής ποίησης φέρει το όνομα saudosimo.
Προφανώς, κατά τον Ε. Λορένσου, όταν, το 1974, έπεσαν οι τίτλοι του τέλους της περιόδου της αποικιοκρατίας, για να καλυφθεί το «κενό», η νέα εθνική συνείδηση των Πορτογάλων δεν μπορούσε πλέον παρά να είναι ευρωκεντρική κατ’ ανάγκην, και βασιζόμενη στον ορθό λόγο του Διαφωτισμού (και την κριτική του), χάρη σε βαθιές και στέρεες ανάλογες ρίζες στην πορτογαλική ετεροδοξία αλλά και στην συμπόρευση της πορτογαλικής λογοτεχνίας και σκέψης με πολλά ευρωπαϊκά ρεύματα, ήδη από τον 19ο αιώνα, με αποκορύφωμα τον Μοντερνισμό και τον Νεορεαλισμό. Η «ψυχανάλυση» τους υποτίτλου του έργου, αναφέρεται στη μελέτη των τραυμάτων πέντε αιώνων.
Αξίζει να τονισθεί, ο Ε. Λορένσου, ετερόδοξος και ο ίδιος, δεν υπήρξε υπέρμαχος κάποιας εσαεί εγγενούς ανωτερότητας του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ειδικά δε στα τελευταία έτη της ζωής του, υπογράμμισε το γεγονός ότι βιώνουμε το τέλος του μύθου του Διαφωτισμού.

Για όσους καταλαβαίνουν πορτογαλικά, μια ενδιαφέρουσα κινηματογραφική «διασκευή» του βιβλίου εδώ.


Ο λαβύρινθος της saudade

A Π Ο Σ Π Α Σ Μ Α



Στην συλλογική μετάφραση συμμετείχαν:

Έφη Αργυρίου, Βερονίκη Δαλακούρα, Πωλίνα Δημέα, Βανέσσσα Ζερβογιάννη, Λυμπέρης Κορέας, Χρήστος Κωτσακόπουλος, Ιφιγένεια Ντούμη, Άννα Νούση, Μαρίνα Παπαδοπούλου, Νίκος Πρατσίνης







Οι Πορτογάλοι ζουν προβαίνοντας σε μια διαρκή αναπαράσταση, τόση είναι η εμμονή τους με το συναίσθημα πως είναι εύθραυστοι, ενδόμυχα και υποσυνείδητα, καθώς και η αντίστοιχη ανάγκη να το εξισορροπήσουν με την επιθυμία να κάνουν καλή εντύπωση, σε προσωπική ή συλλογική βάση. Η επιφύλαξη και η σεμνότητα που, από ό,τι φαίνεται, συγκροτούν τη δεύτερή μας φύση, αποκρύπτουν, στους περισσότερους, τη θέλησή τους να κάνουν μια επίδειξη η οποία αγγίζει τα όρια της παράνοιας, μια επίδειξη τραγική, όχι εκείνη την αβίαστη, η οποία χαρακτηρίζει τις κοινωνίες στις οποίες το χάος μεταξύ του είναι και του δέοντος φαίνεσθαι δεν φθάνει στο παθολογικό επίπεδο που κυριαρχεί στα καθ’ ημάς. Οι Πορτογάλοι δεν συμβιώνουν μεταξύ τους, όπως επιμένει να δηλώνει εμφατικά ένας μύθος, κατασκοπεύουν ο ένας τον άλλον, ελέγχουν ο ένας τον άλλον. Δεν συνδιαλέγονται, διαπληκτίζονται, και η συμβίωση είναι μια όσμωση μεταξύ ιδίων όντων, χωρίς αμοιβαίο εμπλουτισμό, γιατί ποτέ του ένας Πορτογάλος δεν θα ομολογήσει πως έμαθε κάτι από κάποιον άλλο, εκτός και αν πρόκειται για τον πατέρα ή τη μητέρα του… Συνηθίζεται να λέγεται πως η Πορτογαλία είναι παραδοσιοκεντρική χώρα. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο ψέμα. Στα καθ’ ημάς η συνέχεια βρίσκεται σε λειτουργία ή διασώζεται χάρη στην αδράνεια ή στο ένστικτο της κοινωνικής συντήρησης, όπως και παντού, αλλά η παράδοση δεν είναι ταυτόσημη με αυτή τη συνέχεια, η παράδοση δεν τίποτα άλλο παρά η καινοτόμα οικειοποίηση του επίκτητου, ο διάλογος ή η μάχη εντός των τειχών, η παράδοση είναι πάνω από όλα ο δημιουργικός γενεαλογικός δεσμός εντός μας, ένα φαινόμενο σπάνιο και απίθανο για όλους, στην πορτογαλική κουλτούρα. Η ενσωμάτωση του αλλογενούς στην διαδικασία της εθνικής λογοτεχνικής παραγωγής είναι αυτό που αποτελεί τον κανόνα και καθιερώνει τον αυτουργό της ως δημιουργό, μια ενσωμάτωση την οποία εμείς εννοούμε πάντα ως μια επινόηση του κόσμου από το τίποτα. Ενός τίποτα που πρέπει να είναι προγενέστερό μας. Από πού προέρχεται μια τόσο ολέθρια στάση, η οποία δεν απλώς διανοητική αλλά ηθική; Χωρίς αμφιβολία από τη βαθιά διάσταση ανάμεσα στην «καλλιεργημένη» μειοψηφία από τη μια, η οποία ζει σε κατάσταση διαρκούς ανταρτοπολέμου και μπορεί μόνο να υπερβαίνει την επιθυμία της για εξουσία προσφεύγοντας σε αυτή την ρήξη που δημιουργεί μια οριστική τομή στην πορτογαλική παραγωγή, έτσι ώστε να μπορεί να επιβάλλεται ως» ενδιαφέρουσα», και στην ανώνυμη μάζα του πορτογαλικού λαού από την άλλη, που δεν έχει συμμετοχή σε αυτή την αντιπαράθεση. Μετά τις 25 του Απρίλη (εννοεί την Επανάσταση των Γαριφάλων σ.τ.μ.), η δυνατότητα συμμετοχής των δύο αυτών άνισων μερών παρουσιάζεται ως περισσότερο αληθοφανής, αλλά με μορφές οι οποίες, στην πλειονότητά τους, είναι ψευδεπίγραφες . Δεν είναι ο λαός αυτός που έχει πλέον μεγαλύτερο μερίδιο και που συμμετέχει πιο ένθερμα στην νέα παραγωγή κουλτούρας, αλλά το εκείνη η μερίδα του που έχει επαρκή σχολική παιδεία και που υφίστατο ήδη επί παλαιού καθεστώτος. Εμφανίζεται και πάλι μια διαφορετικού τύπου εστίαση της προσοχής, η οποία πλέον στοχεύει στον λαό , προεξοφλώντας ακόμη και μια υποθετική συμμετοχή του, η οποία, για πολύν καιρό δεν θα μπορεί να είναι παρά μόνο μια παθητική συμμετοχή και όχι την ανακάλυψη του εαυτού του, δηλαδή την αυτογνωσία. Η τάξη των διανοουμένων και το κοινό εν γένει φτάνουν σε έναν ανώτερο βαθμό αυτοσυνείδησης με την ανακάλυψη της Κρυμμένης Πορτογαλίας (Portugal Oculto), ίσως μέχρι σημείου υπερβολής, με κάποια εξαιρετικά κινηματογραφικά έργα και με κάποιες πρόσφατες θεατρικές απόπειρες που την αποκαλύπτουν (έχουμε κατά νου το διάσημο έργο Trás-os-Montes[1] και το θέατρο των Demarcy-Mota, το θέατρο Cornucόpia, το θέατροτου Grupo de Campolide[2] κλπ), είναι όμως αναγκαίο να μην τρέφουμε ψευδαισθήσεις σχετικά με τον χαρακτήρα αυτής της αυτογνωσίας. Δεν είναι, μάλιστα, ριζικά διαφορετική από εκείνην που αντιπροσώπευε στον 19ο αιώνα η μυθιστοριογραφία του Camilo Castelo Branco, του Júlio Dinis και του Eça de Queirόs.[3] Από τα τρία αυτά παραδείγματα, ίσως και εν αντιθέσει στα κατά παράδοση καθιερωμένα, ο πλέον ρεαλιστής (δηλαδή αυτός που έχει σε μεγαλύτερο βαθμό βιώσει την αυτογνωσία) είναι ο Júlio Dinis… Η Πορτογαλία του 19ου αιώνα μοιάζει πιο πολύ (εσωτερικά και εξωτερικά) με τον Júlio Dinis παρά με τον Eça. Αλλά θα μοιάζει με τον ίδιο της τον εαυτό όταν το βλέμμα με τον οποίο θα κοιταχθεί θα είναι σαν και εκείνο, για παράδειγμα, της αμερικανικής λογοτεχνίας και, ακόμη πιο πολύ του αμερικανικού κινηματογράφου — και στην Ευρώπη, του ιταλικού —, δηλαδή το βλέμμα του ίδιου του Πορτογάλου, ή των Πορτογάλων με τη συνείδησή τους κατάλληλα προσαρμοσμένη στη ζωή της χώρας όπου ζουν και πεθαίνουν — ένα βλέμμα που ενεργεί ως υποκείμενο, όταν δηλαδή επέλθει το τέλος της αντιμετώπισης της Πορτογαλίας ως αντικείμενο, όπως είναι για όλους μας σήμερα, όλους εμάς που ασχολούμαστε με την πορτογαλική «κουλτούρα» και πραγματικότητα.



 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: