Ο Ιμπν αλ Μασούρ δεν αντέχει τους ανθρώπους. «Οι άνθρωποι είναι τέρατα!» σκέφτεται. «Οι άνθρωποι είναι δαιμόνια τέρατα, που καταστρέφουν τα πάντα στο διάβα τους!». Έχει κλειστεί στο γραφείο του και προσπαθεί να αντέξει τον θόρυβο των ανθρώπων, αλλά το μόνο που αντέχει είναι τα γέλια μιας παρέας κοριτσιών που περνούν κάτω από το παράθυρό του. Κάθε κόμπο γέλιου τον μεγεθύνει με τη φαντασία του, τον εμπλουτίζει με τα αρώματα της εφηβείας, με τις ελκυστικές οσμές των ορμονών, με την ανεμελιά και το τρεχαλητό, με τη δραπέτευση. Έξω, ο θόρυβος από το σουκ Αλ Χαμιντίγιε πνίγεται στα γέλια των κοριτσιών αυτών, που κατηφορίζουν την οδό Αλ Θάβρα και κατευθύνονται στην πλατεία Τεμένους. Κάποτε υπήρχε η φασαρία από τα εκατοντάδες εμπορικά καταστήματα ρούχων, από τα υπαίθρια μαγαζάκια με τις χειροτεχνίες και τα κοσμήματα, από τους πάγκους τροφίμων και τα παγωτατζίδικα. Σήμερα απέμειναν μόνο τα κλάξον των αυτοκινήτων. Α, ευτυχώς και το γέλιο αυτής της παρέας των κοριτσιών!
Μετά τη δουλειά, ο ποιητής ξαπλώνει κοντά στο παράθυρο της πίσω αυλής. Ξεχνά τον θόρυβο των κεντρικών δρόμων, απομονώνεται και αναλογίζεται τα αίτια του ακατανόητου συναισθήματος που τον κατακλύζει. Την ίδια στιγμή, όλως περιέργως, ένα τεράστιο σκιερό δάσος, απρόσβατο και σκοτεινό, γεμάτο μυστηριώδεις θορύβους κι ακατανόητους ψιθύρους, διανοίγεται στη φαντασία του. Περπατώντας νοερά στα μονοπάτια αυτού του δάσους, έχει ένα βλέμμα ερευνητικό, φιλοπερίεργο- αναζητά τα αίτια της δικής του μελαγχολίας συγκεκριμένα, αλλά και της μελαγχολίας γενικότερα. Τι όμως συναντά στις ατραπούς του δάσους; Τι περιμένει να βρει πίσω από τους βάτους; Τι είναι αυτές οι φιγούρες που κρέμονται από τα κωνοφόρα δέντρα; Ο Iμπν αλ Μασούρ χάνεται για κάποιες ώρες σ’αυτήν την ποιητική ενατένιση, απορροφάται πλήρως. Έως ότου έρχεται η ώρα να φύγει για τη Βιβλιοθήκη.
Στα πρώτα κεφάλαια της διατριβής του εξετάζει το ανδρικό πένθος στη μεσαιωνική λογοτεχνία, αφού έχει μελετήσει την τρέχουσα αντίληψη περί αρρενωπότητας που είχαν οι άνθρωποι στον Μεσαίωνα: να ήταν, αυτή, ένα αυθεντικό συναίσθημα; Ή συνέβαινε να την έχουν μόνο οι αριστοκράτες, που ήσαν επιτηδευμένοι; Μήπως παρ’ελπίδα αφορούσε και τους λαϊκούς ανθρώπους; Και το πένθος; Τι γίνεται με το διαχρονικό πένθος; Ποια είναι η σχέση του πένθους με τον ανεκπλήρωτο έρωτα, με την ερήμωση, με τη θλίψη της εγκατάλειψης, με την τρέλα; Τι σχέση έχει με τον αναχωρητικό βίο; Μπορούσαν εκείνοι οι απόλυτα αρρενωποί ήρωες να προχωρήσουν πέρα από τα κοινωνικά όρια της αρρενωπότητάς τους, ώστε να θρηνήσουν αυθεντικά για την απώλεια των αγαπημένων τους προσώπων;[1]
Τις κρίσεις και τις αναπαραστάσεις του πένθους στα παλαιά κείμενα μπορεί να τα εξηγήσει, αντιπαραβάλλοντάς τες προς γραπτά θρησκευτικών στοχαστών σαν τον Αυγουστίνο και τον Ακινάτη, που επηρεάστηκαν από τις νεοπλατωνικές και αριστοτελικές σχολές σκέψης: και οι δύο αναφέρονται στη ματαιοδοξία της υπερβολικής θλίψης και στον κίνδυνο αυτή η υπερβολή να οδηγήσει σε αμαρτωλή συμπεριφορά.[2] Αποδελτιώνει, για τον ίδιο λόγο, μια σειρά από ιατρικές πραγματείες της αρχαιότητας και εγκυκλοπαιδικά έργα του Μεσαίωνα, όπως εκείνα του Αβικένα και του Ισίδωρου της Σεβίλλης. Επίσης, διάφορα ποιητικά κείμενα προκατόχων του, από το ειδύλλιο Yvain[3]
του 12ου αιώνα μέχρι το ονειρικό όραμα Consolatio Pearl[4]
του 15oυ αιώνα, και έως τα σύγχρονα αφηγήματα έρημων, ξεσπιτωμένων ανθρώπων του πολέμου.
Τη μελαγχολία, τόσο ως ψυχική κατάσταση που συνοδεύει τη μοναχική του σκέψη, όσο και ως ανατρεπτική δύναμη που αντιτίθεται στα γενικώς παραδεκτά νοήματα, την αναζητά σε ποιητικές συλλήψεις. Θα μπορούσε να την κατονομάσει με τη γερμανική λέξη «heimat» (συναισθηματικό δεσμό με μια πατρίδα, οποιανδήποτε), ή «fernweh» (λαχτάρα να επισκεφθεί κανείς μακρινούς τόπους),[5] όμως επιλέγει τον αρχαϊκό τευτονικό όρο «Waldeinsamkeit» ― ώστε να αποδώσει το αίσθημα της «μοναξιάς στο δάσος».[6]
Η «μοναξιά του δάσους» δεν είναι ένα βαρύ συναίσθημα: αντίθετα, είναι ένα φωτισμένο, υπέροχο συναίσθημα που μπορεί να προέλθει από το να βρεθείς μόνος στο δάσος. Ο Ιμπν αλ Μασούρ το δοκίμασε αυτό το συναίσθημα τότε που σπούδαζε στην Ευρώπη. Τον κατέλαβε καθώς περιπλανιόταν στα δάση ερυθρελάτης, κωνοφόρων, οξιάς, βελανιδιάς και σημύδας στα υψίπεδα του Μέλανα Δρυμού, και επανήλθε, δριμύτερο, τότε που βρέθηκε για μια βδομάδα στο καταπράσινο δάσος της Μπάαντεν-Βιρτεμβέργης ― εκείνο το ατελείωτο δάσος με τα μονοπάτια που οδηγούσαν σε χωριουδάκια, σε κορυφές λόφων, σε ψηλά βοσκοτόπια και σε υπόστεγα φτιαγμένα από ξύλο φτελιάς. Όμως, το περίεργο είναι πως τώρα η νοσταλγία του για το δάσος συνδυάζεται, λίγο-λίγο, με την απουσία συγκεκριμένων ανθρώπων.
Στο νου του έρχεται ο Ακόντιος: νεαρός ποιητής είκοσι χρονών, φοράει στεφάνι στα μαλλιά και αποκομίζει τον θαυμασμό όλων. «Κοιτάξτε τι όμορφος που είναι!» φωνάζουν τα κορίτσια όταν ο Ακόντιος κατηφορίζει τους δρόμους της Δαμασκού. Εκείνος ανταποδίδει, τους χαμογελά και τις αποκαλεί δενδροηλιόμορφες, μαυροπλουμιστομάτες, κρινοτριανταφυλλάτες, τραχηλομαρμαρόστομες, ροδοκοκκινοχείλες, συντυχογλυκόλαλες, ερωτοπαιδεμένες.[7]
Επειδή χαριεντίζεται μαζί τους διαρκώς, ακατάπαυστα, και βέβαια κάποιοι τον φθονούν κιόλας, τον φθονούν τόσο πολύ που ο νέος ποιητής αναγκάζεται να φύγει μακριά, στην πράσινη μοναξιά του δάσους.
Μετά από την απομάκρυνσή του, την ανάλωσή του στα πεδία της μάχης και τον αποχωρισμό από την αγαπημένη του Κυδίππη, ο Ακόντιος θέλει να μείνει μόνος του με τα πνεύματα και με τα ζώα, με τις νεράιδες και τα ελάφια που δεν τον φοβούνται και δεν τον φθονούν.[8] Κάθεται δίπλα στα ρυάκια και φαντάζεται τις νεράιδες με τα ασημένια πέπλα και τα μακριά μαλλιά, βλέπει τις βάκχες του νερού κι ακούει τα βιολιά από τις ψαρογυναίκες, μια φρενίτιδα από κουδουνίσματα και μικρούς παφλασμούς από βουτιές. Το δάσος με τα ξωτικά και τους καλικαντζάρους του είναι ευγενικό μαζί του: η φλυαρία κοπάζει, η γλυκιά αποκαμωμένη αίσθηση αγγίγματος στις άκριες της φτέρης, δίπλα στις όχθες, αφήνει κάποιες τρίλιες από γαλλόφωνα τραγούδια να ηχήσουν στ’ αυτιά του. Οι τριχωτοί, κοκκινωποί, ποδήρεις μανδύες των πνευμάτων της οξιάς και της φτελιάς, η ηχώ από την παρτίδα μπόουλινγκ που παίζουν στο βουνό ανθρωπόμορφοι μανδραγόρες με κοντά πόδια και μακριές γενειάδες, νάνοι που έχουν μέγεθος ίσαμε ένα δάχτυλο,[9] κι έπειτα αυτά τα βότανα που τον κάνουν αόρατο, ο επίμονος κρότος από το ράμφος του τρυποκάρυδου, όλα είναι κατευναστικά, τον αποσπούν από τις έγνοιες του πολέμου κι από τον αυστηρό στόχο της νίκης. Είναι οι ψυχές μέσα στο δάσος.
Η αγαπημένη του, η εκλεκτή της καρδιάς του βρίσκεται τώρα μακριά. Ο έρωτάς του γι’ αυτήν ενσαρκώνεται στις αισθήσεις του δάσους. Ο νεαρός ποιητής είναι βλοσυρός, γιατί του λείπει τρομερά η Κυδίππη. Οι σκέψεις του, οι λογισμοί του, είναι κοντά της, κι έτσι ποτέ δεν την αποχωρίζεται στην πραγματικότητα. Της έχει δώσει αυτήν την υπόσχεση: «Αν ποτέ σου πουν ψέματα πως αγάπησα κάποιαν άλλη, να γυρίσεις και να τους πεις: μα αφού η καρδιά του είναι κοντά μου, πώς χωρίς την καρδιά του ν’αγαπήσει άλλην;»[10]
Όταν, ξαφνικά, ακούγεται πυροβολισμός από κυνηγούς που εισβάλλουν. Ακούγονται αλυχτίσματα σκυλιών, σβήνουν οι νεράιδες και τα ξωτικά, εξαφανίζονται τα μελιά χρώματα του σούρουπου. Στο ημίφως, μέσα στο δωμάτιο του Ίμπν αλ Μασούρ, παραμένει κυρίαρχο το δάσος- όχι όμως εκείνο το λυρικό δάσος του ποιητή, όχι το δάσος της δραπέτευσης. Το καινούργιο αυτό δάσος είναι ένα σύνολο από δέντρα επιβλητικά, ζοφερά, παγωμένα, σκοτεινά. Το καινούργιο αυτό δάσος είναι στοιχειωμένο.
Στις φυλλωσιές και στους κορμούς των δέντρων του αναρριχώνται ατελείωτοι νεκροί. Πιάνουν τα κλαδιά και προσπαθούν, διαμελισμένοι και κατακρεουργημένοι, να φτάσουν στην κορυφή, για ν’αντικρύσουν από ψηλά ολόκληρο το δάσος. Τα βογγητά τους φτάνουν, πολλαπλασιασμένα από την ηχώ, μέχρι τα προάστεια της Δαμασκού. Είναι γνώριμοι όλοι αυτοί οι νεκροί, τους ξέρει, τους έχει συναντήσει ο λογισμός του σ’εκείνες τις στιγμές της απελπισίας που πυκνώνουν όσο περνούν τα χρόνια. Είναι οι χλωμοί νεκροί από το Αλέπο, από το Ισκεντερούν, από τη Λατάκεια[11]
κι από το Ντεϊρ εζ Ζορ. Είναι οι νεκροί με αχνά, μισοσβησμένα πρόσωπα που έρχονται από την εποχή του βασιλιά Φεϊζάλ. Κινούνται αργά ανάμεσα στις φυλλωσιές και στο πέρασμά τους δεν ακούγεται να σπάει το παραμικρό κλαδί. Κάποιοι από αυτούς φορούν μάσκες και ψηλαφούν το νωπό έδαφος για να βρουν τον δρόμο τους προς το φως.
Ο Ιμπν αλ Μασούρ έχει θαμπωθεί από το θέαμα. Σε δυνατό κύμα αναδύονται μέσα από τα νερά του ποταμού κάποιοι πιο πρόσφατοι νεκροί. Κι ακολουθούν κι άλλοι, αυτοί που βγήκαν αργά αργά από τα ερείπια του Δεύτερου Παγκοσμίου πολέμου και ύψωσαν το ανάστημά τους για να ενωθούν με τους υπόλοιπους. Βαδίζουν, σκονισμένοι από τα υψώματα του Γκολάν, οπλισμένοι και μισολειωμένοι από τα στρατεύματα του Άσαντ, γραπώνουν αρμαθιές τα δέντρα και σκαρφαλώνουν όπου βρουν. Στις σκοτεινιές και στα υγρά ξέφωτα απλώνονται σε ομάδες κάποιοι βασανισμένοι νεκροί, που έχουν ξεφυτρώσει ακρωτηριασμένοι από τα χαλάσματα των φυλακών, με νωπά ακόμα τα σημάδια του βασανισμού στα σώματά τους. Δεν υπάρχει καμιά μουσική για να συνοδέψει αυτή τη σιωπηρή λιτανεία. Ξοπίσω τους έρχονται, βαδίζοντας σαν υπνωτισμένα, όλα τα σκοτωμένα ελάφια του δάσους.
Ο Ιμπν αλ Μασούρ κοιτάζει ψηλά, έκθαμβος. Τώρα κινούνται μέσα στο δάσος κι άλλοι νεκροί, στρατιώτες που χάθηκαν στον Λίβανο και που αναδεύουν τα χέρια τους, λεκιασμένα από αίμα αθώων. Στα πιο ψηλά δέντρα είναι ήδη κρεμασμένοι όσοι πεθαμένοι εργάτες δούλεψαν μάταια στα σχέδια ανοικοδόμησης της χώρας: αυτούς τους αναγνωρίζει από τους ρόζους στα χέρια. Σουρουπώνει κι άλλο. Με δυσκολία διακρίνει τις νέες ορδές που γεμίζουν ασφυκτικά το δάσος: είναι, αυτοί, οι βομβαρδισμένοι νεκροί και οι διαμελισμένοι στα ναρκοπέδια, είναι οι πυροβολημένοι διαδηλωτές που κρατούν ακόμα ξεσκισμένα τα πανώ της αντιπολίτευσης, είναι οι ατελείωτοι νεκροί από το Κουρδιστάν, οι αμέτρητοι νεκροί από τον Εμφύλιο. Σηκώνεται αέρας μαζί με σκόνη, το ρέμα τώρα βρυχάται μανιασμένο και ξερνάει στις όχθες κι άλλους, κι άλλους νεκρούς. Ο ποιητής αντικρίζει, συντετριμμένος, τα συντρίμμια της χώρας του, τη στιγμή που ακούγονται ξανά απ’έξω τα γέλια των κοριτσιών και πάει να συνέλθει.
Όμως ―τελευταίοι αυτοί― κατακλύζουν τώρα το δάσος οι άλλοι, οι ξεσπιτωμένοι νεκροί, οι περιπλανώμενοι, αυτοί που μπήκαν σε μια βάρκα και δεν κατάφεραν να φτάσουν πουθενά.
_____________
Ο τίτλος και η εικονοπλασία του αφηγήματος είναι εμπνευσμένα από τον στίχο του Σεφέρη: «Ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας» (Ο Τελευταίος Σταθμός)