Γκρέμισμα & άλλα ποιήματα



Γκρέμισμα

Στον Ευριπίδη Γαραντούδη

Αρχαία μέρα, πέτρινη, πώς να σε κουβαλήσω.
Τώρα μου έρχεσαι ξανά με πέτρινο χαμόγελο
και ξεψυχάς όταν για σένα πάω να μιλήσω.
Μένω με άναυδο στόμα, κενό κι ανώφελο.

Έγινες μέρα ο τόπος μου, ερημωμένος.
Στους σάπιους σου κι υγρούς, ξεφλουδισμένους τοίχους
γυρνώ απ' τα ξένα, ανέστιος, γκρεμισμένος.
Χορτάρια μουσικής παλιάς μαζεύω κι ήχους.

Φυσάει κι η άμμος το κορμί σκεπάζει
στα μάτια μου τρυπώνει και στον ουρανίσκο
κι εκεί πλάθει καινούργιες λέξεις από αγιάζι,

κι ω δροσερό νεράκι στάζουνε και βρίσκω
το πέτρινο κλειδί την πόρτα σου που παραβιάζει
και πια σε λέω, το χέρι μου σε δοξάζει.




Βασίλεμα δεν έχει

Εδώ στην εσχατιά της Γης
στην ράχη του πολέμου, της σφαγής
πέτρες και κόκαλα.

Κι ο άνεμος φέρνει αλισάχνη
τα δέντρα να σκεπάζει, πάχνη
χορτάρια, βότσαλα.

Έλα ψυχή μου, δες τον ήλιο
που βασιλεύει μες στο σπήλιο
δίχως εφέ και κρόταλα.

Πάνω στης νύχτας το μανουάλι
γίνε κερί και λάμψε πάλι
δακρυσμένα, σιγαλά.



Γκιώνης παντοτεινός

Σήμανε την ιερουργία της νύχτας, καμπάνα λυπημένη κι αργυρή. Φτάνουν πετούμενες οι απώλειες, θα 'ρθουνε κι οι νεκροί. Με θροΐσματα έρχονται στις φυλλωσιές και με των δέντρων τα βυθίσματα στους ίσκιους. Σήμανε ο γκιώνης. Είναι νερού σταλαγματιά στα βότσαλα, εδώ, του καιρού ― ή τάχα είναι κάρβουνο φλογάτο, στης θύμησης το πέλαγος λάμποντας στον βυθό; Δεν ξέρει. Τίποτε δεν ξέρει.

Μονάχα νόμισμα ασημένιο, πέφτει στην σχισμή του νου ο λυγμός του. Ξανά και ξανά. Και το τζουκ-μποξ ανάβει, παίζοντας εκείνη την άγραφη μουσική που μοσχοβολά, για πάντα, φρεσκοκομμένο χορτάρι, στο φως του ονείρου ενός πουλιού.

Κρατάει της Σελήνης τον καθρέφτη. Μέσα του κυματίζουνε φυλλώματα νυχτερινών ατμών κι αχνίζει το ιερό πουλί κλαίγοντας γερτό στο τρέμουλο το χρυσό των τριζονιών.

Τον γκιώνη αξιώθηκε να ιδεί, κάποια φορά, μικρός. Και φυλαχτό τού χάρισε, φωνή, τις λίρες της ψυχής του.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: