Ήταν η τελευταία ταινία που γύρισε ο Άλφρεντ Χίτσκοκ σε ασπρόμαυρο φιλμ και η πρώτη, στην μέχρι τότε καριέρα του, ταινία τρόμου. Ήταν επίσης η πρώτη στην ιστορία του κινηματογράφου που έδειξε, σε κοντινό πλάνο, το νερό να κυλά στη λεκάνη μιας τουαλέτας. Αυτό, όμως, είναι μια άλλη, εντελώς διαφορετική ιστορία. Βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Ρόμπερτ Μπλοχ που είχε εκδοθεί δύο χρόνια νωρίτερα (και αποτέλεσε ένα από τα πιο επιδραστικά μυθιστορήματα τρόμου του 20ού αιώνα), το «Ψυχώ» παρουσιάζει την ιστορία του ψυχοπαθούς δολοφόνου Νόρμαν Μπέιτς. Ένας ρόλος που «κλείδωσε» τη μετέπειτα καριέρα του πρωταγωνιστή Άντονι Πέρκινς.
Μετά την προβολή του απολαυστικού «Στη Σκιά των 4 Γιγάντων» (1959), ο Χίτσκοκ άλλαξε ρότα. Επιχείρησε μια καταβύθιση στα άδυτα του τρόμου, προσφέροντας ένα σοκ από το οποίο πολλοί θεατές άργησαν να συνέλθουν. Το «Ψυχώ» ξεκινά με μια κλοπή. Η Μάριον Κρέιν (Τζάνετ Λι), γραμματέας στο Φοίνιξ της Αριζόνας, αποφασίζει να «οικειοποιηθεί» 40.000 δολάρια που της δίνει ο διευθυντής της για να τα καταθέσει στην τράπεζα. Ετοιμάζει βιαστικά την βαλίτσα της, αγοράζει ένα καινούριο αμάξι και κατευθύνεται στο Σαν Φρανσίσκο, όπου μένει ο φίλος της. Στη διάρκεια μιας τρομερής καταιγίδας χάνει τον προσανατολισμό της και καταλήγει σε ένα ερημικό μοτέλ, αποφασίζοντας να διανυκτερεύσει εκεί. Στη ρεσεψιόν συναντά ένα παράξενο νεαρό, τον Νόρμαν Μπέιτς. Μιλούν για λίγο «στο πόδι» και αυτός της αποκαλύπτει τη βαθιά αφοσίωση που τρέφει στη μητέρα του, με την οποία μοιράζεται το σπίτι πίσω από το μοτέλ. Αργότερα, καθώς η Μάριον κάνει ντους στο δωμάτιο που νοίκιασε, δέχεται τη δολοφονική επίθεση μιας μορφής που θα μπορούσε να είναι η κυρία Μπέιτς. Σωριάζεται νεκρή, με 14 μαχαιριές στο πρόσωπο και στο γυμνό της σώμα. Είναι το πρώτο ισχυρό σοκ, πριν καν συμπληρωθεί το 1/3 της ταινίας, ανατρέποντας τα πάντα στον κινηματογραφικό τρόμο.
Η διαφημιστική καμπάνια του «Ψυχώ» δεν είχε προηγούμενο. Κάθε κινηματογράφος που την πρόβαλε είχε ένα χαρτόνι τοποθετημένο στην είσοδο, με τον Χίτσκοκ να δείχνει το ρολόι στο χέρι του και ένα σημείωμα που έγραφε: «Ο διευθυντής αυτής της αίθουσας έχει λάβει σαφείς οδηγίες, να μην εισέλθει κανείς μετά την έναρξη της προβολής. Οποιεσδήποτε προσπάθειες εισόδου από τις πλευρικές πόρτες, θα αντιμετωπιστούν με τη βία. Όλη αυτή η ιδιαίτερη μεταχείριση προβλέπεται, για να απολαύσετε το “Ψυχώ” περισσότερο. Υπογραφή: Άλφρεντ Χίτσκοκ». Όταν η ταινία προβλήθηκε στην Ελλάδα, αποφεύχθηκαν τέτοιου είδους απειλές. Στις διαφημιστικές καταχωρήσεις των εφημερίδων ο σκηνοθέτης προειδοποιούσε για την απαγόρευση εισόδου των θεατών στις αίθουσες μετά την έναρξη προβολής ― χωρίς περαιτέρω συνέπειες. Εντύπωση προκάλεσε επίσης το τρέιλερ της ταινίας, με τον Χίτσκοκ σε ρόλο ξεναγού στα πλατό της ταινίας. Η έκπληξη δεν προήλθε από την εμφάνιση του σκηνοθέτη, αφού ήταν ήδη γνώριμος στους θεατές από τις σύντομες εμφανίσεις του, στην αρχή περίπου κάθε ταινίας του (ειρήσθω εν παρόδω, στο «Ψυχώ» εμφανίζεται τέσσερα λεπτά μετά την έναρξη της ταινίας, έξω από το γραφείο της Μάριον Κρέιν, φορώντας καουμπόικο καπέλο).
Άξιο μνείας είναι επίσης το μυστηριώδες σπίτι πίσω από το μοτέλ. Η «οικία Μπέιτς» έχει μια σημαντική καταγωγή: βασίστηκε στον πίνακα του Αμερικανού ζωγράφου Έντουαρντ Χόπερ «Σπίτι δίπλα στις γραμμές του τρένου» (House by the railroad, 1925), οι αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες του οποίου μεταφέρθηκαν σχεδόν αυτούσιες στην σκηνική κατασκευή. Οι βαθιές σκιές, τα κλειστά παράθυρα και η ερμητική ατμόσφαιρα που αποπνέει η βικτοριανή κατοικία του πίνακα, παραπέμπουν στα σκοτεινά μυστικά που κρύβει το σπίτι στην ταινία.
Ο Νόρμαν Μπέιτς του «Ψυχώ» και του προγενέστερου βιβλίου του Ρόμπερτ Μπλοχ, βασίζεται σε ένα πραγματικό πρόσωπο το οποίο υπήρξε συνώνυμο της φρίκης. Ήταν ο νεκρόφιλος και κατά συρροή δολοφόνος, Εντ Γκέιν, για τον οποίο ο Μπλοχ έγραψε αργότερα ένα ακόμα βιβλίο: The Shambles of Ed Gein, με διφορούμενο το νόημα της λέξης shambles, αφού σημαίνει σφαγές, αλλά και καταστάσεις πλήρους διαταραχής. Τον Νοέμβριο του 1957, δύο χρόνια πριν εκδοθεί το βιβλίο του Ρόμπερτ Μπλοχ, συνελήφθη στο Πλέινφιλντ του Γουισκόνσιν ο Εντ Γκέιν. Η απόσταση από το μέρος που ζούσε ο Μπλοχ δεν ήταν μεγάλη, μόλις 56 χιλιόμετρα. Αν και ο Μπλοχ δεν γνώριζε την υπόθεση Γκέιν, είχε ήδη ξεκινήσει να γράφει ένα μυθιστόρημα, με βασική ιδέα ότι «ο άντρας της διπλανής πόρτας μπορεί να είναι ένα τέρας που κανείς δεν υποψιάζεται, ακόμα και στο γεμάτο κουτσομπολιά μικρόκοσμο μιας ασήμαντης πόλης». Το μυθιστόρημα είχε σχεδόν ολοκληρωθεί όταν ο Γκέιν και οι δραστηριότητές του αποκαλύφθηκαν, με τον Μπλοχ να αξιοποιεί το πραγματικό γεγονός σε ένα από τα τελευταία κεφάλαια, παραπέμποντας στον Εντ Γκέιν. Εξεπλάγη, μάλιστα, όταν έμαθε ότι ο Γκέιν ζούσε σε συνθήκες απομόνωσης με μια φανατικά θρησκευόμενη μητέρα: «Ανακάλυψα πόσο πολύ έμοιαζε ο φανταστικός χαρακτήρας που είχα δημιουργήσει, με τον Εντ Γκέιν, τόσο στις ανήκουστες πράξεις όσο και στο προφανές κίνητρο».
Ο Έντουαρντ Θίοντορ Γκέιν (1906-1984), πιο γνωστός με το ανατριχιαστικό προσωνύμιο «Ο Χασάπης του Πλέινφιλντ», διέπραξε τα φοβερά εγκλήματα στην περιοχή που διέμενε. Η φρικτή του δράση περιλάμβανε επίσης εκταφές πτωμάτων από διάφορα νεκροταφεία, καθώς και την κατασκευή «τροπαίων» και «αναμνηστικών» από το δέρμα και τα κόκαλά τους. Ο Εντ Γκέιν ζούσε με τον αδελφό του, Χένρι, τον αλκοολικό πατέρα τους, Τζορτζ, και την εξουσιαστική μητέρα τους, Αουγκούστα, στο Πλέινφιλντ του Γουισκόνσιν. Όταν ήταν 8 χρονών μετακόμισαν σε μια φάρμα έξω από την πόλη. Η απόφαση πάρθηκε από την θρησκόληπτη μητέρα, επειδή πίστευε ότι η ηθική «εξαχρείωση» των ντόπιων θα επηρέαζε αρνητικά τα παιδιά της. Η οικογένεια έζησε εκεί σε πλήρη απομόνωση, για 25 ολόκληρα χρόνια. Η Αουγκούστα ήταν μια ένθερμη Λουθηρανή που πίστευε ότι ο άνθρωπος σώζεται μόνο με την πίστη του. Έκανε κήρυγμα στα αγόρια της για την έμφυτη ανηθικότητα των ανθρώπων, τους έλεγε πόσο διαβολικό είναι το πιοτό, επέμενε ότι όλες οι γυναίκες είναι από τη φύση τους πόρνες και όργανα του σατανά. Κάθε απόγευμα τους διάβαζε αποσπάσματα της Παλαιάς Διαθήκης, επιλέγοντας εδάφια που αναφέρονταν στο θάνατο και στη θεϊκή τιμωρία.
Τόσο το βιβλίο όσο και η ταινία του Χίτσκοκ (αλλά και τα 3 σίκουελ που ακολούθησαν), εξηγούν ότι ο πρωταγωνιστής είχε υποστεί σοβαρή συναισθηματική κακοποίηση από την μητέρα του, όταν ήταν παιδί. Όμοια με τον Εντ Γκέιν, ο Νόρμαν Μπέιτς μεγάλωσε ακούγοντας τη μητέρα του να λέει ότι το σεξ ήταν κάτι αμαρτωλό και ότι όλες οι γυναίκες (εκτός της ίδιας, φυσικά) ήταν πόρνες. Στο τέλος της ταινίας, ένας ψυχίατρος στο αστυνομικό τμήμα κάνει τη διάγνωσή του: έχοντας δολοφονήσει τη μητέρα του, ο Νόρμαν οδηγήθηκε στην σχιζοφρένεια με συμπτώματα πολλαπλής προσωπικότητας και επιθυμία θανάτου. Στο μυθιστόρημα, ο Ρόμπερτ Μπλοχ υπαινίσσεται ότι η σχέση του γιου με τη μητέρα μπορεί να ήταν αιμομικτική. Όταν ο πατέρας του Εντ Γκέιν πέθανε, τον Απρίλιο του 1940, και ο αδελφός του κάηκε λίγο αργότερα σε μια πυρκαγιά που ξέσπασε στη φάρμα, ο Εντ και η μητέρα του απόμειναν μόνοι και συχνά μοιράζονταν το ίδιο κρεβάτι, «σαν να μην υπήρχε κανείς άλλος στον κόσμο», όπως γράφει ο Μπλοχ.
Η Αουγκούστα πέθανε τον Δεκέμβριο του 1945 και ο θάνατός της διέλυσε τον Εντ. Σύμφωνα με τον Αμερικανό πανεπιστημιακό και συγγραφέα, Χάρολντ Σέχτερ, «έχασε το μόνο άτομο για το οποίο ένιωθε πραγματική αγάπη και έμεινε εντελώς μόνος στον κόσμο». Μετά το θάνατο της μητέρας του διατήρησε το υπνοδωμάτιο ακριβώς όπως το άφησε, αλλά όχι και το βαλσαμωμένο πτώμα της ― αυτό είναι εφεύρημα της ταινίας. Άρχισε όμως να φτιάχνει γυναικεία «ρούχα» από δέρμα ανθρώπινων σορών. Τα φρικιαστικά «πατρόν» που ανακάλυψε η αστυνομία χαρακτηρίστηκαν από τους ψυχιάτρους που τον εξέτασαν ως «παρανοϊκή τελετουργία παρένδυσης». Θεώρησαν ότι προσπαθούσε να φτιάξει ένα «γυναικείο κοστούμι» για να το φορέσει και να μπορέσει να ταυτιστεί με τη νεκρή μητέρα του.
Για να βρει τα υλικά της «ραπτικής», ο Εντ άνοιγε φρεσκοσκαμμένους τάφους και μετέφερε τα πτώματα σπίτι του. Αφού έκανε την σχετική επεξεργασία, «φορούσε» τα δέρματά τους, ή έκανε με αυτά μάσκες προσώπου, κυκλοφορώντας σε ένα περιβάλλον ρυπαρό και σε πλήρη εγκατάλειψη. Μόνο το δωμάτιο στο οποίο κοιμόταν με τη μητέρα του ήταν καθαρό και τακτοποιημένο, όπως τότε που ζούσε η Αουγκούστα. Το 1954, οι πεθαμένοι δεν μπορούσαν πλέον να ικανοποιήσουν τις ανάγκες του Εντ. Έτσι, άρχισε τις δολοφονίες αναζητώντας φρέσκια σάρκα. Είναι άγνωστος ο αριθμός των θυμάτων του. Είναι γνωστή, όμως, η ημερομηνία που σήμανε το τέλος της εγκληματικής του δράσης. Στις 16 Νοεμβρίου 1957, μια 58χρονη χήρα, η Μπερνίς Γουόρντεν, εξαφανίστηκε από το κατάστημά της. Κάποιοι πελάτες θυμήθηκαν ότι ο Εντ Γκέιν τριγυρνούσε τις προηγούμενες μέρες ύποπτα έξω από το μαγαζί και το ανέφεραν στην αστυνομία.
Όταν οι αστυνομικοί πήγαν στο σπίτι του για να υποβάλλουν ερωτήσεις, δεν βρισκόταν εκεί. Η έντονη δυσοσμία που ανέδιδε ο χώρος τούς παρακίνησε να μπουν μέσα. Αυτά που ανακάλυψαν ήταν τρομακτικά: Στο ψυγείο βρήκαν ανθρώπινα μέλη από τουλάχιστον 15 διαφορετικά πτώματα. Σε ένα παράπηγμα, πίσω από το σπίτι, βρήκαν αποκεφαλισμένη την Μπερνίς Γουόρντεν. Το σώμα της ήταν κρεμασμένο ανάποδα και ο κορμός της «είχε γδαρθεί όπως στα ελάφια», σύμφωνα με τις δηλώσεις του ιατροδικαστή. Η άτυχη γυναίκα είχε δεχτεί 2 σφαίρες από επαναληπτική καραμπίνα. Ο αποκεφαλισμός και η εκδορά έγιναν μετά το θάνατό της. Η μακάβρια λίστα των ευρημάτων δεν τελείωσε εκεί. Σε άλλα δωμάτια του σπιτιού και στην υπόγεια αποθήκη βρέθηκαν, μεταξύ άλλων, ανθρώπινα δέρματα που κάλυπταν καθίσματα, κούπες φτιαγμένες από ανθρώπινα κρανία, μια ζώνη «διακοσμημένη» με γυναικείες θηλές, καθώς και αρκετές μάσκες φτιαγμένες από γδαρμένα γυναικεία πρόσωπα.
Δεν είναι τυχαίο ότι η κόλαση του Εντ Γκέιν υπήρξε δυσώδης πηγή έμπνευσης για δύο ακόμα ταινίες τρόμου. Αυτές, μάλιστα, συγγενεύουν περισσότερο με το έρεβος της πραγματικής ιστορίας. Πρόκειται για το magnum opus του Τομπ Χούπερ, «Ο Σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι» (1974), με την παρανοϊκή οικογένεια των κανιβάλων (και ειδικότερα τον «Λέδερφεϊς») να θυμίζουν σε πολλά τον Εντ Γκέιν. Ακόμα περισσότερο τον θυμίζει ο Μπούφαλο Μπιλ: ο ψυχοπαθής δολοφόνος που έραβε γυναικεία «ρούχα» από το δέρμα των θυμάτων του, στη βραβευμένη δημιουργία του Τζόναθαν Ντέμι, «Η σιωπή των αμνών» (1991).
Εντ Γκέιν: Ο μύστης της φρίκης
Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ, που πρώτος ασχολήθηκε κινηματογραφικά με αυτόν τον παρανοϊκό χαρακτήρα, προσέγγισε τα πράγματα διαφορετικά. Στην συνέντευξη τύπου που δόθηκε με αφορμή την πρεμιέρα του «Ψυχώ», είχε πει: «Είμαι εδώ για να προσφέρω στο κοινό τις ευεργετικές επιπτώσεις ενός σοκ. Ο πολιτισμός έχει γίνει τόσο προστατευτικός, ώστε δεν είμαστε πια σε θέση να αντιδρούμε ενστικτωδώς. Ο μόνος τρόπος να απαλλαγούμε από αυτό το μούδιασμα, είναι να δημιουργήσουμε τεχνητά σοκ, που ανατρέπουν την εμπεδωμένη ασφάλεια. Και ο καλύτερος τρόπος να το πετύχεις, μου φαίνεται ότι είναι οι ταινίες».
Ο Χίτσκοκ φρόντισε να δημιουργήσει πολλά τέτοια σοκ στο «Ψυχώ», αφαιρώντας από τους θεατές όλες τις ασφαλιστικές δικλείδες. Η Τζάνετ Λι, σταρ του Χόλιγουντ την εποχή εκείνη, δολοφονείται πριν συμπληρωθεί το 1/3 της ταινίας. Οι θεατές δέχονται το πρώτο σοκ, γιατί είχαν ήδη ταυτιστεί μαζί της. Ακολουθεί ο δεύτερος φόνος, του ντετέκτιβ της αστυνομίας (Μάρτιν Μπάλσαμ) που ερευνούσε την εξαφάνισή της. Νέο σοκ, πιο ισχυρό αυτή τη φορά. Οι θεατές χάνουν την βεβαιότητα ότι, όποια εξέλιξη κι αν έχει η ιστορία, ο νόμος θα βγει αλώβητος και νικητής στο τέλος.
Ενισχύοντας ακόμα περισσότερο τις «ευεργετικές», όπως τις ονόμασε, επιπτώσεις του σοκ, ο Χίτσκοκ έδωσε στους θεατές μια τελείως διαφορετική εικόνα ψυχοπαθούς δολοφόνου, που ανέτρεπε τα στερεότυπα. Ο Νόρμαν Μπέιτς της ταινίας είναι νέος, εμφανίσιμος και συμπαθητικός. Αντίθετα, ο Νόρμαν Μπέιτς του μυθιστορήματος είναι μεγαλύτερης ηλικίας, χοντρός, καραφλός και πολύ αντιπαθητικός. Όσο για τον αληθινό πρωταγωνιστή αυτής αποτρόπαιας ιστορίας, είχε, όπως συνήθως συμβαίνει μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας, μια τελείως διαφορετική εικόνα.
Ο Εντ Γκέιν ήταν κοντός, κοκαλιάρης, με εντελώς κοινότοπη εμφάνιση που αποτελούσε το προκάλυμμά του. Όταν τον ανέκριναν, αρνήθηκε αρχικά οποιαδήποτε σχέση με τα μακάβρια ευρήματα. Αργότερα, αποκάλυψε ότι στο διάστημα 1947-1952 είχε κάνει γύρω στις 40 νυχτερινές επισκέψεις σε τρία νεκροταφεία της περιοχής, κλέβοντας πρόσφατα θαμμένα πτώματα. Κατά προτίμηση μεσήλικων γυναικών, που του θύμιζαν τη μητέρα του. Η δίκη του, το 1957, συντάραξε την αμερικανική κοινωνία. Ο Εντ Γκέιν αποδέχτηκε το φόνο δύο ―μόνο― γυναικών και ομολόγησε ότι είχε κάνει συνολικά είκοσι εκταφές από τα νεκροταφεία. Απέδωσε, δε, τις πράξεις του σε «ζαλάδα» του μυαλού. Με απόφαση του δικαστηρίου κλείστηκε σε ίδρυμα για φρενοβλαβείς εγκληματίες, στο οποίο πέθανε μετά από 27 χρόνια αυστηρής απομόνωσης. Λίγο μετά τον εγκλεισμό του στο ίδρυμα, ο δημοσιογράφος μιας τοπικής εφημερίδας έγραψε: «Ο Εντ Γκέιν είχε δύο πρόσωπα. Το ένα το έδειχνε στους γείτονες. Το άλλο το έδειχνε μόνο στους νεκρούς».
Tο πρωτότυπο τρέιλερ της ταινίας (διάρκειας 6 λεπτών και 31 δευτερολέπτων ― πράγμα ανήκουστο στα σημερινά τρέιλερ), με ξεναγό τον Άλφρεντ Χίτσκοκ: