__________
Χ Α Ρ Τ Ι Ν Ο Ι Η Ρ Ω Ε Σ
_________
Απένταρος Εκατομμυριούχος
Όλα άρχισαν τότε που ο Σκρουτζ, ο μεγαλύτερος εκατομμυριούχος του κόσμου συμπλήρωσε το δέκατο τρισεκατομμύριο του. Ο θείος Σκρουτζ στο θησαυροφυλάκιο του μονολογεί.
―Με αυτό το αξιολάτρευτο πράσινο χαρτονόμισμα συμπληρώνεται το δέκατο μου. Ω ευτυχισμένη ημέρα, ω καλότυχη ζωή, τι πλούσιος που είμαι!!! Ο Σκρουτζ πέφτει πάνω στα λεφτά του και απολαμβάνοντας το «λουτρό» του παραμιλάει.
―Μμμ η μυρωδιά από αυτά τα χαρτονομίσματα είναι γλυκύτερη από το άρωμα ενός πράσινου αγρού, πράσινα λιβάδια, πουφ το φθινόπωρο κιτρινίζουν, μα το δικό μου δάσος είναι πάντα πράσινο.
Το 29ο δημοτικό σχολείο εδώ και κάνα μήνα το είχαν ντύσει μ' έναν μαντρότοιχο από πλίθες ένα γύρο, κρύβοντας τη γύμνια του. Η σιδερένια τεράστια πόρτα που στήθηκε στην πάνω μεριά του σχολείου ήταν η μόνη είσοδος κι έξοδος, έτσι για να πιάσω τον τσιμεντόδρομο που οδηγούσε στο σπίτι, έκανα ένα μικρό κύκλο. Έβαλα το Μικι Μάους μου στην τσάντα.
Φύγαμε και οι τέσσερις μαζί από το σχολείο, μπροστά ο Παπαδόπουλος, δυνατό παιδί με χαρακτηριστικά μεγάλου και μυρωδιά γαλατήλας πάντα στο στόμα, ο άτυπος αρχηγός της τετράδας, δεξιά μου ο Σώρας με το κοριτσίστικο ύφος και το μαυρουδερό χρώμα κι αριστερά μου ο Θέμης με τα τεράστια αυτιά, το ολοστρόγγυλο κεφάλι, και το σγουφτό κορμί.
Όλη την ημέρα έβρεχε, το προαύλιο του σχολείου σχεδόν είχε πλημμυρίσει από το νερό και το γαρμπίλι έμοιαζε με κομμάτια τριμμένης φρυγανιάς σε ποτήρι γάλα. Από τα παράθυρα φαίνονταν οι σταγόνες να λοξεύουν στη φορά του αέρα και πολλές ριπές από βροχή έσκαγαν στα τζάμια. Μάλλον κανέναν δεν ενοχλούσε το τόσο νερό. Στα διαλείμματα μόνο, αποκλεισμένοι μέναμε στους λασπωμένους διαδρόμους καταπίνοντας σκόνη κιμωλίας, πνιγηρές μυρωδιές και βαριεστιμάρα. Οι τσακωμοί θα 'ταν πιο έντονοι και με βαρύτερες απώλειες από καμιά ανοιγμένη μύτη και κάποιες γρατσουνιές, αν ανάμεσά μας δεν ήταν σκορπισμένοι οι δάσκαλοι να επιβλέπουν. Ο στενός χώρος και η αποπνιχτική ατμόσφαιρα έκαναν όλους να δυσανασχετούν και να προσπαθούν να καταλάβουν περισσότερο χώρο απ' όσο τους αναλογούσε. Έμενα σχεδόν ακίνητος και χάζευα μια τεράστια τοιχογραφία που έγραφε στο πάνω μέρος «η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά» και από κάτω απεικόνιζε ένα παιδί μεγαλύτερο από μένα να πλένεται σε μια βρύση σαν καρούτα απ' αυτές που είχαν στα χωριά, γύρω ήταν δένδρα, λουλούδια και πουλιά κι αυτός χαμογελούσε ρίχνοντας νερό στα μούτρα του. Αν ήταν στη τάξη μου και γελούσε έτσι χωρίς λόγο, δεν ξέρω ποιο θα 'ταν, αλλά θα το είχε το παρατσούκλι του. Άνοιξα μέσα στο συνωστισμό το περιοδικό μου τη στιγμή
που πιάνει τον Σκρουτζ μια τρομερή φαγούρα. Ξύνοντας το κεφάλι άρχισε να παραπονιέται.
―Ουχ, τι συμβαίνει δεν αισθάνομαι καλά. Έμεινα πολύ καιρό κλεισμένος στο σπίτι, ένας περίπατος θα μου έκανε καλό και δεν κοστίζει και τίποτα είπε και πήρε το μπαστούνι του, φόρεσε το καπέλο του και βγήκε στο πάρκο που ήταν γεμάτο από τα κίτρινα φύλλα των δένδρων.
―Χε, χε σκέφτηκε τώρα είμαι καλά, γι αυτό λατρεύω τις φτηνές θεραπείες, στο βάθος του δρόμου είδε κάποιον οδοκαθαριστή να μαζεύει τα φύλλα, πλησιάζοντας διέκρινε τη φιγούρα του Ντόναλντ.
―Τι βλέπω; Ο ανιψιός μου εργάζεται;
―Ναι εργάζομαι, ας είναι καλά οι απενταρίες μου. Εργάζομαι ενώ τώρα άλλοι είναι ξαπλωμένοι σε μια ηλιόλουστη παραλία. Φώναξε ο Ντόναλντ.
―Γιατί δεν πας κι εσύ;
―Γιατί είμαι απένταρος, εξεράγη ο ανιψιός χτυπώντας τη σκούπα στον δρόμο. Όμως ο Σκρούτζ είχε τις δικές του έγνοιες.
―Ουακ, τι τρομερή φαγούρα είναι αυτή είπε κι έβγαλε το καπέλο και ξυνόταν με λύσσα. Άφησε εμβρόντητο τον Ντόναλτ και απομακρύνθηκε ο Σκρουτζ. Πρόλαβε ένα λεωφορείο και κρατήθηκε πάνω του.
―Πιασμένος από το λεωφορείο θα φτάσω γρήγορα στον γιατρό, είπε και σφίχτηκε έξω από το λεωφορείο για να μη φάει τα μούτρα του.
Η βροχή είχε σταματήσει λίγο πριν αντηχήσει στους άδειους διαδρόμους το κουδούνι, τελευταία φορά για σήμερα. Με ιαχές και γέλια κατεβαίναμε τις σκάλες, ξαλαφρωμένοι από το τέλος άλλης μιας μέρας που μας στοίβαζε στη μιζέρια της υποχρέωσης και των απαγορεύσεων. Σουρούπωνε, η μέρα είχε μεγαλώσει και βαδίζαμε και οι τέσσερις σε μια γραμμή, προσέχοντας τα λασπόνερα. Κάποτε-κάποτε στεκόμασταν μπροστά σε μια μεγάλη λούμπα παίρναμε φόρα κι όποιος την περνούσε καλώς, οι υπόλοιποι θα έπρεπε να ετοιμάζουν μια καλή δικαιολογία για το σπίτι.
Όλη την ημέρα όταν βρισκόταν ο Θέμις κοντά μου ήμουν σκυφτός, θαυμάζοντας τις κόκκινες γαλότσες του. Κάθε τόσο στα διαλείμματα έπαιρνε άδεια να πάει στο «μέρος», για να μπορέσει να τσαλαβουτήξει στα νερά του προαυλίου.
Επιστρέφοντας στο σπίτι, ο Θέμης όχι μόνο δεν απέφευγε όπως εμείς οι τρεις τα νερά, αλλά πλατσούριζε όπου τα 'βλεπε, πολλές φορές σκορπώντας τα πάνω μας. Τα πόδια μου ήταν μουλιασμένα κι ας είχα με επιμέλεια αποφύγει κάθε μεγάλη ή μικρή λακκούβα. Ζήλευα την άνεση του Θέμη, να περπατά στο μουσκεμένο δρόμο και τι δεν θα 'δινα να είχα ένα ζευγάρι απ' αυτές. Είχαμε προχωρήσει αρκετά, ο Παπαδόπουλος έστριψε για το σπίτι του, συνεχίσαμε οι τρεις μας.
Η μάνα μου μόλις μπήκα στο σπίτι, μου 'βγαλε τα ρούχα, χωρίς να 'ναι πολύ βρεγμένα, πήρε και τα παπούτσια μου τα καλοκοίταξε τα λύγισε λίγο και είπε στον πατέρα μου που είχε σκύψει κοντά στο ραδιόφωνο κι άκουγε ειδήσεις.
Μπήκα στο δωμάτιο μου κι άνοιξα το Μίκι Μάους, να συναντήσω τον Σκρουτζ στο γιατρό.
Ο γιατρός κοίταζε τον Σκρουτζ καλά, καλά. Τέλος του είπε,
―Χμ, είπατε πως κάτι πετάχτηκε ξαφνικά από το κεφάλι σας.
―Μάλιστα, απάντησε ο Σκρουτζ, κοιτάξτε είπε και έβγαλε το καπέλο του, από μέσα φάνηκε ένα μικρό φυτό.
―Μμμ ένα κλαρί έλατο ένα θαυμάσιο αειθαλές φυτό, είπε ο γιατρός.
―Ουακ, αφήστε τη βοτανική και ασχοληθείτε με μένα, αγρίεψε ο Σκρουτζ.
―Αυτό κάνω, εσείς είστε παράδειγμα βοτανικής, ζώντας χρόνια κοντά στα πράσινα πεντακοσάρικα έγινε το αίμα σας πράσινο όπως των δένδρων, απεφάνθη ο γιατρός.
―Και θα γίνω φυτό; Αναρωτήθηκε ο Σκρούτζ.
―Ευτυχώς υπάρχει ακόμα καιρός για θεραπεία, να το κλαρί βγήκε είπε ο γιατρός και με μια κίνηση έβγαλε το μικρό φυτό από το κεφάλι του Σκρουτζ.
―Και τι πρέπει να κάνω; ρώτησε με αγωνία ο ασθενής.
―Πολύ απλό, αρκεί να πάτε για λίγο κάπου όπου δεν υπάρχει καθόλου πράσινο.
―Φεύγω αμέσως, πάω σε γραφείο ταξιδίων είπε ο Σκρουτζ κι έγινε καπνός.
Η μάνα μου μπήκε, ήσυχα στο δωμάτιο, ακούμπησε τα χείλη της στο κεφάλι μου και ψιθύρισε.
―Αύριο θα πάτε στο Μαρκάτο με τον πατέρα σου, να βρείτε τίποτα παπούτσια... Η ιδέα ότι θα πάρω γαλότσες άρχισε να με τριγυρίζει. Άφησα το περιοδικό δίπλα στο μαξιλάρι μου. Κοιμήθηκα με τη γλυκιά προσμονή.
Ήταν τα πάντα λέει πλημμυρισμένα , τα νερά έτρεχαν ποτάμι απ' όλες τις μεριές, έμπαιναν κάτω από τις πόρτες, χτύπαγαν με δύναμη στους τοίχους. Οι δρόμοι κατέβαζαν τα νερά και τα οδηγούσαν ανάμεσα στα σπίτια. Πάνω στα νερά επέπλεαν χιλιάδες ζευγάρια γαλότσες γυαλιστερές σ' όλα τα χρώματα. Μόλις με δυσκολία κατόρθωνα να πιάσω κάποιο ζευγάρι, λες κι ήταν από χαρτί σχίζονταν και στα δάχτυλά μου έμενε ένα κομμάτι χρώμα που γρήγορα το ξέπλενε η βροχή. Η ΒΚ3 πνιγμένη στο νερό γεμάτη γαλότσες που μόλις τις έπιανα γινόντουσαν από τσιγαρόχαρτο. Στη διασταύρωση του στενού και του τσιμεντόδρομου πέρασε ο Θέμης φορώντας τις γαλότσες του και δε βούλιαζε στο νερό, περπατούσε πάνω του σάμπως να 'ταν στέρεο σάμπως οι γαλότσες του να χαν φτερά. Τον φώναζα μ' όλη μου τη δύναμη αλλά αυτός δεν άκουγε και χάθηκε στη στροφή. Έπαψα να προσπαθώ να πιάσω άλλο ζευγάρι και κρατιόμουν από το κάσωμα της πόρτας κι έβλεπα τις γαλότσες σαν βαρκούλες να παρασύρονται από τα νερά.
Ξύπνησα μουσκεμένος στον ιδρώτα, ακόμα ήταν νύχτα. Δίπλα μου ακόμα κοιμόταν ο Αποστόλης με το στόμα ανοιχτό και με την ανάσα βαριά. Προσπάθησα ν' ακούσω αν βρέχει δεν ακουγόταν τίποτα, μόνο δυο γάτες έκλαιγαν σαν μωρά κάπου πίσω από τον μαντρότοιχο, νανουρίζοντας το σκοτάδι. Όση ώρα προσπαθούσα να κοιμηθώ φαινόταν αδύνατο, όταν το πήρα απόφαση ότι θα μείνω μέχρι το πρωί ξάγρυπνος, με πήρε ο ύπνος.
Από την αυλόπορτα έμπαινε ένα κομμάτι ήλιος, μέχρι βαθιά στο δωμάτιο. Το μαξιλάρι του Αποστόλη είχε ακόμα σ' ένα βαθούλωμα το διάγραμμα του κεφαλιού του.
Πήρα το Μίκι Μάους μου και βρήκα τον Σκρουτζ να προσπαθεί να συνεννοηθεί με έναν υπάλληλο του ταξιδιωτικού γραφείου. Ο υπάλληλος του πρότεινε εξωτικά μέρη γεμάτα πράσινο και δένδρα αλλά ο Σκουτζ, χτυπώντας το χέρι πάνω στο γραφείο του έδωσε να καταλάβει.
―Θέλω έναν τόπο που να μην υπάρχει ούτε ένα δένδρο, ούτε φυτά, να μη βρέχει ποτέ και να μην έχει τίποτα πράσινο.
―Κατάλαβα, τότε πρέπει να πάτε στην Ερυθρά Θάλασσα, είπε ο υπάλληλος, θα ξαπλώνετε στην κίτρινη άμμο και θα βλέπετε τους ψαράδες των μαργαριταριών…
―Τι; Μαργαριτάρια
―Βεβαίως, τα πολυτιμότερα του κόσμου.
―Τέλεια, πάω να ετοιμαστώ, είπε ο Σκρουτζ και κατευθύνθηκε εκεί που είχε βρει τον Ντόναλντ.
―Ανιψιέ, ετοιμάσου φεύγουμε παρέα, είπε στον ταλαιπωρημένο οδοκαθαριστή.
―Τι; Καλύτερα να σκουπίσω όλα τα πάρκα του κόσμου, είπε ο Ντόναλτ πιάνοντας τη σκούπα.
―Ντροπή σου, έτσι δέχεσαι την προσφορά μου, απάντησε ο θείος.
―Οι δικές σου προσφορές είναι πάντα επικίνδυνες απάντησε ο Ντόναλντ.
―Αυτή τη φορά θα διασκεδάσεις κάνοντας βουτιές στην Ερυθρά Θάλασσα, του ξεφούρνισε ο Σκρουτζ.
―Έχω τον λόγο σου; ρώτησε ο Ντόναλντ και πάνω στο ναι του Σκρουτζ, πέταξε τη σκούπα πανηγυρίζοντας.
Σε λίγο θείος και ανιψιός χώρισαν για να ξαναβρεθούν στο λιμάνι της αναχώρησης.
Βγήκα από το δωμάτιο στο σπίτι δεν ήταν κανείς. Το ραδιόφωνο έπαιζε το σήμα της «Λάουρα», μου φάνηκε περίεργο που η μάνα μου δεν είχε φροντίσει να βρίσκεται στο σπίτι, ενώ άρχιζε η αγαπημένη της εκπομπή.
Πριν τελειώσω τη σκέψη μου, άκουσα το κλειδί να γυρίζει στην πόρτα. Ήταν και οι τρεις με ψώνια στα χέρια, είχα ξεχάσει ότι ήταν Τετάρτη. Η λαϊκή κάθε τέτοια μέρα στηνόταν στη διπλανή γειτονιά και η μάνα μου δεν την έχανε ποτέ. Η αδελφή μου μόλις με είδε κατάπιε το τελευταίο κομμάτι μπανάνας που κρατούσε στα χέρια. Ήξερα ότι άλλες μπανάνες δεν υπήρχαν ανάμεσα στα τελείως απαραίτητα που προμηθευόταν η μάνα μου για ολόκληρη την εβδομάδα. Η μπανάνα ήταν το αντίτιμο που προσφερόταν σε όποιον από τους δυο μας την βοηθούσε στα ψώνια της λαϊκής.
―Ετοιμάσου θα πάτε με τον πατέρα σου στο Μαρκάτο, είπε η μάνα μου αφήνοντας τις σακούλες με τα ψώνια στο νεροχύτη.
Πήραμε το λεωφορείο με το νούμερο 3, ήταν σχεδόν γεμάτο. Ο εισπράκτορας, σα να τον είχα κάπου ξαναδεί, έπιασε κουβέντα με τον πατέρα μου και κάθε τόσο ίσιωνε το γκρι πηλίκιο του. Μετά από κάνα δύο στάσεις η συζήτηση διακόπηκε. Στο λεωφορείο είχε στοιβαχτεί κόσμος πολύς που μας έσπρωχναν προς τα μπρος. Προσπαθούσα να δω έξω από τα παράθυρα, αλλά μάταια, παντού κόσμος που έφραζε τη ματιά μου. Μια γυναίκα μπροστά μου με τον τεράστιο κώλο της έκλεινε το οπτικό μου πεδίο, δεξιά μου ένα ψηλός κύριος που έφταναν τα γόνατα του σχεδόν στο κεφάλι μου κάλυπτε τα παράθυρα. Μπορούσα να κοιτάζω μόνο προς τα πάνω κι έτσι όπως έστεκαν κάθετα οι επιβάτες, φαινόταν παραμορφωμένοι ψηλοί, μέχρι κι ο πατέρας μου που μου κρατούσε το αριστερό χέρι, φάνταζε πιο ψηλός απ' ότι τον έβλεπα συνήθως. Είχα αρχίσει να πνίγομαι, όταν ακούστηκε ο εισπράκτορας να φωνάζει «στάση Αγίου Νικολάου», με το ζόρι καταφέραμε να φτάσουμε στην έξοδο.
Κρεμασμένα πράγματα έξω από τα μαγαζιά καλούσαν τους περαστικούς, μερικοί φώναζαν κιόλας από τις πόρτες των μαγαζιών.
Στο Μαρκάτο μπορούσε να βρει κανείς ότι τραβούσε η ψυχή του, από καλάθια και ρούχα μέχρι εργαλεία και ζωντανά. Παντού απλωμένες πραμάτειες και μαγκωμένες επιθυμίες, κρεμασμένα με μικρά τσιγκελάκια αγαθά και συνεσταλμένες πάνω τους ματιές, ταχτοποιημένα πράματα στις προθήκες και σκόρπιες ανάγκες, πλανιόντουσαν γύρω από την πλατεία και μέχρι κάτω στο δρόμο της Ερμού. Ένα μουγκό βουητό από απραγματοποίητα μικρά καθημερινά όνειρα ξεβραζόταν στις καμάρες του δρόμου και σκάλωνε στα υπέρθυρα και τα τριμμένα γύψινα των δίπατων κτηρίων.
―Μισότριβα έχει εκεί, είπε ο καραφλός λιγνός μαγαζάτορας στον πατέρα, ενώ εγώ ήμουν στημένος μπροστά σε μια μικρή βιτρίνα με όμορφα παπούτσια και με την άκρη του ματιού μου έβλεπα ένα ζευγάρι σκουρόχρωμες γαλότσες. Μισότριβα δεν ήξερα τι θα πει, αλλά η λέξη μου φάνηκε ύποπτη, το μισό που έστεκε μπροστά της μ' έβαζε σε κακές σκέψεις.
―Τούτα καλά είναι, τι λες; είπε ο πατέρας από πίσω μου, μ' ένα ζευγάρι χοντροπάπουτσα στα χέρια του. Κούνησα το κεφάλι που έδειχνε «εντάξει».
―Είδες τίποτ' άλλο καλύτερο; είπε ρίχνοντας μια ματιά στο μέρος που κοιτούσα πριν.
―Ε, ε, όχι μωρέ εντάξει είναι και γύρισα στη βιτρίνα με τα ωραία παπούτσια και τις γαλότσες στην άκρη.
Ένιωθα πάντα άβολα όταν πήγαινα με τον πατέρα για ψώνια. Κουβαλούσε κάτι σαν μιζέρια πάνω του που με 'κανε να τον λυπάμαι και να μην μπορώ να του ζητήσω τίποτα.
Με τη μάνα μου ήταν διαφορετικά, μπορούσα να της ζητήσω οτιδήποτε, ανεξάρτητα αν μου το έπαιρνε ή όχι δεν ένιωθα άσχημα παρά μόνο επειδή δεν αποκτούσα αυτό που ήθελα και για τίποτα' άλλο. Ακόμα και να αντιδικήσω θα μπορούσα μαζί της, με τον πατέρα ένιωθα να μου φορτώνεται το βάρος που κουβαλούσε αυτός και παρέλυαν οι επιθυμίες μου, γίνονταν σκοτεινές κι άμορφες και το μόνο που ήθελα να γυρίσουμε το συντομότερο στο σπίτι, να κλειστούμε στο δικό μας κόσμο εκεί που όλα είχαν το ρυθμό τους και κανείς δεν μπορούσε να τα ταράξει.
― Γιατί, δεν είναι καλά τούτα; είπε με ύφος παρακλητικό και κούναγε τα χοντροπάπουτσα μπροστά στα μούτρα μου. Έβλεπα τα γαλάζια μικρά ματάκια του να περιμένουν ένα ναι, από την καρδιά μου, για να λυτρωθούν. Τον λυπόμουν και μαζί λυπόμουν κι εμένα, το μόνο που ήθελα ήταν να βρεθώ στο σπίτι.
―Καλά είναι, μωρέ, σου 'πα ότι δεν είναι καλά; είπα αποφεύγοντας τη ματιά του και τα παπούτσια.
―Θέλεις κάποια άλλα; είπε ξεθαρρεύοντας από την απάντησή μου.
―Όχι εντάξει, δε με νοιάζει ψιθύριζα πισωπατώντας προς την έξοδο. Με το δεξί κρατούσε το χέρι μου και στο αριστερό τη σακούλα με τα παπούτσια. Τα φόρεσα μόνο επειδή επέμενε ο πατέρας μου να τα δοκιμάσω και μετά έβαλα τα παλιά μου παπούτσια και τα καινούργια τα 'χωσα στη σακούλα και τα κρατούσε ο πατέρας στο δεξί. Όταν κάτι δεν μου άρεσε τα έπαιρνα στο κουτί τους και αυτά τα χοντροπάπουτσα δεν ήθελα ούτε καν να τα βλέπω. Η λιακάδα στέγνωνε τις λάσπες που είχαν μαζευτεί από τη βροχή των τελευταίων ημερών, έμπαινε η άνοιξη τρυπώνοντας από τις σχισμές που άφηνε εδώ κι εκεί ο χειμώνας.
Ήταν μεσημέρι που μπήκαμε στο σπίτι και η αδελφή μου απόρησε που είδε να φοράω τα παλιά μου παπούτσια.
― Καλά είναι, είπε η μάνα μου μόλις τα είδε και κοίταξε τον πατέρα μου, όπως κοίταζε κάποιες φορές εμένα όταν συγκρατούσε το θυμό της μπροστά σε ξένους ανθρώπους.
― Θα είσαι σαν τον παπουτσωμένος γάτο μ’ αυτά, είπε η αδελφή μου κι έσκασε στα γέλια.
Πήγα στο σχολείο με τα παλιά μου παπούτσια, αν και η μάνα μου είπε ότι αυτά δεν τα πήραμε για καλά και μπορούσα να τα βάλω όποτε θέλω. Ο Θέμης ενώ είχε λιακάδα φορούσε τις γαλότσες του και πέρασα άλλο ένα απόγευμα να τις χαζεύω.
Το βράδυ μόλις ξάπλωσα, ένιωσα τον Μίκι μου κάτω από το μαξιλάρι, όμως δεν είχα όρεξη για τα παθήματα του Ντόναλντ, των τριών ανιψιών του και του Σκρουτζ στη Ερυθρά Θάλασσα. Ήλπιζα να δω κάποιο όνειρο με βροχές και καταιγίδες και να φορώ ωραίες γυαλιστερές γαλότσες σαν του Θέμη και να πλατσουρίζω στην ευχαρίστηση και τη χαρά.