Κεντώντας το αρχέτυπο

Κεντώντας το αρχέτυπο




Η εικαστική ματιά του Νίκου Κανόγλου εισδύει στο Αρχέτυπο. Αρχέτυπο των προσώπων, των σωμάτων και των πραγμάτων. Όχι με τον τρόπο των μοντερνιστών, που είδαν την πραγματικότητα ως πρωτόγονοι, γεωμετρικά και σχηματικά. Αλλά με τον τρόπο της μεγάλης, ουσιαστικής ζωγραφικής, που αποκαλύπτει το «αφηρημένο» της πραγματικότητας, χωρίς να θυσιάζει τη φόρμα του συγκεκριμένου.
Ο Νίκος Κανόγλου επιμένει στη ζωγραφικότητα τού σχεδίου που το υπηρετεί με υλικά δύσκολα και μεθόδους επίπονες, ώστε τα έργα του να θυμίζουν κεντήματα περίτεχνα. Το κέντημα παραπέμπει σ’ εργόχειρο Μοναχού. Το περίτεχνο μελετά και αναλύει το σχήμα. Ενίοτε το διαλύει. Για να το ανασυνθέσει ως εντύπωση τελειότητας, φτιαγμένης από ίχνη σημαδιών που αναπαριστούνε σχεδόν τη σχετικότητα της ύλης, ενώ η όλη εντύπωση μεταδίδει απόλυτη την αίσθηση του εξιδανικευμένου πράγματος, αλλά και - τι περίεργο- του ωμά νατουραλιστικού, σώματος, ζώου, αντικειμένου, σε συνθήκη μετα-θρησκευτικής ιερότητας. Φύσεις νεκρές, παρμένες απ’ το τραπέζι ενός αποκρυφιστή ανατόμου. Αίσθηση του αναγεννησιακού αλλά και του μπαρόκ, με ήθος και ύφος βυζαντινού αριστοτέχνη. Γι’ αυτό κι οι σταγόνες, οι λεκέδες από χρυσό. Κοσμούν τα ιδεογράμματα των όντων και των πραγμάτων, που θυμίζουνε πια σκεύη μυστηρίου.
Η τέχνη του επιμένει στο ασπρόμαυρο που, ωστόσο, τονίζεται από ποικίλες χρωματικές αποχρώσεις, με αποτέλεσμα μια βελούδινη παλέτα, όπου το μοβ, το σταχτί, το υπόλευκο, ακόμα και το υποκύανο, στοιχειώνουν την αυστηρή μελανόλευκη συνθήκη. Το σκιόφως δεν λειτουργεί τρισδιάστατα, μα συντηρεί μαγικά, μέσα στην ανατομική αποτύπωση του μοντέλου, «μετα-ακαδημαϊκής» σχεδόν διάθεσης, όλη την επίπεδη, χωρίς τρίτη διάσταση, αντίληψη του πραγματικού. Ενίοτε, τα σχέδιά του θυμίζουν αχνά κάτι από Ροντέν ή Χαλεπά.

Η Δημοκρατία είναι ιερή όπως διδάσκει το αρχαίο Δράμα. Ενώπιον θεού και δήμου το τραγικό προσωπο πληρώνει στο όνομα όλων μας. Αν και ανίερο, γίνεται απαραβίαστος μάρτυς, γι αυτό που κανείς δεν πρέπει ν’ αποτολμά. Ο χορός σχολιάζει και αποφαίνεται. Οι θεοί τιμωρούν ή δικαιώνουν. Η θέληση των πολλών επικροτεί και καθαίρεται μέσα από το πάθημα-μάθημα. Ο τύραννος καταδικάζεται. Ο εμπαθής κατακεραυνώνεται. Το δίκαιο κυριαρχεί σ’ έναν διάλογο ανθρώπων, ηρώων και θεών, εν μέτρω και τάξη απόλυτης αρμονίας. Δώρο πολιτισμού μη βαρβάρων. Η θεία λειτουργία δεν απέχει πολύ, αν ειδωθεί έξω από το στενό δόγμα…
Η εικαστική ματιά του Νίκου Κανόγλου υπηρετεί, εδώ, με σεμνότητα, το ιδεώδες αυτό της δημοκρατίας. Και με μυστική αίσθηση, τις εικόνες-σύμβολα που την εκφράζουν. Ως πνευματική κατάσταση κοινωνικής ειρήνης, με την πραότητα του Ιχθύος. Ως μαρτυρική σκηνή θείας δίκης για τον τύραννο παραβάτη, μ’ ένα κορμί «κορινθιακού ρυθμού» που το διαπερνούν, οδυνηρά κεντίδια, οι άκανθες των ασπαλάθων. Ως επιτύμβιο αιματηρού κοινωνικού αγώνος, μ’ ένα αγαλμάτινο χέρι, που γραπώνει το κοντάρι της σημαίας, ή το χέρι του νεκρού συναγωνιστή, και μ’ ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο στη άκρη, ερωτική σφραγίδα από τα χείλη της Στάσεως…
Σε μια εποχή,όπως η σημερινή, όπου τα λόγια ξέπεσαν σε σλόγκαν και οι εικόνες σε λουστραρισμένες διαφημίσεις, ή σε «πίνακες» εμπορευματοποιημένης μετανεωτερικότητας, σε μια εποχή, όπου η ζωγραφική καβαλέτου δεν βρίσκει μοντέλο, αφού το εικαστικό ερέθισμα λείπει, ο Νίκος Κανόγλου προτείνει την ποιότητα της σιωπής, μέσα από μια εικόνα που ανακαλεί την κρυφή βαθιά μνήμη. Προσωπική, κοσμική, συλλογική. Χωρίς να προκαλεί, χωρίς να προβάλλει κάποιο εγώ, χωρίς να πρωτοτυπεί αυτάρεσκα. Υπηρετώντας το κέντημα και τη λεπτότητα της λεπτομέρειας, αλλά και την ουσία του πραγματικού φαινομένου, σε μια συναίρεση αλχημική, μινιμαλιστική, κατά το γούστο της Άπω Ανατολής, βαθιά αρχαϊκή, δημιουργεί εκλεπτυσμένους τύπους αρχετύπων, που μένουν εκεί και μας μιλούν βουβά για τον λησμονημένο, μα πάντα υπαρκτό, Μύθο. Η εικαστική του εργασία διακοσμεί, όπως κάθε αληθινή ζωγραφική, αλλά και παραπέμπει στην περιοχή του Υψηλού, χωρίς να χάνει τη θέρμη της βιωματικής αμεσότητας. Κράμα σπάνιο, μεγάλη ελπίδα, αν σκεφτεί κανείς τη νεότητά του, σήμερα που όλα πλέον απογοητεύουν.


_______________
Κείμενο με αφορμή τη συμμετοχή του Νίκου Κανόγλου στην έκθεση «Η Αποκατάσταση της Αισιοδοξίας» στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων, από 26 Οκτωβρίου έως 3 Νοεμβρίου, στο πλαίσιο των επετειακών εκδηλώσεων του Δήμου Αθηναίων «1974 & 1944: Η Αθήνα γιορτάζει την Ελευθερία της», που τιμά παράλληλα δύο σημαντικές επετείους για την Αθήνα, την συμπλήρωση 80 χρόνων από την απελευθέρωση της πόλης από τη γερμανική κατοχή και 50 χρόνων από την αποκατάσταση της δημοκρατίας.