Ριπλέι εγγυήσεων

Ριπλέι εγγυήσεων


Μόνο αυ­τό στο οποίο δια­πρέ­πουν οι ανί­δε­οι απει­λεί­ται. Οι ανί­δε­οι ―φο­ρέ­ας νε­ο­σύ­στα­της ει­δι­κό­τη­τας― δια­κρί­νουν ό,τι «κρύ­βε­ται» σε λό­γο δί­χως να δια­κρί­νουν τον λό­γο. Εί­ναι λι­γά­κι πε­ρισ­σό­τε­ρο από θε­μι­τό ν’ ανα­συ­σταί­νε­ται η αντι­κει­με­νι­κό­τη­τα ως αφη­ρη­μέ­νη έν­νοια. Η προ­σεγ­μέ­νη ει­κό­να ζω­ντα­νεύ­ει λες από τη δια­τρά­νω­ση κά­θε αρ­μο­στού πα­ρα­λη­ρή­μα­τος. Απ’ ότι μοιά­ζει με συμ­φερ­τι­κή κο­ρύ­φω­ση.
Εί­ναι όμως κι εκεί­νος, εκεί, που επι­ζεί της υπάρ­ξε­ως. Η λο­γι­κή λοι­πόν εξαρ­τά­ται κι απ’ το πως δεν μπο­ρεί να εί­ναι κα­νείς για τί­πο­τα και με τί­πο­τα τε­λειω­τι­κός.
Ενό­σω αυ­τά επα­να­λαμ­βά­νω, ευ­χό­με­νος πως ετού­τη εί­ναι η τε­λευ­ταία φο­ρά, συλ­λο­γί­ζο­μαι με πό­σες και πό­σο αντι­θε­τι­κές με­τα­ξύ τους αι­τί­ες μπο­ρεί εντέ­λει να δια­τυ­πώ­σει κα­νείς αυ­τό που επι­κα­λεί­ται.
Ποια ψευ­δαί­σθη­ση στέ­κε­ται ισχυ­ρή μπρο­στά στο ανα­πό­φευ­κτο; Ποια εξύ­ψω­ση δί­νει νό­η­μα στο ανα­πό­φευ­κτο; Μπο­ρεί να υπάρ­ξει δο­κι­μα­σία που δεν πλη­ροί τον όρο ενός πα­θη­τι­κού ενι­κού, ο οποί­ος δεν θα εξε­λι­χθεί σε ενερ­γη­τι­κό ενι­κό που θα δυ­σχε­ραν­θεί; Κα­θε­τί προσ­διο­ρι­σμέ­νο δεν εί­ναι ταυ­το­τι­κό, κα­θε­τί προσ­διο­ρι­ζό­με­νο εί­ναι ταυ­το­τι­κό απο­λύ­τως.
Οτι­δή­πο­τε απαλ­λαγ­μέ­νο από τους πε­ριο­ρι­σμούς της εμπει­ρί­ας νοη­μα­το­δο­τεί του­λά­χι­στον εκεί­νο που το μη απαλ­λαγ­μέ­νο δεν δύ­να­ται να νοη­μα­το­δο­τή­σει. Το νό­η­μα όμως αντι­με­τω­πί­ζε­ται ολο­έ­να και πε­ρισ­σό­τε­ρο σαν κά­τι απρό­ο­πτα επι­τυ­χές που μό­νο ως τέ­τοιο απο­τε­λεί νό­η­μα. Το άλ­λο νό­η­μα, εκεί­νο της προ­ο­δευ­τι­κής απο­τυ­χί­ας, το μη νό­η­μα, εί­ναι πια συ­νώ­νυ­μο ενός θε­ω­ρη­τι­κού μπα­μπού­λα που απροει­δο­ποί­η­τα απέ­κτη­σε σάρ­κα και οστά.
Ό,τι κα­θο­ρί­ζε­ται από κοι­νω­νι­κή προ­ο­πτι­κή δεν φέ­ρει εκεί­νο που δια­φο­ρο­ποιεί το αλη­θι­νό απ’ αυ­τό που γνω­ρί­ζει ή υπο­στη­ρί­ζει κα­νείς. Το αλη­θι­νό δεν εί­ναι κά­τι κα­λύ­τε­ρο. Το κα­λύ­τε­ρο εί­ναι απλώς ψεύ­τι­κο, ευ­φρα­ντι­κή εν­νοιο­λό­γη­ση φα­ντα­σί­ας που πε­ρι­γρά­φε­ται με σχέ­σεις και γε­γο­νό­τα απο­δε­κτής κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας.
Στην ποί­η­ση βα­θαί­νεις στο πρό­βλη­μα, εάν αυ­τό εί­ναι απω­θη­τι­κό εί­ναι απω­θη­τι­κός ο το­μέ­ας της ποί­η­σης. Τα με­γά­λα πα­ρα­δείγ­μα­τα, τα εί­δη, επ’ άπει­ρον στη δη­μιουρ­γι­κή αδια­κρι­σία όσων κα­τα­λύ­ουν τον θε­σμό των πει­ρα­σμών.
Το εγώ όσο και το εσύ στη λο­γο­τε­χνία εί­ναι του­λά­χι­στον ανα­χρο­νι­στι­κό. Εί­ναι υπαρ­ξια­κά χυ­δαίο ν’ ανα­κα­τεύ­ει κα­νείς την ποί­η­ση με την προ­τυ­πο­λο­γία, δη­μιουρ­γι­κά εί­ναι χυ­δαιό­τα­το. Μα και για τη χυ­δαιό­τη­τα πώς να μι­λή­σει κα­νείς δί­χως να έχει πρό­τε­ρα του­λά­χι­στον ρι­σκά­ρει με τα υψη­λό­τε­ρα πο­σο­στά απο­τυ­χί­ας και θλί­ψης ενός υπαρ­ξια­κού εγ­χει­ρή­μα­τος;
Η ποί­η­ση, συ­νε­πώς, απο­κα­θι­στά το απο­λε­σμέ­νο αν­θρώ­πι­νο στοι­χείο προ­τού επι­φέ­ρει άλ­λα στοι­χεία, δια­φο­ρε­τι­κά πράγ­μα­τα: απο­λύ­τως δια­φο­ρε­τι­κά διό­τι μό­νο η μέ­γι­στη δια­φο­ρά απο­τε­λεί δια­φο­ρά, οι μι­κρό­τε­ρες δια­φο­ρές απο­τε­λούν δε­δο­μέ­να για να περ­νά κά­θε αρ­γό­σχο­λος την ώρα του.
Στα τέ­λη του δέ­κα­του όγδο­ου αιώ­να, με­τά την πα­νη­γυ­ρι­κή απο­κά­λυ­ψη του νε­ω­τε­ρι­κού μείγ­μα­τος που πε­ρι­λάμ­βα­νε νευ­ρο­πά­θειες, υστε­ρία και υπο­χον­δρία, δη­μιουρ­γή­θη­κε συ­γκε­κρι­μέ­νη ει­δι­κό­τη­τα αντι­με­τώ­πι­σης κι ερ­μη­νεί­ας αυ­τού του συ­νό­λου ασθε­νειών με τη μορ­φή κα­τε­πεί­γο­ντος, κα­θώς στο εξής το μείγ­μα αυ­τό απο­τέ­λε­σε κο­ρυ­φαία κα­τη­γο­ρία πρω­ταρ­χι­κών και δευ­τε­ρευό­ντων ασθε­νειών στις οποί­ες στη­ρί­ζο­νταν σχε­δόν τα δύο τρί­τα των υπο­λοί­πων ασθε­νειών που έπλητ­ταν όλες τις κοι­νω­νι­κές τά­ξεις μα κυ­ρί­ως τη με­σαία. Τού­το όσο απο­τέ­λε­σε «συ­νο­λι­κή πο­λι­τι­σμι­κή ασθέ­νεια», όπως βα­σι­κά χα­ρα­κτη­ρί­στη­κε, άλ­λο τό­σο απο­τέ­λε­σε αυ­θε­ντι­κή κρί­ση ύπαρ­ξης και συν­θη­κών ζω­ής κα­θώς η έν­νοια του πο­λι­τι­σμού ήταν στο ενε­νή­ντα πέ­ντε τοις εκα­τό των αν­θρώ­πων άγνω­στη και αβί­ω­τη. Ο σύν­θε­τος το­μέ­ας επι­τη­δευ­μα­τιών όμως, που λό­γω του φαι­νο­μέ­νου δη­μιουρ­γή­θη­κε και άν­θι­σε (κι αν­θεί στις μέ­ρες μας), κα­τη­γο­ριο­ποί­η­σε αυ­τό το πράγ­μα ως πό­ρι­σμα «νέ­ας εμπει­ρί­ας», αφή­νο­ντας στην άκρη το ζή­τη­μα της κα­τά­στα­σης στην οποία τό­σο η νε­ό­τη­τα όσο και η εμπει­ρία συ­ντε­λέ­στη­καν και στην οποία άλ­λω­στε συ­ντε­λεί­ται κά­ποιο μέλ­λον.
Μία συ­γκε­κρι­μέ­νη κα­τη­γο­ρία απτών προ­βλη­μά­των και διε­νερ­γειών, λοι­πόν, πα­ρου­σιά­στη­καν και πα­ρου­σιά­ζο­νται ως αντι­κεί­με­να που δεν έχουν αντί­κτυ­πο στη σύγ­χρο­νη συ­νεί­δη­ση, σε κά­θε λο­γής σύγ­χρο­νο βί­ω­μα, πα­ρου­σιά­ζο­νται ως πα­ρε­μπί­πτο­ντα αντι­κεί­με­να και πα­ρω­χη­μέ­νες θε­μα­τι­κές, δί­χως το πα­ρα­μι­κρό εν­δια­φέ­ρον. Σύμ­φω­να με το πνεύ­μα αυ­τής της πα­ρου­σί­α­σης, η κα­τά­στα­ση δεν ελέγ­χε­ται όπως της πρέ­πει να ελεγ­χθεί. Το εν­δια­φέ­ρον έχει στρα­φεί σ’ έναν ιδιό­τυ­πο «απο­κα­νο­νι­σμό» που οι υπο­στη­ρι­κτές του όχι μό­νο δεν γνω­ρί­ζουν μή­τε ίχνος, σπι­θα­μή ή εκ­φο­ρά των στοι­χεί­ων ένα­ντι των οποί­ων αντι­πα­ρα­θέ­τουν έναν επι­πό­λαιο σχε­τι­κι­σμό, μα προ­τί­θε­νται εντέ­λει όχι απλώς να απορ­ρί­ψουν τα δε­δο­μέ­να μα να τα αντι­κα­τα­στή­σουν με πρό­τυ­πα. Οι υπο­στη­ρι­κτές αυ­τού του «απο­κα­νο­νι­σμού» προ­ϋ­πο­θέ­τουν εντε­λώς αυ­θαί­ρε­τα πως τα δε­δο­μέ­να δεν εμπε­ριέ­χουν την πρό­κλη­ση της απο­κα­νο­νι­κο­ποί­η­σής τους, κι αυ­τό για έναν και μό­νο λό­γο, διό­τι εκεί­νοι ιδε­ο­λο­γι­κο­ποιούν ακό­μη και την τα­χύ­τη­τα με την οποία στε­γνώ­νει το με­λά­νι, ιδε­ο­λο­γι­κο­ποιούν την τα­χύ­τη­τα με την οποία σου αγ­γί­ζει κα­νείς το χέ­ρι, ιδε­ο­λο­γι­κο­ποιούν τα χα­μέ­να λό­για για­τί εί­ναι επι­τα­κτι­κή ανά­γκη να μην υπάρ­χουν χα­μέ­να λό­για μα μό­νο κερ­δι­σμέ­να, ιδε­ο­λο­γι­κο­ποιούν το αυ­το­νή­το, ιδε­ο­λο­γι­κο­ποιούν ακό­μα και τον αυ­θορ­μη­τι­σμό της ζω­ής.
Η ποί­η­ση δεν χρειά­ζε­ται να στρα­φεί ενά­ντια σε τί­πο­τα, ανέ­κα­θεν απο­τε­λού­σε ορια­κή ετε­ρό­τη­τα – σά­μπως όμως πολ­λά βά­ζουν στον νου τους πολ­λοί που ου­δε­μία σχέ­ση έχουν με την ποί­η­ση μα σχέ­ση από­λυ­τη έχουν μ’ εκεί­νο το πράγ­μα που απο­κα­λούν ποί­η­ση: τη γεν­ναιό­δω­ρη πλη­ρό­τη­τα ενός εσω­τε­ρι­κού κό­σμου που εί­ναι συ­νά­μα εξω­τε­ρι­κός και του­λά­χι­στον προ­τι­μό­τε­ρος από κά­ποιον προη­γού­με­νο. Δεν χρειά­ζε­ται να σχο­λιά­σω πως αυ­τό εί­ναι παι­δια­κί­στι­κο εφό­σον ο ποι­η­τής γνω­ρί­ζει κά­θε άλ­λο πα­ρά εσω­τε­ρι­κή πλη­ρό­τη­τα και ο εξω­τε­ρι­κός κό­σμος κα­θί­στα­ται γι’ αυ­τόν του­λά­χι­στον επι­ζή­μια αι­νιγ­μα­τι­κός.
Η απο­φυ­γή των θε­με­λιω­δών που πα­ρα­τη­ρεί­ται ευ­ρύ­τε­ρα, δη­λα­δή η απο­φυ­γή των εχέγ­γυων της διαρ­κούς δη­μιουρ­γι­κής υπέρ­βα­σης, κα­θι­στά ανα­γκαία την πα­ρα­δο­χή ενός πράγ­μα­τος: δεν έχει νό­η­μα πια να θέ­τει κα­νείς ου­σιώ­δη, εκ­κρε­μή ζη­τή­μα­τα ή προ­βλή­μα­τα, υπάρ­χουν μό­νο δι­καιώ­μα­τα δί­χως υπο­χρε­ώ­σεις, γνώ­μες δί­χως γνώ­ση, προ­τά­σεις δί­χως πε­ριε­χό­με­νο.
Αυ­τό δεν δυ­σχε­ραί­νει τη ζωή και τις απο­δό­σεις ενός ποι­η­τή, του­να­ντί­ον δυ­σχε­ραί­νει κα­θέ­ναν που δε­λε­ά­ζε­ται από τις εντυ­πώ­σεις του κι εντέ­λει θε­σμο­ποιεί αυ­τα­πά­τες. Οι αυ­τα­πά­τες εί­ναι πραγ­μα­τι­κά χρή­σι­μες ως μέ­ρος κά­ποιας λύ­σης μα η θε­σμο­ποί­η­σή τους απο­κα­λύ­πτει τον τύ­πο και το βά­θος ενός βα­σι­κό­τα­του και πι­θα­νώς στα­θε­ρού πλέ­ον φαι­νο­μέ­νου που δεν έχει σχέ­ση με την από­δο­ση ή την έκ­φαν­ση μα με τη λο­γι­κή και τη γνώ­ση.
Η σχέ­ση του φύ­λου και του σώ­μα­τος με τον λό­γο εί­ναι πα­νάρ­χαια, η σχέ­ση της κοι­νω­νι­κής ευ­ρυθ­μί­ας με τον λό­γο εί­ναι επί­σης πα­νάρ­χαια, ο λό­γος όμως δεν έχει σχέ­σεις μή­τε δη­μιουρ­γεί σχέ­σεις, απο­τε­λεί δη­μιουρ­γού­με­νη σχέ­ση με τα πά­ντα, πέ­ραν των ορί­ων του άλ­φα και του ωμέ­γα.
Ορ­δές αν­θρώ­πων που δεν κα­τά­λα­βαν πο­τέ τα λί­γα λό­για απο­κρί­νο­νται πως τα πολ­λά λό­για εί­ναι φτώ­χεια. Γι’ αυ­τούς η γραμ­μα­τι­κή, το λε­ξι­λό­γιο, η σύ­ντα­ξη, το πε­ριε­χό­με­νο, απο­τε­λούν συ­στη­μι­κά προ­σκόμ­μα­τα.
Εί­ναι τρο­με­ρά αρ­γά για τα ποι­ή­μα­τα που μό­λις εκ­δί­δο­νται. Υπάρ­χει λοι­πόν αυ­τό που απο­μέ­νει.
Μέ­σα στον σύγ­χρο­νο πα­γκό­σμιο ζό­φο, η ανοη­σία που ωθεί σε ορ­μη­τι­κή προ­σέγ­γι­ση ενός αντι­κει­μέ­νου λό­γω των έμ­με­σων συ­σχε­τι­σμών του εί­ναι με­γα­λύ­τε­ρη και πιο κα­τα­δε­κτι­κή από την ανοη­σία που ωθεί σε επι­φυ­λα­κτι­κή διε­ρεύ­νη­ση του.
Όπως κα­τα­λα­βαί­νε­τε, δεν κά­νω λό­γο για το κα­τά πό­σο υπάρ­χουν αντί­θε­τες ή αντι­κρουό­με­νες από­ψεις και επι­λο­γές στον το­μέα της ποί­η­σης -αυ­τές εί­ναι εξ ορι­σμού χρή­σι­μες, ου­σια­στι­κές- μα για το πως κα­τά την τε­λευ­ταία ει­κο­σι­πε­ντα­ε­τία η μη ποί­η­ση ολο­έ­να και πε­ρισ­σό­τε­ρο αντι­με­τω­πί­ζε­ται ως ποί­η­ση, για το πως ο λό­γος της ποι­η­τι­κής τέ­χνης αντι­κα­τα­στά­θη­κε από λό­γους έκ­φρα­σης.

Πα­ρά­δειγ­μα πρώ­το: μια ερ­μη­νευ­τι­κή απο­ζη­μί­ω­ση στη βά­ση κά­ποιου αυ­το­νο­ή­του το οποίο πα­ρου­σιά­ζε­ται ως και­νο­πρε­πές αί­τη­μα δεν απο­τε­λεί ποί­η­μα. Εάν το αυ­το­νό­η­το προ­κα­λεί δυ­σφο­ρία δεν ση­μαί­νει πως ένα κεί­με­νο επι­κε­ντρω­μέ­νο σ’ αυ­τή τη δυ­σφο­ρία απο­τε­λεί ποί­η­μα, δεν ση­μαί­νει επί­σης πως ένα κεί­με­νο ερ­μη­νεί­ας ή από­δο­σης της δυ­σφο­ρί­ας ερ­μη­νεύ­ει ή απο­δί­δει το αυ­το­νό­η­το.

Πα­ρά­δειγ­μα δεύ­τε­ρο: σε ένα ιδιαι­τέ­ρως με­γά­λο πο­σο­στό έρ­γων της λε­γό­με­νης σύγ­χρο­νης ποί­η­σης το κυ­ρί­αρ­χο στοι­χείο εί­ναι η ανά­δει­ξη συ­νά­φειας δύο ή πε­ρισ­σό­τε­ρων θε­μά­των, αντι­κει­μέ­νων ή θέ­σε­ων, σε ποιο βαθ­μό όμως απο­δί­δο­νται συ­νά­φειες που δεν έχουν προη­γου­μέ­νως απο­δο­θεί; Μια με­τα­βο­λή της αι­σθη­τι­κής πε­ρι­βο­λής της συ­νά­φειας για ποιον λό­γο κα­θί­στα­ται ση­μα­ντι­κή ή άξια σχο­λια­σμού; Πό­σο μάλ­λον όταν προσ­δί­δε­ται αι­σθη­τι­κή σε συ­νά­φεια που απο­δί­δει τα πά­ντα εκτός πε­ριε­χο­μέ­νου.

Εάν δώ­σει κα­νείς την απαι­τού­με­νη προ­σο­χή θα δια­πι­στώ­σει πως εί­ναι τρο­με­ρά δύ­σκο­λο να εντο­πί­σει κεί­με­νο που να μην εί­ναι γραμ­μέ­νο σύμ­φω­να με τη λο­γι­κή αυ­το­προ­βο­λής σε οθό­νη. Δεν υπάρ­χει ει­λι­κρί­νεια δη­μιουρ­γί­ας, ού­τε καν έκ­φρα­σης, δί­χως ει­λι­κρί­νεια συλ­λο­γι­σμού, ει­λι­κρί­νεια ζω­ής. Μια ει­λι­κρι­νής δια­τύ­πω­ση, ένας ει­λι­κρι­νής στί­χος προ­ερ­χό­με­νος από ανει­λι­κρι­νή δια­πί­στω­ση, ανει­λι­κρι­νή σχέ­ση με το αντι­κεί­με­νο, εί­ναι παι­δα­ριώ­δης. Μια ανει­λι­κρι­νής δια­τύ­πω­ση, ένα ανει­λι­κρι­νές ποί­η­μα προ­ερ­χό­με­νο από ει­λι­κρι­νή δια­πί­στω­ση, από ει­λι­κρι­νή σχέ­ση με το αντι­κεί­με­νο εί­ναι σα­φώς ανώ­τε­ρο.
Τα πά­ντα επι­σω­ρεύ­ο­νται σε από­το­κα, σε συ­νέ­πειες, η αρ­χή, το πρω­ταί­τιο, πα­ρα­λεί­πο­νται. Αυ­τό όμως επί της πα­ρού­σης μέ­νει σε κά­ποια άκρη απρο­σέγ­γι­στο, πρώ­τα χρειά­ζε­ται να συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει κα­νείς πως κά­ποιος άλ­λος βα­σα­νί­ζε­ται δια­φο­ρε­τι­κά και πε­ρισ­σό­τε­ρο, δια­κιν­δυ­νεύ­ει δια­φο­ρε­τι­κά και πε­ρισ­σό­τε­ρο, υπερ­βαί­νει δια­φο­ρε­τι­κά και πε­ρισ­σό­τε­ρο,
κα­τα­νο­εί και δη­μιουρ­γεί δια­φο­ρε­τι­κά και πε­ρισ­σό­τε­ρο. Όπως έγρα­ψα σ’ ένα δο­κί­μιο προ ει­κο­σα­ε­τί­ας, εάν υπάρ­χει ζή­τη­μα, αυ­τό δεν εξαρ­τά­ται από κά­ποια ιδε­ο­λο­γία μα από κά­ποια ιδέα, εξαρ­τά­ται από πρό­κλη­ση και όχι από πα­ρο­χή, κα­νείς δεν εί­ναι, ού­τε και θα εί­ναι ίδιος ή ίσος με κα­νέ­ναν. Όλοι εί­ναι με­τα­ξύ τους εξί­σου άνι­σοι και δια­φο­ρε­τι­κοί.
Σε επί­πε­δο κρι­τι­κής η κα­τά­στα­ση εί­ναι τρα­γι­κή, τα πά­ντα εξη­γού­νται κι αι­τιο­λο­γού­νται αρ­κεί να απο­δέ­χε­ται ή να πι­στεύ­ει κα­νείς εκ των προ­τέ­ρων το πε­ριε­χό­με­νο ενός κει­μέ­νου, όταν αυ­τό δεν συμ­βαί­νει τί­πο­τα δεν μπο­ρεί να εξη­γη­θεί ή να αι­τιο­λο­γη­θεί. Εί­ναι αδύ­να­το να γί­νει διά­λο­γος πά­νω σε ζη­τή­μα­τα ποί­η­σης και κρι­τι­κής εφό­σον εί­ναι πια σπά­νιο να βρε­θεί κά­ποιος που να γνω­ρί­ζει τα βα­σι­κά πε­ρισ­σό­τε­ρο από εκεί­να στα οποία επι­μέ­νει.
Αυ­τός ο δια­δε­δο­μέ­νος νε­ω­τε­ρι­σμός αμά­θειας και ημι­μά­θειας εδρά­ζε­ται στην ανά­γκη να βρί­σκε­ται κα­νείς στο επί­κε­ντρο του εν­δια­φέ­ρο­ντος, στην ανά­γκη όξυν­σης της αντί­δρα­σης προς την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της οποί­ας τους όρους δεν ανα­γνω­ρί­ζει, όπως δεν ανα­γνω­ρί­ζει πως ένας από τους λό­γους που κα­θι­στούν πα­ρακ­μια­κή την κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα εί­ναι η ιδε­ο­λο­γία με την οποία προ­σπα­θεί να την κρί­νει δί­χως να έχει καν προ­σπα­θή­σει να την ερ­μη­νεύ­σει.
Εί­ναι πο­λύ συ­νη­θι­σμέ­νο να βλέ­πει κα­νείς αν­θρώ­πους να φτά­νουν σε μια απο­λύ­τως ορια­κή συ­ναι­σθη­μα­τι­κή κα­τά­στα­ση παίρ­νο­ντας θέ­ση για κά­ποιο θέ­μα για το οποίο δεν έχουν την πα­ρα­μι­κρή ιδέα και δεν έχουν αφιε­ρώ­σει σε αυ­τό ού­τε λί­γα λε­πτά της ώρας. Θα το­νί­σω πως δεν υπάρ­χουν προ­βλή­μα­τα που παύ­ουν να εί­ναι ση­μα­ντι­κά διό­τι οι λύ­σεις τους απορ­ρί­πτο­νται.
Οι ανά­ξιοι στο ανυ­πο­στή­ρι­κτο δεν εί­ν’ τυ­χαία ασυ­νε­πείς ακό­μα και προς ό,τι υπο­στη­ρί­ζουν.
Το πε­ρί­φη­μο «κό­στος ποί­η­σης» μπο­ρεί να κρι­θεί μό­νο από εκεί­νους που δεν πε­ρι­μέ­νουν να εί­ναι ομό­θυ­μός τους αυ­τός που το ανα­λαμ­βά­νει. Η Ιδε­ο­λο­γία Της Ομό­θυ­μης Επι­κοι­νω­νί­ας, η οποία μα­στί­ζει σή­με­ρα σχε­δόν κά­θε έκ­φαν­ση και κά­θε το­μέα της ζω­ής, απο­τε­λεί γκε­μπε­λι­κό νε­ω­τε­ρι­σμό. Όσο πε­ρισ­σό­τε­ρο ιδε­ο­λο­γι­κο­ποιεί­ται η κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα τό­σο εκ­φυ­λί­ζε­ται.
Αυ­τές οι πα­ραλ­λα­γές, τα εί­δη μα και οι δια­φο­ρο­ποι­ή­σεις, κα­τά τον ολο­κλη­ρω­τι­σμό τους θέ­τουν ένα συ­γκε­κρι­μέ­νο εί­δος γλώσ­σας, έκ­φρα­σης κι ενη­μέ­ρω­σης σύμ­φω­να με το οποίο ο δια­με­ρι­σμός σκο­πεύ­ει σε κα­θο­λι­κή υπο­χρε­ω­τι­κό­τη­τα απο­δο­χής των προ­τύ­πων του. Η ποί­η­ση δεν συμ­με­τέ­χει σε κά­τι τέ­τοιο.
Υπάρ­χει κά­τι που ορι­σμέ­νοι δια­νοη­τές και ποι­η­τές έθι­ξαν στο πα­ρελ­θόν: η με­ρι­κή, ορι­σμέ­νη συ­νεί­δη­ση, η με­ρι­κή, ορι­σμέ­νη αντί­λη­ψη, δεν επι­τρέ­πουν στους κα­τό­χους τους ν’ αντι­λη­φθούν, να συλ­λο­γι­στούν κά­τι ολι­κό, υπερ­βαί­νον – όμως η πραγ­μα­τι­κή τρα­γω­δία δεν εί­ναι αυ­τό κα­θαυ­τό το γε­γο­νός μα το πώς αυ­τό ευ­ρύ­τε­ρα κρί­νε­ται και αντι­με­τω­πί­ζε­ται. Λι­μα­σμέ­νη μαρ­μά­γκα. Αυ­τή εί­ναι εξάλ­λου εν πολ­λοίς το από­το­κο αυ­τού του δο­κι­μί­ου.

Παρίσι 2023

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: