Μόνο αυτό στο οποίο διαπρέπουν οι ανίδεοι απειλείται. Οι ανίδεοι ―φορέας νεοσύστατης ειδικότητας― διακρίνουν ό,τι «κρύβεται» σε λόγο δίχως να διακρίνουν τον λόγο. Είναι λιγάκι περισσότερο από θεμιτό ν’ ανασυσταίνεται η αντικειμενικότητα ως αφηρημένη έννοια. Η προσεγμένη εικόνα ζωντανεύει λες από τη διατράνωση κάθε αρμοστού παραληρήματος. Απ’ ότι μοιάζει με συμφερτική κορύφωση.
Είναι όμως κι εκείνος, εκεί, που επιζεί της υπάρξεως. Η λογική λοιπόν εξαρτάται κι απ’ το πως δεν μπορεί να είναι κανείς για τίποτα και με τίποτα τελειωτικός.
Ενόσω αυτά επαναλαμβάνω, ευχόμενος πως ετούτη είναι η τελευταία φορά, συλλογίζομαι με πόσες και πόσο αντιθετικές μεταξύ τους αιτίες μπορεί εντέλει να διατυπώσει κανείς αυτό που επικαλείται.
Ποια ψευδαίσθηση στέκεται ισχυρή μπροστά στο αναπόφευκτο; Ποια εξύψωση δίνει νόημα στο αναπόφευκτο; Μπορεί να υπάρξει δοκιμασία
που δεν πληροί τον όρο ενός παθητικού ενικού, ο οποίος δεν θα εξελιχθεί σε ενεργητικό ενικό που θα δυσχερανθεί; Καθετί προσδιορισμένο δεν είναι ταυτοτικό, καθετί προσδιοριζόμενο είναι ταυτοτικό απολύτως.
Οτιδήποτε απαλλαγμένο από τους περιορισμούς της εμπειρίας νοηματοδοτεί τουλάχιστον εκείνο που το μη απαλλαγμένο δεν δύναται να νοηματοδοτήσει. Το νόημα όμως αντιμετωπίζεται ολοένα και περισσότερο σαν κάτι απρόοπτα επιτυχές που μόνο ως τέτοιο αποτελεί νόημα. Το άλλο νόημα, εκείνο της προοδευτικής αποτυχίας, το μη νόημα, είναι πια συνώνυμο ενός θεωρητικού μπαμπούλα που απροειδοποίητα απέκτησε σάρκα και οστά.
Ό,τι καθορίζεται από κοινωνική προοπτική δεν φέρει εκείνο που διαφοροποιεί το αληθινό απ’ αυτό που γνωρίζει ή υποστηρίζει κανείς. Το αληθινό δεν είναι κάτι καλύτερο. Το καλύτερο είναι απλώς ψεύτικο, ευφραντική εννοιολόγηση φαντασίας που περιγράφεται με σχέσεις και γεγονότα αποδεκτής καθημερινότητας.
Στην ποίηση βαθαίνεις στο πρόβλημα, εάν αυτό είναι απωθητικό είναι απωθητικός ο τομέας της ποίησης. Τα μεγάλα παραδείγματα, τα είδη, επ’ άπειρον στη δημιουργική αδιακρισία όσων καταλύουν τον θεσμό των πειρασμών.
Το εγώ όσο και το εσύ στη λογοτεχνία είναι τουλάχιστον αναχρονιστικό. Είναι υπαρξιακά χυδαίο ν’ ανακατεύει κανείς την ποίηση με την προτυπολογία, δημιουργικά είναι χυδαιότατο. Μα και για τη χυδαιότητα πώς να μιλήσει κανείς δίχως να έχει πρότερα τουλάχιστον ρισκάρει με τα υψηλότερα ποσοστά αποτυχίας και θλίψης ενός υπαρξιακού εγχειρήματος;
Η ποίηση, συνεπώς, αποκαθιστά το απολεσμένο ανθρώπινο στοιχείο προτού επιφέρει άλλα στοιχεία, διαφορετικά πράγματα: απολύτως διαφορετικά διότι μόνο η μέγιστη διαφορά αποτελεί διαφορά, οι μικρότερες διαφορές αποτελούν δεδομένα για να περνά κάθε αργόσχολος την ώρα του.
Στα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα, μετά την πανηγυρική αποκάλυψη του νεωτερικού μείγματος που περιλάμβανε νευροπάθειες, υστερία και υποχονδρία, δημιουργήθηκε συγκεκριμένη ειδικότητα αντιμετώπισης κι ερμηνείας αυτού του συνόλου ασθενειών με τη μορφή κατεπείγοντος, καθώς στο εξής το μείγμα αυτό αποτέλεσε κορυφαία κατηγορία πρωταρχικών και δευτερευόντων ασθενειών στις οποίες στηρίζονταν σχεδόν τα δύο τρίτα των υπολοίπων ασθενειών που έπλητταν όλες τις κοινωνικές τάξεις μα κυρίως τη μεσαία. Τούτο όσο αποτέλεσε «συνολική πολιτισμική ασθένεια», όπως βασικά χαρακτηρίστηκε, άλλο τόσο αποτέλεσε αυθεντική κρίση ύπαρξης και συνθηκών ζωής καθώς η έννοια του πολιτισμού ήταν στο ενενήντα πέντε τοις εκατό των ανθρώπων άγνωστη και αβίωτη. Ο σύνθετος τομέας επιτηδευματιών όμως, που λόγω του φαινομένου δημιουργήθηκε και άνθισε (κι ανθεί στις μέρες μας), κατηγοριοποίησε αυτό το πράγμα ως πόρισμα «νέας εμπειρίας», αφήνοντας στην άκρη το ζήτημα της κατάστασης στην οποία τόσο η νεότητα όσο και η εμπειρία συντελέστηκαν και στην οποία άλλωστε συντελείται κάποιο μέλλον.
Μία συγκεκριμένη κατηγορία απτών προβλημάτων και διενεργειών, λοιπόν, παρουσιάστηκαν και παρουσιάζονται ως αντικείμενα που δεν έχουν αντίκτυπο στη σύγχρονη συνείδηση, σε κάθε λογής σύγχρονο βίωμα, παρουσιάζονται ως παρεμπίπτοντα αντικείμενα και παρωχημένες θεματικές, δίχως το παραμικρό ενδιαφέρον. Σύμφωνα με το πνεύμα αυτής της παρουσίασης, η κατάσταση
δεν ελέγχεται όπως της πρέπει να ελεγχθεί. Το ενδιαφέρον έχει στραφεί σ’ έναν ιδιότυπο «αποκανονισμό» που οι υποστηρικτές του όχι μόνο δεν γνωρίζουν μήτε ίχνος, σπιθαμή ή εκφορά των στοιχείων έναντι των οποίων αντιπαραθέτουν έναν επιπόλαιο σχετικισμό, μα προτίθενται εντέλει όχι απλώς να απορρίψουν τα δεδομένα μα να τα αντικαταστήσουν με πρότυπα. Οι υποστηρικτές αυτού του «αποκανονισμού» προϋποθέτουν εντελώς αυθαίρετα πως τα δεδομένα δεν εμπεριέχουν την πρόκληση της αποκανονικοποίησής τους, κι αυτό για έναν και μόνο λόγο, διότι εκείνοι ιδεολογικοποιούν ακόμη και την ταχύτητα με την οποία στεγνώνει το μελάνι, ιδεολογικοποιούν την ταχύτητα με την οποία σου αγγίζει κανείς το χέρι, ιδεολογικοποιούν τα χαμένα λόγια γιατί είναι επιτακτική ανάγκη να μην υπάρχουν χαμένα λόγια μα μόνο κερδισμένα, ιδεολογικοποιούν το αυτονήτο, ιδεολογικοποιούν ακόμα και τον αυθορμητισμό της ζωής.
Η ποίηση δεν χρειάζεται να στραφεί ενάντια σε τίποτα, ανέκαθεν αποτελούσε οριακή ετερότητα – σάμπως όμως πολλά βάζουν στον νου τους πολλοί που ουδεμία σχέση έχουν με την ποίηση μα σχέση απόλυτη έχουν μ’ εκείνο το πράγμα που αποκαλούν ποίηση: τη γενναιόδωρη πληρότητα ενός εσωτερικού κόσμου που είναι συνάμα εξωτερικός και τουλάχιστον προτιμότερος από κάποιον προηγούμενο. Δεν χρειάζεται να σχολιάσω πως αυτό είναι παιδιακίστικο εφόσον ο ποιητής γνωρίζει κάθε άλλο παρά εσωτερική πληρότητα και ο εξωτερικός κόσμος καθίσταται γι’ αυτόν τουλάχιστον επιζήμια αινιγματικός.
Η αποφυγή των θεμελιωδών που παρατηρείται ευρύτερα, δηλαδή η αποφυγή των εχέγγυων της διαρκούς δημιουργικής υπέρβασης, καθιστά αναγκαία την παραδοχή ενός πράγματος: δεν έχει νόημα πια να θέτει κανείς ουσιώδη, εκκρεμή ζητήματα ή προβλήματα, υπάρχουν μόνο δικαιώματα δίχως υποχρεώσεις, γνώμες δίχως γνώση, προτάσεις δίχως περιεχόμενο.
Αυτό δεν δυσχεραίνει τη ζωή και τις αποδόσεις ενός ποιητή, τουναντίον δυσχεραίνει καθέναν που δελεάζεται από τις εντυπώσεις του κι εντέλει θεσμοποιεί αυταπάτες. Οι αυταπάτες είναι πραγματικά χρήσιμες ως μέρος κάποιας λύσης μα η θεσμοποίησή τους αποκαλύπτει τον τύπο και το βάθος ενός βασικότατου και πιθανώς σταθερού πλέον φαινομένου που δεν έχει σχέση με την απόδοση ή την έκφανση μα με τη λογική και τη γνώση.
Η σχέση του φύλου και του σώματος με τον λόγο είναι πανάρχαια, η σχέση της κοινωνικής ευρυθμίας με τον λόγο είναι επίσης πανάρχαια, ο λόγος όμως δεν έχει σχέσεις μήτε δημιουργεί σχέσεις, αποτελεί δημιουργούμενη σχέση με τα πάντα, πέραν των ορίων του άλφα και του ωμέγα.
Ορδές ανθρώπων που δεν κατάλαβαν ποτέ τα λίγα λόγια αποκρίνονται πως τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Γι’ αυτούς η γραμματική, το λεξιλόγιο, η σύνταξη, το περιεχόμενο, αποτελούν συστημικά προσκόμματα.
Είναι τρομερά αργά για τα ποιήματα που μόλις εκδίδονται. Υπάρχει λοιπόν αυτό που απομένει.
Μέσα στον σύγχρονο παγκόσμιο ζόφο, η ανοησία που ωθεί σε ορμητική προσέγγιση ενός αντικειμένου λόγω των έμμεσων συσχετισμών του είναι μεγαλύτερη και πιο καταδεκτική από την ανοησία που ωθεί σε επιφυλακτική διερεύνηση του.
Όπως καταλαβαίνετε, δεν κάνω λόγο για το κατά πόσο υπάρχουν αντίθετες ή αντικρουόμενες απόψεις και επιλογές στον τομέα της ποίησης -αυτές είναι εξ ορισμού χρήσιμες, ουσιαστικές- μα για το πως κατά την τελευταία εικοσιπενταετία η μη ποίηση ολοένα και περισσότερο αντιμετωπίζεται ως ποίηση, για το πως ο λόγος της ποιητικής τέχνης αντικαταστάθηκε από λόγους έκφρασης.
Παράδειγμα πρώτο: μια ερμηνευτική αποζημίωση στη βάση κάποιου αυτονοήτου το οποίο παρουσιάζεται ως καινοπρεπές αίτημα δεν αποτελεί ποίημα. Εάν το αυτονόητο προκαλεί δυσφορία δεν σημαίνει πως ένα κείμενο επικεντρωμένο σ’ αυτή τη δυσφορία αποτελεί ποίημα, δεν σημαίνει επίσης πως ένα κείμενο ερμηνείας ή απόδοσης της δυσφορίας ερμηνεύει ή αποδίδει το αυτονόητο.
Παράδειγμα δεύτερο: σε ένα ιδιαιτέρως μεγάλο ποσοστό έργων της λεγόμενης σύγχρονης ποίησης το κυρίαρχο στοιχείο είναι η ανάδειξη συνάφειας δύο ή περισσότερων θεμάτων, αντικειμένων ή θέσεων, σε ποιο βαθμό όμως αποδίδονται συνάφειες που δεν έχουν προηγουμένως αποδοθεί; Μια μεταβολή της αισθητικής περιβολής της συνάφειας για ποιον λόγο καθίσταται σημαντική ή άξια σχολιασμού; Πόσο μάλλον όταν προσδίδεται αισθητική σε συνάφεια που αποδίδει τα πάντα εκτός περιεχομένου.
Εάν δώσει κανείς την απαιτούμενη προσοχή θα διαπιστώσει πως είναι τρομερά δύσκολο να εντοπίσει κείμενο που να μην είναι γραμμένο σύμφωνα με τη λογική αυτοπροβολής σε οθόνη. Δεν υπάρχει ειλικρίνεια δημιουργίας, ούτε καν έκφρασης, δίχως ειλικρίνεια συλλογισμού, ειλικρίνεια ζωής. Μια ειλικρινής διατύπωση, ένας ειλικρινής στίχος προερχόμενος από ανειλικρινή διαπίστωση, ανειλικρινή σχέση με το αντικείμενο, είναι παιδαριώδης. Μια ανειλικρινής διατύπωση, ένα ανειλικρινές ποίημα προερχόμενο από ειλικρινή διαπίστωση, από ειλικρινή σχέση με το αντικείμενο είναι σαφώς ανώτερο.
Τα πάντα επισωρεύονται σε απότοκα, σε συνέπειες, η αρχή, το πρωταίτιο, παραλείπονται. Αυτό όμως επί της παρούσης μένει σε κάποια άκρη απροσέγγιστο, πρώτα χρειάζεται να συνειδητοποιήσει κανείς πως ποιος άλλος βασανίζεται διαφορετικά και περισσότερο, διακινδυνεύει διαφορετικά και περισσότερο, υπερβαίνει διαφορετικά και περισσότερο, κατανοεί και δημιουργεί διαφορετικά και περισσότερο. Όπως έγραψα σ’ ένα δοκίμιο προ εικοσαετίας, εάν υπάρχει ζήτημα, αυτό δεν εξαρτάται από κάποια ιδεολογία μα από κάποια ιδέα, εξαρτάται από πρόκληση και όχι από παροχή, κανείς δεν είναι, ούτε και θα είναι ίδιος ή ίσος με κανέναν. Όλοι είναι μεταξύ τους εξίσου άνισοι και διαφορετικοί.
Σε επίπεδο κριτικής η κατάσταση είναι τραγική, τα πάντα εξηγούνται κι αιτιολογούνται αρκεί να αποδέχεται ή να πιστεύει κανείς εκ των προτέρων το περιεχόμενο ενός κειμένου, όταν αυτό δεν συμβαίνει τίποτα δεν μπορεί να εξηγηθεί ή να αιτιολογηθεί. Είναι αδύνατο να γίνει διάλογος πάνω σε ζητήματα ποίησης και κριτικής εφόσον είναι πια σπάνιο να βρεθεί κάποιος που να γνωρίζει τα βασικά περισσότερο από εκείνα στα οποία επιμένει.
Αυτός ο διαδεδομένος νεωτερισμός αμάθειας και ημιμάθειας εδράζεται στην ανάγκη να βρίσκεται κανείς στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, στην ανάγκη όξυνσης της αντίδρασης προς την πραγματικότητα της οποίας τους όρους δεν αναγνωρίζει, όπως δεν αναγνωρίζει πως ένας από τους λόγους που καθιστούν παρακμιακή την καθημερινότητα είναι η ιδεολογία με την οποία προσπαθεί να την κρίνει δίχως να έχει καν προσπαθήσει να την ερμηνεύσει.
Είναι πολύ συνηθισμένο να βλέπει κανείς ανθρώπους να φτάνουν σε μια απολύτως οριακή συναισθηματική κατάσταση παίρνοντας θέση για κάποιο θέμα για το οποίο δεν έχουν την παραμικρή ιδέα και δεν έχουν αφιερώσει σε αυτό ούτε λίγα λεπτά της ώρας. Θα τονίσω πως δεν υπάρχουν προβλήματα που παύουν να είναι σημαντικά διότι οι λύσεις τους απορρίπτονται.
Οι ανάξιοι στο ανυποστήρικτο δεν είν’ τυχαία ασυνεπείς ακόμα και προς ό,τι υποστηρίζουν.
Το περίφημο «κόστος ποίησης» μπορεί να κριθεί μόνο από εκείνους που δεν περιμένουν να είναι ομόθυμός τους αυτός που το αναλαμβάνει. Η Ιδεολογία Της Ομόθυμης Επικοινωνίας, η οποία μαστίζει σήμερα σχεδόν κάθε έκφανση και κάθε τομέα της ζωής, αποτελεί γκεμπελικό νεωτερισμό. Όσο περισσότερο ιδεολογικοποιείται η καθημερινότητα τόσο εκφυλίζεται.
Αυτές οι παραλλαγές, τα είδη μα και οι διαφοροποιήσεις, κατά τον ολοκληρωτισμό τους θέτουν ένα συγκεκριμένο είδος γλώσσας, έκφρασης κι ενημέρωσης σύμφωνα με το οποίο ο διαμερισμός σκοπεύει σε καθολική υποχρεωτικότητα αποδοχής των προτύπων του. Η ποίηση δεν συμμετέχει σε κάτι τέτοιο.
Υπάρχει κάτι που ορισμένοι διανοητές
και ποιητές έθιξαν στο παρελθόν: η μερική, ορισμένη συνείδηση, η μερική, ορισμένη αντίληψη, δεν επιτρέπουν στους κατόχους τους ν’ αντιληφθούν, να συλλογιστούν κάτι ολικό, υπερβαίνον – όμως η πραγματική τραγωδία δεν είναι αυτό καθαυτό το γεγονός μα το πώς αυτό ευρύτερα κρίνεται και αντιμετωπίζεται. Λιμασμένη μαρμάγκα. Αυτή είναι εξάλλου εν πολλοίς το απότοκο αυτού του δοκιμίου.
Παρίσι 2023