Τα προθέματα υπερ-, μετα- στην σύγχρονη γλώσσα εγείρουν ερωτήματα και υπαινιγμούς. Αμφότερες ελληνικές λέξεις αποτελούν το λαϊτμοτίφ της εποχής μας με νεολογισμούς που δίνουν στα πρώτα νοήματα άλλες σημασίες και υπονοούμενα. Μπορούμε να πούμε ότι ιστορικά στην παγκόσμια γλώσσα προηγήθηκε το υπερ- και ακολούθησε το μετα-, ενώ με αυξανόμενη συχνότητα τα συναντούμε πλέον είτε αυτόνομα ως επίθετα, είτε σε σύνθετες λέξεις και ως hyper, meta, post, ad, outre. Δεδομένου ότι πολιτισμικά είμαστε κλωνοποιημενοι, πρόκειται για ένα νέο λάκτισμα στην γλώσσα η οποία άλλωστε αντέχει αναπλάσεις, μετατροπές και διαμεσολαβήσεις.
Στην κουλτούρα της υπερβολής και του άμετρου στην οποία αιωρούμαστε, ένα ιδεοληπτικό état d' esprit αρθρώνει εκτατικές επιθυμίες υπερ- και μετα-, πόθους υπέρβασης, διόγκωσης, επιτάχυνσης, απληστίας αμεσότητας. Πράγματι εύκολα μαντεύουμε ότι κάτω από την μάσκα της όψιμης νεωτερικότητας είναι οι νοήμονες μηχανές αυτές που εγγυώνται ότι όλα εδώ είναι απτά, σε αφθονία και τέλεια οργάνωση και αν απλώσεις το χέρι προσφέρονται αφειδώς συναρπαστικές απολαύσεις πληρότητας εαυτού.
Ο απρόσκοπτος όμως αυτός κομφορμισμός προκαλεί συγχρόνως και κορεσμό νοημάτων και διαλογισμών. Δεν υπάρχει πλέον ανάγκη προσφυγής του υποκειμένου σε κάποιο αναστοχασμό και εσωστρέφεια, το βλέμμα δεν αρκείται σε συμβολικά συστήματα αξιών αλλά εκτείνεται μακριά όσο πιάνει το μάτι και παραπέρα, καθώς η καινούργια επαυξημένη πραγματικότητα της τεχνολογίας και των κατοπτρικών ειδώλων, η υπερπραγματικότητα, μας παρασύρει στην δράση, μας γοητεύει και μας υπερκαλύπτει. Αποτελεί η ίδια ξεπέρασμα ακόμα και αυτής της υπερβατικότητας. Αν αποδεχτούμε αυτήν την ειρωνεία, αυτόν τον ηθικά απαράδεκτο κυνισμό που λέει ότι δεν έχουμε πλέον να ονειρευόμαστε τίποτα γιατί τα έχουμε όλα, κατανοούμε ότι τόσο το υπερ- όσο και το μετα- στην επικοινωνιακή σκηνή του διαρκώς και άρδην μεταβαλλόμενου πεδίου της νέας τάξης πραγμάτων, είναι δυνητικά διφορούμενα και αμφίσημα. Ενώ ερείδονται σε ένα πρίσμα αυτοαναφοράς και αυτογνωσίας του σημαινόμενου [η αυτοαφήγηση πχ. είναι ένα μετα – θέμα], εξωθούν την σημασία του στα άκρα κρατώντας ανοιχτά τα νοηματικά όρια υπεράνω και πέραν σε μια διφορούμενη μορφή ρεαλισμού, χωρίς τελικότητα ,χωρίς φινάλε και ολοκλήρωση και χωρίς να αποκλείουν μια ανώνυμη προοπτική αρνητικότητας που έχει σύμπτωμα την ρήξη βεβαιοτήτων και ενδεχόμενες δυστοπίες και κινδύνους.
Μήπως όμως το υπερ- και πέραν είναι εγγενώς απεριόριστα; Όταν λέμε ότι η πραγματικότητα είναι υπερπραγματική εννοούμε κατ αρχήν ότι ο πραγματικός κόσμος είναι όντως πραγματικός, κάνοντας όμως στροφή στο μετά του χρόνου, διαστέλλοντας τα όρια, μια επαυξημένη αδιαφανής πραγματικότητα, μια θεωρητική πραγματικότητα απλώνεται ad infinitum σε εναλλακτικά δίκτυα δεδομένων επόμενων γενεών. Η συνεχής διέγερση και επαγρύπνηση που μας προκαλεί αυτό το προβάδισμα της διαστολής των ορίων αποκαλύπτει έλλειψη συγκίνησης με τα ιδεώδη της ηδονιστικής κουλτούρας μας. Θέλουμε να ζήσουμε μια ζωή πέρα από αυτό που είναι τώρα δυνατόν, κυνηγάμε με αλαζονεία εξωπραγματικές παραλλαγές του περισσότερου ή και του μετα- σε μορφές ζωής που δεν έχουν ακόμα όνομα.
Αναφέρω δειγματοληπτικά μερικά παραδείγματα λέξεων με πρόθεμα υπερ- και μετα- μέσα από ένα γλωσσικό τράβελινγκ:
Υπερπαραγωγή, υπερηχητικός, υπερπληθωρισμός, υπερδικτύωση, υπερπροϊόν, υπερχώρος, υπερσύμπαν, υπερανάπτυξη, υπεράνοσο, υπερορθολογικός, υπερανταπόκριση, υπερμολυσματικότητα, υπερανταγωνιστικός, υπερκειμενικός, υπερσύνδεσμος, υπερτεχνολογία, υπερεστίαση, υπερθεατότητα, υπεραγορά, υπερεμπόρευμα, υπεραντιστάθμιση, υπερπληροφόρηση κ.λπ.
όπως και
μεταγλώσσα, μεταδεδομένα, μεταμνήμη, μετακριτική, μεταγνώση, μεταεπιστήμη, μεταθεωρία, μεταλόγος, μεταμήνυμα, μετασυναίσθημα, μετακανόνας, μεταθεώρημα, μεταμοντέλο, μεταεπικοινωνία, μετακατανάλωση, metaverse, μεταανάλυση, postinternet, Meta [ το επίσημο όνομα του facebook] κ.λπ.
Το υπερ- και το μετα- επηρεάζουν ριζικά και μοιραία με την πράξη του ομιλείν και φαντάζεσθαι την τροπικότητα του ασυνείδητου, τόσο του ομιλητή όσο και του δέκτη.
Στον χώρο της ψυχαναλυτικής λακανικής άποψης η υπέρβαση της απόλαυσης πέραν της αρχής της ηδονής δεν είναι περισσότερη ηδονή αλλά πόνος, ‘’οδυνηρή ηδονή’’, αφού το υποκείμενο μπορεί να αντέξει μόνο συγκεκριμένο εύρος της. Αλλά και στον εικαστικό χώρο συναντούμε το μετα- ως outre- στην περίπτωση του Pierre Soulages, του εμβληματικού Γάλλου ζωγράφου μετρ του μαύρου χρώματος και του λυκόφωτος, που στις αρχές του 1979 ονόμασε την νέα αποκαλυπτική σειρά έργων του outrenoir [πέραν του μαύρου]. Συνθέσεις αφαιρετικές που με την μαεστρία του καλλιτέχνη το ultra noir αποκτά φωτεινότητα, απηχεί τις αντανακλάσεις του μαύρου που ποτέ δεν είναι απολύτως μαύρο , εξαρτάται από την ύλη της επιφάνειας που είναι απλωμένο όπως και από το περιρρέον φως το οποίο άλλωστε απορροφά και στην συνέχεια διαχέει. Χρησιμοποιώντας το πρόθεμα outre- ο Pierre Soulages εστιάζει σε έναν μετέπειτα άυλο χώρο όπου ολοκληρώνονται οι ιλουζιονιστικές αποχρώσεις και τα διακριτικά υποστρώματα του μαύρου. Ο θεατής των έργων του εμβυθίζεται σε ένα φαντασιακό τοπίο που βρίσκεται πέραν, εκεί που το μυστικό φως του μαύρου οπτικοποιείται μέσα από σκιές.
Τελικά οι λέξεις κλειδιά υπερ- και μετα- δηλώνουν πάθος για το μέλλον μιας ουτοπίας που στο εξής ξετυλίγεται με τρόπο ανεπαίσθητα αδιάφορο προς εμάς;
Τι υπάρχει μετά τον χιμαιρικό ορίζοντα του υπερ- και του μετα-;