Ιωνάς, ωδή σιωπηρή προς το αφόρητο

Ιωνάς, ωδή σιωπηρή προς το αφόρητο
Μία απουσία

___________

1.

Ο Ιωνάς, ως ποίημα εννοώ, είναι προϊόν μιας κρίσης, προσωπικής κρίσης, μιας παρατεταμένης περιόδου αναίτιας δυσθυμίας, ενόχλησης, αφόρητης σιωπής. Απορίας και σιωπής απέναντι σε κάτι το οποίο αρνιόταν να εντοπιστεί, να πάρει ένα όνομα, να εμφανιστεί. Αρνιόταν, αντιστεκόταν, αλλά ήταν εκεί. Μπερδευόταν με τις μορφές των κοντινών, με τα γεγονότα των ημερών και με τις λέξεις των ποιημάτων. Ο Ιωνάς γράφτηκε ακαριαία, μια κι έξω σχεδόν. Αλλά αποτελεί, είναι παιδί, μιας μακράς περιόδου αναζήτησης, λόγου και ανάλυσης. Και γραφής, βέβαια. Όπως και μιας εκκωφαντικής, προσωπικής αποκάλυψης, η γέννηση, ο ερχομός της οποίας πήρε χρόνια. Αυτά τα λίγα για την σιωπή ή το επίθετο σιωπηρός, σιωπηρή. Δεν πρόκειται για επίθετο, αχνοφαίνεται κάτι άλλο εκεί. Ιωνάς, ωδή σιωπηρή προς το αφόρητο.
Το αφόρητο είναι ένας κρυφός υπότιτλος του ποιήματος και του βιβλίου. Δεν είναι εμφανής, καταρχάς, απευθείας στο εξώφυλλο. Αλλά αποτελεί τελικά το κέντρο του έργου. Το αφόρητο, θα μπορούσα να το ορίσω, ως αυτό με το οποίο είναι αδύνατο κανείς να σχετιστεί, αλλά βρίσκεται διαρκώς δίπλα του, δίπλα μου, δίπλα σου, δίπλα μας, δίπλα σας. Παντού, μέσα σε αυτά που ακούς, σε αυτά που λες, σε αυτά που του λες, σε αυτούς που μιλάς. Στο θυμό και στη χαρά και στον ίσκιο τους, δηλαδή στην αγάπη την ίδια. Στα όνειρα που τους συντροφεύουν, που μας συντροφεύουν. Που μας αποκοιμίζουν και μας παρηγορούν. Που μέσα τους κυκλοφορούμε, κατοικούμε, μιλάμε, φοβόμαστε και αγαπάμε επίσης.
Ο Ιωνάς θα μπορούσα να πω ότι είναι η κατάθεση, η καταγραφή – κάτι σαν ένα ντοκουμέντο – της προσπάθειάς μου να μιλήσω για αυτήν την αφόρητη γειτνίαση. Κοντινή αφή, θα ήταν πιο ακριβές να την πω. Να μιλήσω για αυτό που κάποιοι το είπαν πραγματικό. Να του απευθυνθώ. Εγώ, εδώ, διάλεξα να του δώσω το όνομα του αφόρητου. Το αφόρητο.
Ο Ιωνάς, ενώ είναι προϊόν του εγκλεισμού, της καραντίνας, εκείνης της απάνθρωπης κατάστασης που ζήσαμε με τον covid, δεν θα έλεγα ότι διαβάζεται τόσο ως ένας εγκλεισμός. Δεν είναι, νομίζω, ο εγκλεισμός, αλλά η απελπισία ο πυρήνας του. Δεν είναι τόσο η ασφυξία το θέμα του, όσο η ομιλία. Δεν έχει να κάνει κυρίως με κάποιον που είναι κλεισμένος μέσα. Όσο με το γεγονός μιας απόλυτης αδυναμίας. Και τελικά μιας εξόδου. Ναι, εν τέλει ο Ιωνάς είναι μια ιστορία με happy end...Έχουμε μία έξοδο προς τα κάπου. Προς τα πού; Θα έλεγα προς την γλώσσα. Και προς αυτό που είναι πέρα από αυτήν. Όχι, βεβαίως έξοδο ηρωική, αλλά προφορικότατη, προφορική.
Όμως, αυτό που κυρίως συμβαίνει στον Ιωνά είναι μία απεύθυνση, μία ερώτηση, ένα αίτημα προς τον Άλλον. Τίθεται το θέμα της ύπαρξη αυτού του Άλλου και του καθεστώτος αυτής της ύπαρξης. Ενός Άλλου που δεν περιβάλλει, δεν αγκαλιάζει,. Απλώς παρίσταται εκεί δίπλα. Δεν μιλάει, δεν απαντά, αλλά ούτε ακριβώς σιωπά. Διότι η σιωπή είναι εντός της γλώσσας. Ο Άλλος αυτός είναι εκτός γλώσσας. Ο Άλλος ως γλώσσα απουσιάζει. Ενώ Αυτός – ή μήπως πρέπει να πω αυτό; – απλώς παρίσταται με ένα αλλόκοτο, αλλοπρόσαλλο σώμα εκεί. Είναι εκεί ένα σώμα, μπλεγμένο μέσα στην γλώσσα. Σκέτο, αφόρητο, τραυματικό. Ας πω εδώ την λέξη και ας την αφήσω ασχολίαστη: ψυχωτικό.
Ένας Άλλος ο οποίος είναι πλέον μη κατοικήσιμος, δεν έχει την ασφάλεια, την ηρεμία ενός οίκου, ενός νόμου, ενός λόγου, μιας καταγωγής ή ενός σπιτιού. Μιας πλευράς του, η οποία είναι σκοτεινή, βουβή και αμίλητη.
Θα έλεγα ότι, το αφόρητο, στον Ιωνά, έχει να κάνει με την έξοδο από την φαντασίωση αυτού του Άλλου που συντροφεύει και μιλά. Και με το πέρασμα σε έναν Άλλον που παρίσταται απλώς, που δεν απαντά.
Το πλησίασμα, την αποδοχή, αλλά τελικά, κυρίως την αναγνώριση, αυτής της σκοτεινής, της ελλειμματικής πλευράς του. Του Άλλου ως ασύστατου, απρόσμενου, αφόρητου. Ή και τρελού. Αλλά και άγνωστου και κρυφού…
Πρόκειται για μία έξοδο, μία δίοδο, από τον χώρο του Ενός, τον χώρο της γλώσσας, προς τον χώρο κάτι βωβού, προς την έρημο κάτι αβέβαιου και πολλαπλού.
Ή, για να το πω πιο απλά, με μία γλώσσα μεταφορική, είναι σαν να κοιμάσαι για πρώτη φορά μόνος – ολομόναχος – έξω, στην ύπαιθρο. Κάτω από αμέτρητα κι άγνωστα αστέρια. Ω η ανείπωτη θέρμη του γαλαξία! Ναι, ολομόναχος, αλλά μαζί με κάτι άλλο, δίπλα εκεί. Πράγμα το οποίο μπορεί να είναι και ελπιδοφόρο. Γιατί όχι;
Ο Ιωνάς δεν είναι θυμωμένος, ούτε είναι θλιμμένος. Είναι απελπισμένος. Με μια φωτεινή απελπισία είναι απαρηγόρητος. Για αυτό άρχισε να μιλά, για αυτό ομιλεί. Μιλάει, επίσης, για αυτό, για την απελπισία αυτή. Αυτή είναι η συνθήκη της ομιλίας: το απάνθρωπο. Και, τέλος, μιλάει ακριβώς σε αυτό. Αυτό, το αφόρητο. Μας ακούει αυτό. Η απουσία αυτή.

2.

Θα κλείσω με μερικές εκ των υστέρων σκέψεις και συγγένειες και με έναν, ίσως, παράδοξο τρόπο για παρουσίαση. Μου είχε κάποτε πει, ένας σημαντικός μας συγγραφέας, αλλά κάπως απόμακρος και αντιδραστικός, θα έλεγα, ότι όλα αυτά, δείχνοντας γύρω τριγύρω – ήμασταν σε μία από τις Διεθνείς Εκθέσεις Βιβλίου στην Θεσσαλονίκη – όλα αυτά, δεν είναι παρουσιάσεις, είναι απουσιάσεις. Και το εννοούσε αρνητικά. Τον κατανοώ. Συμφωνώ διότι είμαι κι εγώ εξίσου αρνητικός, ίσως και αντιδραστικός. Λοιπόν, τώρα, σκέφτομαι ότι ακριβώς αυτό είναι η πατρότητα. Και ίσως αυτός είναι ένας ακόμη τρόπος να συνδέεσαι με τον Άλλον. Ναι, απόψε θα ήθελα να ακούσω αυτόν τον όρο με την θετική ή και με την ηθική του έννοια. Για εμένα αυτό δεν είναι μόνο αληθινό, είναι, θέλω να σας το πω, πραγματικό. Και αυτό για αρκετούς λόγους και με αρκετά νοήματα, που θα μπορούσα να δώσω στην λέξη απουσιάσεις, όσων αφορά στις σχέσεις ή στα βιβλία μας. Θα ακολουθήσω όμως, εδώ, μονάχα ένα από αυτά και για αυτό θα ήθελα να τελειώσω, διαβάζοντας ένα ποίημα από το βιβλίο του Γιώργου Μπλάνα που έχει τον τίτλο Η αναπόφευκτη ανθηρότητα σου.
Θέλω να διαβάσω ένα ποίημα του Μπλάνα, όχι μόνο γιατί στάθηκε για εμένα – ένας κάποιος τρόπος του – μία ανέλπιστη λύση σε υπαρξιακά, πρακτικά, τεχνικά και πολύ συγκεκριμένα προβλήματα που είχα με την διαχείριση, τον καιρό που γραφόταν ο Ιωνάς, του υλικού μου. Είναι ένας πατέρας του. Ούτε γιατί θέλω να εξαφανίσω το βιβλίο μου μέσα στο έργο του, να το συντρίψω μέσα στο βάρος ή την σημασία αυτού του έργου. Αλλά γιατί συνειδητοποιώ ότι αναγνωρίζοντας εκεί μία πατρότητα, έστω και στιγμιαία, τοπική – μία μικροσκοπική πατρότητα – στον Γιώργο Μπλάνα και στο έργο του, αναγνωρίζω κάτι. Κάτι που ίσως τότε παραγνώριζα ή δεν μπορούσα να δω και τόσο καθαρά.
Και προσπαθώ, μέσα από αυτήν την διαδικασία κάτι να μάθω, κάτι που είναι πολύ πραγματικό ή αληθινό ή σπαρακτικό, πείτε το όπως θέλετε. Δηλαδή τη στάση εκείνη, με την οποία ο καθένας συντρίβεται ώστε να παραχθεί το έργο. Συντρίβεται, ώστε να προχωρήσει ο κόσμος επίσης. Ή, έτσι και αλλιώς, συντρίβεται.
Και κοιτώ, σχεδόν υπνωτισμένος, τα κάπως γιαπωνέζικα πέδιλα που άφησε ο Μπλάνας – όπως, άλλωστε, αφήνουμε κάτι όλοι μας – ως ίχνη ή πατημασιές στο ανείπωτο. Εκεί, στο χείλος της αβύσσου. Πριν πηδήξουμε και χαθούμε, για πάντα, στο κενό. Καλό μας ταξίδι.

Η Αναπόφευκτη ανθηρότητα σου, ψαλμός 10ος. Εδώ μέσα μπορεί να καθρεφτιστεί καλύτερα κάτι και από τον δικό μου τον Ιωνά, νομίζω.

Κουράστηκα πολύ να σε κρατήσω μέσα στα όρια του δικού μου χρόνου· κι ώρες-ώρες μ’ εξόργιζε εκείνη η παιδική σου επιμονή να κρύβεσαι απ’ το σχήμα των πραγμάτων αφήνοντάς με μοναχό με μιαν απορία φρικτή για το πάθος μου να κλείσω όλο το βλέμμα μου σε μιαν εικόνα, όλη τη σκέψη μου σ’ ένα τραγούδι. Κουράστηκα καλώντας σε· κι όμως ήξερα πως όλοι κάποτε μεγαλώνουμε ―κιεσύ μαζί― ξεπερνώντας το σχήμα του βλέμματός μας, τον ήχο των τραγουδιών πού σαλεύουν ―ζούδια μηδαμινά― στα τεράστια δάχτυλά μας. Κι όμως ήξερα πως άλλον δεν έχεις να σε δει και να σ’ ακούσει από το ζούδι που σπαράζει, εκλιπαρώντας την τεράστια παρουσία των χεριών σου.


_____________

Το κείμενο αυτό γράφτηκε με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου μου Ιωνάς στην Αθήνα, στο βιβλιοπωλείο Zátopek book cafe, την Πέμπτη, 7 Μαρτίου 2024. Τίμησαν εμένα και τον Ιωνά με την ομιλία τους εκείνο το βράδυ η Τιτίκα Δημητρούλια, ο Σταμάτης Πολενάκης και ο Σάββας Μιχαήλ.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: