Το διήγημα, που κλασικά αποτελούσε τη συντομότερη φόρμα του πεζού λόγου, έχει στην εποχή μας ήδη υπερακοντιστεί από το μικροδιήγημα (ή νανοδιήγημα στην ακόμα πιο μικρή εκδοχή του ή διήγημα μπονσάι), δηλαδή μια αφήγηση με ένα πλήρες νόημα δοσμένο με ελάχιστες λέξεις.
Στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια το μικροδιήγημα εμφανίζεται κυρίως σε ανθολογίες που καλούνται οι συμμετέχοντες να γράψουν πάνω σε συγκεκριμένο θέμα και με ένα πολύ περιορισμένο εκ των προτέρων αριθμό των λέξεων που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει κανείς. Τότε μάλιστα είναι μια πολύ γοητευτική διαδικασία, τόσο για τον γράφοντα που προσπαθεί να συμμορφωθεί με το θέμα και την έκταση του κειμένου, επιστρατεύοντας τις δεξιότητές του ώστε το μικρό αυτό κομμάτι να διαβάζεται με ενδιαφέρον, όσο και για τον αναγνώστη που διασκεδάζει εξερευνώντας την ποικιλία των λύσεων που δίνουν για το ίδιο θέμα διαφορετικά μυαλά. Γενικά για τον συγγραφέα η ενασχόληση αυτή αποτελεί μια άσκηση πειθαρχίας, μια προσπάθεια να δομήσει την ιδιαιτερότητά του, έστω στο ελάχιστο περιθώριο που του αφήνει η λευκή σελίδα που έχει μπροστά του (ή στις μέρες μας η οθόνη του υπολογιστή) και να αναδείξει την αφαιρετική του ικανότητα και την ικανότητα διύλισης των στοχασμών του έως του σημείου εκείνου που ο αναγνώστης μέσα από ελάχιστες λέξεις όχι μόνο να αντιληφθεί το θέμα ως ολοκληρωμένο αλλά και να νοιώσει μέσα στον περιορισμένο χώρο του κειμένου, μια αύρα λογοτεχνική. Καμιά φορά μπορεί και να λειτουργεί για αρχάριους συγγραφείς και ως άσκηση και προεισαγωγή για μεγαλύτερες φόρμες στο μέλλον.
Το ελάχιστο μπορεί να είναι ένας κόκκος χρυσού μέσα στην άμμο της γραφής, μπορεί όμως και να αποτελεί το σημείο συρρίκνωσης της λογοτεχνίας σε έναν πολιτισμό (τον λεγόμενο Δυτικό) όπου ανέκαθεν η υπερχείλιση ιδεών και σκέψεων ήταν το χαρακτηριστικό σημάδι του συγγραφέα και σε αυτό διέφερε η δική του σοφία από τη σοφία λακωνικού τύπου που διατυπώνουν οι άνθρωποι της καθημερινότητας. Η καλή πεζογραφία γίνεται με λέξεις (εκτός των ιδεών φυσικά ή έστω μιας κεντρικής ιδέας που είναι απαραίτητο να διατρέχει το κείμενο) και τον τρόπο συνδυασμού τους και τοποθέτησής τους πάνω στη σελίδα, για τους οποίους ο συγγραφέας μπορεί να δικαιούται την ιδιότητά του. Υπάρχει λοιπόν κάποιος κίνδυνος μήπως η κατάργηση των λέξεων στις απολύτως απαραίτητες σηματοδοτεί μια προχειρότητα που οδηγεί στη φτώχεια της τέχνης. Από την άλλη το είδος αυτό ίσως αντανακλά απλώς την εποχή μας, της ταχύτητας και της υπερπληροφόρησης, όπου δεν μπορεί κανείς να σταθεί για πολύ σε συγκεκριμένα σημεία, οπότε αυτά που λέγονται να πρέπει να είναι άμεσα, ακριβή και χωρίς περιττές λεπτομέρειες. Μην ξεχνάμε και τη σημασία της εκλαμπτικής στιγμής, εκείνης που το νόημα έρχεται σαν καρφί να τρυπήσει το νου με μια ξαφνική του φανέρωση. Τότε τα πολλά λόγια είναι περιττά.
Ένα συγκεκριμένο βιβλίο πολλές φορές γίνεται η αφορμή και για γενικότερες σκέψεις. Έτσι έρχομαι να ευχαριστήσω με αφορμή το παρόν βιβλίο την Ευσταθία Δήμου γιατί μου έδωσε την ευκαιρία να προβληματιστώ πάνω στο θέμα. Η Δήμου είναι μια ικανή τεχνίτρια του λόγου που έχει περάσει ήδη από πολλά είδη της γραφής, ποίηση (και μάλιστα ομοιοκατάληκτη), διηγήματα, δοκίμιο, μεταφορά στη συγχρονία αρχαίων κειμένων, αλλά κυρίως έχει αποδειχτεί ακάματη στην κριτική λογοτεχνικών έργων και ιδίως ποιητικών σε πάμπολλα λογοτεχνικά και ηλεκτρονικά περιοδικά με συνεχή παρουσία. Διαθέτει ―εξ αποτελέσματος― μια στέρεα παιδεία, μια κριτική σκέψη αξιοσημείωτη και μια ευκολία στη διατύπωση τόσο στον γραπτό, όσο και στον προφορικό λόγο. Η ευφυία που πηγάζει από τα μικροδιηγήματά της είναι αδιαπραγμάτευτη. Το στοιχείο επίσης των ανατροπών στις αφηγήσεις της είναι χαρακτηριστικό, καθώς το έχουμε συναντήσει και σε προηγούμενες συγγραφικές της απόπειρες. Η οπτική της είναι εφοδιασμένη με μια παιγνιώδη έως ελαφρά ειρωνική κάποτε διάθεση. Δημιουργεί ιστορίες (μετρώ από είκοσι έξι το ελάχιστο έως εκατόν σαράντα τέσσερις λέξεις το πολύ) στις οποίες κανείς θα μπορούσε να φανταστεί για τέλος μια οποιαδήποτε εκδοχή, Η δική της εκδοχή είναι συνήθως ανατρεπτική. Εκεί που όλα κυλούν ομαλά, έρχεται το απρόοπτο να μας συναντήσει. Ο στόχος της φαίνεται να είναι το αναποδογύρισμα των πραγμάτων, τόσο για να κρατήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, όσο και για να υποδείξει ότι ακριβώς και η καθημερινή ζωή μας εκπλήσσει συχνά με τους άπειρους συνδυασμούς της. Και γι’ αυτό δεν θα πλήξει κανείς ούτε στιγμή με τις μικροϊστορίες της οι οποίες αναδεικνύουν φιλοσοφικούς στοχασμούς και ψυχολογικές παρατηρήσεις. Το ύφος είναι λιτό, αφού εστιάζει κυρίως στο νόημα, όμως κάποτε γίνεται και λυρική (βλ. το κείμενο «τα φυτά έχουν τη δική τους γλώσσα»).
Στις αφηγήσεις της ως θέμα θα περιλάβει και την ίδια τη συγγραφική πρακτική, από πόσα στάδια, πόσες διορθώσεις και ακόμα από πόσες συναισθηματικές καταστάσεις πρέπει να περάσει ο λογοτέχνης προκειμένου να καταλήξει στην τελική εκφραστική εκδοχή και στο άρτιο αποτέλεσμα. Άλλα ενδιαφέροντα θέματα του βιβλίου: Ο διανοούμενος που κουράζεται να σκέφτεται και προσπαθεί να μη σκέφτεται πια, αλλά ―δικαιώνοντας την ιδιότητά του― δεν το επιτυγχάνει. Ο ερωτευμένος που καταλαβαίνει τον έρωτα όταν τον χάνει. Ένας σκακιστής που παίζει παρτίδα με τον εαυτό του. Ο δεσμοφύλακας, που είναι στην ουσία κι αυτός ένας φυλακισμένος. Ένα παιδί που γερνάει μετρώντας τ’ αστέρια, ενώ οι συνομήλικοί του ζουν μια με πληρότητα ζωή. Κάποιος που άνθρωπος αναλαμβάνει να τελειώσει ένα έργο, αλλά όταν τελειώνει συνειδητοποιεί ότι μπροστά του ανοίγεται ένα άλλο έργο το οποίο μάλλον μπορεί να συνεχίζεται στο διηνεκές.
Μέσα από τα κείμενά της αναδεικνύεται το ευμετάβλητο και η ευθραυστότητα των πραγμάτων, το απραγματοποίητο των προθέσεων, η συντομία της ζωής, ο χρόνος που περνάει, η φθορά των σωμάτων, το αναπόδραστο της μοίρας, η πάλη με τον εαυτό, η καθημερινή ρουτίνα. Η αμφισημία είναι πάντα εδώ. Πχ λέξη «σ΄ αγαπώ» μπορεί να σημαίνει τόσο την αγάπη όσο μερικές φορές και το μίσος. Η ματιά της περνάει με τρυφερότητα επάνω από τον άνθρωπο και από τον ατέρμονο αγώνα του, χωρίς όμως να σταματάει σε συγκεκριμένα πρόσωπα. Εισχωρώντας στον ψυχισμό προσώπων και αψύχων (που η ομιλία τους βεβαίως είναι και παραβολική για την ανθρώπινη κατάσταση), προσπαθεί χωρίς δραματοποιήσεις και με μια διαφαινόμενη ελαφρότητα να παρουσιάσει τις ιστορίες της για να μην βαρύνει επί πλέον το ήδη από την ίδια τη ζωή βαρύ κλίμα. Οι λύσεις που δίνει είναι ευρηματικές, αναδεικνύοντας την ευστροφία της, την αφαιρετική της ικανότητα και τη συμπυκνωμένη σκέψη. Οι διηγήσεις της αφήνουν μια αίσθηση ότι, παρά τη λύση που έχει δοθεί, τα πράγματα θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι κι αλλιώς και ο αναγνώστης της τίθεται σε μια διαδικασία να συμμετέχει και ο ίδιος, επιστρατεύοντας τη φαντασία του, σε διαφορετικές εκδοχές των πραγμάτων, ή πάντως να συνεχίσει τις σκέψεις της συγγραφέως, όταν τελειώσει το κείμενο, με ησυχία. Εξ άλλου εκ των πραγμάτων σε ένα καλό νανοδιήγημα, λίγα λέγονται και περισσότερα εξυπονοούνται. Αφήνουν ανοιχτά ενδεχόμενα και μια προοπτική διάδρασης συγγραφέα-αναγνώστη. Στις μικροϊστορίες της δεν τοποθετεί καν τίτλους ώστε να δίνει περισσότερη ακόμα ελευθερία στον αναγνώστη της στην ενδεχόμενη ερμηνεία. Ο γενικός τίτλος του βιβλίου Λευκό τοπίο το πιθανότερο είναι ότι αποτελεί μια αναφορά στη λευκή σελίδα που έχει μπροστά του να γεμίσει ο συγγραφέας, παλεύοντας να τοποθετήσει τις λέξεις του επιτυχημένα, ακολουθώντας μάλιστα και κάποια αδιόρατα ίχνη προγενέστερων συγγραφέων. Ίσως όμως σε δεύτερο επίπεδο και σε συμφωνία με τον ανατρεπτικό χαρακτήρα του βιβλίου, να εννοεί ότι και η ζωή είναι μια λευκή σελίδα που πάνω της είναι δυνατόν να εγγραφούν άπειρες δυνατότητες.
Το μόνο αρνητικό του βιβλίου ―αν θα μπορούσαμε να το πούμε έτσι― είναι ότι, εξ αιτίας της συντομίας των κειμένων, φτάνοντας στο τέλος του, θα ήθελε κανείς να είχε κρατήσει περισσότερο η απόλαυση που προηγήθηκε.