Ποιητής των μεγάλων συνθέσεων ο Σταύρος Ζαφειρίου και σε αυτήν την ποιητική του σύνθεση περιηγείται την περιοχή του υψηλού αποτυπώνοντας και σχολιάζοντας τη συνειδητοποίηση της πεπερασμένης και ατελούς ανθρώπινης συνθήκης, η οποία καθηλώνει τον άνθρωπο στο ανέφικτο, το ανελεύθερο, το εφήμερο, το ουτοπικό. Το χρονικό του πάντοτε τελευταίου θανάτου αποτελείται από τέσσερα τραγούδια καθένα από τα οποία μας εισάγει σε μια πεντάπτυχη ποιητική ενότητα. Κάθε ενότητα φέρει επιγραφή με στίχους από την Αμοργό του Νίκου Γκάτσου. Την έκδοση κοσμούν «εικόνες μεικτής τεχνικής και σχέδια με μελάνια του Σταύρου Παναγιωτάκη», από όπου προέρχονται και τα κοσμήματα μεταξύ των ενοτήτων, τα οποία υπομνηματίζουν το περιεχόμενο των ενοτήτων, δηλαδή δεν κοσμούν απλώς, αλλά σημαίνουν.
Το Χρονικό, συνεπές προς το ειδολογικό του πρόσημο, συνιστά μια ελεγεία και συγχρόνως ένα ποιητικό δοκίμιο για τον θάνατο, καθώς οριοθετεί τη δυναμική του θανάτου υπό την ατερπή σκέπη του οποίου συντελείται η αυτοσυνειδησία του ποιητικού υποκειμένου και αναπτύσσεται ο ποιητικός λόγος, αναφορικά με τον θάνατο ως γεγονός, ως πραγματικότητα και ως μετωνυμία. Η ποιητική σύνθεση του Ζαφειρίου εγγράφεται εν μέρει σε αυτοβιογραφικό πλαίσιο, καθώς, εκτός από τα έργα τέχνης —λογοτεχνικά, εικαστικά, μουσικά, κινηματογραφικά-- που ως άνθρωπος της Τέχνης έχει μεταβολίσει και εντάξει στην ποιητική του ύλη —βασικό στοιχείο της ποιητικής του πια-- περιλαμβάνει την προσωπική του ανθρωπογεωγραφία,1
και μια προσωπική επιστολή της ποιήτριας Κατερίνας Γώγου προς τον ποιητή.
Όπως η Αμοργός του Γκάτσου, με την οποία συχνά συνομιλεί, το Χρονικό
μπορεί να προσεγγιστεί από διαφορετικές οπτικές γωνίες: τη σχέση με τη λογοτεχνική παράδοση που ενσωματώνει στο ποιητικό του σώμα, από τον Σαίξπηρ ως τον Έλιοτ και από τον Ουίτμαν ως τον Σαχτούρη, αφού ο Ζαφειρίου είναι ποιητής αναγνώστης, τη διακαλλιτεχνική του υπόσταση, αφού η ποίησή του δομείται με υλικά από τη ζωγραφική, τον κινηματογράφο και τη μουσική, τη σχέση με την Ιστορία, τη γλωσσική του σύσταση, τον επιμελώς χορδισμένο ρυθμό και τη στιχουργία του, την εναργή εικονοποιία του, την ειρωνική του γλώσσα. Τηρώντας τις συμβάσεις μιας παρουσίασης, θα προσπαθήσω να απαντήσω στο ερώτημα «τί και πώς», φωτίζοντας όψεις της ποιητικής του, που τον καθιστούν αναγνωρίσιμο και ψυχωφελώς μοναδικό, όπως συμβαίνει με την άξια ποίηση.
Το πρώτο τραγούδι με τίτλο «Ένα τραγούδι για το φεγγάρι στο ποτάμι» εισάγει την έννοια της επιθυμίας του ανέφικτου μαζί με την αυταπάτη της δύναμης, που διέπει την ανθρώπινη φύση, η οποία ωστόσο βρίσκεται καθηλωμένη ποικιλοτρόπως στα πεπερασμένα της όρια. Παράλληλα, το «τραγούδι» εισάγει και το θέμα του θανάτου ανακαλώντας –εννοείται, ανεξάρτητα από τις προθέσεις του δημιουργού του--, το θρυλικό τέλος του Λι Τάι Πο, ο οποίος πνίγηκε προσπαθώντας να πιάσει το φεγγάρι που αντικατοπτριζόταν στα νερά του ποταμού. Η πενταμερής σύνθεση που ακολουθεί με τίτλο «Το τέρας στο υπόγειο» συνιστά μια επίκληση της μνήμης για να συντελεστεί ο νόστος ακολουθώντας μια διαδρομή που διαμορφώνεται από τοπόσημα του βίου και κουρελάκια παιδικών αναμνήσεων, που γίνονται το αντηχείο για τα δύσβατα θέματα που ακολουθούν, όπως η πίστη που διολισθαίνει και ο φόβος που κυριαρχεί. Το ποιητικό υποκείμενο πασχίζει να κατανοήσει τη διαδρομή: πώς ο «αυτουργός της μνήμης» και ο «αυτουργός του χρόνου» κατέληξε να γίνει «ο αυτουργός της μοίρας», θύμα κι αυτός «του δόλου του αιώνιου»;
Η πίστη! Η πίστη! / Πρέπει πρώτα να κλάψεις από τον πόνο της πίστης, / για να μπορέσεις να κλάψεις από τον πόνο της άρνησης∙ / να γελαστείς από τον δόλο του αιώνιου, / για να γελάσεις με την κατάλυσή του. // Πρέπει πρώτα να μοιάσεις για να μπορέσεις να είσαι. / Πρέπει πρώτα να είσαι. // Κι έρχομαι τώρα ο αυτουργός της μοίρας, / έχοντας κιόλας μηδενίσει την απόσταση / ανάμεσα στο νόημα και στην παραδοχή του, / ανάμεσα στις εκτάσεις του νου / και στα σημεία όπου φτάνουνε τα τεντωμένα μου μέλη, / άνθρωπος που εγκατέλειψε τη θέση του / στη μάταιη μάχη του ανθρώπου να αποκρούσει τον φόβο∙ // γιατί ο φόβος είναι το σπασμένο δοξάρι του άδηλου / και το άδηλο / είναι η χορδή που ενώνει τα πράγματα με το πραγματικό. (17)2
Το Χρονικό του πάντοτε τελευταίου θανάτου συγκροτείται και αναπτύσσεται μέσα στο ιδεολογικό πλαίσιο της ρομαντικής ειρωνείας, όπου τα ερωτήματα για τις αντιφάσεις της ανθρώπινης φύσης και του δημιουργού δεν μπορούν να απαντηθούν με μια συνολική μεταφυσική απάντηση. Ο άνθρωπος, δέσμιος της πεπερασμένης του φύσης, τσακίζεται κάθε φορά που τολμά να ατενίσει την αιωνιότητα, ενώ οι περιορισμένες του αισθήσεις τον οδηγούν σε λειψή ή και απατηλή γνώση του κόσμου. Επομένως, και ο ποιητής μόνος σε ένα κόσμο ακατανόητο και εχθρικό προσπαθεί με το μόνο όπλο που διαθέτει απέναντι στην αναπόφευκτη μοίρα του και, παράλληλα, το μόνο στοιχείο που τον συνδέει με την αιωνιότητα, το νου και τη φαντασία, να υπερβεί τη θνητή του φύση ή έστω να την κατανοήσει. Το Χρονικό του Ζαφειρίου αποτυπώνει την επώδυνη διαδρομή της συνειδητοποίησης ότι το ergo της ύπαρξης είναι ο θάνατος και πως η μόνη δυναμική απάντηση απέναντι σ’ αυτήν την ανελέητη μοίρα είναι η τέχνη.
Έχοντας συνείδηση της πεπερασμένης του φύσης, λοιπόν, το ποιητικό υποκείμενο ήδη από την πρώτη ενότητα αναθέτει στον Λόγο να διακρίνει τι υπάρχει πίσω από την ψεύτικη όψη της ζωής, αφού μόνο εκείνος «μπορεί να περάσει το ίδιο ποτάμι δυο φορές, / μόνον εκείνος μπορεί να χωρέσει στα όμικρον του χρόνου όλο τον χρόνο». (18) Η ενότητα κορυφώνεται με τη συνειδητοποίηση πως το παρελθόν δεν είναι παρά μια επινόηση. Η διαδρομή του λόγου ανάμεσα στα χάσματα της μνήμης και στα άδεια σχήματα, στο υπόγειο της παιδικής ηλικίας, καταλήγει στη γοερή φωνή του τέρατος που είναι ο φόβος του ανθρώπου. Το ποιητικό υποκείμενο τελικά συνειδητοποιεί πως
«δεν υπάρχει πια το υπόγειο/ το σκοτεινό κρησφύγετο των παιδικών μου χρόνων, / το υπόγειο που ίσως δεν υπήρξε ποτέ / όμως κατέβαινα τις ραβδωτές του σκάλες, / για ν’ ανταμώσω το τέρας που έτρεφα, / το τέρας που είχα, να με παρηγορεί. / Επειδή αυτό που δεν είναι το επινοείς, / όπως μαζί επινοείς και το τέρας σου / και τον φόβο των παιδικών σου χρόνων, / δίχως καν να υποπτεύεσαι ότι ο φόβος / είναι το αντίθετο της επινόησής του, / δίχως καν να φαντάζεσαι ότι ο φόβος / είναι το τέρας που σε παρηγορεί. (21-22)
Το δεύτερο τραγούδι, «Ένα τραγούδι για την αθέατη ραφή», λιγότερο ελεγειακό από όσο η προηγούμενη σύνθεση, θεματοποιεί τη νομοτελειακή φύση της ζωής, μέσα από την αποτύπωση της συνύπαρξης και της ύπαρξης καθενός χωριστά, της μάνας και του πατέρα, που έζησαν κάμποση ζωή∙ ήταν αυτή. / Κι αυτή που ήταν δεν μπορεί να ήταν αλλιώς. Η φράση κλειδί «Ήταν αυτή» γίνεται το σκαλοπάτι που οδηγεί στη δεύτερη πενταμερή σύνθεση με τον τίτλο «Είναι αυτό», που αποθαρρύνει την εκτροπή του αναγνώστη προς οποιαδήποτε αμφισβήτηση ήδη πριν γνωρίσει το περιεχόμενο της αντωνυμίας. Στην ποιητική σύνθεση που ακολουθεί το «αυτό» εννοηματώνεται μέσα από τρεις αφηγήσεις: οι δύο αφορούν το επεισόδιο του 1889, με τον Νίτσε και το μαστίγωμα του αλόγου, το οποίο αξιοποίησε κινηματογραφικά ο Ούγγρος σκηνοθέτης Μπέλα Ταρ στην ταινία του «Το άλογο του Τορίνο», το 2011∙ η δεύτερη αφήγηση επικεντρώνεται στο έγκλημα του Ρασκόλνικοφ το 1866, στο έργο Έγκλημα και Τιμωρία του Ντοστογιέφσκι. Κοινό νήμα των τριών αφηγήσεων τα μεγάλα ερωτηματικά για το τέλος του ανθρώπου, το (μη) νόημα της ζωής και την ελευθερία της βούλησης. Ας σημειωθεί εδώ ότι η αλληγορική λειτουργία του αλόγου σε όλη την ενότητα, καθώς και γενικότερα η πολύσημη λειτουργία του ως μοτίβου σε όλη τη συλλογή, διευρύνει την ειρωνική διάσταση της ποιητικής γλώσσας.
Στη συνέχεια, ακούγοντας την 5η συμφωνία του Μάλερ, σχόλιο για τον έρωτα και τον θάνατο, όπου χωνεύουν οι αντιφάσεις της ζωής, και όπου στα πνευστά της ακούγεται ο θρήνος του χρόνου, / στις χορδές της ο θυμός της ζωής, το ποιητικό υποκείμενο στοχάζεται τη συνάφεια έρωτα και θανάτου, μετατρέποντας την «όαση παραδείσου», που είναι το adagietto στην 5η του Μάλερ, σε adagietto
μιας απάντησης / που υφαίνεται ξανά σαν απορία. // Σκέφτομαι, να, παμ! παμ! παμ! / στους χτύπους του μικρού τυμπανιστή, / πόση αθωότητα ξόδεψα μέχρι να μάθω ότι η απόγνωση είναι η επιθυμία, / πόσα βήματα μέχρι να φτάσω από το μαρς των ουρανών στα τρομερά ιδιόμελα των έργων. (30-31) Μετά την ολοκληρωτική εκτροπή του στο «τρομερό ιδιόμελο», ύστερα από μια σύντομη στάση στο ατελέσφορο «θαύμα», το ποιητικό υποκείμενο καλεί ξανά τον ποιητικό λόγο να πορευτεί εκεί όπου μπορεί να διαυγαστεί το μείζον ερώτημα, που παραμένει αναπάντητο: ποιο είναι το σωστό και το λάθος της ύπαρξης;
Το τρίτο τραγούδι με τίτλο «Ένα τραγούδι για την καντηλανάφτισσα που σβήνει τα κεριά πριν αποσώσουν» θέτει το θέμα της αλήθειας: Όλη η αλήθεια είναι ένας χαρταετός / που όταν φυσά τον καντηλιάζεις στους αιθέρες. (36) Η ενότητα που ακολουθεί με τον ομώνυμο της συλλογής τίτλο «Το χρονικό του πάντοτε τελευταίου θανάτου» φέρνει και την ιστορία στο κάδρο της ποίησης άλλοτε αγκυρωμένης στον ιστορικό χρόνο και άλλοτε άχρονη, αφού ό,τι ενδιαφέρει είναι η παραδοχή ότι όλες οι νίκες και όλες οι ήττες προσκρούουν στο μη νόημα της ύπαρξης. Η αναφορά στα τραγούδια του Ισίδωρου Ντυκάς φέρνει τους βλάσφημους καιρούς του στο παρόν. Η ειρωνική γλώσσα τροφοδοτείται διαρκώς από την εγγενή διάσταση της ανθρώπινης συνθήκης, την αντιφατικότητα: Υπάρχει η λύπη, υπάρχει και η χαρά / και η μια δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς να υπάρχει η άλλη, / όπως το νείκος δεν μπορεί να υπαρξει χωρίς τη φιλότητα, / όπως ο κόσμος δίχως τις διαφορές που τον ενώνουν. (41) Η τάξη του κόσμου δεν είναι παρά τα ερείπια: Χάσμα των Ιερών Δελφών, / αίθουσα πολυδαίδαλη της ήττας / --ποιος ακούει τον λυγμό της μάντιδας δάφνης σου; // Αρχαίο ποτάμι Ηριδανέ / --ποιος πενθεί τη χαμένη λαλιά των πηγών σου; […] Frauenkirche της ανοχύρωτης Δρέσδης, / ταύρε διαμελισμένε της Γκουέρνικα, / Little Boy φως αυγουστιάτικο πάνω απ’ τη Χιροσίμα, κι εσύ Πύλη του Βρανδεμβούργου/ με την Ειρήνη στο τέθριππο άρμα της να κρατά σαν στεφάνι ελιάς / τον σταυρό των δικών της πολέμων. // Ερείπια, πάντα ερείπια. (42) Ο ποιητής μόνος στην πολιτεία των συλημένων μνημάτων, ξεναγός ερειπίων κι εκφωνητής νεκρών, κρατώντας μέσα στο στήθος του τον έσχατο θάνατο και καλώντας όνομα τ’ όνομα τον τελευταίο νεκρό γράφει το χρονικό του πάντοτε τελευταίου θανάτου. Ξεκινώντας από τον θάνατο της Κόκκινης Ρόζας μνημονεύει θανάτους δικαιωμένων και αδικαίωτων, εκούσιους και ακούσιους, ήσυχους ή βίαιους και καταλήγει:
Και στέκομαι εδώ, / στο σημείο όπου συγκλίνουν ο χρόνος και η αιώνιά του επιστροφή, / στο σημείο όπου η ιστορία του κόσμου ανταμώνει την επανάληψή της, / σ’ αυτή τη στιγμή του εφήμερου της ύπαρξης, /που είναι η άλλη όψη της αθανασίας. / Επειδή η μόνη αθανασία είναι αυτή του θανάτου / και ο θάνατος είναι το ergo της ύπαρξης∙ / επειδή το εφήμερο γεννάει την ιστορία του κόσμου / κι η ιστορία του κόσμου είναι η ιστόρηση της επανάληψής της. (46)
Αν και ο Ζαφειρίου καταπιάνεται με μείζονα ζητήματα της ύπαρξης δεν φιλοσοφεί. Έτσι πέρα από τις όποιες απαντήσεις δίνει, προϋποθέτει ή αποσιωπά, η αισθητική απόλαυση που προσφέρει αφορά το βασανιστικό «πώς» της δικής του ποίησης και τον τρόπο με τον οποίο ο στοχασμός του αναδεικνύει το ιδιόμελο του δικού του έργου. Έτσι, το τέταρτο και τελευταίο τραγούδι με τίτλο «Ένα τραγούδι για την Κατερίνα στο σφαγείο», αφού παραθέσει ένα σημείωμα που του είχε στείλει στις 14 Ιουνίου 1988 η Κατερίνα Γώγου, αναστοχάζεται «το σφαγείο κατάντικρυ στη λογική των πραγμάτων»∙ από τον παλιό καιρό, τον αρχαίο χρόνο, που είναι σήμερα αφού κι οι λέξεις απροσάρμοστοι, τιμή, εξευτελισμός, η λέξη μοναξιά, / με τα ίδια γράμματα, / το ίδιο μελάνι γράφονται ακόμη. (49) Η ενότητα που ακολουθεί έχει τίτλο «Ο τελευταίος ήχος του κόσμου». Ο ιππέας του πρώτου μέρους που ως και το δεύτερο μέρος της σύνθεσης «λαχταράει να ταξιδέψει με το άλογο στην Κόρδοβα», στο τέταρτο μέρος εμφανίζεται με το άλογό του ξέπνοο μπροστά σε έναν πύργο που καταρρέει. Στο τέλος της σύνθεσης το ποιητικό υποκείμενο έχοντας συνειδητοποιήσει πως η αναμάγευση δεν είναι εφικτή, ξαναγυρίζει στο φως μέσα από την εύρωστη φωνή του Ουίτμαν ο οποίος πανίσχυρος, πολλαπλός, αντιφατικός, επιμένει πως τίποτε δεν καταστρέφεται. Και παρόλο που το ποιητικό εγώ τού αντιτάσσει ότι όλα έχουν καταστραφεί και μένει με τα ερείπια του κόσμου στα χέρια του και με τις λέξεις στίγματα, σημεία που δεν σημαίνουν τίποτε, λέξεις κύμβαλα απορημένα που αλαλάζουν, (56) ο ποιητικός λόγος εν τέλει κατορθώνεται μέσα από την επίγνωση και τη συνειδητοποίηση ότι ο ήχος του τέλους, παρά την υπόκρουση του Τ.S. Eliot που απαγγέλλει από τους Κούφιους του ανθρώπους: This is the way the world ends / This is the way the world ends / This is the way the world ends / Not with a bang but a whimper. O κόσμος όμως δεν θα τελειώσει έτσι: Ούτε με έναν κρότο ούτε μ’ ένα λυγμό. / Με όλους τους ήχους του μαζί θα τελειώσει. / Με όλους τους ήχους μου να τους ακούω μαζί. Ποιοι είναι αυτοί οι ήχοι; ο Ζαφειρίου έχοντας κλείσει στη χούφτα του τον αιώνα που πέρασε ντυμένος τη ματωμένη στολή του (55) έχει φροντίσει να τους αποτυπώσει μετά τη συνειδητοποίηση –κι εδώ είναι ένα σημείο ουσιαστικού διαλόγου με τον Γκάτσο-- ότι κανένας θεός δεν θα σφάξει ποτέ ένα αηδόνι στην πείνα του ανθρώπου / πριν ο άνθρωπος σφάξει τ’ αηδόνια του δάσους του στον βωμό ενός θεού∙ και ότι κανένας θεός δεν θα στίψει ποτέ ένα σύννεφο στη δίψα του ανθρώπου / πριν ο άνθρωπος στίψει τα σύννεφα του δικού του ουρανού στα χείλη ενός θεού. (57)
Η σύνθεση ολοκληρώνεται με ένα εκρηκτικό μελλοντικό αλλά καθόλου υποθετικό ηχοτοπίο που δικαιώνει το αβάσταχτο φορτίο του ποιητή να αποφασίσει για τα όρια της δικής του ελευθερίας, έστω και αν αυτή συναιρείται στην επιλογή των ήχων του τέλους, υπερβαίνοντας τον μεσοπολεμικό λυγμό για το τέλος της κουλτούρας, που ο Έλιοτ μνημείωσε:
Όταν τελειώσει ο κόσμος / σκέφτομαι ότι ο ήχος του τέλους του δεν θάθελα να είναι / ένας κρότος ή ένας λυγμός/ αλλά οι αρμένικες βρισιές του γερο-πρόσφυγα [..] η ινδιάνικη ιαχή του Τσαρλς Μπρόνσον / όταν υψώνει το κοντάρι της επίθεσης / στην «Τελευταία σφαίρα του πολέμου», […] το ντέφι του γύφτου που το κρούει / για να ορθωθεί η αρκούδα στα γοφιά της, […], το παραλήρημα του διπολικού / στον άδειο διάδρομο του ψυχιατρείου […] το κουδούνισμα της ταμειακής που ανοιγοκλείνει στο Dark side of the moon, η τρομπέτα του Miles Davis, το allegretto της 7ης απ’ τα μεγάφωνα των πολιορκημένων, της πεταλούδας η κραυγή στο When the music’s over. (58-59)
Η κατάφαση του τέλους προς τους ήχους του κόσμου και της τέχνης συνιστά και την παλινόρθωση του ποιητικού λόγου, στου οποίου την πορεία άλλωστε εγγράφεται και Το χρονικό του πάντοτε τελευταίου θανάτου. Ένα χρονικό που μας ταράζει παραμυθητικά, όπως μόνο η καλή ποίηση έχει τη δύναμη να κάνει.
____________
1. Ο ίδιος επισημαίνει σε συνέντευξή του: «Το ποίημα είναι ένα διαρκές πηγαινέλα στον χώρο και στον χρόνο. Δεν υπάρχουν ήρωες στην ποίηση. Υπάρχουν οι λέξεις. Αυτές είναι οι ήρωες του ποιητή, αυτές είναι ο αγώνας του. Θέλω να πω ότι η πόλη είναι η μνήμη, η πόλη είναι ο χρόνος, η πόλη είναι η γλώσσα». Σταύρος Ζαφειρίου, «Δεν υπάρχουν άνυδρες ή μη ποιητικές εποχές» [συνέντευξη στον Γιώργο Γούλα], parallaxi, 21.3.2024 https://parallaximag.gr/prosopa/stayros-zafeirioy-den-yparchoyn-paragogika-anydres-i-mi-poiitikes-epoches
2. Οι αριθμοί σε παρένθεση στο τέλος των παραθεμάτων παραπέμπουν στην ποιητική συλλογή του Ζαφειρίου, Το χρονικό του πάντοτε τελευταίου θανάτου, Νεφέλη 2024.