(1933-2023)

Επιμέλεια: Θανάσης Αγάθος


Δεν υπάρχει Έλληνας μεταπολεμικός συγγραφέας που να άφησε εντονότερο αποτύπωμα στο λογοτεχνικό πεδίο και στη δημόσια σφαίρα από τον Βασίλη Βασιλικό. Υπήρξε συγγραφέας από την εφηβεία του ―σε ηλικία 16 ετών, το 1949, έγραψε το πρώτο μυθιστόρημά του, Τα σιλό, και δημοσίευσε ποιήματά του στην εφημερίδα Μακεδονία― και υπήρξε ο πρώτος που απαίτησε, όπως συχνά έλεγε με καμάρι, να αναφέρεται η επαγγελματική του ιδιότητα δίπλα στο όνομά του στον τηλεφωνικό κατάλογο. Και, επιπλέον, επεδίωξε και πέτυχε να είναι και να παραμείνει βαθιά πολιτικός, τόσο με τα γραπτά του όσο και με τις πράξεις του.
Ο Βασιλικός γεννήθηκε στην Καβάλα στις 18 Νοεμβρίου του 1933, καταγόταν από αστική οικογένεια με πολιτικές και καλλιτεχνικές ανησυχίες ―ο πατέρας του, Νικόλαος Βασιλικός, είχε εκλεγεί το 1936 βουλευτής με το κόμμα των Φιλελευθέρων και η μητέρα του, Καίτη Βασιλικού, είχε κάνει μουσικές σπουδές―, φοίτησε στο περίφημο κολέγιο Ανατόλια της Θεσσαλονίκης και στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ και σε ηλικία 20 ετών, το 1953, έκανε την πρώτη «επίσημη» εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα, με τη νουβέλα Η διήγηση του Ιάσονα, ανασύνθεση του μύθου του Ιάσονα και της προσπάθειάς του να αποδεσμευτεί από τα πατρικά δεσμά. Την περίοδο εκείνη εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και ανάπτυξε φιλικές σχέσεις με εξέχουσες προσωπικότητες της πνευματικής ζωής, όπως ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Νίκος Γκάτσος, ενώ, παράλληλα, μπήκαν οι βάσεις μιας φιλικής σχέσης ζωής με τον συνομήλικό του Μένη Κουμανταρέα. Το 1956 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του Θύματα ειρήνης, ύμνος στην ανδρική φιλία, μέσα από τη δραματική περιπέτεια της συντροφιάς επτά νέων ανδρών στη μεταπολεμική Θεσσαλονίκη. Στα τέλη της δεκαετίας του ’50, μαζί με την πρώτη του σύζυγο, την Ελληνοαμερικανίδα (Δήμητρα) Μιμή Ατσίδη-Βασιλικού, έφυγε στις ΗΠΑ, όπου σπούδασε σκηνοθεσία τηλεόρασης στη Δραματική Σχολή του Πανεπιστημίου Γέιλ (Drama School - SRT) στο Νιού Χέιβεν του Κονέτικατ, και το 1961 επανήλθε στην Ελλάδα, όπου εξέδωσε την περίφημη Τριλογία του (Το φύλλο, Το πηγάδι, Τ’ αγγέλιασμα), ένα αποκαλυπτικό, «καφκικό» τρίπτυχο με κεντρικό πρόσωπο έναν εξεγερμένο νέο που αρνείται να υποταχτεί στο σύστημα, βιβλίο-ορόσημο στην πορεία του συγγραφέα, που τιμήθηκε με το Βραβείο της Ομάδας των Δώδεκα. Την ίδια περίοδο πραγματοποιήθηκε η είσοδός του στον χώρο της δημοσιογραφίας, χάρη στη συνεργασία του με το περιοδικό Ο Ταχυδρόμος, στο οποίο δημοσίευσε ρεπορτάζ και ανταποκρίσεις, αλλά και η είσοδός του στον χώρο του κινηματογράφου, με τη συγγραφή σεναρίων για τις ταινίες Μικρές Αφροδίτες του Νίκου Κούνδουρου και Επιτάφιος για εχθρούς και φίλους (1965) του Τσέχου Γίρι Σέκενς, αλλά και για μια ταινία του Ζιλ Ντασέν, με πρωταγωνίστρια τη Μελίνα Μερκούρη (τελικά ούτε το συγκεριμένο σενάριο ολοκληρώθηκε ούτε η ταινία γυρίστηκε). Οι επιρροές από τον κινηματογράφο και τη δημοσιογραφία αποτυπώθηκαν στα επόμενα βιβλία του, Οι φωτογραφίες (1964) και Εκτός των τειχών (1966) αντιστοίχως, ενώ την εποχή εκείνη είδε το φως και το παλαιότερο πεζογράφημά του, Η μυθολογία της Αμερικής (1964), μια απομυθοποιητική και σατιρική αποτύπωση της Αμερικής. Στα τέλη του 1966 εκδόθηκε στην Ελλάδα το βιβλίο που, λίγο αργότερα, και με τη διαμεσολάβηση της λαμπρής κινηματογραφικής του μεταφοράς από τον Κώστα Γαβρά (1969), τοποθέτησε πανηγυρικά τον Βασιλικό στον παγκόσμιο λογοτεχνικό χάρτη, καθώς μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και σημείωσε διεθνή επιτυχία: το Ζ. Φανταστικό ντοκιμαντέρ ενός εγκλήματος, το πρώτο ελληνικό non-fiction novel, μια αριστουργηματική, τολμηρή σκιαγράφηση της δολοφονίας του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη από παρακρατικούς κύκλους στη Θεσσαλονίκη του 1963 και του νοσηρού πολιτικού κλίματος που οδήγησε σε αυτήν.
Κατά τη διάρκεια της επτάχρονης Δικτατορίας (1967-1974) ο Βασιλικός αυτοεξορίστηκε στην Ευρώπη, μαζί με τη σύζυγό του, και δημιούργησε τις εκδόσεις 8 ½, μέσω των οποίων διακινήθηκαν όλα τα κείμενα, πεζά πρωτίστως και ποιητικά δευτερευόντως, που έγραψε αυτή την περίοδο, αποτυπώνοντας στο χαρτί τον αντιδικτατορικό αγώνα και χρησιμοποιώντας συχνά τη φόρμα της μαρτυρίας-ντοκουμέντου. Στη φάση αυτή, όπου η γραφή για τον Βασιλικό συνυπάρχει ή, ακριβέστερα, ταυτίζεται με τον αντιδικτατορικό ακτιβισμό, ανήκουν τα πεζογραφήματα Σε γνωρίζω από την κόψη μου… (1971), Η δολοκτονία (1971), Το ψαροτούφεκο (1971), Μετώκησεν εις άγνωστον διεύθυνσιν (1971), 20:20 (1971), Το μαγνητόφωνο (1971), Ο πλανόδιος πλασιέ (1971), Φίφτι-Φίφτι (1972), Το μαγνητόφωνο δύο (1972), Καφενείο Εμιγκρέκ (Ο Άγιος Κλαύδιος) (1972), Το πορτραίτο ενός αγωνιστή. Νίκος Ζαμπέλης (1973), οι ποιητικές συλλογές Λάκα-Σούλι (1969), Bella ciao (1970), Ο ληξίαρχος (1970), Συνάντηση με τον ήλιο (1972), Ήλιε μου, Αρταξέρξη μου (1971) και το θεατρικό έργο Το λαχείο (1971). Πρόκειται για σημαντικά κείμενα, που πολλές δεκαετίες μετά, συγκεντρώθηκαν, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, σε δύο τόμους των εκδόσεων Παπαζήση το 2012, χάρη στο πάθος και το μεράκι του αείμνηστου Κώστα Καλφόπουλου (1956-2023).
Το 1974, με την πτώση της χούντας και την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, ο Βασιλικός επέστρεψε στην Ελλάδα, πιο δραστήριος από ποτέ. Στον χώρο της δημοσιογραφίας, συνεργάστηκε με τις εφημερίδες Τα Νέα και Ελευθεροτυπία, γράφοντας χρονογραφήματα και άρθρα πολιτικού και κοινωνικού ενδιαφέροντος. Στον χώρο της λογοτεχνίας, έδωσε ακόμη ένα μείζον έργο, το πυκνό, δαιδαλώδες, έντονα αυτοναφορικό μυθιστόρημα Γλαύκος Θρασάκης (1974), γύρω από την απόπειρα ενός ερευνητή να ανασυνθέσει τον βίο και το έργο ενός ιδιόρρυθμου συγγραφέα, που περνά μεγάλο διάστημα ως αυτοεξόριστος στην Ευρώπη. Παράλληλα, εξέδωσε, σε φρενήρεις ρυθμούς, νεότερα και παλαιότερα (αλλά ανέκδοτα ως τότε, για διάφορους λόγους) κείμενά του, πεζά, ποιητικά και θεατρικά: Ο μονάρχης (1974), Ο Απόστολος Παύλος στη φυλακή των Φιλίππων (1974), Το ημερολόγιο του Ζ (1974), Η κάθοδος (1974), Αναμνήσεις από τον Χείρωνα (1974), Ο χορδιστής (1975), Ο ιατροδικαστής (1976), Το καλοκαίρι του Ερωτόκριτου (1976), Τα σιλό (1976), Ο άνθρωπος με το άδειο (1977), Ο θάνατος του Αμερικάνου (1977), Ανεπίδοτη επιστολή στον Αλέξανδρο Παναγούλη (1977), φόρος τιμής στον ήρωα με τον οποίο ο Βασιλικός συνδέθηκε στενά την περίοδο της επταετίας, Οι ρεμπέτες και άλλα διηγήματα (1977), Το νερό (Το ήλιον της Κω), (1977), ακόμη ένα non-fiction novel επικεντρωμένο στην πολύκροτη ιστορία του «νερού του Καματερού», που συντάραξε την ελληνική κοινή γνώμη την περίοδο Φεβρουαρίου-Μαρτίου 1976, Μια ιστορία αγάπης (1977), Ο θάνατος του Αμερικάνου (1977), Σαρξ και Μαρξ (1977) Τροχαλίες (1977), απόπειρα μυθιστορηματικής αυτοβιογραφίας, Κρουπ-Ελλάς (1977), Η ζωή μου όλη / Στέλιος Καζαντζίδης (1978), πολυσυζητημένη βιογραφία του δημοφιλέστατου τραγουδιστή, Ιμάντες (1978), ποιητική συλλογή γραμμένη στα μέσα της δεκαετίας του ’50, Το λιμάνι της αγωνίας (1978), Τα καμάκια (1978), τολμηρή σάτιρα ηθών.
Τον Αύγουστο του 1978 έφυγε αναπάντεχα από τη ζωή η Μιμή Βασιλικού, ενώ το ζευγάρι βρισκόταν στη Ρώμη. Το τραύμα της απώλειας ήταν μεγάλο και ο συγγραφέας της αφιέρωσε πέντε πολύ τρυφερά και σπαρακτικά βιβλία που εκδόθηκαν μέσα στο 1979: Ο τρομερός μήνας Αύγουστος (13.8.78-30.9.78), Το τελευταίο αντίο, Foco damor (Η φλόγα της αγάπης), Το γράμμα της αγάπης και Το βραχιόλι. Το 1979, επιπρόσθετα, εμφανίστηκε ως ηθοποιός στην ταινία του Δημήτρη Μαυρίκιου Στον δρόμο του Λαμόρε.
Το 1981 (χρονιά που στις προθήκες των βιβλιοπωλείων βρίσκονταν τα βιβλία του Αυτοκτονία με ερωτηματικό, Οι λωτοφάγοι και Τα χαζά μπούτια), αρνήθηκε πρόταση του Ανδρέα Παπανδρέου (τον οποίο δήλωσε δημόσια ότι θαυμάζει) να πολιτευτεί, αλλά ανέλαβε τη θέση του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή της ΕΡΤ, επιφέροντας σημαντικές καινοτομίες και ανανεώνοντας τη φυσιογνωμία του τηλεοπτικού προγράμματος. Παραιτήθηκε από την ΕΡΤ το 1984, ενώ στη ζωή του εισήλθε η διεθνούς φήμης υψίφωνος Βάσω Παπαντωνίου, με την οποία παντρεύτηκαν, κινούμενοι μεταξύ Ρώμης, Παρισιού και Αθήνας. Παράλληλα συνέχισε τη συγγραφική του δραστηριότητα: Ο κομήτης του Χάλλεϋ. Υπάρχουν όνειρα (1985), Το ελικόπτερο (1985), σαρκαστική σκιαγράφηση της θητείας του στην ΕΡΤ, Η άσπρη αρκούδα, (1987), Το σφράτο (1989), Ο ασβός (1989), Κ (1992), πολυαναμενόμενο αλλά άνισο μυθιστόρημα εμπνευσμένο από την υπόθεση Κοσκωτά. Το 1992 γεννήθηκε η Ευρυδίκη, κόρη του Βασιλικού και της Βάσως Παπαντωνίου, το 1993 εκδόθηκε το (γραμμένο το 1980) μυθιστόρημά του Μάγια, το 1994 εξελέγη δημοτικός σύμβουλος του Δήμου Αθηναίων και εγκαινίασε την τηλεοπτική εκπομπή Άξιον εστί, αφιερωμένη στο βιβλίο, την οποία επιμελούνταν και παρουσίαζε ο ίδιος (και η οποία μεταδιδόταν με μικρά διαλείμματα, ως το 2019), το 1996 διορίστηκε Πρέσβης εκ προσωπικοτήτων στην UNESCO (θέση την οποία κατείχε μέχρι το 2004) και το 1999 έδωσε την υπέροχη αυτοβιογραφία του Η μνήμη επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα, ουσιαστική κατάθεση πνεύματος και ψυχής.
Στη διάρκεια των δύο πρώτων δεκαετιών του εικοστού πρώτου αιώνα, ο Βασιλικός αρνήθηκε να καταθέσει τα όπλα ή να επαναπαυτεί στις δάφνες του. Εξέδωσε δυο νέα ημερολογιακά-αυτοβιογραφικά κείμενα, με έντονη την παρουσία του παιγνιώδους ύφους του, το Οι γάτες της Rue d' Hauteville (2010) και το Ημερολόγιο Θάσου (2015), ενώ, ταυτόχρονα, επανεκδόθηκαν αρκετά παλαιότερα βιβλία του ― αρκετά με εισαγωγές ή επίμετρα μελετητών του έργου του. Διατέλεσε πρόεδρος της Εταιρείας Συγγραφέων επί δύο θητείες (2001-2004). Στις βουλευτικές εκλογές του 2015 τοποθετήθηκε επικεφαλής του ψηφοδελτίου Επικρατείας της εκλογικής συνεργασίας Πράσινοι - Δημοκρατική Αριστερά, αλλά δεν εξελέγη. Εξελέγη, όμως, το 2019, και έτσι την περίοδο 2019-2023 υπήρξε βουλευτής Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία.
Άφησε την τελευταία του πνοή στην Αθήνα στις 30 Νοεμβρίου 2023, λίγες μέρες μετά τη συμπλήρωση των 90 χρόνων του.


Βαρκάδα στον Θερμαϊκό



Πολίτης του κόσμου, διανοούμενος με βαθιά αίσθηση του ηθικού χρέους του ως «διαμορφωτή συνειδήσεων», διαθέσιμος και ανοιχτός απέναντι σε οτιδήποτε καινούριο, ο Βασιλικός άφησε πίσω του ένα πληθωρικό και πολυδιάστατο έργο (μυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα, ποιητικές συλλογές, θεατρικά έργα, αυτοβιογραφικά και ημερολογιακά κείμενα, χρονογραφήματα, άρθρα, βιβλιοκρισίες, κινηματογραφικά και τηλεοπτικά σενάρια), που δεν έχει ακόμη εκτιμηθεί και αποκρυπτογραφηθεί στην ολότητά του. Η κριτική στάθηκε συχνά στα τρία έργα-φάρους της πορείας του, την Τριλογία, το Ζ και τον Γλαύκο Θρασάκη, ενώ πίσω και πέρα από τα τρία αυτά, όντως κορυφαία, βιβλία υπάρχουν δεκάδες άλλα αξιόλογα βιβλία, που περιμένουν να ανακαλυφθούν και να (ξανα)διαβαστούν. Παρά τις εναλλαγές του ύφους (ο Βασιλικός περνούσε εύκολα από το ρεαλιστικό στο λυρικό και από το κωμικό στο δραματικό) και του είδους (από το μυθιστόρημα-ντοκουμέντο περνούσε με άνεση στο ερωτικό μυθιστόρημα, στο μυθιστόρημα ενηλικίωσης ή στο αφήγημα δρόμου), οι κεντρικοί χαρακτήρες του είχαν πάντοτε μια μεταιχμιακή διάσταση και ορισμένα θέματα αποτέλεσαν πυλώνες του έργου του, διαπερνώντας το σύνολο της λογοτεχνικής παραγωγής του: η αναζήτηση ταυτότητας, η παντοδυναμία της μνήμης και του χρόνου, η ανάγκη της φυγής και της αποδέσμευσης από τα οικογενειακά δεσμά ως προϋποθέσεις για την κατάκτηση της ελευθερίας, η κυριαρχία του έρωτα, ο φόβος του θανάτου, η αλλοτρίωση στο αφιλόξενο, απρόσωπο αστικό περιβάλλον. Και, παντού σχεδόν, ο συγγραφέας δεν έπαψε να σχολιάζει την αλληλεξάρτηση πραγματικού και φανταστικού και να προβάλλει τη διαδικασία της γραφής: η γραφή ως δημιουργία, η γραφή ως παιχνίδι, η γραφή ως βάσανος, η γραφή ως μνήμη, η γραφή ως λύτρωση, η γραφή ως υπέρτατη ηδονή.
Ο Βασιλικός ήταν συγγραφέας αυτοβιογραφικός και έντονα αυτοαναφορικός και το παραδεχόταν συχνά-πυκνά. Σε αρκετές περιπτώσεις, καταργούσε τις τυπικές συμβάσεις και τα όρια των λογοτεχνικών ειδών, δεν δίσταζε να παραπέμψει ευθέως στους συγγραφείς που αγαπούσε (από τον Καμί, τον Κέρουακ και τον Ζιντ στον Παπαδιαμάντη, τον Καζαντζάκη και τον Θεοτοκά), έγραφε και ξαναέγραφε τα έργα του (εξού και οι διαφορές από έκδοση σε έκδοση του ίδιου έργου) και μονίμως προσκαλούσε το αναγνωστικό κοινό να τον συντροφέψει στα διακειμενικά και αφηγηματολογικά του παιχνίδια. Το έργο του (ακόμη και τα πιο εσωτερικά, προσωπικά του δημιουργήματα) ήταν πάντοτε σε ανοιχτό διάλογο με τα μεγάλα ―και μικρότερα― ιστορικά γεγονότα του εικοστού αιώνα.
Ο Βασιλικός είχε πάντοτε το θάρρος της γνώμης του. Δεν φοβήθηκε ποτέ να εκτεθεί δημόσια, είτε μέσα από τα λογοτεχνικά του κείμενα, είτε μέσα από τη δημοσιογραφία, είτε μέσα από τις δημόσιες παρεμβάσεις του, είτε μέσα από την πολιτική του δράση. Δεν φοβήθηκε να προκαλέσει με τις απόψεις του, δεν τον ενδιέφερε να είναι αρεστός. Θα έλεγε κανείς ότι η πολιτική του δράση συμπορευόταν με το συγγραφικό του έργο.

Φόρο τιμής σε αυτό το πολύμορφο έργο και σε αυτήν τη γενναία δράση θέλει να αποτελέσει αυτό εδώ το αφιέρωμα, με αφορμή τη συμπλήρωση ενός χρόνου από την εκδημία του Βασίλη Βασιλικού. Στο αφιέρωμα συμμετέχουν παλαιότεροι/παλαιότερες και νεότεροι/νεότερες κριτικοί, μελετητές/μελετήτριες, λογοτέχνες και δημοσιογράφοι, επιχειρώντας να αποτυπώσουν πτυχές της προσωπικότητας και του έργου του. Ο Χάρτης τους/τις ευχαριστεί θερμά. Επίσης, ευχαριστεί ιδιαιτέρως την οικογένεια του συγγραφέα, τη σύζυγό του, Βάσω Παπαντωνίου, και την κόρη του, Ευρυδίκη Βασιλικού-Παπαντωνίου, τον γραμματέα του, Πέτρο Χελιώτη, και την Εταιρεία Συγγραφέων για την παροχή φωτογραφικού υλικού, καθώς και την Έλενα Χουζούρη, για το πολύτιμο ηχητικό ντουκουμέντο.

Θανάσης Αγάθος



Βλ. και Χάρτης#60 (του Θανάση Αγάθου) και Χάρτης#61 (του Θέμη Λιβεριάδη)