Γεννήθηκε στην Καβάλα. Παραθεριστής στη Θάσο, στα προγονικά κτήματα. Φοιτητής στη Θεσσαλονίκη, μεταπτυχιακός στις ΗΠΑ. Ο προορισμένος να ταξιδέψει, να γράψει, να μελετήσει, να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Γλωσσομαθής, οξυδερκής, φιλόδοξος, κοσμοπολίτης. Του κόσμου και της παρέας, προσιτός, ομιλητικός, οικείος, θα έλεγε κανείς, αν και δύσκολα θα τον εντόπιζες, αν τον αναζητούσες.
Η τηλεοπτική εκπομπή του Άξιον εστί για πολλά χρόνια ήταν σημείο αναφοράς και συνάντησης, δεκάδες και δεκάδες βιβλία αξιώθηκαν από τον καλό του λόγο. Δεκάδες συγγραφείς ένιωσαν τιμημένοι βλέποντας τον εαυτό τους στο γυαλί με τον οικοδεσπότη Βασιλικό να τους υποδέχεται και να τους συστήνει εγκάρδια.
Είναι αυτός που ανύψωσε τον λόγο της δημοσιογραφίας συμπλέκοντάς τον με τον παραμυθητικό λόγο της μυθοπλασίας. Βέβαια εκκρεμεί πάντα η κριτική τοποθέτηση τού έργου του στην ελληνική γραμματολογία του εικοστού αιώνα, η ανάδειξη των κρυφών αριστουργημάτων του, με γνώμονα το αδιαμφισβήτητο ότι παραμένει πάντα ο πιο μεταφρασμένος, ο πιο καταξιωμένος παγκόσμια (μετά τον Καζαντζάκη), Νεοέλληνας συγγραφέας.
Κι αυτό για μένα σημαίνει ότι ο Βασιλικός, μας αρέσει ή όχι, παραμένει ο πιο ενδιαφέρων, ο πιο μεγάλος συγγραφέας του εικοστού αιώνα. Όχι μόνο για την ευρύτητα της θεματολογίας του αλλά και για την άνεσή του και την τόλμη του απέναντι στα μεγάλα κοινωνικά θέματα της εποχής μας, για την ικανότητά του να επικοινωνεί δημιουργικά με τους Αμερικάνους και τους Ευρωπαίους συγγραφείς που θαυμάζει. Να συνοδοιπορεί με την πολιτική, όπως αυτός την αισθάνεται, βαθιά δημοκρατικός, συνομιλώντας άμεσα με τις ανάγκες των καιρών.
Όταν φθινόπωρο του 1966 βρέθηκα στην Αθήνα στο Πανεπιστήμιο, αμέσως έφτασε ώς εμένα η φήμη του, να δεις, μου λέγανε, ένας νεαρός με δερμάτινο σακάκι, σαν ηθοποιός. Μιλούσαν με θαυμασμό για τα γραπτά του, επαινούσαν τη γλώσσα του. Φωτογραφίες, Θύματα ειρήνης, Εκτός των Τειχών, η Τριλογία: Το φύλλο, Το πηγάδι Τ’ αγγέλιασμα. Εκεί κοντά με το Αρμένισμα και τα Μηχανάκια του φίλου του Μένη Κουμανταρέα, την Κάθοδο των εννιά του Θανάση Βαλτινού, τη Γέννηση του Σούπερμαν του Πέτρου Αμπατζόγλου.
Άρχισα τότε, αργά αλλά σταθερά, να μετακινούμαι από την εμβληματική γενιά του ’30 χάρη στους συγγραφείς που προανέφερα, με εξάρχοντα πάντα τον αναζητητή και πρωτοπόρο, Βασίλη Βασιλικό. Όχι μόνο για τη γραφή του, που ήταν ικανή να ανασύρει διαμάντια «από το εδώ και τώρα», αλλά και για την τόλμη του, που ευνοήθηκε από τις συγκυρίες, να βιοπορίζεται από τον μόχθο της συγγραφής, ακάματος απέναντι στις ανάγκες και τη θλίψη της καθημερινότητας, με το χαμόγελό του και τη ρεπούμπλικά του τα τελευταία χρόνια, που αρνιόταν σε πείσμα των επικριτών του να αποχωριστεί.