Τρία στιγμιότυπα με τον φίλο μου Βασίλη Βασιλικό

Ο ΒΒ με τον Άρη Μαραγκόπουλο (14.11.2017)
Ο ΒΒ με τον Άρη Μαραγκόπουλο (14.11.2017)

Έζησα κοντά στον Βασίλη κοντά τριάντα χρόνια. Εντός και εκτός των βιβλίων του (που ορισμένων, γύρω στα δεκαπέντε, είχα την ευθύνη της επανέκδοσής τους).[1] Γνώριζε τις απόψεις μου, γνώριζα τις δικές του. Ουδείς ασκούσε κριτική στον άλλον γι' αυτές τις απόψεις. Εξάλλου υπήρχαν πάντα τα βιβλία μας να γεφυρώνουν θαυμάσια τις διαφορές, πολιτικές, αισθητικές και άλλες. Αγαπούσαμε ο ένας τα βιβλία του άλλου (γνωστό αυτό, scripta manent) κι αυτό μας φαινόταν υπεραρκετό.
Οι κουβέντες μας συνήθως περιστρέφονταν γύρω από άλλα πράγματα, την Εταιρεία Συγγραφέων (και το πώς θα αυξήσουμε τα μέλη της), τη ζωή στο Παρίσι, τον Χειμωνά, τον Ζιντ, τις γάτες, τη θάλασσα (η Βάσω κολυμπούσε κι αυτή τον χειμώνα, στο Φάληρο), την ουτοπία των παιδικών χρόνων στη Θάσο, την παράξενη εκλεκτική μας συγγένεια (που αμφότεροι συνειδητοποιήσαμε μετά το Χαστουκόδεντρο), τις μεταφράσεις των βιβλίων του στο εξωτερικό (π.χ. το πετσόκομμα της Τριλογίας στην αμερικάνικη έκδοση), την αδιαφορία του να ξαναγράψει καινούργια πράγματα, την εμμονή του να διαβάζεται από το (κατά κανόνα αδιάφορο) νεανικό κοινό, την άνευ όρων υποστήριξή του σε νέους συγγραφείς (που εγώ δεν ενέκρινα πάντα), την εμμονή μου να κρίνω με αυστηρότητα τους ομοτέχνους.
Για το έργο του έχω γράψει και έχω μιλήσει εκτενώς. Εδώ προτιμώ να ανασύρω από τη μνήμη τρία περιστατικά που ζωντανεύουν πλευρές του χαρακτήρα του.

Πρώτο: «Άξιον Εστί» [Δεκέμβρης 1995 (γύρισμα) - Φλεβάρης 1996 (προβολή)].

Εκπομπή - αφιέρωμα για τις 14 Φλεβάρη, του Αγίου Βαλεντίνου. Ο Βασίλης γνωρίζει ότι ασχολούμαι με τον Τζόις και ότι γράφω στο Βήμα και στην Αυγή. Τίποτε άλλο. Τον πληροφορούν ότι είμαι «σοβαρός» κριτικός αλλά και «δύσκολος» άνθρωπος. Το περιεχόμενο του τότε βιβλίου μου (Πορτρέτο θλιμμένου άντρα σε τρένο)[2] το μαθαίνει από τους συνεργάτες του, τον Θανάση Νιάρχο, τη Σταυρούλα Παπασπύρου, τον Γιώργο Αριστηνό. Καταλαβαίνει ότι απαιτείται προκρούστεια λογική για να το περιλάβει σε μια τέτοια επέτειο που κυριαρχούν καρδούλες και σοκολατάκια. Με πλησιάζει διστακτικά. Με ενημερώνει, πολύ προσβλημένος, ότι ο άλλος «σοβαρός» συγγραφέας που επίσης κάλεσε, ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης, αρνήθηκε τελευταία στιγμή τη συμμετοχή του.
Εγώ δέχομαι εύκολα: πέρα από ένα περιορισμένο κύκλο αναρχικών και αριστεριστών αναγνωστών της Όλντσμομπιλ (1982), του Ψυχομπουρδέλου (1983), και του Δεν είναι όλα σινεμά μωρό μου (1985),[3] κανείς άλλος δεν με έχει ακόμα καταγράψει ως mainstream πεζογράφο, οπότε, γιατί όχι!, απαντώ στον Βασίλη. Γελάμε πονηρά, αποφασισμένοι να παίξουμε συνομωτικά (δηλαδή με κάθε σοβαρότητα) τον ρόλο των λογοτεχνικών Βαλεντίνων!
Στη διάρκεια εκείνου του γυρίσματος ο Βασίλης καταφέρνει με επιδέξια άλματα λογικής και εναλλασσόμενου ύφους (αλλά με σεβασμό προς όλους τους τότε συμμετέχοντες) να «τιμήσει» τόσο τη λαϊκή, γλυκανάλατη επέτειο όσο και τους καλεσμένους του. Αυτό υπήρξε καίριο χαρακτηριστικό του: η ευέλικτη διπλωματία, η τακτικιστική συμπερίληψη όλων των πλευρών, όλων των τάσεων, των κλίσεων, κάθε γούστου, κάθε τεχνοτροπίας.
Επιζητούσε έτσι να κερδίσει την ευρεία αποδοχή του κοινού για τα βιβλία που πρότεινε· στο όνομα μιας πλειονότητας που, κατ' αυτόν, κάτι θα σκεφτεί με αφορμή τα επιδεικνυόμενα βιβλία, κάτι θα βρει στην εκπομπή, κάτι θα αισθανθεί ώστε να φτάσει μέχρι και στο απρόσιτο (σήμερα, δυστυχώς, περισσότερο από ποτέ), βιβλιοπωλείο. Εφήρμοζε δηλαδή μια συγκεκριμένη πολιτική, διότι περί πολιτιστικής πολιτικής πρόκειται, αντίστοιχη προς το πνεύμα της Αριστεράς της εποχής του, η οποία προγραμματικά επιχειρούσε να απευθύνεται στα «πλατιά λαϊκά στρώματα» (βάζοντας κατά περίπτωση λιγότερο ή περισσότερο νερό στο κρασί της ώστε να προσεγγίζει πλησιέστερα στον επιθυμητό στόχο).
Με το ίδιο «πολιτικό» σκεπτικό ενθάρρυνε τους πάντες να γράφουν. Θεωρώντας και διαδίδοντάς το επίμονα (με την πασίγνωστη ρήση του): «καλύτερα στον τυπογράφο παρά στον ψυχίατρο». Ουδέποτε συμφώνησα με αυτή την μάλλον καταναλωτική / επικοινωνιακή πολιτική. Δεν θα το αναλύσω τώρα αυτό. Έχω γράψει αρκετά επί του θέματος. Εξάλλου για τη δική του στάση στα πράγματα γράφω εδώ και, μάλιστα, με κάθε σεβασμό στη μνήμη του.



Δεύτερο: Αρχές 21ου αιώνα: Εταιρεία Συγγραφέων

Ο Βασίλης εκλέγεται πρόεδρος της Εταιρείας Συγγραφέων κι εγώ Γενικός Γραμματέας. Είναι παγκοίνως γνωστό ότι εκείνη την περίοδο η Εταιρεία Συγγραφέων αποκτά για πρώτη φορά εξωστρέφεια. Ουσιαστική εξωστρέφεια: αποκτά για πρώτη φορά δικτυακό τόπο, αποκτά διακριτό logo, αποκτά περιοδικό, αποκτά έντυπο ανθολόγιο των μελών στα αγγλικά, διοργανώνει δύο διεθνή συνέδρια με αντιπροσώπους από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, διπλασιάζει τον αριθμό των μελών της, διενεργεί μια ολόκληρη σειρά επαφών με θεσμικούς φορείς για συνταξιοδότηση των συγγραφέων κλπ. Ο Βασίλης Βασιλικός εκείνο το διάστημα λείπει συνέχεια στο Παρίσι, τα καθήκοντά του ως πρέσβη επί τιμή στην Ουνέσκο δεν του επιτρέπουν να βρίσκεται στη χώρα.

Τότε πώς κατορθώθηκαν όλα αυτά; Είναι απλό: ο Γενικός Γραμματέας αναλάμβανε πρωτοβουλία κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας με τον Πρόεδρο. Αυτό απαιτεί εξήγηση: ο Γενικός Γραμματέας αναλάμβανε πρωτοβουλία στο όνομα του προέδρου που, τόσο εδώ όσο και στο εξωτερικό, αποδείχτηκε ότι μετρούσε ιδιαίτερα. Ο άνθρωπος στον οποίο ο Σαρτρ έστελνε τα βιβλία του με ιδιόχειρη αφιέρωση, ο άνθρωπος που κουβέντιαζε στο Καφέ ντε Φλορ με τη Μαργκερίτ Ντιράς και τους άλλους διανοούμενους της εποχής, ο κατά καιρούς φίλος του Μίκη, του Αντρέα Παπανδρέου, της Μελίνας, του Αλέξη Τσίπρα και του Κώστα Γαβρά συγκέντρωνε ένα συμβολικό κεφάλαιο αποδοχής, ισοτιμίας, κύρους. Αρκούσε η αναφορά του ονόματός του ώστε ο Γενικός Γραμματέας να διευκολύνεται στα όποια σχέδια αναλάμβανε με στόχο την ανανέωση της Εταιρείας Συγγραφέων.
Αυτό, επομένως, είναι το άλλο χαρακτηριστικό του Βασίλη. Δεν υπήρξε σημαντικός επειδή το Ζ μεταφράστηκε σε σαράντα γλώσσες και έγινε επιτυχημένη ταινία από τον Γαβρά. Υπήρξε σημαντικός επειδή ως συγγραφέας, ως διανοούμενος είχε απέραντη εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του, διέθετε την αυτοπεποίθηση που προσδίδει σε κάποιον η αυτογνωσία ότι είναι ικανός σ' αυτό που κάνει, ικανός πάνω από τον μέσο όρο των ομοτέχνων και συνηλικιωτών του (με ελάχιστες εξαιρέσεις) και άρα, ικανός να διεκδικεί με αξιώσεις, σε κάθε στίβο που εμπλέκεται, περισσότερα πράγματα. Όποιος τον έχει γνωρίσει είναι εξοικειωμένος με αυτή την προσωπική γοητεία του, τη δύναμή του να επιβάλλει με πειθώ τη θέση του. Υπήρξα μάρτυρας, σε γενική συνέλευση της Ουνέσκο, του γνήσιου σεβασμού που απολάμβανε ο Βασίλης από τους εκπροσώπους των περισσοτέρων κρατών μελών.


Τρίτο. Καλοκαίρι του 2004, Νορμανδία.

Βρισκόμαστε με τον Βασίλη στο μυθικό Μπαλμπέκ του Μαρσέλ Προυστ, δηλαδή στο παραλιακό Cabourg της απέραντης Νορμανδικής ακτής. Φτάνουμε στο μεγαλοπρεπές ξενοδοχείο Grand Hotel, όπου ψηλά, στον τέταρτο όροφο, κατέλυε ο Μαρσέλ.
Ζητάμε στη ρεσεψιόν να επισκεφθούμε το δωμάτιό του. Ο Βασίλης ιδιαίτερα επίμονος.

Είμαι πρεσβευτής επί τιμή της Ελλάδας στην Ουνέσκο!, συστήνεται με ύφος αυτοκράτορα πασών των Ρωσιών κάνοντας τον νεαρό ρεσεψιονίστ να μας κοιτάζει έντρομος. Ο άνθρωπος μας ενημερώνει ευγενικά ότι μόλις άδειασαν το δωμάτιο ένα ζευγάρι Αμερικάνοι αλλά είναι ασυγύριστο, δεν μπήκαν ακόμα οι καμαριέρες.

– Το προτιμάμε έτσι! φωνάζουμε με μια φωνή κι οι δύο στον κατ' εξακολούθηση αποσβολωμένο ρεσεψιονίστ. Μας οδηγούν εκεί. Τραβάμε φωτογραφίες ο ένας τον άλλον. Αποφεύγουμε το μικρό σεκρετέρ δίπλα στο παράθυρο με τη θέα στη θάλασσα, τη θέση όπου ο συγγραφέας έγραφε αναπλάθοντας στο πολλαπλάσιο τον φιλοσοφημένα ερωτικό, σπαταλημένο, πολύτιμο χρόνο του.

Ενστικτωδώς καθόμαστε κι οι δύο στην άκρη του κρεβατιού με τα αναστατωμένα σεντόνια, με τη φευγαλέα αίσθηση των ενοίκων που μόλις αποχώρησαν να κυριαρχεί στον χώρο. Αλλά και με τη μυστική, κοινή επιθυμία να μην διαταράξουμε την ησυχία του φιλάσθενου συγγραφέα που από στιγμή σε στιγμή περιμένει την καμαριέρα του, τη Σελέστ, να σερβίρει το πρωινό του…
Διότι, πώς να το κάνουμε, είμαστε και οι δύο ρομαντικοί άνθρωποι. Με μνήμες, με διαβάσματα που συγχέονται με τις μνήμες μας, που ύστερα τις αναπλάθουμε όπως όλοι οι συγγραφείς, τρέχοντας πέρα δώθε «με λαστιχένια πέδιλα». Όπως μικρά, ασυμμόρφωτα παιδιά. Αυτό είναι το άλλο χαρακτηριστικό του Βασίλη, η παιγνιώδης στάση του στα πράγματα, που διαρκώς μετατρέπει το σοβαρό σε αστείο και τούμπαλιν, που παίζει διαρκώς στα γραπτά και στη ζωή επιχειρώντας έτσι να διασκεδάσει τη μελαγχολία που επιφέρει η επίγνωση της ματαιότητας των πραγμάτων.

Ο ΒΒ στο δωμάτιο του Προυστ (Φωτ. Α. Μαραγκόπολος)


ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: