Όλοι βγήκαμε από τον Βασιλικό

«Θυμάμαι μια προϊστορική φωτογραφία του Bασίλη Bασιλικού, με μαύρα κοκάλινα γυαλιά, στο οπισθόφυλλο μιας παμπάλαιης έκδοσης του Z...»
«Θυμάμαι μια προϊστορική φωτογραφία του Bασίλη Bασιλικού, με μαύρα κοκάλινα γυαλιά, στο οπισθόφυλλο μιας παμπάλαιης έκδοσης του Z...»




Θα ήθε­λα να ξε­κι­νή­σω με μία προει­δο­ποί­η­ση: Το κεί­με­νο που ακο­λου­θεί πε­ρι­λαμ­βά­νει ορι­σμέ­νες σκόρ­πιες, πα­λιές και νέ­ες σκέ­ψεις μου για τον Βα­σί­λη Βα­σι­λι­κό, και όχι μια ορι­στι­κή, κα­τα­στα­λαγ­μέ­νη απο­τί­μη­σή του.
Απ' ό,τι φαί­νε­ται, δεν έχει έρ­θει ακό­μη το πλή­ρω­μα του χρό­νου για κά­τι τέ­τοιο, εί­ναι νω­ρίς και δεν εί­μαι έτοι­μος, του­λά­χι­στον προς το πα­ρόν, ας πού­με ότι επι­φυ­λάσ­σο­μαι για το μέλ­λον.
Και, δεύ­τε­ρον, δεν έχει και πο­λύ και­ρό που πέ­θα­νε ο δη­μιουρ­γός του Ζ (στις 30/11/2023), ού­τε χρό­νο δεν έκλει­σε. Με απο­τέ­λε­σμα να μη δια­θέ­τω αρ­κε­τή ψυ­χραι­μία, ού­τε εγώ ού­τε και κα­νείς άλ­λος, πι­στεύω, για μια ου­σια­στι­κή, σε βά­θος απο­τί­μη­ση ενός έρ­γου που εί­ναι πραγ­μα­τι­κά αχα­νές. Με τό­σο μι­κρή χρο­νι­κή από­στα­ση από τον θά­να­τό του, μοι­ραία κά­θε κεί­με­νο για τον Βα­σι­λι­κό τεί­νει στην αγιο­γρα­φία.

Στον Ντο­στο­γιέφ­σκι απο­δί­δε­ται η φρά­ση: «Όλοι βγή­κα­με από Το παλ­τό του Γκό­γκολ». Και αυ­τή μου ήρ­θε στο μυα­λό μα­θαί­νο­ντας τον θά­να­το του Βα­σι­λι­κού. Όλοι βγή­κα­με όχι από «το κα­λύ­τε­ρο ρω­σι­κό δι­ή­γη­μα» κα­τά τον Να­μπό­κοφ, αλ­λά από Το φύλ­λο, Το πη­γά­δι, Τ' αγ­γέ­λια­σμα και από το Ζ.  Όλοι. Δη­λα­δή, γε­νι­κά οι με­τα­γε­νέ­στε­ροί του. Ανά­με­σά τους όχι μό­νο η γε­νιά μου, αλ­λά και οι ακό­μη νε­ό­τε­ροι επί­γο­νοι, έστω και εν αγνοία τους.

Θυ­μά­μαι μια προι­̈στ­ορ­ική φω­το­γρα­φία του Bα­σί­λη Bα­σι­λι­κού, με μαύ­ρα κο­κά­λι­να γυα­λιά, στο οπι­σθό­φυλ­λο μιας πα­μπά­λαι­ης έ­κδ­οσης του Z (εκδ. Πλειάς, 1973). Εκεί, ο συγ­γρα­φέ­ας μοιά­ζει πο­λύ με τον Γά­λλο ηθο­ποιό Zαν Λουί Tρε­ντι­νιάν που, κα­τά σα­τα­νι­κή σύ­μπτ­ωση έπα­ιζε, και στην κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή με­τα­φο­ρά του βι­βλί­ου.
Ο Bα­σι­λι­κός υπήρ­ξε νε­α­νι­κό μου ει­́δ­ωλο. Το­́σο ως συγ­γρα­φέ­ας όσο και για την ―μο­να­χι­κή το­́τε― από­πει­ρά του να κερ­δί­σει τα προς το ζην από τα γρα­πτά του στην Ελ­λά­δα. Και αυ­τή ει­δι­κά η φω­το­γρα­φία του ήταν για με­́να, για κά­ποιον άγν­ωστο λό­γο, επί χρό­νια αντι­προ­σω­πευ­τι­κή τής εν λό­γω στα­́σης του. Πορ­τρέ­το τού επαγ­γελ­μα­τία συγ­γρα­φέα ως με­σή­λι­κα.

Οι Νε­ο­έ­λλ­ηνες λο­γο­τε­́χνες, ιδι­́ως εκει­́νοι της γε­νιάς του Bα­σι­λι­κού, σνο­́μπ­αραν αγρι­́ως τη δη­μο­σιο­γρα­φι­́α. Η απα­ξιω­τι­κή αυ­τή στα­́ση επι­φυ­λα­́χθ­ηκε και απε­́ν­αντι στον ίδιο τον Bα­σι­λι­κό, επει­δή ακρι­βώς καλ­λιέ­ργ­ησε κυ­ρι­́ως ένα ει­́δος πε­ζο­γρα­φι­́ας που πα­τα­́ει πε­ρισ­σο­́τ­ερο στο ντο­κου­με­́ντο και λι­γο­́τ­ερο στη μυ­θο­πλα­σι­́α, και, πα­ρά­λλ­ηλα, ά­ρχ­ισε από πο­λύ νω­ρίς ανεν­δοι­́­αστα να δη­μο­σιο­γρα­φεί. Κα­́τι που για μας, τους με­τα­γε­νε­́στ­ερους, κα­τα­́ντ­ησε κοι­νός το­́πος. Και σ' αυ­τό, λοι­πόν, ει­́ναι δι­καιω­μα­τι­κά ο πρω­́τος δι­δα­́ξας.
Βε­βαι­́ως, στη διά­ρκεια της προ­́σφ­ατης οι­κο­νο­μι­κής κρι­́σης, ά­ρχ­ισαν να μη βρι­́σκουν δου­λειά ου­́τε οι κα­θα­ρο­́α­ιμοι δη­μο­σιο­γρα­́φοι. Πο­́σο μά­λλον οι συγ­γρα­φείς που ήθ­ελαν και να δη­μο­σιο­γρα­φούν. Αυ­τή, όμως, ει­́ναι μια ά­λλη ιστο­ρι­́α.
Το προ­́βλ­ημα δεν ει­́ναι μο­́νο η ανερ­γι­́α στον χω­́ρο του γρα­πτού και ηλε­κτρο­νι­κού Τυ­́που. Ση­́μ­ερα η δη­μο­σιο­γρα­φι­́α περ­να­́ει τε­́τοια κρι­́ση, ώστε ελα­́χ­ιστα θυ­μι­́ζει εκει­́νη του πα­ρελ­θο­́ντος. Πα­λιά μι­λου­́σ­αμε για στρα­τευ­μέ­νη λο­γο­τε­χνι­́α, στις με­́ρες μας στρα­τευ­με­́νη ει­́ναι η δη­μο­σιο­γρα­φι­́α. Αν η αντι­κει­με­νι­κο­́τ­ητα ήταν πα­́ντα μια φε­να­́κη, στην επο­χή των fake news η έ­λλε­ιψ­ή της απο­τε­λεί τον κα­νο­́να.

Ανο­δι­κή τά­ση στη σύγ­χρο­νη λο­γο­τε­χνία πα­ρου­σιά­ζει το εί­δος εκεί­νο του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος όπου το πραγ­μα­το­λο­γι­κό υλι­κό παί­ζει πρω­τεύ­ο­ντα ρό­λο. Κά­τι τέ­τοιο ισχύ­ει στη μη­τρο­πο­λι­τι­κή λο­γο­τε­χνία, όπως η αμε­ρι­κα­νι­κή, αλ­λά και σε πε­ρι­φε­ρεια­κές, όπως η νε­ο­ελ­λη­νι­κή. Αδιά­φο­ρο εάν στα κα­θ' ημάς παίρ­νει συ­νή­θως τη μορ­φή του ιστο­ρι­κού μυ­θι­στο­ρή­μα­τος.
Κα­τά βά­θος, το βέ­λος έδει­ξε για πρώ­τη φο­ρά προς τη συ­γκε­κρι­μέ­νη κα­τεύ­θυν­ση στην πε­ρί­πτω­ση του Βα­σι­λι­κού.
Όσο γι' αυ­τό που του κα­τα­μαρ­τυ­ρού­σαν κά­πο­τε, ότι ήταν ένα τα­λέ­ντο που σπα­τα­λή­θη­κε στην πο­λυ­γρα­φία, σαν να έχει πια πά­ρει γύ­ρω μας δια­στά­σεις επι­δη­μί­ας. Σε πεί­σμα της πα­λαιό­τε­ρης άπο­ψης που εκτι­μού­σε απε­ριό­ρι­στα το πα­ρά­δειγ­μα του αρι­στο­κρα­τι­κά ολι­γο­γρά­φου Τα­χτσή, το πα­ρόν ακο­λου­θεί την πλη­θω­ρι­κή Βα­σι­λι­κή οδό.

Αγω­νί­ζο­μαι να συ­νο­ψί­σω την πα­ρου­σία του στα νε­ο­ελ­λη­νι­κά γράμ­μα­τα. Άλ­λη εί­ναι η λο­γο­τε­χνία μας πριν, και άλ­λη με­τά τον Βα­σι­λι­κό. Η πε­ρί­πτω­σή του εί­ναι ορια­κή. Κι αυ­τό σχε­δόν εξαρ­χής, με την Τρι­λο­γία (Το φύλ­λο, Το πη­γά­δι, Τ' αγ­γέ­λια­σμα). Πριν ακό­μη φτά­σου­με στο Ζ. Η Τρι­λο­γία συ­νι­στά μια ποπ πρό­σλη­ψη του Κάφ­κα στα κα­θ' ημάς. Στις τρεις νου­βέ­λες της δεν κυ­ριαρ­χεί μό­νο το υπαρ­ξια­κό πα­ρά­λο­γο αλά νε­ο­ελ­λη­νι­κά, αλ­λά και μια ποπ ελα­φρό­τη­τα. Ο Βα­σι­λι­κός, λοι­πόν, έφε­ρε αμέ­σως μια αύ­ρα μο­ντέρ­νου στην ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία. Μο­ντέρ­νου και με­τα­μο­ντέρ­νου. Ο μο­ντερ­νι­σμός του φτά­νει σε ένα απο­κο­ρύ­φω­μα με το Ζ, όπου υπη­ρε­τεί προ­δρο­μι­κά στη χώ­ρα μας τη λο­γο­τε­χνία-ντο­κου­μέ­ντο. Ταυ­τό­χρο­να, αυ­τό το «φα­ντα­στι­κό ντο­κι­μα­ντέρ ενός εγκλή­μα­τος» απο­τε­λεί ένα πο­λι­τι­κό μνη­μείο. Ώσπου, με τον Γλαύ­κο Θρα­σά­κη, μέ­σα από το παι­χνί­δι της αυ­το­μυ­θο­πλα­σί­ας, ο με­τα­μο­ντερ­νι­σμός απο­κτά στη λο­γο­τε­χνία μας ένα προ­κε­χω­ρη­μέ­νο φυ­λά­κιο.

Ο Βα­σι­λι­κός ήταν φυ­σι­κά με­γά­λος συγ­γρα­φέ­ας, αλ­λά ήταν με­γά­λη και η επο­χή που έζη­σε. Το ένα από τα δύο μό­νο του δεν λει­τουρ­γεί. Κά­τι ανά­λο­γο ισχύ­ει και για τον Θε­ο­δω­ρά­κη, τον Ρί­τσο, τον Ελύ­τη, τον Τσίρ­κα. Τι ακρι­βώς, όμως, εί­ναι αυ­τό το με­γά­λο και σχε­δόν επι­κό, σε σύ­γκρι­ση με τη ση­με­ρι­νή πα­ρακ­μή; Εί­ναι να μην ασχο­λεί­σαι με έναν ιδιω­τι­κό μι­κρό­κο­σμο, όπως ανα­γκα­στή­κα­με να κά­νου­με εμείς οι με­τα­γε­νέ­στε­ροι. Η Ρω­μιο­σύ­νη, το Άξιον εστί, οι Ακυ­βέρ­νη­τες πο­λι­τεί­ες, το Ζ, ασχο­λού­νται με το συλ­λο­γι­κό: με το έθνος, με ολό­κλη­ρη τη χώ­ρα, με τα σύγ­χρο­να με­γά­λα ιστο­ρι­κά γε­γο­νό­τα και τις ιδε­ο­λο­γί­ες του 20ού αιώ­να.
Την πε­ρί­ο­δο που η Ιστο­ρία, η επο­χή, η κοι­νω­νία στε­νεύ­ουν και μι­κραί­νουν, προ­σαρ­μό­ζο­ντας το πνευ­μα­τι­κό μέ­γε­θός τους στον ατο­μι­κι­σμό, ο Βα­σι­λι­κός στα­μα­τά­ει να γρά­φει. Ή, μάλ­λον, στα­μα­τά­ει να δη­μο­σιεύ­ει, για­τί δή­λω­νε ότι κρα­τά­ει ημε­ρο­λό­γιο.

Σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση, το Κ, με θέ­μα τον Κο­σκω­τά, σαν να ήταν η τε­λευ­ταία του ρι­ξιά. Το Κ εί­χε κι αυ­τό ένα με­γά­λο θέ­μα, όπως το Ζ. Το θέ­μα του εί­ναι το χρή­μα, η κυ­ριαρ­χία τού χρη­μα­το­πι­στω­τι­κού συ­στή­μα­τος στις μέ­ρες μας. Και, μά­λι­στα, στην Ελ­λά­δα.
Όμως, τι σχέ­ση έχει το Κ με το Ζ; Και δεν μι­λάω μό­νο για τη λο­γο­τε­χνι­κή αξία τους.Την επο­χή που γρά­φει και εκ­δί­δει το Ζ, και ιδί­ως επί δι­κτα­το­ρί­ας, με ένα τέ­τοιο θέ­μα ο Βα­σι­λι­κός βρί­σκε­ται στο στό­χα­στρο του κα­θε­στώ­τος, υπό διωγ­μόν.
Συ­νέ­βη κά­τι ανά­λο­γο με το Κ; Και δεν εν­νοώ εάν τον κυ­νή­γη­σε κα­νείς. Μο­λο­νό­τι και σ' αυ­τό το μυ­θι­στό­ρη­μά του λέ­ει τα πράγ­μα­τα με τ' όνο­μά τους και επι­τί­θε­ται με τον τρό­πο του στο πο­λι­τι­κό σύ­στη­μα. Ού­τως ή άλ­λως, ελά­χι­στοι το διά­βα­σαν.
Με άλ­λα λό­για, και η επο­χή στέ­νε­ψε και μί­κρυ­νε, αλ­λά και το απο­τύ­πω­μα του Βα­σι­λι­κού στη νε­ο­ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία.

Από την εν­διά­με­ση φά­ση με­τα­ξύ του Ζ και του Κ, σκέ­φτο­μαι όλ' αυ­τά τα βι­βλία που γρά­φει στο εξω­τε­ρι­κό με­σού­σης της δι­κτα­το­ρί­ας: Φί­φτι φί­φτι, Ο πλα­νό­διος πλα­σιέ, Το μα­γνη­τό­φω­νο, Κα­φε­νεί­ον Εμι­γκρέκ και λοι­πά. Βι­βλία, τα οποία κυ­κλο­φό­ρη­σαν σχε­τι­κά πρό­σφα­τα σε μία συ­γκε­ντρω­τι­κή δί­το­μη έκ­δο­ση (8 ½, Πρό­ζες, Μυ­θο­πλα­σί­ες, Ντο­κου­μέ­ντα: 1968-1973).
Μι­λά­με για ένα τε­ρά­στιο σε έκτα­ση ημε­ρο­λό­γιο, γύ­ρω από το τι συ­ζη­τούν και τι πράτ­τουν οι αντι­στα­σια­κοί Νε­ο­έλ­λη­νες στην Ευ­ρώ­πη. Εί­ναι τό­σο χα­ο­τι­κό, τό­σο σκόρ­πιο όλο αυ­τό το υλι­κό, ώστε σαν να χά­νε­ται. Εντέ­λει, μπο­ρείς να κα­τα­φύ­γεις στις συ­γκε­κρι­μέ­νες σε­λί­δες όπως και στο υλι­κό των εφη­με­ρί­δων. Και, σί­γου­ρα, δεν υπάρ­χει ανά­με­σα σε όλα αυ­τά τα βι­βλία, κά­ποιο ισά­ξιο με την Τρι­λο­γία, το Ζ, τον Γλαύ­κο Θρα­σά­κη.

Ένας άλ­λος Βα­σι­λι­κός που ξε­χω­ρί­ζει εί­ναι ο ερω­τι­κός. Όχι ο πορ­νο­γρα­φι­κός, όπως στα Κα­μά­κια, φέ­ρ' ει­πείν, ή στις σχε­τι­κές σε­λί­δες του Γλαύ­κου Θρα­σά­κη, αλ­λά ο αι­σθη­μα­τι­κός. Τα βι­βλία που γρά­φει όταν πε­θαί­νει η Μι­μή: Το τε­λευ­ταίο αντίο, Ο τρο­με­ρός μή­νας Αύ­γου­στος, Η φλό­γα της αγά­πης.Στα βι­βλία αυ­τά εί­ναι σαν να ξα­να­συν­δέ­ε­ται με τον νε­α­νι­κό εαυ­τό του, με τον ερω­τι­κό Βα­σι­λι­κό της Τρι­λο­γί­ας. Για­τί και Το φύλ­λο, και Το πη­γά­δι, και Τ' αγ­γέ­λια­σμα εί­ναι σα­φώς ερω­τι­κές ιστο­ρί­ες.
Επί­σης, για μέ­να ξε­χω­ρί­ζει όχι ο έμ­με­σα αυ­το­βιο­γρα­φού­με­νος Βα­σι­λι­κός, όπως στον Θρα­σά­κη, αλ­λά ο ευ­θέ­ως αυ­το­βιο­γρα­φού­με­νος τού Η μνή­μη επι­στρέ­φει με λα­στι­χέ­νια πέ­δι­λα και του Οι γά­τες της Rue d΄Ηauteville. Δύο έρ­γα του που σαν να απο­τε­λούν πρό­γευ­ση από το ανέκ­δο­το ημε­ρο­λό­γιό του. Τις Γά­τες, μα­ζί με τη νου­βέ­λα του Ντί­βα (η άδο­ξη από­πει­ρα ενός συγ­γρα­φέα, σαν τον Βα­σι­λι­κό, να γρά­ψει τη βιο­γρα­φία μιας ντί­βας της όπε­ρας, σαν τη Μα­ρία Κάλ­λας), τα ξα­να­διά­βα­σα πρό­σφα­τα και μου εί­ναι ιδιαί­τε­ρα αγα­πη­τά, τα θε­ω­ρώ από τα κα­λύ­τε­ρά του.

Και κά­τι που μου έμει­νε αξέ­χα­στο. Στη Με­τα­πο­λί­τευ­ση, ενώ διε­ξά­γε­ται η δί­κη των πρω­ταί­τιων της δι­κτα­το­ρί­ας, ο Βα­σι­λι­κός γρά­φει στην εφη­με­ρί­δα Τα Νέα. Και κά­ποιος χου­ντι­κός ανα­γνώ­στης τού στέλ­νει μια υβρι­στι­κή επι­στο­λή. Στην απά­ντη­σή του ο Βα­σι­λι­κός ση­μειώ­νει: «Τις υπο­γε­γραμ­μέ­νες από το γράμ­μα σας, σας τις αντε­πι­στέλ­λω ως υπό­θε­τα!»

Θα κλεί­σω μ' ένα ακό­μη ανέκ­δο­το, ή με κά­τι που μοιά­ζει με ανέκ­δο­το τέ­λος πά­ντων, και το έχω συ­μπε­ρι­λά­βει, όπως και κά­ποιες άλ­λες από τις πα­ρού­σες σκέ­ψεις μου, στο βι­βλίο μου Ακού­ει ο Ση­μί­της Μη­τρο­πά­νο;.Στις αυ­το­βιο­γρα­φι­κές σε­λί­δες του που κυ­κλο­φό­ρη­σαν με τον τί­τλο Η μνή­μη επι­στρέ­φει με λα­στι­χέ­νια πέ­δι­λα (και σε μία άλ­λη έκ­δο­ση, με τον τί­τλο Μνή­μη από με­λάνι), ο Βα­σί­λης Βα­σι­λι­κός επι­χει­ρεί να ψυ­χα­να­λύ­σει τον Αν­δρέα Πα­παν­δρέ­ου. Και ερ­μη­νεύ­ει την αδια­φο­ρία του τε­λευ­ταί­ου για τις τέ­χνες και τα γράμ­μα­τα, με βά­ση το γε­γο­νός ότι ο πα­τέ­ρας του, ο Γέ­ρος της Δη­μο­κρα­τί­ας, εγκα­τέ­λει­ψε τη μά­να του για χά­ρη μιας με­γά­λης ηθο­ποιού, της Κυ­βέ­λης. Με απο­τέ­λε­σμα ―μας λέ­ει ο Βα­σι­λι­κός― «ο γιος να μι­σεί ό,τι ο πα­τέ­ρας του αγα­πά». Ή, αλ­λιώς, «η αντι­πνευ­μα­τι­κή πο­λι­τι­κή του ΠΑ­ΣΟΚ».

Η πνευ­μα­τώ­δης πα­ρα­τή­ρη­ση του συγ­γρα­φέα του Ζ ίσως και να ισχύ­ει. Απο­τε­λεί, όμως, τη μι­σή αλή­θεια. Αφού ο 20ός αιώ­νας, από τις αρ­χές του ήδη, ορί­στη­κε από δύο αντί­πα­λα, και κα­τ' ου­σί­αν πα­ρα­πλη­ρω­μα­τι­κά, συ­στή­μα­τα σκέ­ψης: τον φροϊ­δι­σμό και τον μαρ­ξι­σμό. Ο πρώ­τος ρί­χνει το κέ­ντρο βά­ρους του στον υπο­κει­με­νι­κό πα­ρά­γο­ντα, που εί­ναι η ψυ­χή του ατό­μου. Και ο δεύ­τε­ρος, στον αντι­κει­με­νι­κό, δη­λα­δή στην κοι­νω­νία. Ο κα­θέ­νας τους δια­τεί­νε­ται ότι συλ­λαμ­βά­νει ολό­κλη­ρη την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ότι το δι­κό του πρί­σμα εί­ναι το μό­νο έγκυ­ρο. Ενώ, στο βά­θος, απο­τε­λούν τις δύο όψεις του ίδιου νο­μί­σμα­τος, και μό­νο ο συν­δυα­σμός τους μπο­ρεί να μας απο­κα­λύ­ψει το όλον.

Πού οδη­γεί, λοι­πόν, η κοι­νω­νιο­λο­γι­κή ανά­λυ­ση της πε­ρί­πτω­σης του ιδρυ­τή του ΠΑ­ΣΟΚ; Σε ένα από τα με­γα­λύ­τε­ρα πα­ρά­δο­ξα της νε­ο­ελ­λη­νι­κής πο­λι­τι­κής σκη­νής με­τά τον Εμ­φύ­λιο. Σχε­τι­κό με τις δύο προ­σω­πι­κό­τη­τες που τη ση­μά­δε­ψαν: τον Κων­στα­ντί­νο Κα­ρα­μαν­λή και τον Αν­δρέα Πα­παν­δρέ­ου. Τα­πει­νής κα­τα­γω­γής ο πρώ­τος, ηγή­θη­κε της αστι­κής, συ­ντη­ρη­τι­κής πα­ρά­τα­ξης. Αστι­κής κα­τα­γω­γής ο δεύ­τε­ρος, ηγή­θη­κε της λαϊ­κής, ρι­ζο­σπα­στι­κής. Η σύμ­πτω­ση πα­ρα­εί­ναι ορια­κή για να εί­ναι τυ­χαία. Με άλ­λα λό­για, οι δύο πο­λι­τι­κοί μας ηγή­θη­καν των συ­γκε­κρι­μέ­νων πα­ρα­τά­ξε­ων, επει­δή ακρι­βώς προ­έρ­χο­νταν από τους αντί­θε­τους με αυ­τές κοι­νω­νι­κούς χώ­ρους. Με δε­δο­μέ­νη τη λαϊ­κή απέ­χθεια για τους «κουλ­του­ριά­ρη­δες» (λέ­ξη που για τους Νε­ο­έλ­λη­νες κα­τά­ντη­σε να ση­μαί­νει κά­τι ανά­με­σα σε βρι­σιά και χλευα­στι­κή κο­ροϊ­δία), ο Πα­παν­δρέ­ου δεν μπο­ρού­σε πα­ρά να κρα­τά­ει τις απο­στά­σεις του από την υψη­λή τέ­χνη και τους δια­νο­ού­με­νους. Ενώ, αντί­θε­τα, ο Κα­ρα­μαν­λής απο­λάμ­βα­νε τη συ­ντρο­φιά σπου­δαί­ων καλ­λι­τε­χνών μας, όπως ο Χα­τζι­δά­κις ή ο Χορν.

Το πιο πε­ρί­ερ­γο απ' όλα εί­ναι ότι κά­τι ανά­λο­γο συ­νέ­βαι­νε και με τον Βα­σι­λι­κό. Αφού ετύγ­χα­νε αστι­κής κα­τα­γω­γής και ο ίδιος.
Πράγ­μα που, ίσως, εξη­γεί για­τί το έρ­γο και η ιδε­ο­λο­γι­κή του στά­ση υπήρ­ξαν, σχε­δόν πά­ντα, εμ­φα­τι­κά φι­λο­λαϊ­κά. Με απο­κο­ρύ­φω­μα τη συ­νη­γο­ρία υπέρ του Κο­σκω­τά στο Κ. Σε πλή­ρη ευ­θυ­γράμ­μι­ση με το λαϊ­κό αί­σθη­μα, που την επο­χή της πτώ­σης του Κο­σκω­τά ήταν σα­φώς με το μέ­ρος του, ο Βα­σι­λι­κός εκ­φρά­ζει απε­ρί­φρα­στα ―μες στο μυ­θι­στό­ρη­μά του― τη συ­μπά­θειά του γι' αυ­τόν. Τη στιγ­μή που τα μέ­σα ενη­μέ­ρω­σης και ο πο­λι­τι­κός κό­σμος εί­χαν στρα­φεί ενα­ντί­ον του. Ακό­μη και ο Αν­δρέ­ας Πα­παν­δρέ­ου.
Ή, με άλ­λα λό­για, εν προ­κει­μέ­νω ο Βα­σί­λης Βα­σι­λι­κός απε­δεί­χθη βα­σι­λι­κό­τε­ρος (όχι του βα­σι­λέ­ως, αλ­λά) του Πα­παν­δρέ­ου.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: