Όλοι βγήκαμε από τον Βασιλικό

«Θυμάμαι μια προϊστορική φωτογραφία του Bασίλη Bασιλικού, με μαύρα κοκάλινα γυαλιά, στο οπισθόφυλλο μιας παμπάλαιης έκδοσης του Z...»
«Θυμάμαι μια προϊστορική φωτογραφία του Bασίλη Bασιλικού, με μαύρα κοκάλινα γυαλιά, στο οπισθόφυλλο μιας παμπάλαιης έκδοσης του Z...»




Θα ήθελα να ξεκινήσω με μία προειδοποίηση: Το κείμενο που ακολουθεί περιλαμβάνει ορισμένες σκόρπιες, παλιές και νέες σκέψεις μου για τον Βασίλη Βασιλικό, και όχι μια οριστική, κατασταλαγμένη αποτίμησή του.
Απ' ό,τι φαίνεται, δεν έχει έρθει ακόμη το πλήρωμα του χρόνου για κάτι τέτοιο, είναι νωρίς και δεν είμαι έτοιμος, τουλάχιστον προς το παρόν, ας πούμε ότι επιφυλάσσομαι για το μέλλον.
Και, δεύτερον, δεν έχει και πολύ καιρό που πέθανε ο δημιουργός του Ζ (στις 30/11/2023), ούτε χρόνο δεν έκλεισε. Με αποτέλεσμα να μη διαθέτω αρκετή ψυχραιμία, ούτε εγώ ούτε και κανείς άλλος, πιστεύω, για μια ουσιαστική, σε βάθος αποτίμηση ενός έργου που είναι πραγματικά αχανές. Με τόσο μικρή χρονική απόσταση από τον θάνατό του, μοιραία κάθε κείμενο για τον Βασιλικό τείνει στην αγιογραφία.

Στον Ντοστογιέφσκι αποδίδεται η φράση: «Όλοι βγήκαμε από Το παλτό του Γκόγκολ». Και αυτή μου ήρθε στο μυαλό μαθαίνοντας τον θάνατο του Βασιλικού. Όλοι βγήκαμε όχι από «το καλύτερο ρωσικό διήγημα» κατά τον Ναμπόκοφ, αλλά από Το φύλλο, Το πηγάδι, Τ' αγγέλιασμα και από το Ζ.  Όλοι. Δηλαδή, γενικά οι μεταγενέστεροί του. Ανάμεσά τους όχι μόνο η γενιά μου, αλλά και οι ακόμη νεότεροι επίγονοι, έστω και εν αγνοία τους.

Θυμάμαι μια προϊστορική φωτογραφία του Bασίλη Bασιλικού, με μαύρα κοκάλινα γυαλιά, στο οπισθόφυλλο μιας παμπάλαιης έκδοσης του Z (εκδ. Πλειάς, 1973). Εκεί, ο συγγραφέας μοιάζει πολύ με τον Γάλλο ηθοποιό Zαν Λουί Tρεντινιάν που, κατά σατανική σύμπτωση έπαιζε, και στην κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου.
Ο Bασιλικός υπήρξε νεανικό μου είδωλο. Τόσο ως συγγραφέας όσο και για την ―μοναχική τότε― απόπειρά του να κερδίσει τα προς το ζην από τα γραπτά του στην Ελλάδα. Και αυτή ειδικά η φωτογραφία του ήταν για μένα, για κάποιον άγνωστο λόγο, επί χρόνια αντιπροσωπευτική τής εν λόγω στάσης του. Πορτρέτο τού επαγγελματία συγγραφέα ως μεσήλικα.

Οι Νεοέλληνες λογοτέχνες, ιδίως εκείνοι της γενιάς του Bασιλικού, σνόμπαραν αγρίως τη δημοσιογραφία. Η απαξιωτική αυτή στάση επιφυλάχθηκε και απέναντι στον ίδιο τον Bασιλικό, επειδή ακριβώς καλλιέργησε κυρίως ένα είδος πεζογραφίας που πατάει περισσότερο στο ντοκουμέντο και λιγότερο στη μυθοπλασία, και, παράλληλα, άρχισε από πολύ νωρίς ανενδοίαστα να δημοσιογραφεί. Κάτι που για μας, τους μεταγενέστερους, κατάντησε κοινός τόπος. Και σ' αυτό, λοιπόν, είναι δικαιωματικά ο πρώτος διδάξας.
Βεβαίως, στη διάρκεια της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, άρχισαν να μη βρίσκουν δουλειά ούτε οι καθαρόαιμοι δημοσιογράφοι. Πόσο μάλλον οι συγγραφείς που ήθελαν και να δημοσιογραφούν. Αυτή, όμως, είναι μια άλλη ιστορία.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο η ανεργία στον χώρο του γραπτού και ηλεκτρονικού Τύπου. Σήμερα η δημοσιογραφία περνάει τέτοια κρίση, ώστε ελάχιστα θυμίζει εκείνη του παρελθόντος. Παλιά μιλούσαμε για στρατευμένη λογοτεχνία, στις μέρες μας στρατευμένη είναι η δημοσιογραφία. Αν η αντικειμενικότητα ήταν πάντα μια φενάκη, στην εποχή των fake news η έλλειψή της αποτελεί τον κανόνα.

Ανοδική τάση στη σύγχρονη λογοτεχνία παρουσιάζει το είδος εκείνο του μυθιστορήματος όπου το πραγματολογικό υλικό παίζει πρωτεύοντα ρόλο. Κάτι τέτοιο ισχύει στη μητροπολιτική λογοτεχνία, όπως η αμερικανική, αλλά και σε περιφερειακές, όπως η νεοελληνική. Αδιάφορο εάν στα καθ' ημάς παίρνει συνήθως τη μορφή του ιστορικού μυθιστορήματος.
Κατά βάθος, το βέλος έδειξε για πρώτη φορά προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση στην περίπτωση του Βασιλικού.
Όσο γι' αυτό που του καταμαρτυρούσαν κάποτε, ότι ήταν ένα ταλέντο που σπαταλήθηκε στην πολυγραφία, σαν να έχει πια πάρει γύρω μας διαστάσεις επιδημίας. Σε πείσμα της παλαιότερης άποψης που εκτιμούσε απεριόριστα το παράδειγμα του αριστοκρατικά ολιγογράφου Ταχτσή, το παρόν ακολουθεί την πληθωρική Βασιλική οδό.

Αγωνίζομαι να συνοψίσω την παρουσία του στα νεοελληνικά γράμματα. Άλλη είναι η λογοτεχνία μας πριν, και άλλη μετά τον Βασιλικό. Η περίπτωσή του είναι οριακή. Κι αυτό σχεδόν εξαρχής, με την Τριλογία (Το φύλλο, Το πηγάδι, Τ' αγγέλιασμα). Πριν ακόμη φτάσουμε στο Ζ. Η Τριλογία συνιστά μια ποπ πρόσληψη του Κάφκα στα καθ' ημάς. Στις τρεις νουβέλες της δεν κυριαρχεί μόνο το υπαρξιακό παράλογο αλά νεοελληνικά, αλλά και μια ποπ ελαφρότητα. Ο Βασιλικός, λοιπόν, έφερε αμέσως μια αύρα μοντέρνου στην ελληνική λογοτεχνία. Μοντέρνου και μεταμοντέρνου. Ο μοντερνισμός του φτάνει σε ένα αποκορύφωμα με το Ζ, όπου υπηρετεί προδρομικά στη χώρα μας τη λογοτεχνία-ντοκουμέντο. Ταυτόχρονα, αυτό το «φανταστικό ντοκιμαντέρ ενός εγκλήματος» αποτελεί ένα πολιτικό μνημείο. Ώσπου, με τον Γλαύκο Θρασάκη, μέσα από το παιχνίδι της αυτομυθοπλασίας, ο μεταμοντερνισμός αποκτά στη λογοτεχνία μας ένα προκεχωρημένο φυλάκιο.

Ο Βασιλικός ήταν φυσικά μεγάλος συγγραφέας, αλλά ήταν μεγάλη και η εποχή που έζησε. Το ένα από τα δύο μόνο του δεν λειτουργεί. Κάτι ανάλογο ισχύει και για τον Θεοδωράκη, τον Ρίτσο, τον Ελύτη, τον Τσίρκα. Τι ακριβώς, όμως, είναι αυτό το μεγάλο και σχεδόν επικό, σε σύγκριση με τη σημερινή παρακμή; Είναι να μην ασχολείσαι με έναν ιδιωτικό μικρόκοσμο, όπως αναγκαστήκαμε να κάνουμε εμείς οι μεταγενέστεροι. Η Ρωμιοσύνη, το Άξιον εστί, οι Ακυβέρνητες πολιτείες, το Ζ, ασχολούνται με το συλλογικό: με το έθνος, με ολόκληρη τη χώρα, με τα σύγχρονα μεγάλα ιστορικά γεγονότα και τις ιδεολογίες του 20ού αιώνα.
Την περίοδο που η Ιστορία, η εποχή, η κοινωνία στενεύουν και μικραίνουν, προσαρμόζοντας το πνευματικό μέγεθός τους στον ατομικισμό, ο Βασιλικός σταματάει να γράφει. Ή, μάλλον, σταματάει να δημοσιεύει, γιατί δήλωνε ότι κρατάει ημερολόγιο.

Σε κάθε περίπτωση, το Κ, με θέμα τον Κοσκωτά, σαν να ήταν η τελευταία του ριξιά. Το Κ είχε κι αυτό ένα μεγάλο θέμα, όπως το Ζ. Το θέμα του είναι το χρήμα, η κυριαρχία τού χρηματοπιστωτικού συστήματος στις μέρες μας. Και, μάλιστα, στην Ελλάδα.
Όμως, τι σχέση έχει το Κ με το Ζ; Και δεν μιλάω μόνο για τη λογοτεχνική αξία τους.Την εποχή που γράφει και εκδίδει το Ζ, και ιδίως επί δικτατορίας, με ένα τέτοιο θέμα ο Βασιλικός βρίσκεται στο στόχαστρο του καθεστώτος, υπό διωγμόν.
Συνέβη κάτι ανάλογο με το Κ; Και δεν εννοώ εάν τον κυνήγησε κανείς. Μολονότι και σ' αυτό το μυθιστόρημά του λέει τα πράγματα με τ' όνομά τους και επιτίθεται με τον τρόπο του στο πολιτικό σύστημα. Ούτως ή άλλως, ελάχιστοι το διάβασαν.
Με άλλα λόγια, και η εποχή στένεψε και μίκρυνε, αλλά και το αποτύπωμα του Βασιλικού στη νεοελληνική λογοτεχνία.

Από την ενδιάμεση φάση μεταξύ του Ζ και του Κ, σκέφτομαι όλ' αυτά τα βιβλία που γράφει στο εξωτερικό μεσούσης της δικτατορίας: Φίφτι φίφτι, Ο πλανόδιος πλασιέ, Το μαγνητόφωνο, Καφενείον Εμιγκρέκ και λοιπά. Βιβλία, τα οποία κυκλοφόρησαν σχετικά πρόσφατα σε μία συγκεντρωτική δίτομη έκδοση (8 ½, Πρόζες, Μυθοπλασίες, Ντοκουμέντα: 1968-1973).
Μιλάμε για ένα τεράστιο σε έκταση ημερολόγιο, γύρω από το τι συζητούν και τι πράττουν οι αντιστασιακοί Νεοέλληνες στην Ευρώπη. Είναι τόσο χαοτικό, τόσο σκόρπιο όλο αυτό το υλικό, ώστε σαν να χάνεται. Εντέλει, μπορείς να καταφύγεις στις συγκεκριμένες σελίδες όπως και στο υλικό των εφημερίδων. Και, σίγουρα, δεν υπάρχει ανάμεσα σε όλα αυτά τα βιβλία, κάποιο ισάξιο με την Τριλογία, το Ζ, τον Γλαύκο Θρασάκη.

Ένας άλλος Βασιλικός που ξεχωρίζει είναι ο ερωτικός. Όχι ο πορνογραφικός, όπως στα Καμάκια, φέρ' ειπείν, ή στις σχετικές σελίδες του Γλαύκου Θρασάκη, αλλά ο αισθηματικός. Τα βιβλία που γράφει όταν πεθαίνει η Μιμή: Το τελευταίο αντίο, Ο τρομερός μήνας Αύγουστος, Η φλόγα της αγάπης.Στα βιβλία αυτά είναι σαν να ξανασυνδέεται με τον νεανικό εαυτό του, με τον ερωτικό Βασιλικό της Τριλογίας. Γιατί και Το φύλλο, και Το πηγάδι, και Τ' αγγέλιασμα είναι σαφώς ερωτικές ιστορίες.
Επίσης, για μένα ξεχωρίζει όχι ο έμμεσα αυτοβιογραφούμενος Βασιλικός, όπως στον Θρασάκη, αλλά ο ευθέως αυτοβιογραφούμενος τού Η μνήμη επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα και του Οι γάτες της Rue d΄Ηauteville. Δύο έργα του που σαν να αποτελούν πρόγευση από το ανέκδοτο ημερολόγιό του. Τις Γάτες, μαζί με τη νουβέλα του Ντίβα (η άδοξη απόπειρα ενός συγγραφέα, σαν τον Βασιλικό, να γράψει τη βιογραφία μιας ντίβας της όπερας, σαν τη Μαρία Κάλλας), τα ξαναδιάβασα πρόσφατα και μου είναι ιδιαίτερα αγαπητά, τα θεωρώ από τα καλύτερά του.

Και κάτι που μου έμεινε αξέχαστο. Στη Μεταπολίτευση, ενώ διεξάγεται η δίκη των πρωταίτιων της δικτατορίας, ο Βασιλικός γράφει στην εφημερίδα Τα Νέα. Και κάποιος χουντικός αναγνώστης τού στέλνει μια υβριστική επιστολή. Στην απάντησή του ο Βασιλικός σημειώνει: «Τις υπογεγραμμένες από το γράμμα σας, σας τις αντεπιστέλλω ως υπόθετα!»

Θα κλείσω μ' ένα ακόμη ανέκδοτο, ή με κάτι που μοιάζει με ανέκδοτο τέλος πάντων, και το έχω συμπεριλάβει, όπως και κάποιες άλλες από τις παρούσες σκέψεις μου, στο βιβλίο μου Ακούει ο Σημίτης Μητροπάνο;.Στις αυτοβιογραφικές σελίδες του που κυκλοφόρησαν με τον τίτλο Η μνήμη επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα (και σε μία άλλη έκδοση, με τον τίτλο Μνήμη από μελάνι), ο Βασίλης Βασιλικός επιχειρεί να ψυχαναλύσει τον Ανδρέα Παπανδρέου. Και ερμηνεύει την αδιαφορία του τελευταίου για τις τέχνες και τα γράμματα, με βάση το γεγονός ότι ο πατέρας του, ο Γέρος της Δημοκρατίας, εγκατέλειψε τη μάνα του για χάρη μιας μεγάλης ηθοποιού, της Κυβέλης. Με αποτέλεσμα ―μας λέει ο Βασιλικός― «ο γιος να μισεί ό,τι ο πατέρας του αγαπά». Ή, αλλιώς, «η αντιπνευματική πολιτική του ΠΑΣΟΚ».

Η πνευματώδης παρατήρηση του συγγραφέα του Ζ ίσως και να ισχύει. Αποτελεί, όμως, τη μισή αλήθεια. Αφού ο 20ός αιώνας, από τις αρχές του ήδη, ορίστηκε από δύο αντίπαλα, και κατ' ουσίαν παραπληρωματικά, συστήματα σκέψης: τον φροϊδισμό και τον μαρξισμό. Ο πρώτος ρίχνει το κέντρο βάρους του στον υποκειμενικό παράγοντα, που είναι η ψυχή του ατόμου. Και ο δεύτερος, στον αντικειμενικό, δηλαδή στην κοινωνία. Ο καθένας τους διατείνεται ότι συλλαμβάνει ολόκληρη την πραγματικότητα, ότι το δικό του πρίσμα είναι το μόνο έγκυρο. Ενώ, στο βάθος, αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, και μόνο ο συνδυασμός τους μπορεί να μας αποκαλύψει το όλον.

Πού οδηγεί, λοιπόν, η κοινωνιολογική ανάλυση της περίπτωσης του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ; Σε ένα από τα μεγαλύτερα παράδοξα της νεοελληνικής πολιτικής σκηνής μετά τον Εμφύλιο. Σχετικό με τις δύο προσωπικότητες που τη σημάδεψαν: τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Ανδρέα Παπανδρέου. Ταπεινής καταγωγής ο πρώτος, ηγήθηκε της αστικής, συντηρητικής παράταξης. Αστικής καταγωγής ο δεύτερος, ηγήθηκε της λαϊκής, ριζοσπαστικής. Η σύμπτωση παραείναι οριακή για να είναι τυχαία. Με άλλα λόγια, οι δύο πολιτικοί μας ηγήθηκαν των συγκεκριμένων παρατάξεων, επειδή ακριβώς προέρχονταν από τους αντίθετους με αυτές κοινωνικούς χώρους. Με δεδομένη τη λαϊκή απέχθεια για τους «κουλτουριάρηδες» (λέξη που για τους Νεοέλληνες κατάντησε να σημαίνει κάτι ανάμεσα σε βρισιά και χλευαστική κοροϊδία), ο Παπανδρέου δεν μπορούσε παρά να κρατάει τις αποστάσεις του από την υψηλή τέχνη και τους διανοούμενους. Ενώ, αντίθετα, ο Καραμανλής απολάμβανε τη συντροφιά σπουδαίων καλλιτεχνών μας, όπως ο Χατζιδάκις ή ο Χορν.

Το πιο περίεργο απ' όλα είναι ότι κάτι ανάλογο συνέβαινε και με τον Βασιλικό. Αφού ετύγχανε αστικής καταγωγής και ο ίδιος.
Πράγμα που, ίσως, εξηγεί γιατί το έργο και η ιδεολογική του στάση υπήρξαν, σχεδόν πάντα, εμφατικά φιλολαϊκά. Με αποκορύφωμα τη συνηγορία υπέρ του Κοσκωτά στο Κ. Σε πλήρη ευθυγράμμιση με το λαϊκό αίσθημα, που την εποχή της πτώσης του Κοσκωτά ήταν σαφώς με το μέρος του, ο Βασιλικός εκφράζει απερίφραστα ―μες στο μυθιστόρημά του― τη συμπάθειά του γι' αυτόν. Τη στιγμή που τα μέσα ενημέρωσης και ο πολιτικός κόσμος είχαν στραφεί εναντίον του. Ακόμη και ο Ανδρέας Παπανδρέου.
Ή, με άλλα λόγια, εν προκειμένω ο Βασίλης Βασιλικός απεδείχθη βασιλικότερος (όχι του βασιλέως, αλλά) του Παπανδρέου.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: