Είναι ακατόρθωτο, γι’ αυτό μάταιο, να επιχειρήσει κανείς να συνοψίσει –με κίνδυνο να σμικρύνει– το αξιόλογο σε όγκο και αξία έργο του Βασίλη Βασιλικού. Έτσι, δεν του μένει παρά να αναρωτηθεί: πού έβρισκε εκείνος ο αεικίνητος, ο πανταχού παρών, ο αεί θαλερός ωστόσο συγγραφέας, τον χρόνο, τη δύναμη, ακόμη και την έμπνευση και, να σου, παρουσίαζε το νέο κάθε φορά βιβλίο του;
Κι αυτό, την ίδια στιγμή που έδινε την εντύπωση πως βρισκόταν ο ίδιος σε εφημερίδες και περιοδικά, στο βήμα για την παρουσίαση κάποιου βιβλίου, στην τηλεόραση για την υπεράσπιση τριών ή τεσσάρων, κάθε φορά, νεοεκδοθέντων βιβλίων ομότεχνών του συγγραφέων, στη διαμαρτυρία, στην πολιτική, εξόριστος ή συναναστρεφόμενος απίθανους λαϊκούς, άσχετους με τη λογοτεχνία, ανθρώπους.
Μια έμμεση απάντηση μπορεί να δίνει η ικανότητά του να συγκεντρώνεται την ίδια στιγμή απόλυτος, συμπαγής και ενιαίος σε οτιδήποτε επιχειρεί, ώστε ο ένας κρίκος να δένεται στέρεα με τον άλλον, και ο τελικός απολογισμός της κάθε δραστηριότητας να μη διασπάται με την έγνοια ή τις επιδόσεις άλλης δράσης του. Αυτή κυρίως η ικανότητα –μαζί με άλλες– είναι που χαρακτηρίζει τον ευφάνταστο Καβαλιώτη ή Θάσιο –λίγο ενδιαφέρει– πολίτη της Θεσσαλονίκης, της Αθήνας, του Παρισιού, της Αμερικής, του κόσμου όλου. Αυτή καθίσταται ικανή να προσδιορίσει το συγγραφικό του στίγμα.
Ως έναν τρόπο προσέγγισης, θα μπορούσε κάποιος να επιλέξει την αναφορά, εν συντομία, στην Εργοβιογραφία του Βασίλη Βασιλικού. Χρονολογία γέννησης: 18 Νοεμβρίου 1934 στην Καβάλα. 1940 Λύκειο Καρυωτάκη στην ίδια πόλη. Για να ακολουθήσει η περίοδος της Θεσσαλονίκης: Δημοτικό Βαλαγιάννη, Γαλλική Σχολή Ντε Λασάλ, Αμερικάνικο Κολέγιο Ανατόλια, Νομική Σχολή.
Στρατιωτική Σχολή ΣΕΑΠ Ηρακλείου το 1959, από όπου το πολυδιαβασμένο Αγγέλιασμα. Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, στη συνέχεια, επιστροφή στην Ελλάδα, όπου εξασκεί διάφορα επαγγέλματα: σκηνοθέτης, σεναριογράφος, δημοσιογράφος, συγγραφέας. Με την τελευταία ιδιότητα μπαίνει, μετά από δικαστικούς αγώνες, πείσμα και επιμονή στον τηλεφωνικό κατάλογο του ΟΤΕ, κατοχυρώνοντας το «συγγραφέας», πρώτος αυτός, ως επίσημο επάγγελμα. Έτσι, από το 1967 αρχίζει να ζει σαν μετανάστης στις χώρες της Κοινής Αγοράς. Αύγουστο του ’74 επιστρέφει στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης. Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς αναχωρεί από την Ελλάδα της Μεταπολίτευσης. Ακολουθούν διαρκείς μετακινήσεις σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, ωσότου επιστρέφει για να αναλάβει ως Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής, υπεύθυνος του Προγράμματος στην ΕΡΤ 1, για το διάστημα ’81- ’84. Πρέσβης της Ελλάδος στην UNESCO 1996 -2004.
Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς πως, μια από τις σχέσεις του Βασίλη Βασιλικού με την Ελλάδα, στην οποία προσάπτει την ιδιότητα της «σπιτωμένης γυναίκας» –μια Ελλάδα τότε αβίωτη, αλλά και απαραίτητη για τον ίδιο και το συγγραφικό του οπλοστάσιο – είναι η σχέση: αναχώρηση-επιστροφή, φυγή-επάνοδος και αντιστρόφως. Λιποτάκτης της πραγματικότητας, και ο ίδιος, όπως χαρακτήρισε ο Ζακ Λακαριέρ τους ήρωες των γραπτών του.
Διαπιστωμένα, κατά τους μελετητές τού έργου του, δεν υπάρχει δυτικός συγγραφέας που να έχει τόσο παθιασμένη σχέση με την πατρίδα του, όπου, μέσω των γραπτών του, όλα τα συναισθήματα απογυμνώνονται και αποκαλύπτονται το ένα μετά το άλλο. Όπου ασκείται κριτική στην αγκύλωση της ιδεολογίας, στη σκλήρυνσή της σε αυταρχισμό.
Σε μια μικρή φράση στο Μετώκησεν, αποδίδεται ίσως το βασικό γνώρισμα της αφηγηματικής τέχνης και του ύφους της γραφής του: «Μιλώ γελοιογραφικά». Παρ’ ότι μιλά, κατά κανόνα, για τα σοβαρά ζητήματα της εποχής μας, αυτά που περνούν στο κοινωνικό και πολιτικό προσκήνιο, σε συνδυασμό με τις «σταθερές» τού καπιταλιστικού κόσμου. Τη στιγμή που δεν δέχτηκε, τους όρους-ετικέτες που του προσέδωσαν, κατά καιρούς, ως συγγραφέα: «μοντέρνος», «στρατευμένος» και άλλους. Απεναντίας αρκέστηκε στο «πολιτικοποιημένος», μιας ετικέτας, της οποίας μάλιστα στην αναφορά της έχει γίνει πολύ κατάχρηση.
Και, χορτάτος από προβολή, δόξα, διεθνή αναγνώριση, αλλεπάλληλων μεταφράσεων των έργων του, μα εκτός αυτών –ή εξαιτίας αυτών– σε υπερβολικό βαθμό γενναιόδωρος, αναλαμβάνει, το 1994, την τηλεοπτική εκπομπή Άξιον Εστί.
ΕΤ 1, τα τέσσερα χρόνια της πρώτης περιόδου, ΕΤ 3 της δεύτερης. Μια εκπομπή, μοναδική και μοναχική για το βιβλίο, στην οποία δεν επιχειρεί να απομυθοποιήσει τον λογοτεχνικό κόσμο· απεναντίας. Ούτε διανοείται να παραστήσει τον ρυθμιστή-δικτάτορα. Γι’ αυτούς τους λόγους –ενδεχομένως και για άλλους– η συγκεκριμένη εκπομπή επαινέθηκε όσο και κατακρίθηκε με φανατισμό.
Σημειωτέον ότι παρόμοια αντιμετώπιση –επαίνου και ψόγου– έτυχαν και ορισμένα από τα βιβλία τού Βασίλη Βασιλικού, ο οποίος απτόητος και πέραν τούτων συνέχισε, ευτυχώς, να συγγράφει και να εκδίδει.
Έτσι, δράττομαι της ευκαιρίας να αναφερθώ στα βιβλία που εγώ, ορισμένοι κριτικοί, κι από ό,τι μου ανέφερε σε κατ’ ιδίαν συζήτηση και ο ίδιος ο συγγραφέας, θεωρούσε σταθμούς της τόσο πλούσιας συγγραφικής του πορείας, άξια να αναμετρηθούν με τον χρόνο.
Για παράδειγμα στο ―θεωρούμενο ενώ δεν είναι― πρώτο, Η διήγηση του Ιάσονα, 1953. Όπου ο συγγραφέας μέσω του ήρωά του κινείται στο μεταίχμιο εφηβείας και ενηλικίωσης, προσκόλλησης στην πατρίδα και φυγής απ’ αυτήν, ασφάλειας και περιπέτειας, μοναξιάς και συντροφικότητας. Ο συγγραφέας αντλεί την έμπνευσή του από τον αρχαιοελληνικό μύθο, για να αναπτύξει έναν εντελώς προσωπικό στοχασμό επάνω στην ανθρώπινη φύση και ιδιαίτερα επάνω στη γοητευτική και ταυτόχρονα επικίνδυνη περιπέτεια της νεότητας.
Στην ιερή, πολυσυζητημένη τριλογία των νεανικών του χρόνων Το φύλλο-Το πηγάδι-Τ’ αγγέλιασμα, 1961. Όπου ο χώρος είναι δύσβατος και τραχύς, το ίδιο η ψυχή και το πνεύμα του μεταπολεμικού ανθρώπου, κυρίως του έφηβου, που έχει οδυνηρά συνειδητοποιήσει την αποξένωσή του από τα στηρίγματα-είδωλα της ζωής, αγγίζοντας το υπαρξιακό του αδιέξοδο. Ρευστά όλα, φευγαλέα και απρόσιτα.
Στο διεθνές Ζ – Ζει, που το 1966, το «φανταστικό ντοκιμαντέρ ενός εγκλήματος», του χάρισε το διαβατήριο πολλαπλών μεταφράσεων, παράλληλα με τη δόξα της μεγάλης οθόνης. Εκεί ο Βασιλικός είναι λυρικός, με πολλές προσωπικές χορδές, προικισμένος με έναν δαιμόνιο ρεαλισμό. Ζωντανεύει τον υπόκοσμο, σαν να τον έχει συναναστραφεί πολύν καιρό. Βυθίζεται στον βούρκο της υποζωής για να εικονίσει σαρκαστικά και γελοιογραφικά ανθρώπινες φιγούρες και κινηματογραφικές σκηνές. Ταλέντο και πάθος που θαυματουργούν.
Να αναφερθώ στο Η φλόγα της αγάπης και στο Τελευταίο αντίο, του 1979 και τα δύο. Μυθιστορήματα που ο ίδιος ο συγγραφέας διάλεξε να διασωθούν σε «φανταστικό» ενδεχόμενο υποχρεωτικής καταστροφής όλων των βιβλίων του, πλην ενός ή δύο.
Θα ήταν μια κάποια λύση να περιορισθώ στο κατεξοχήν, κατά πεποίθηση και πάλι του ιδίου, αντιπροσωπευτικό μυθιστόρημά του Γλαύκος Θρασάκης, 1975. Όπου κυριαρχούν το ταξικό θέμα μέσω καταπιεσμένων τάξεων, το σεξ –«προσοχή: όχι ο έρωτας»– και μία αίσθηση αυτοκαταστροφής που διακρίνει τον πολύπλαγκτο Γλαύκο-Οδυσσέα, μέσω της οποίας προσδοκάται η κάθαρση του σύγχρονου ανθρώπου. Για πολλούς πρόκειται για το καλύτερο βιβλίο του Βασίλη Βασιλικού.
Τέλος, οφείλω να αναφερθώ στην αποκαλυπτική και άκρως απολαυστική αυτοβιογραφία του –ή σελίδες ημερολογίου–, Η μνήμη επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα, [λες και κολλούν τα βήματα στις ίδιες πέτρες, συμπληρώνει στο μότο του βιβλίου], το 1999, όπου ο Β. Βασιλικός βρίσκεται σε διαρκή διάλογο με τις μεγάλες ιστορικές στιγμές του 20ου αιώνα. Στην οποία επιστροφή της μνήμης, θα μου επιτραπεί να προσθέσω ως υποθετικούς υπότιτλους φράσεις που σταχυολόγησα από δημοσιεύματα της χρονιάς της έκδοσής της: Τα πέδιλα της μνήμης / Η ελληνική έρημος / Ευωδιά επωνυμίας / Μια ζωή σαν μυθιστόρημα / Αναμνήσεις και συγγραφικές δοκιμές / Συναντήσεις με κορυφαίους εκπροσώπους των γραμμάτων και των τεχνών του 20ού αιώνα / Το alter ego του συγγραφέα, και πλείστοι άλλοι, χωρίς να έχει τελειωμό η παράθεση. Φαινόμενο ελευθερίας και παιγνιώδους κατάστασης που προσφέρεται σε όλα τα βιβλία αυτού τού διαρκώς αυτοβιογραφούμενου συγγραφέα. Με την ανάγνωση της Μνήμης
μάθαμε δύο-τρία πράγματα που δεν ξέραμε για τον Β. Βασιλικό, όχι χωρίς να σαστίσουμε.
Μέσα από τους ήρωες των βιβλίων που προανέφερα ο Βασίλης Βασιλικός συνθέτει μια πανοραμική εικόνα-τοιχογραφία της μεταπολεμικής Ελλάδας, καταγράφοντας, αλλά και μυθοποιώντας το κοινωνικό, πολιτικό, πολιτιστικό και ανθρωπολογικό γίγνεσθαι της εποχής. Οι πολυάριθμες συγγραφικές του περσόνες, οι μεταμορφώσεις των ηρώων του, οι αλληγορίες, τα σύμβολα και ταυτόχρονα η παρακολούθηση μιας ρέουσας κοινωνικής πραγματικότητας, συγκροτούν ένα συγγραφικό έργο σύνθετα πρισματικό, το οποίο διαθέτει ένα βασικό πλεονέκτημα: παραμένει ανοιχτό, ευανάγνωστο, προσιτό σε κάθε αναγνώστη.
«Η ισορροπία με τις λέξεις», όπως σημειώνει ο ίδιος, «σημαίνει ισορροπία με τον κόσμο». Αν δεν αποκαταστήσει πρώτα τη σχέση του μαζί τους, καμιά ισορροπία με τους ανθρώπους δεν μπορεί να αποκατασταθεί. Αυτό είναι η συγγραφική του αναπηρία. Ο λόγος, βοηθητικό στοιχείο της ζωής, γίνεται πρωτογενής και πρωταρχικός παράγοντας. Φράσεις πυρηνικές που εκρήγνυνται στο μυαλό τού αναγνώστη, που απλώνουν ολόγυρα ακτίνες γνώσης και σοφίας, αναπάντεχες περιδινήσεις στην ιστορία και τον πλούτο της Τέχνης.
Ο ίδιος δηλώσει «συναρτημένος» με την εποχή του. Χαρακτηριστικό, αλώστε, όλων των συγγραφέων, εξαιρουμένων ίσως των Κάφκα, Προυστ, Τζόις… Συγγραφέας με τη σαρκική έννοια του όρου, δίνει την εντύπωση πως περιμένει δικαίωση μέσα στα πλαίσια της εποχής του. Κάτι που δεν αργεί να ‘ρθει.
Ένας τρίτος, ασφαλέστερος ίσως, τρόπος προσέγγισης στο έργο του Βασίλη Βασιλικού είναι οι καταθέσεις επιφανών των γραμμάτων, Ελλήνων και ξένων, μέσω του περιοδικού Λόγου και Τέχνης του Συνδέσμου Φίλων Γραμμάτων και Τεχνών Καβάλας, Υπόστεγο.