Μια παθιασμένη σχέση με την Ελλάδα

Βασίλης Βασιλικός, Διαμαντής Αξιώτης (Καβάλα 1998)
Βασίλης Βασιλικός, Διαμαντής Αξιώτης (Καβάλα 1998)

Είναι ακα­τόρ­θω­το, γι’ αυ­τό μά­ταιο, να επι­χει­ρή­σει κα­νείς να συ­νο­ψί­σει –με κίν­δυ­νο να σμι­κρύ­νει– το αξιό­λο­γο σε όγκο και αξία έρ­γο του Βα­σί­λη Βα­σι­λι­κού. Έτσι, δεν του μέ­νει πα­ρά να ανα­ρω­τη­θεί: πού έβρι­σκε εκεί­νος ο αει­κί­νη­τος, ο πα­ντα­χού πα­ρών, ο αεί θα­λε­ρός ωστό­σο συγ­γρα­φέ­ας, τον χρό­νο, τη δύ­να­μη, ακό­μη και την έμπνευ­ση και, να σου, πα­ρου­σί­α­ζε το νέο κά­θε φο­ρά βι­βλίο του;
Κι αυ­τό, την ίδια στιγ­μή που έδι­νε την εντύ­πω­ση πως βρι­σκό­ταν ο ίδιος σε εφη­με­ρί­δες και πε­ριο­δι­κά, στο βή­μα για την πα­ρου­σί­α­ση κά­ποιου βι­βλί­ου, στην τη­λε­ό­ρα­ση για την υπε­ρά­σπι­ση τριών ή τεσ­σά­ρων, κά­θε φο­ρά, νε­ο­εκ­δο­θέ­ντων βι­βλί­ων ομό­τε­χνών του συγ­γρα­φέ­ων, στη δια­μαρ­τυ­ρία, στην πο­λι­τι­κή, εξό­ρι­στος ή συ­να­να­στρε­φό­με­νος απί­θα­νους λαϊ­κούς, άσχε­τους με τη λο­γο­τε­χνία, αν­θρώ­πους.
Μια έμ­με­ση απά­ντη­ση μπο­ρεί να δί­νει η ικα­νό­τη­τά του να συ­γκε­ντρώ­νε­ται την ίδια στιγ­μή από­λυ­τος, συ­μπα­γής και ενιαί­ος σε οτι­δή­πο­τε επι­χει­ρεί, ώστε ο ένας κρί­κος να δέ­νε­ται στέ­ρεα με τον άλ­λον, και ο τε­λι­κός απο­λο­γι­σμός της κά­θε δρα­στη­ριό­τη­τας να μη δια­σπά­ται με την έγνοια ή τις επι­δό­σεις άλ­λης δρά­σης του. Αυ­τή κυ­ρί­ως η ικα­νό­τη­τα –μα­ζί με άλ­λες– εί­ναι που χα­ρα­κτη­ρί­ζει τον ευ­φά­ντα­στο Κα­βα­λιώ­τη ή Θά­σιο –λί­γο εν­δια­φέ­ρει– πο­λί­τη της Θεσ­σα­λο­νί­κης, της Αθή­νας, του Πα­ρι­σιού, της Αμε­ρι­κής, του κό­σμου όλου. Αυ­τή κα­θί­στα­ται ικα­νή να προσ­διο­ρί­σει το συγ­γρα­φι­κό του στίγ­μα.
Ως έναν τρό­πο προ­σέγ­γι­σης, θα μπο­ρού­σε κά­ποιος να επι­λέ­ξει την ανα­φο­ρά, εν συ­ντο­μία, στην Ερ­γο­βιο­γρα­φία του Βα­σί­λη Βα­σι­λι­κού. Χρο­νο­λο­γία γέν­νη­σης: 18 Νο­εμ­βρί­ου 1934 στην Κα­βά­λα. 1940 Λύ­κειο Κα­ρυω­τά­κη στην ίδια πό­λη. Για να ακο­λου­θή­σει η πε­ρί­ο­δος της Θεσ­σα­λο­νί­κης: Δη­μο­τι­κό Βα­λα­γιάν­νη, Γαλ­λι­κή Σχο­λή Ντε Λα­σάλ, Αμε­ρι­κά­νι­κο Κο­λέ­γιο Ανα­τό­λια, Νο­μι­κή Σχο­λή. Στρα­τιω­τι­κή Σχο­λή ΣΕ­ΑΠ Ηρα­κλεί­ου το 1959, από όπου το πο­λυ­δια­βα­σμέ­νο Αγ­γέ­λια­σμα. Ηνω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες Αμε­ρι­κής, στη συ­νέ­χεια, επι­στρο­φή στην Ελ­λά­δα, όπου εξα­σκεί διά­φο­ρα επαγ­γέλ­μα­τα: σκη­νο­θέ­της, σε­να­ριο­γρά­φος, δη­μο­σιο­γρά­φος, συγ­γρα­φέ­ας. Με την τε­λευ­ταία ιδιό­τη­τα μπαί­νει, με­τά από δι­κα­στι­κούς αγώ­νες, πεί­σμα και επι­μο­νή στον τη­λε­φω­νι­κό κα­τά­λο­γο του ΟΤΕ, κα­το­χυ­ρώ­νο­ντας το «συγ­γρα­φέ­ας», πρώ­τος αυ­τός, ως επί­ση­μο επάγ­γελ­μα. Έτσι, από το 1967 αρ­χί­ζει να ζει σαν με­τα­νά­στης στις χώ­ρες της Κοι­νής Αγο­ράς. Αύ­γου­στο του ’74 επι­στρέ­φει στην Ελ­λά­δα της Με­τα­πο­λί­τευ­σης. Οκτώ­βριο της ίδιας χρο­νιάς ανα­χω­ρεί από την Ελ­λά­δα της Με­τα­πο­λί­τευ­σης. Ακο­λου­θούν διαρ­κείς με­τα­κι­νή­σεις σε όλα τα μή­κη και πλά­τη της γης, ωσό­του επι­στρέ­φει για να ανα­λά­βει ως Ανα­πλη­ρω­τής Γε­νι­κός Διευ­θυ­ντής, υπεύ­θυ­νος του Προ­γράμ­μα­τος στην ΕΡΤ 1, για το διά­στη­μα ’81- ’84. Πρέ­σβης της Ελ­λά­δος στην UNESCO 1996 -2004.

Εύ­κο­λα αντι­λαμ­βά­νε­ται κα­νείς πως, μια από τις σχέ­σεις του Βα­σί­λη Βα­σι­λι­κού με την Ελ­λά­δα, στην οποία προ­σά­πτει την ιδιό­τη­τα της «σπι­τω­μέ­νης γυ­ναί­κας» –μια Ελ­λά­δα τό­τε αβί­ω­τη, αλ­λά και απα­ραί­τη­τη για τον ίδιο και το συγ­γρα­φι­κό του οπλο­στά­σιο – εί­ναι η σχέ­ση: ανα­χώ­ρη­ση-επι­στρο­φή, φυ­γή-επά­νο­δος και αντι­στρό­φως. Λι­πο­τά­κτης της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, και ο ίδιος, όπως χα­ρα­κτή­ρι­σε ο Ζακ Λα­κα­ριέρ τους ήρω­ες των γρα­πτών του.
Δια­πι­στω­μέ­να, κα­τά τους με­λε­τη­τές τού έρ­γου του, δεν υπάρ­χει δυ­τι­κός συγ­γρα­φέ­ας που να έχει τό­σο πα­θια­σμέ­νη σχέ­ση με την πα­τρί­δα του, όπου, μέ­σω των γρα­πτών του, όλα τα συ­ναι­σθή­μα­τα απο­γυ­μνώ­νο­νται και απο­κα­λύ­πτο­νται το ένα με­τά το άλ­λο. Όπου ασκεί­ται κρι­τι­κή στην αγκύ­λω­ση της ιδε­ο­λο­γί­ας, στη σκλή­ρυν­σή της σε αυ­ταρ­χι­σμό.

Σε μια μι­κρή φρά­ση στο Με­τώ­κη­σεν, απο­δί­δε­ται ίσως το βα­σι­κό γνώ­ρι­σμα της αφη­γη­μα­τι­κής τέ­χνης και του ύφους της γρα­φής του: «Μι­λώ γε­λοιο­γρα­φι­κά». Πα­ρ’ ότι μι­λά, κα­τά κα­νό­να, για τα σο­βα­ρά ζη­τή­μα­τα της επο­χής μας, αυ­τά που περ­νούν στο κοι­νω­νι­κό και πο­λι­τι­κό προ­σκή­νιο, σε συν­δυα­σμό με τις «στα­θε­ρές» τού κα­πι­τα­λι­στι­κού κό­σμου. Τη στιγ­μή που δεν δέ­χτη­κε, τους όρους-ετι­κέ­τες που του προ­σέ­δω­σαν, κα­τά και­ρούς, ως συγ­γρα­φέα: «μο­ντέρ­νος», «στρα­τευ­μέ­νος» και άλ­λους. Απε­να­ντί­ας αρ­κέ­στη­κε στο «πο­λι­τι­κο­ποι­η­μέ­νος», μιας ετι­κέ­τας, της οποί­ας μά­λι­στα στην ανα­φο­ρά της έχει γί­νει πο­λύ κα­τά­χρη­ση.
Και, χορ­τά­τος από προ­βο­λή, δό­ξα, διε­θνή ανα­γνώ­ρι­ση, αλ­λε­πάλ­λη­λων με­τα­φρά­σε­ων των έρ­γων του, μα εκτός αυ­τών –ή εξαι­τί­ας αυ­τών– σε υπερ­βο­λι­κό βαθ­μό γεν­ναιό­δω­ρος, ανα­λαμ­βά­νει, το 1994, την τη­λε­ο­πτι­κή εκ­πο­μπή Άξιον Εστί. ΕΤ 1, τα τέσ­σε­ρα χρό­νια της πρώ­της πε­ριό­δου, ΕΤ 3 της δεύ­τε­ρης. Μια εκ­πο­μπή, μο­να­δι­κή και μο­να­χι­κή για το βι­βλίο, στην οποία δεν επι­χει­ρεί να απο­μυ­θο­ποι­ή­σει τον λο­γο­τε­χνι­κό κό­σμο· απε­να­ντί­ας. Ού­τε δια­νο­εί­ται να πα­ρα­στή­σει τον ρυθ­μι­στή-δι­κτά­το­ρα. Γι’ αυ­τούς τους λό­γους –εν­δε­χο­μέ­νως και για άλ­λους– η συ­γκε­κρι­μέ­νη εκ­πο­μπή επαι­νέ­θη­κε όσο και κα­τα­κρί­θη­κε με φα­να­τι­σμό.
Ση­μειω­τέ­ον ότι πα­ρό­μοια αντι­με­τώ­πι­ση –επαί­νου και ψό­γου– έτυ­χαν και ορι­σμέ­να από τα βι­βλία τού Βα­σί­λη Βα­σι­λι­κού, ο οποί­ος απτό­η­τος και πέ­ραν τού­των συ­νέ­χι­σε, ευ­τυ­χώς, να συγ­γρά­φει και να εκ­δί­δει.
Έτσι, δράτ­το­μαι της ευ­και­ρί­ας να ανα­φερ­θώ στα βι­βλία που εγώ, ορι­σμέ­νοι κρι­τι­κοί, κι από ό,τι μου ανέ­φε­ρε σε κα­τ’ ιδί­αν συ­ζή­τη­ση και ο ίδιος ο συγ­γρα­φέ­ας, θε­ω­ρού­σε σταθ­μούς της τό­σο πλού­σιας συγ­γρα­φι­κής του πο­ρεί­ας, άξια να ανα­με­τρη­θούν με τον χρό­νο.
Για πα­ρά­δειγ­μα στο ―θε­ω­ρού­με­νο ενώ δεν εί­ναι― πρώ­το, Η δι­ή­γη­ση του Ιά­σο­να, 1953. Όπου ο συγ­γρα­φέ­ας μέ­σω του ήρωά του κι­νεί­ται στο με­ταίχ­μιο εφη­βεί­ας και ενη­λι­κί­ω­σης, προ­σκόλ­λη­σης στην πα­τρί­δα και φυ­γής απ’ αυ­τήν, ασφά­λειας και πε­ρι­πέ­τειας, μο­να­ξιάς και συ­ντρο­φι­κό­τη­τας. Ο συγ­γρα­φέ­ας αντλεί την έμπνευ­σή του από τον αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κό μύ­θο, για να ανα­πτύ­ξει έναν εντε­λώς προ­σω­πι­κό στο­χα­σμό επά­νω στην αν­θρώ­πι­νη φύ­ση και ιδιαί­τε­ρα επά­νω στη γοη­τευ­τι­κή και ταυ­τό­χρο­να επι­κίν­δυ­νη πε­ρι­πέ­τεια της νε­ό­τη­τας.
Στην ιε­ρή, πο­λυ­συ­ζη­τη­μέ­νη τρι­λο­γία των νε­α­νι­κών του χρό­νων Το φύλ­λο-Το πη­γά­δι-Τ’ αγ­γέ­λια­σμα, 1961. Όπου ο χώ­ρος εί­ναι δύ­σβα­τος και τρα­χύς, το ίδιο η ψυ­χή και το πνεύ­μα του με­τα­πο­λε­μι­κού αν­θρώ­που, κυ­ρί­ως του έφη­βου, που έχει οδυ­νη­ρά συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει την απο­ξέ­νω­σή του από τα στη­ρίγ­μα­τα-εί­δω­λα της ζω­ής, αγ­γί­ζο­ντας το υπαρ­ξια­κό του αδιέ­ξο­δο. Ρευ­στά όλα, φευ­γα­λέα και απρό­σι­τα.
Στο διε­θνές ΖΖει, που το 1966, το «φα­ντα­στι­κό ντο­κι­μα­ντέρ ενός εγκλή­μα­τος», του χά­ρι­σε το δια­βα­τή­ριο πολ­λα­πλών με­τα­φρά­σε­ων, πα­ράλ­λη­λα με τη δό­ξα της με­γά­λης οθό­νης. Εκεί ο Βα­σι­λι­κός εί­ναι λυ­ρι­κός, με πολ­λές προ­σω­πι­κές χορ­δές, προι­κι­σμέ­νος με έναν δαι­μό­νιο ρε­α­λι­σμό. Ζω­ντα­νεύ­ει τον υπό­κο­σμο, σαν να τον έχει συ­να­να­στρα­φεί πο­λύν και­ρό. Βυ­θί­ζε­ται στον βούρ­κο της υπο­ζω­ής για να ει­κο­νί­σει σαρ­κα­στι­κά και γε­λοιο­γρα­φι­κά αν­θρώ­πι­νες φι­γού­ρες και κι­νη­μα­το­γρα­φι­κές σκη­νές. Τα­λέ­ντο και πά­θος που θαυ­μα­τουρ­γούν.
Να ανα­φερ­θώ στο Η φλό­γα της αγά­πης και στο Τε­λευ­ταίο αντίο, του 1979 και τα δύο. Μυ­θι­στο­ρή­μα­τα που ο ίδιος ο συγ­γρα­φέ­ας διά­λε­ξε να δια­σω­θούν σε «φα­ντα­στι­κό» εν­δε­χό­με­νο υπο­χρε­ω­τι­κής κα­τα­στρο­φής όλων των βι­βλί­ων του, πλην ενός ή δύο.
Θα ήταν μια κά­ποια λύ­ση να πε­ριο­ρι­σθώ στο κα­τε­ξο­χήν, κα­τά πε­ποί­θη­ση και πά­λι του ιδί­ου, αντι­προ­σω­πευ­τι­κό μυ­θι­στό­ρη­μά του Γλαύ­κος Θρα­σά­κης, 1975. Όπου κυ­ριαρ­χούν το τα­ξι­κό θέ­μα μέ­σω κα­τα­πιε­σμέ­νων τά­ξε­ων, το σεξ –«προ­σο­χή: όχι ο έρω­τας»– και μία αί­σθη­ση αυ­το­κα­τα­στρο­φής που δια­κρί­νει τον πο­λύ­πλαγ­κτο Γλαύ­κο-Οδυσ­σέα, μέ­σω της οποί­ας προσ­δο­κά­ται η κά­θαρ­ση του σύγ­χρο­νου αν­θρώ­που. Για πολ­λούς πρό­κει­ται για το κα­λύ­τε­ρο βι­βλίο του Βα­σί­λη Βα­σι­λι­κού.
Τέ­λος, οφεί­λω να ανα­φερ­θώ στην απο­κα­λυ­πτι­κή και άκρως απο­λαυ­στι­κή αυ­το­βιο­γρα­φία του –ή σε­λί­δες ημε­ρο­λο­γί­ου–, Η μνή­μη επι­στρέ­φει με λα­στι­χέ­νια πέ­δι­λα, [λες και κολ­λούν τα βή­μα­τα στις ίδιες πέ­τρες, συ­μπλη­ρώ­νει στο μό­το του βι­βλί­ου], το 1999, όπου ο Β. Βα­σι­λι­κός βρί­σκε­ται σε διαρ­κή διά­λο­γο με τις με­γά­λες ιστο­ρι­κές στιγ­μές του 20ου αιώ­να. Στην οποία επι­στρο­φή της μνή­μης, θα μου επι­τρα­πεί να προ­σθέ­σω ως υπο­θε­τι­κούς υπό­τι­τλους φρά­σεις που στα­χυο­λό­γη­σα από δη­μο­σιεύ­μα­τα της χρο­νιάς της έκ­δο­σής της: Τα πέ­δι­λα της μνή­μης / Η ελ­λη­νι­κή έρη­μος / Ευω­διά επω­νυ­μί­ας / Μια ζωή σαν μυ­θι­στό­ρη­μα / Ανα­μνή­σεις και συγ­γρα­φι­κές δο­κι­μές / Συ­να­ντή­σεις με κο­ρυ­φαί­ους εκ­προ­σώ­πους των γραμ­μά­των και των τε­χνών του 20ού αιώ­να / Το alter ego του συγ­γρα­φέα, και πλεί­στοι άλ­λοι, χω­ρίς να έχει τε­λειω­μό η πα­ρά­θε­ση. Φαι­νό­με­νο ελευ­θε­ρί­ας και παι­γνιώ­δους κα­τά­στα­σης που προ­σφέ­ρε­ται σε όλα τα βι­βλία αυ­τού τού διαρ­κώς αυ­το­βιο­γρα­φού­με­νου συγ­γρα­φέα. Με την ανά­γνω­ση της Μνή­μης μά­θα­με δύο-τρία πράγ­μα­τα που δεν ξέ­ρα­με για τον Β. Βα­σι­λι­κό, όχι χω­ρίς να σα­στί­σου­με.

Μέ­σα από τους ήρω­ες των βι­βλί­ων που προ­α­νέ­φε­ρα ο Βα­σί­λης Βα­σι­λι­κός συν­θέ­τει μια πα­νο­ρα­μι­κή ει­κό­να-τοι­χο­γρα­φία της με­τα­πο­λε­μι­κής Ελ­λά­δας, κα­τα­γρά­φο­ντας, αλ­λά και μυ­θο­ποιώ­ντας το κοι­νω­νι­κό, πο­λι­τι­κό, πο­λι­τι­στι­κό και αν­θρω­πο­λο­γι­κό γί­γνε­σθαι της επο­χής. Οι πο­λυά­ριθ­μες συγ­γρα­φι­κές του περ­σό­νες, οι με­τα­μορ­φώ­σεις των ηρώ­ων του, οι αλ­λη­γο­ρί­ες, τα σύμ­βο­λα και ταυ­τό­χρο­να η πα­ρα­κο­λού­θη­ση μιας ρέ­ου­σας κοι­νω­νι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, συ­γκρο­τούν ένα συγ­γρα­φι­κό έρ­γο σύν­θε­τα πρι­σμα­τι­κό, το οποίο δια­θέ­τει ένα βα­σι­κό πλε­ο­νέ­κτη­μα: πα­ρα­μέ­νει ανοι­χτό, ευα­νά­γνω­στο, προ­σι­τό σε κά­θε ανα­γνώ­στη.

«Η ισορ­ρο­πία με τις λέ­ξεις», όπως ση­μειώ­νει ο ίδιος, «ση­μαί­νει ισορ­ρο­πία με τον κό­σμο». Αν δεν απο­κα­τα­στή­σει πρώ­τα τη σχέ­ση του μα­ζί τους, κα­μιά ισορ­ρο­πία με τους αν­θρώ­πους δεν μπο­ρεί να απο­κα­τα­στα­θεί. Αυ­τό εί­ναι η συγ­γρα­φι­κή του ανα­πη­ρία. Ο λό­γος, βοη­θη­τι­κό στοι­χείο της ζω­ής, γί­νε­ται πρω­το­γε­νής και πρω­ταρ­χι­κός πα­ρά­γο­ντας. Φρά­σεις πυ­ρη­νι­κές που εκρή­γνυ­νται στο μυα­λό τού ανα­γνώ­στη, που απλώ­νουν ολό­γυ­ρα ακτί­νες γνώ­σης και σο­φί­ας, ανα­πά­ντε­χες πε­ρι­δι­νή­σεις στην ιστο­ρία και τον πλού­το της Τέ­χνης.
Ο ίδιος δη­λώ­σει «συ­ναρ­τη­μέ­νος» με την επο­χή του. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό, αλώ­στε, όλων των συγ­γρα­φέ­ων, εξαι­ρου­μέ­νων ίσως των Κάφ­κα, Προυστ, Τζόις… Συγ­γρα­φέ­ας με τη σαρ­κι­κή έν­νοια του όρου, δί­νει την εντύ­πω­ση πως πε­ρι­μέ­νει δι­καί­ω­ση μέ­σα στα πλαί­σια της επο­χής του. Κά­τι που δεν αρ­γεί να ‘ρθει.
Ένας τρί­τος, ασφα­λέ­στε­ρος ίσως, τρό­πος προ­σέγ­γι­σης στο έρ­γο του Βα­σί­λη Βα­σι­λι­κού εί­ναι οι κα­τα­θέ­σεις επι­φα­νών των γραμ­μά­των, Ελ­λή­νων και ξέ­νων, μέ­σω του πε­ριο­δι­κού Λό­γου και Τέ­χνης του Συν­δέ­σμου Φί­λων Γραμ­μά­των και Τε­χνών Κα­βά­λας, Υπό­στε­γο.

Μια παθιασμένη σχέση με την Ελλάδα



Εξη­γού­μαι: Την άνοι­ξη του 1995 η συ­ντα­κτι­κή επι­τρο­πή τού εν λό­γω πε­ριο­δι­κού απο­φά­σι­σε να αφιε­ρώ­σει εξ ολο­κλή­ρου το 7ο τεύ­χος του στον διε­θνή κο­σμο­πο­λί­τη συγ­γρα­φέα των 140 βι­βλί­ων! Στον επι­νοη­τή και έν­θερ­μο υπο­στη­ρι­κτή ύπαρ­ξης της Σχο­λής Κα­βά­λας! Της οποί­ας –κα­τά τις εκτι­μή­σεις του ιδί­ου– ο ένας πό­λος εί­ναι ο Γιώρ­γος Χει­μω­νάς και ο άλ­λος ο ίδιος, ο Βα­σί­λης Βα­σι­λι­κός∙ οι υπό­λοι­ποι της γρα­φής εντός του κύ­κλου! Με την άπο­ψή του έσπευ­σε να συμ­φω­νή­σει και ο τό­τε νε­ο­φερ­μέ­νος στη γε­νέ­τει­ρά του Κα­βά­λα Κρί­των Χουρ­μου­ζιά­δης. Μας ήρ­θε από το Αμ­βούρ­γο με σπου­δές Φι­λο­λο­γί­ας και Συ­γκρι­τι­κής Φι­λο­λο­γί­ας στα Πα­νε­πι­στή­μια του Ρί­πον και του Γέιλ. Με γνώ­μο­να τα πε­ριε­χό­με­να των τευ­χών του Υπο­στέ­γου, διέ­κρι­νε στα κεί­με­να των συγ­γρα­φέ­ων της Κα­βά­λας «ιδιαί­τε­ρη πε­ρι­συλ­λο­γή και εσω­στρέ­φεια. Κοι­νές τραυ­μα­τι­κές εμπει­ρί­ες, οι οποί­ες απαι­τού­σαν τη λε­πτο­με­ρή λο­γο­τε­χνι­κή τους κα­τα­γρα­φή. Εσω­τε­ρι­κούς μο­νο­λό­γους, έλ­λει­ψη πλο­κής και χα­ρα­κτή­ρων, που εκ­φρά­ζουν την πε­ρι­πέ­τεια του εσω­τε­ρι­κού τους κό­σμου». Άπο­ψη που ξε­σή­κω­σε θύ­ελ­λα αντι­δρά­σε­ων από όλο το εγ­χώ­ριο πνευ­μα­τι­κό συ­νά­φι, και φυ­σι­κά έσβη­σε άδο­ξα.
Πέ­ραν τού­του, οι συμ­με­το­χές του αφιε­ρώ­μα­τος αθρό­ες ― 32 τον αριθ­μό. Πα­ρου­σιά­σεις, σχο­λια­σμοί, το­πο­θε­τή­σεις, κα­τα­τά­ξεις, εγκώ­μια, εν­θου­σια­σμοί και συ­γκι­νή­σεις από πο­λι­τι­κούς, συγ­γρα­φείς, ποι­η­τές, σκη­νο­θέ­τες, απλούς ανα­γνώ­στες, κα­τα­λαμ­βά­νουν γεν­ναιό­δω­ρα τις 184 σε­λί­δες του αφιε­ρώ­μα­τος. Θριαμ­βευ­τι­κή πα­ρέ­λα­ση των πλέ­ον ηχη­ρών ονο­μά­των Ελ­λή­νων και ξέ­νων δια­νο­ου­μέ­νων: Marguerite Duras, Jacques Lacarrière, Régis Debray, Max Gallo, Gisèle Jeanperin κ.ά. από τους ξέ­νους. Αλέ­ξης Ζή­ρας, Πα­να­γιώ­της Μουλ­λάς, Κώ­στας Γα­βράς, Μά­ρω Δού­κα, Μα­ρία Κυρ­τζά­κη, Γιάν­νης Κο­ντός, Θα­νά­σης Θ. Νιάρ­χος, Γιώρ­γος Αρι­στη­νός, Μι­χα­ήλ Μή­τρας, Βαγ­γέ­λης Ρα­πτό­που­λος, Λευ­τέ­ρης Ξαν­θό­που­λος, Χρή­στος Χω­με­νί­δης, Αντώ­νης Σα­μα­ρά­κης, Πά­νος Θε­ο­δω­ρί­δης, Να­τά­σα Χα­τζη­δά­κη κ.ά. από τους Έλ­λη­νες. Δε­λε­α­στι­κοί, αι­νιγ­μα­τι­κοί, άκρως ερε­θι­στι­κοί οι τί­τλοι όλων: Αντι­κα­το­πτρι­σμοί μιας θερ­μο­γό­νου γρα­φής / Εγκαύ­μα­τη γρα­φή ανεκ­πλή­ρω­των γε­γο­νό­των / Φυ­γάς Θε­ό­θεν και αλή­της / Μια υπο­δειγ­μα­τι­κή εξο­ρία / Ο Β. Βα­σι­λι­κός των αφύ­λα­κτων δια­βά­σε­ων… Χορ­τα­στι­κό αφιέ­ρω­μα στον Πο­λύ­μορ­φο –Λι­πο­τά­κτη της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας.

Πλή­ρως ικα­νο­ποι­η­μέ­νοι εμείς, υπε­ρή­φα­νοι για το επί­τευγ­μα. Ο τι­μώ­με­νος δι­πλά ικα­νο­ποι­η­μέ­νος, πολ­λα­πλά υπε­ρή­φα­νος. Τό­σο που ανα­θέ­τει τη δια­κί­νη­ση του αφιε­ρω­μα­τι­κού τεύ­χους στις εκ­δό­σεις Νέα Σύ­νο­ρα–Λι­βά­νης, με τις οποί­ες συ­νερ­γά­ζε­ται εκεί­νη την πε­ρί­ο­δο. Πο­ντά­ρει στην πα­νελ­λή­νια εμ­βέ­λεια και δια­κί­νη­ση του πε­ριο­δι­κού. Να μην πε­ριο­ρι­στεί εντός των τει­χών της Ανα­το­λι­κής Μα­κε­δο­νί­ας. Και οι υπεύ­θυ­νοι του γνω­στό­τα­του εκ­δο­τι­κού οί­κου των Αθη­νών, για αδιευ­κρί­νι­στους μέ­χρι σή­με­ρα λό­γους, το χα­ντα­κώ­νουν. Κα­μία προ­βο­λή, κα­μιά δια­κί­νη­ση, πο­τέ και που­θε­νά. «Ποιος ξέ­ρει σε τι υγρές απο­θή­κες σά­πι­σε ή εξα­κο­λου­θεί να σα­πί­ζει!», θλί­βε­ται ο τι­μώ­με­νος διε­θνής συγ­γρα­φέ­ας. «Εάν στο με­τα­ξύ δεν το πολ­το­ποί­η­σαν εγκαί­ρως, χρί­ζο­ντάς το “ασύμ­φο­ρο και επι­ζή­μιο φο­ρο­λο­γι­κά υλι­κό”», συ­μπλη­ρώ­νει.
Από τις 32 ανα­φο­ρές πε­ριο­ρί­ζο­μαι σε τέσ­σε­ρα μι­κρά από­σπα­σμα, αντι­προ­σω­πευ­τι­κά του εί­δους τους. Όπου ο Αλέ­ξης Ζή­ρας κα­τα­θέ­τει τους «Αντι­κα­το­πτρι­σμούς μιας θερ­μο­γό­νου γρα­φής».

Οι με­τα­μορ­φώ­σεις του συγ­γρα­φέα απέ­να­ντι στον εαυ­τό του μοιά­ζουν με εί­δω­λά του, με αντι­κα­το­πτρι­σμούς του. Αλ­λά οι με­τα­μορ­φώ­σεις του ού­τε ακίν­δυ­νες ήταν –ως απο­τυ­πώ­μα­τα μιας προ­σω­πι­κής αυ­το­α­νά­λυ­σης– ού­τε κα­θα­ρά και μό­νο αι­σθη­τι­κής φύ­σε­ως. Αν και μπο­ρού­με ν’ απο­μο­νώ­σου­με τη φρά­ση του «πά­ντα το μο­ντέ­λο μου στά­θη­κε η ποί­η­ση για τη γλώσ­σα», πράγ­μα που αλη­θεύ­ει, αλη­θεύ­ει επί­σης ότι γύ­ρω στα μέ­σα της δε­κα­ε­τί­ας του ’60 έχει ωρι­μά­σει η από­φα­σή του ν’ ανοι­χθεί σε μιαν άλ­λης υφής και προ­ο­πτι­κής αφη­γη­μα­το­λο­γι­κή ορ­γά­νω­ση των εμπει­ριών, του στο­χα­σμού και της γλώσ­σας του. […]

Η Μαρ­γκε­ρίτ Ντι­ράς, ανα­φε­ρό­με­νη στο βι­βλίο του Βα­σι­λι­κού Ζ, πε­ρι­γρά­φει «Τα κου­ρέ­λια της Θεσ­σα­λο­νί­κης».

Αν στην αρ­χή ο λυ­ρι­σμός με τον οποίο ο Βα­σι­λι­κός πε­ρι­γρά­φει τα δει­νά τής Ελ­λά­δας και των ηρώ­ων του με ενό­χλη­σαν, στο τέ­λος εί­δα να με κερ­δί­ζει, κα­θώς ήταν το μό­νο δυ­να­τό αντί­βα­ρο στον ρε­α­λι­σμό των κα­τα­θέ­σε­ων των μαρ­τύ­ρων που ακο­λου­θούν. Μό­νο ένας τέ­τοιος ρε­α­λι­σμός μπο­ρού­σε να μας δεί­ξει την ολι­κή κα­τα­στρο­φή, ρί­ζα προς ρί­ζα, αυ­τού του λα­σπό­το­που, ώστε να λάμ­ψει η αλή­θεια. Δεν εί­ναι αφε­λής ο Βα­σι­λι­κός. Κι όταν κά­νει τον αφε­λή, εί­ναι επει­δή το θέ­λει. Βρι­σκό­μα­στε εδώ μπρο­στά σε μια επο­ποι­ία των γεν­ναί­ων πρά­ξε­ων του αν­θρώ­που, εκεί­νων που πη­γά­ζουν απ’ το κου­ρά­γιο, τον ηρω­ι­σμό, την αιώ­νια ανα­ζή­τη­ση της αλή­θειας. […] Ένα βι­βλίο που εκ­φρά­ζει, μέ­σα από τό­σες φω­νές, την κα­τά­ρα τού να εί­σαι Έλ­λη­νας εν έτει 1967, ήταν ανα­πό­φευ­κτο να απα­γο­ρευ­τεί. […]

Ο Γιώρ­γος Αρι­στη­νός, γρά­φει το «Ένας δια­νο­ού­με­νος»:

Ο Βα­σί­λης Βα­σι­λι­κός εί­ναι «φαι­νο­με­νι­κά» ένας χει­ρο­τέ­χνης, ή κα­λύ­τε­ρα ένας μα­ρα­γκός με την Πλα­τω­νι­κή ση­μα­σία, που γνω­ρί­ζει κα­λά τα σύ­νερ­γα της δου­λειάς. [ … ] Ταυ­τό­χρο­να εί­ναι κι ένας έμπει­ρος ρα­βδο­σκό­πος που γνω­ρί­ζει να ανα­κα­λύ­πτει το νε­ρό και τα υπό­γεια ρεύ­μα­τα. Εί­πα «φαι­νο­με­νι­κά» για­τί πί­σω από τον μορ­φα­σμό «απέ­χθειας» για τα θε­ω­ρη­τι­κά σχή­μα­τα, δεν κρύ­βε­ται ο ορ­κι­σμέ­νος αντι­δια­νο­ού­με­νος που αναρ­ρι­γά μπρο­στά σε τί­τλους όπως Κρι­τι­κή της κρι­τι­κής δύ­να­μης ή Κρι­τι­κή του δια­λε­κτι­κού λό­γου, αλ­λά ο άν­θρω­πος που βδε­λύσ­σε­ται τα ασύ­στα­τα «στρι­ψί­μα­τα» της γλώσ­σας, τα αλα­ζο­νι­κά κα­μώ­μα­τα της σκέ­ψης που με­ταμ­φιέ­ζουν μια κιτς διά­θε­ση, τους λα­βυ­ριν­θώ­δεις δαι­δά­λους που οδη­γούν στην γκρί­ζα χω­μα­τε­ρή, την κα­θα­ρό­τη­τα του πνεύ­μα­τος. Στο βά­θος εί­ναι με τη με­ριά μιας δια­φά­νειας που μας πη­γαί­νει πί­σω στην κα­λύ­τε­ρη πα­ρά­δο­σή της: εκεί­νης που ανα­γνώ­ρι­ζε την αξία της «claritas» της «consonandia», της «integritas». [ … ]

Ο Ρε­ζίς Ντε­μπρέ, ανα­φε­ρό­με­νος στο έρ­γο του Β. Βα­σι­λι­κού, μέ­σω «Μιας υπο­δειγ­μα­τι­κής εξο­ρί­ας», ανα­ρω­τιέ­ται:

Σε τι χρη­σι­μεύ­ουν οι συγ­γρα­φείς; […] Κα­τά­λα­βα τι μπο­ρεί να ση­μαί­νει η εξο­ρία για τους δε­κά­δες χι­λιά­δες νευ­ρω­τι­κά με­τα­κι­νού­με­νους, Ισπα­νούς, Έλ­λη­νες, Βρα­ζι­λιά­νους και Βο­λι­βια­νούς. Αυ­τό το σύν­δρο­μο της εξο­ρί­ας το οποίο βιώ­νει ο Βα­σι­λι­κός εδώ και πολ­λά χρό­νια κι η κλι­νι­κή με­λέ­τη που απλώ­νε­ται στο τε­λευ­ταίο του βι­βλίο (Το ψα­ρο­ντού­φε­κο) μου απο­κά­λυ­ψαν δια μιας την ου­σία της υπό­θε­σης: την απώ­λεια της προ­σω­πι­κό­τη­τας που συ­νε­πά­γε­ται ο απο­κλει­σμός από τον τό­πο σου. Σε τι, λοι­πόν, χρη­σι­μεύ­ουν οι συγ­γρα­φείς; Στο να προσ­διο­ρί­ζουν μια αί­σθη­ση, στο να δί­νουν όνο­μα σ’ έναν ίλιγ­γο, στο να εξε­ρευ­νούν απ’ άκρο σ’ άκρο την αν­θρώ­πι­νη εμπει­ρία. Κα­θώς η βα­σι­κή δο­μή αυ­τής της εμπει­ρί­ας εί­ναι η κα­τα­νό­η­ση του χρό­νου, κά­θε συγ­γρα­φέ­ας δί­νει τ’ όνο­μά του σε κά­ποια στιγ­μή της ημέ­ρας. Ο Ζι­ρο­ντού το δί­νει στην αυ­γή… Ο Φι­τζέ­ραλντ στο τέ­λος της νύ­χτας… και ο Βα­σί­λης Βα­σι­λι­κός, στην αρ­χή τού χει­μω­νιά­τι­κου απο­γεύ­μα­τος.

Και στις 3 Σε­πτεμ­βρί­ου 2012 η γε­νέ­τει­ρα του Βα­σί­λη Βα­σι­λι­κού, μέ­σω του Δή­μου της, σε μια λι­τή τε­λε­τή τι­μά το «άξιο τέ­κνον» της, δί­νο­ντας το όνο­μά του στη Δη­μο­τι­κή Βι­βλιο­θή­κη Κα­βά­λας. Με αυ­τή την τι­μη­τι­κή εκ­δή­λω­ση άνοι­ξαν οι επε­τεια­κές εκ­δη­λώ­σεις για τα εκα­τό χρό­νια απε­λευ­θέ­ρω­σης της Κα­βά­λας. Ο δή­μαρ­χος Κω­στής Σι­μι­τσής, στο χαι­ρε­τι­σμό του υπο­γράμ­μι­σε ότι: «Αυ­τή η χώ­ρα ορ­θο­πό­δη­σε και βρή­κε τον δρό­μο της προ­ό­δου χά­ρη και στις ευ­ερ­γε­σί­ες των υπέ­ρο­χων εκεί­νων Ελ­λή­νων που θε­ω­ρού­σαν κα­θή­κον τους την ευ­ερ­γε­σία προς την πα­τρί­δα». «Η Κα­βά­λα», συ­νέ­χι­σε, «τι­μά τον δι­κό της άν­θρω­πο, τον δια­κε­κρι­μέ­νο συγ­γρα­φέα ο οποί­ος δώ­ρι­σε χι­λιά­δες τί­τλους βι­βλί­ων στη Δη­μο­τι­κή Βι­βλιο­θή­κη της γε­νέ­τει­ράς του». Ευ­χα­ρί­στη­σε θερ­μά τον Β. Βα­σι­λι­κό για την προ­σφο­ρά του και ευ­χή­θη­κε στο μέλ­λον να συ­νε­χί­σει με τον ίδιο ζή­λο να υπη­ρε­τεί τα γράμ­μα­τα.
Παίρ­νο­ντας τον λό­γο ο Βα­σί­λης Βα­σι­λι­κός δεν έκρυ­ψε τη συ­γκί­νη­σή του για την με­γά­λη τι­μή που του κά­νει η γε­νέ­τει­ρά του. Θυ­μή­θη­κε τα παι­δι­κά του χρό­νια στην Κα­βά­λα και όσα τον ση­μά­δευ­σαν στην με­τέ­πει­τα συγ­γρα­φι­κή ζωή του. Ανα­φέρ­θη­κε στην αξία του βι­βλί­ου, το οποίο όπως εί­πε σε στιγ­μές δύ­σκο­λες για τον άν­θρω­πο απο­τε­λεί στή­ριγ­μα, συ­ντρο­φιά κι ελ­πί­δα, ενώ υπο­γράμ­μι­σε την ανά­γκη ενί­σχυ­σης του έρ­γου των βι­βλιο­θη­κών. Έκλει­σε τον σύ­ντο­μο χαι­ρε­τι­σμό του, λέ­γο­ντας συ­γκι­νη­μέ­νος: «Αυ­τή η τι­μή που μου κά­νε­τε σή­με­ρα εί­ναι με­γα­λύ­τε­ρη από το Νό­μπελ που δεν μου δό­θη­κε».

(Ψηφιακή φωτοσύνθεση)
(Ψηφιακή φωτοσύνθεση)



8 Φε­βρουα­ρί­ου 2021.
Στον από­η­χο του δια­δι­κτυα­κού «κουρ­νια­χτού» που προ­κά­λε­σε μια δή­λω­ση του με­γά­λου Κα­βα­λιώ­τη συγ­γρα­φέα για τον Δη­μή­τρη Κου­φο­ντί­να, η αλ­λα­γή τού ονό­μα­τος της Βι­βλιο­θή­κης της πό­λης «μπαί­νει» ως θέ­μα στο... Συμ­βού­λιο Κοι­νό­τη­τας!
Μια άτυ­πη «συ­ζή­τη­ση» που ξε­κί­νη­σε τις τε­λευ­ταί­ες μέ­ρες στην Κα­βά­λα σε επί­πε­δο δια­δι­κτύ­ου «με­τα­φέ­ρε­ται» σε επί­πε­δο θε­σμι­κό. Ο λό­γος για την πρό­τα­ση αφαί­ρε­σης του ονό­μα­τος «Βα­σί­λης Βα­σι­λι­κός» από τη Δη­μο­τι­κή Βι­βλιο­θή­κη της πό­λης. Αφορ­μή για να ξε­κι­νή­σει το όλο θέ­μα ήταν δή­λω­ση του συγ­γρα­φέα στην Εφη­με­ρί­δα των Συ­ντα­κτών για τον κα­τα­δι­κα­σμέ­νο σε 11 φο­ρές ισό­βια Δη­μή­τρη Κου­φο­ντί­να της 17Ν ο οποί­ος εδώ και έναν μή­να βρί­σκε­ται σε απερ­γία πεί­νας με αί­τη­μα τη με­τα­φο­ρά του στη φυ­λα­κή Κο­ρυ­δαλ­λού. Συ­γκε­κρι­μέ­να, ο επι­κε­φα­λής βου­λευ­τής Επι­κρα­τεί­ας του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ Βα­σί­λης Βα­σι­λι­κός εί­πε τα εξής:

Ένας τρο­μο­κρά­της που πα­ρα­δί­νε­ται αυ­τό­κλη­τος στην έδρα της Αστυ­νο­μί­ας δεν εί­ναι κά­τι συ­νη­θι­σμέ­νο, ακό­μα και στα αστυ­νο­μι­κά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα του Σι­με­νόν ή της Αγκά­θα Κρί­στι. Δεν εί­ναι ακό­μα σύ­νη­θες ο ίδιος με­τά από 20 χρό­νια στη φυ­λα­κή, όπου τα πρώ­τα χρό­νια τα περ­νά στην πλή­ρη απο­μό­νω­ση, να φτά­σει στο ση­μείο, λό­γω της άμεμ­πτης συ­μπε­ρι­φο­ράς του σε όλο αυ­τό το διά­στη­μα (και του βι­βλί­ου που εξέ­δω­σε για την πε­ρι­πέ­τειά του πριν από με­ρι­κά χρό­νια) να τύ­χει μιας προ­σω­πι­κής δι­καί­ω­σης από την πο­λι­τεία, με την πεν­θή­με­ρη δια­μο­νή του στο σπί­τι της οι­κο­γέ­νειάς του ανά εξά­μη­νο και την πά­ντα στη μέ­ρα και την ώρα ακρι­βώς της επι­στρο­φής του στο κε­λί. Πρό­κει­ται για τον Κου­φο­ντί­να που εδώ και 28 μέ­ρες δια­μαρ­τύ­ρε­ται, ζη­τώ­ντας την επι­στρο­φή του στις φυ­λα­κές Κο­ρυ­δαλ­λού, με απερ­γία πεί­νας που κιν­δυ­νεύ­ει να εί­ναι μοι­ραία. Κι αν συμ­βεί κά­τι τέ­τοιο –ο μη γέ­νοι­το– θα κλη­θούν οι υπεύ­θυ­νοι να λο­γο­δο­τή­σουν για την απαν­θρω­πιά τους.

Ανά­με­σα σε αυ­τούς που ζη­τούν εν­θέρ­μως το «ξή­λω­μα» του ονό­μα­τος «Βα­σί­λης Βα­σι­λι­κός» από το κτή­ριο της Δη­μο­τι­κής Βι­βλιο­θή­κης με αφορ­μή την πα­ρα­πά­νω δή­λω­ση έρ­χε­ται να προ­στε­θεί και η πρό­ε­δρος του Συμ­βου­λί­ου Κοι­νό­τη­τας του Δή­μου Κα­βά­λας. Η οποία δια­τεί­νε­ται πως επει­δή υπάρ­χει «εύ­λο­γη αμ­φι­βο­λία» για το εάν η ονο­μα­το­δο­σία της Δη­μο­τι­κής Βι­βλιο­θή­κης Κα­βά­λας εί­ναι σύν­νο­μη και εάν έχει προη­γη­θεί σχε­τι­κή από­φα­ση του Δη­μο­τι­κού Συμ­βου­λί­ου, η ίδια θα «στεί­λει» το θέ­μα στη… Νο­μι­κή Υπη­ρε­σία του Δή­μου Κα­βά­λας για να γνω­μο­δο­τή­σει σχε­τι­κά. Επι­πλέ­ον δια­τεί­νε­ται πως, «οι πε­ρισ­σό­τε­ροι δη­μό­τες της Κα­βά­λας με τη­λε­φω­νή­μα­τα και μη­νύ­μα­τα ήταν εξ αρ­χής αντί­θε­τοι στην ονο­μα­το­δο­σία της Δη­μο­τι­κής Βι­βλιο­θή­κης με το όνο­μα του συγ­γρα­φέα».
Με­τά τις έντο­νες αντι­δρά­σεις πο­λι­τών και φο­ρέ­ων της πό­λης σε έντυ­πα και ηλε­κτρο­νι­κά ΜΜΕ, κα­τό­πιν της «συ­ζή­τη­σης» που σή­κω­σε η «υπό­θε­ση Βα­σι­λι­κού» στην Κα­βά­λα –η οποία πή­ρε πα­νελ­λα­δι­κή διά­στα­ση, ως ήταν ανα­με­νό­με­νο– η κ. πρό­ε­δρος απο­φά­σι­σε να απο­σύ­ρει το θέ­μα από την ημε­ρή­σια διά­τα­ξη της συ­νε­δρί­α­σης του Συμ­βου­λί­ου Κοι­νό­τη­τας. Μέ­νο­ντας, προς δό­ξα, η βι­βλιο­θή­κη να φέ­ρει εσα­εί την πλή­ρη ονο­μα­σία: ΔΗ­ΜΟ­ΤΙ­ΚΗ ΒΙ­ΒΛΙΟ­ΘΗ­ΚΗ ΚΑ­ΒΑ­ΛΑΣ «ΒΑ­ΣΙ­ΛΗΣ ΒΑ­ΣΙ­ΛΙ­ΚΟΣ»

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: