Τα σιλό, το πρώτο μυθιστόρημα του Βασίλη Βασιλικού, γραμμένο το 1949, όταν ο ίδιος είναι δεκαπέντε ετών, κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά το 1976, για να επανεκδοθούν το 1984, χωρίς να προκαλέσουν ούτε την πρώτη ούτε τη δεύτερη φορά κάποια ιδιαίτερη συζήτηση. Ο αρχικός τους τίτλος ήταν Θύματα ειρήνης αλλά το βιβλίο δεν θα πρέπει να συγχέεται με το ομότιτλο μυθιστόρημα του 1956, που εκπροσωπεί μαζί με τη Διήγηση του Ιάσονα τη μυθιστορηματική παραγωγή του Βασιλικού κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950. Τα Σιλό αναφέρονται στη Βουλγαρική Κατοχή της Καβάλας (της γενέτειρας του συγγραφέα), μεταξύ 1941 και 1944, παρακολουθώντας από απόσταση αναπνοής τα γεγονότα της εποχής. Η αφήγηση ξετυλίγει την καθημερινή ζωή μιας οικογένειας η οποία αγωνίζεται να μη συντριβεί κάτω από την μπότα του κατακτητή (θα χρειαστεί να κυλήσουν πολλές δεκαετίες για να επανέλθουν στην ίδια τραυματική περίοδο πεζογράφοι όπως ο Πρόδρομος Μάρκογλου ή ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης).
Οι δύο κεντρικοί ήρωες, η Βενούλα και ο μπαρμπα-Λιας, είναι η θεία και ο παππούς αντίστοιχα του Βασιλικού και αποκαλύπτουν αμέσως την αυτοβιογραφική βάση του βιβλίου (ο Βασιλικός θα αυτοβιογραφηθεί εν συνεχεία σε πολλά έργα του, προδικτατορικά και μεταδικτατορικά). Ορκισμένος εχθρός των πρωταγωνιστών είναι ο Γκεόργκι Τσαπονέφ, ο Βούλγαρος διοικητής, που πρώτα διεκδικεί εις μάτην τη Βενούλα (φυγαδεύεται από τους γονείς της δια θαλάσσης στη Θεσσαλονίκη) κι ύστερα σκοτώνει το αγαπημένο κυνηγόσκυλο του μπαρμπα-Λια. Ο τελευταίος θα γίνει και κάτι σαν τοπικός ήρωας της Καβάλας (η πόλη δεν κατονομάζεται) όταν θα καταφέρει να διασώσει (με ένα παιδαριώδες, είναι η αλήθεια, τέχνασμα) τους Κυλινδρόμυλους Γεωργή-Νικολετόπουλου (βρετανικής ιδιοκτησίας) από την ανατίναξη που ετοιμάζουν οι Βούλγαροι για να προωθήσουν τα δικά τους σιτηρά.
Το πιο ενδιαφέρον, παρόλα αυτά, κομμάτι του μυθιστορήματος δεν είναι η Κατοχή αλλά το δεύτερο μέρος του, που κάνει λόγο για τις τύχες της οικογένειας σε καιρό ειρήνης (εξ ου και ο αρχικός τίτλος). Τα πάντα έχουν πλέον τελειώσει, αλλά και βαλτώσει, κι ας βρίσκονται πολύ μακριά τόσο ο πόλεμος όσο και ο κατακτητής. Ο άντρας που αγαπούσε η Βενούλα στη Θεσσαλονίκη την εγκαταλείπει (δεν τον δέχεται ο πατέρας της), ο μπαρμπα-Λιας φοβάται ότι θα χρεωθεί ένα λογιστικό έλλειμμα για το οποίο δεν είναι ακριβώς υπεύθυνος και η Μαλβίνα, η μάνα της Βενούλας και σύζυγός του, έχει ακινητοποιηθεί λόγω μιας σοβαρής πάθησης των ποδιών της. Και οι τρεις εύχονται να είχαν τη δυνατότητα να επιστρέψουν στα χρόνια του πολέμου – τότε τουλάχιστον μπορούσαν να ζήσουν με ορμή και ένταση, μακριά από τη σήψη και την παράλυση του τωρινού τους βίου.
Ο Θανάσης Αγάθος παρατηρεί εύστοχα στη νεότερη έκδοση του βιβλίου[1] πως Τα σιλό
προαναγγέλλουν κατοπινά μοτίβα του Βασιλικού, όπως το αδιέξοδο των οικογενειακών σχέσεων και οι οδυνηρές μεταβολές της καθημερινότητας. Σημειώνοντας πως έχουμε να κάνουμε με ένα από τα καλύτερα ίσως μυθιστορήματα του Βασιλικού (παρά το νεαρόν της ηλικίας), θα προσέθετα ότι η καθημερινότητα στην πεζογραφία του, τουλάχιστον μέχρι το Ζ, μοιάζει με κέλυφος εντός του οποίου αναπαράγεται, όπως άλλωστε και στα Σιλό, μια κοινωνία νωθρή και απαξιωμένη σε κάθε επίπεδο: ένα καθ’ ολοκληρίαν ναρκοθετημένο πεδίο, το οποίο, στο πλαίσιο της αγωνιώδους αναζήτησης ενός εσώτερου, αυθεντικού εαυτού, αναδεικνύει επιτακτικά την ανάγκη για μια λυτρωτική έξοδο. Έτσι, όμως, η πολιτικοκοινωνική πραγματικότητα τείνει να αποκτήσει υπαρξιακό βάθος σε ένα έργο όπου ο ρεαλισμός συνυπάρχει με τη λυρική υπεκφυγή και το μαγικό στοιχείο.
Με τη Διήγηση του Ιάσονα και τα Θύματα ειρήνης, μυθιστορήματα που κυκλοφορούν εν έτει 1953 και 1956 αντιστοίχως, όπως και με τις νουβέλες του Το φύλλο, Το πηγάδι, Τ’ αγγέλιασμα, που δημοσιεύονται υπό μορφήν τριλογίας το 1961, για να συμπληρωθούν με τη συλλογή αφηγημάτων Η μυθολογία της Αμερικής (1964) και με τα μυθιστορήματα Οι φωτογραφίες (1964) και Ζ. Φανταστικό ντοκιμαντέρ ενός εγκλήματος (1966), ο Βασιλικός θα ξεκινήσει από έναν κόσμο όπου τα πάντα δείχνουν μεταβατικά και μετέωρα. Οι ήρωές του αγωνίζονται να απαλλαγούν από την ωχρή, αν όχι και ασφυκτική, καθημερινή τους ζωή: από τις καταναλωτικές της προτιμήσεις μέχρι τη σεξουαλική της συμπεριφορά – ας σκεφτούμε τώρα εκ νέου την ανάγκη για έξοδο και το άγχος για τον αυθεντικό εαυτό στα Σιλό. Η ελληνική μυθολογία, το σύμβολο,[2] συνδυασμένο με το υπερβατολογικό και το παράλογο, το εξομολογητικό στιλ, οι άτακτες, συνειρμικές κινήσεις της μνήμης και η πληθώρα των παραισθήσεων, που θα ανοίξουν τον δίαυλο για την παρείσδυση του φανταστικού στην πραγματικότητα,[3] αποτελούν για τα πέντε πρώτα βιβλία του Βασιλικού το όχημα δια του οποίου θα εξατομικευτεί η πολιτικοκοινωνική επικαιρότητα της εποχής, αποκτώντας πλέον και καθαρώς υπαρξιακές διαστάσεις (ας σκεφτούμε ξανά Τα σιλό): διαστάσεις που θα τονίσουν μέσα από την απογύμνωση του εγώ την υποκειμενικότητα όχι μόνο των προσώπων αλλά και των πραγμάτων.[4]
Φτάνοντας στη διεθνή επιτυχία του Ζ (όπου θα στηριχτεί η ομότιτλη ταινία του Κώστα Γαβρά, σε σενάριο Χόρχε Σεμπρούν, η οποία θα προβληθεί στις αίθουσες εν έτει 1969), ο Βασιλικός θα γράψει για τη δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη το 1963, με φόντο μια Ελλάδα η οποία οδεύει με γοργό βήμα από τον Εμφύλιο στη χούντα. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί μια σειρά μυθοπλαστικών ή μυθοποιημένων τεκμηρίων, που τονίζουν τον πολιτικό χαρακτήρα της δράσης, οδεύοντας προς το non fiction novel.[5] Παρόλα αυτά, το έντονα ατομικό και υπαρξιακό στοιχείο των προηγούμενων έργων του Βασιλικού κάνει ολοφάνερη την παρουσία του και στο Ζ, ιδίως αν σκεφτούμε τη στάση την οποία θα υιοθετήσει απέναντι στα δεινά της πολιτικής του περιπέτειας ο πρωταγωνιστής, ένας αδέκαστος και έτοιμος για όλα μέχρι το τέλος δικαστής.
Να γιατί τα νεανικά Σιλό δεν είναι τυχαία, πρωτόλεια και ιχνογραφικά. Με την αυτοβιογραφική τους βάση και με την ενσωμάτωση των οικογενειακών πολιτικών δεινών στη λειτουργία της νεανικής, κατ’ ανάγκην εντυπωσιολογικής και θολής μνήμης και στην υποκειμενικότητα της αφήγησης, Τα σιλό συντονίζονται, έστω έμμεσα και αποσπασματικά, με τους συνειρμούς, τις παραισθήσεις και τις υπαρξιακές αναρωτήσεις των κατοπινών έργων του Βασιλικού, αποτελώντας όντως έναν πρώτο πυκνωτή, πιθανόν και την αρχική μήτρα της πεζογραφίας του, κατά τις δύο πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Δεκαετίες κατά τη διάρκεια των οποίων δίνει και τα σημαντικότερα δείγματα της γραφής του.