Η Θεσσαλονίκη ως τόπος συλλογικής μνήμης και αντίστασης στον έλεγχο της λήθης μέσα από το έργο του Βασίλη Βασιλικού

Η Θεσσαλονίκη ως τόπος συλλογικής μνήμης και αντίστασης  στον έλεγχο της λήθης μέσα από το έργο του Βασίλη Βασιλικού



Από τη δεκαετία του ’70 η συλλογική μνήμη και η πολιτισμική ταυτότητα συνιστούν κεντρικά ζητήματα των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών και σπουδών σε μια εποχή που η παγκοσμιοποίηση θέτει επιτακτικά πλέον θέματα ταυτότητας, ατομικής, συλλογικής, πολιτισμικής. Βεβαίως, η λειτουργία της μνήμης απασχόλησε την ανθρώπινη σκέψη από τον αρχαιοελληνικό φιλοσοφικό στοχασμό ως τους σύγχρονους θεωρητικούς μελετητές της, με κορυφαίο παράδειγμα τον φιλόσοφο και κοινωνιολόγο Halbwachs.[1] Να υπενθυμίσουμε πως στη μετανεοτερική εποχή ο χώρος δεν συνιστά πια τη σταθερά της εγγύησης του αμετάβλητου∙ ο χρόνος, η κίνηση και η μεταβλητότητα αποκτούν την πρωτοκαθεδρία, προκαλώντας αισθήματα ρευστότητας και αδυναμία εστίασης και θέτοντας υπό αμφισβήτηση έννοιες όπως αυτές της αλήθειας και των καθολικών ερμηνευτικών σχημάτων.
Η έννοια της συλλογικής ταυτότητας, ξεπερνώντας την ατομική ψυχολογία, περιλαμβάνει τη συλλογική εμπειρία και τις κοινές αναμνήσεις που διαμορφώνουν οι κοινωνίες μέσω πολιτισμικών πρακτικών και κοινωνικών αλληλεπιδράσεων (Halbwachs 1992, 38), και τις οποίες διασώζει ή και δημιουργεί η μνήμη. Από την εποχή του Ομήρου η μνήμη είναι η μούσα των ποιητών, η πηγή όλων των τεχνών, όπως τούτη καλλιεργείται μέσα από προφορικές αφηγήσεις ή συγκροτείται μέσω της ανάγνωσης. Κι ενώ δεν είμαστε γενετικά προγραμματισμένοι για να διαβάζουμε, και πόσο μάλλον για να γράφουμε, στην απόλυτα ψηφιοποιημένη σύγχρονη εποχή, η ανάγνωση και η λογοτεχνική ανάγνωση δεν γνωρίζουν τέλος στις αναγνωστικές κοινότητες, εξακολουθούν να επιδρούν καταλυτικά στον υποκειμενικό μας χώρο και κατ’ επέκταση σε ό,τι θεωρούμε ως αντικειμενικό κόσμο. Ας μην ξεχνούμε άλλωστε πως αυτό που διαφοροποιεί την ανάγνωση από κάθε άλλη πολιτισμική εφεύρεση είναι η προϋπόθεση της αναδιάταξης υφιστάμενων δομών, η ικανότητα εξειδίκευσης των λειτουργικών ομάδων των νευρώνων εντός των δομών αυτών για την αναπαράσταση της πληροφορίας, και ο αυτοματισμός ― η ιδιότητα, δηλαδή, ομάδας νευρώνων και κυκλωμάτων μάθησης να ανασύρουν και να συνδέουν, σχεδόν αυτόματα, τη συγκεκριμένη πληροφορία (Wolf 2007, 233). Η ανάγνωση σημαντικών λογοτεχνικών κειμένων εξακολουθεί πάντοτε να θέτει τα φιλοσοφικά ερωτήματα της μνήμης και της ιστορίας που συγκροτείται μέσα από αυτήν, της συνείδησης του παροντικού γίγνεσθαι μέσα από τη συνειδητοποίηση του παρελθοντικού χρόνου.
Το παγκοσμιοποιημένο όμως σκηνικό μεθοδεύει ενίοτε τη συρρίκνωση της ατομικής μνήμης που οδηγεί ακόμη και στη δημόσια αμνησία. Αυτός ο «έλεγχος» της λήθης αποτελεί σύμφωνα με τον ιστορικό Ζακ Λε Γκοφ (1998) ένα από τα πλέον αδίστακτα εργαλεία της εξουσίας. Η λογοτεχνία, ως εντροπική δύναμη και προϋπόθεση της απόκτησης του «πολιτισμικού κεφαλαίου» συγκροτεί «τόπους μνήμης», διάδοσης, αλλά και καταγγελίας του πολιτισμού. Το άτομο λειτουργεί ως «μυθιστοριογράφος» επιστρατεύοντας τις νοητικές του λειτουργίες και τη φαντασία (Παπαγιώργης 2008, 104). Σε αυτό το σημείο μνήμη και λογοτεχνία συναντώνται, καθώς η μνήμη γίνεται πηγή της λογοτεχνικής πράξης και η λογοτεχνία σημαντικός παράγοντας διαμόρφωσης της συλλογικής ταυτότητας. Άλλωστε, κατά τον Halbwachs, δεν υφίσταται καθολική μνήμη, «η ιστορία είναι σαν ένας ωκεανός, όπου εισρέουν όλες οι μικρές ιστορίες» (Halbwachs 2013, 108). Η πολιτισμική μνήμη (κυρίαρχη και ανεπίσημη) διαμορφώνει ταυτότητες και με την πολιτική δύναμη που διαθέτει νομιμοποιεί ή και απονομιμοποιεί καθεστώτα, ενώ παράλληλα συμβάλλει στον αυτοπροσδιορισμό των κοινωνιών (Huyssen 2003, 94).
Η μνήμη είναι λοιπόν μία κατασκευή, όπως και η λογοτεχνία -αμφότερες διακρίνονται για την επιλογή, την αφήγηση και την πύκνωση. Η λογοτεχνία και οι λογοτεχνικοί χώροι διαθέτουν τη δύναμη να διαμορφώνουν τις αναμνήσεις και τις εμπειρίες των ανθρώπων (Bachelard 1969, 52), ώστε η βιωμένη εμπειρία συγκεκριμένων ομάδων και η διανοητική αναπαράσταση να ανακαλούνται από τη συλλογική ή την ατομική μνήμη και να νοηματοδοτούν εκ νέου το παρελθόν (Erll 2008, 7).[2] Η λογοτεχνία ως «κατεξοχήν μνημονική τέχνη καταγράφει τη μνήμη μιας κοινότητας, τη συλλογική μνήμη», τη στιγμή που η ίδια είναι μια «πράξη μνήμης» (Δημητρούλια 2021, 4-5). Και σύμφωνα με την ορολογία του Jan Assmann (2017) η πολιτισμική μνήμη συνίσταται από κείμενα, έθιμα, τελετουργίες, εικόνες, μνημεία τα οποία διαμορφώνουν τη συλλογική αντίληψη για το παρελθόν.

Ο ΒΒ με τη μητέρα του (Θεσσαλονίκη 1952)

Τα περισσότερα λογοτεχνικά έργα του Βασιλικού μετατρέπουν τη μνήμη και τη μεταμνήμη (τη μεταβίβαση στις επόμενες γενιές γεγονότων, τραυματικών και μη, που οι ίδιες δεν έχουν βιώσει) σε πολιτισμική μνήμη, σε γραπτή κληρονομικά που σημασιοδοτεί εκ νέου το παρελθόν. Στο πλαίσιο αυτό, η λογοτεχνική Θεσσαλονίκη αποτελεί μια χαρακτηριστική περίπτωση μελέτης, καθώς παρέχει τα αναγκαία υλικά για τον λογοτεχνικό μύθο, αν και μια πόλη δεν συνιστά μύθο από μόνη της (Pike 1981, ix). Η ίδια η ιστορία της Θεσσαλονίκης είναι γεμάτη από γεγονότα που επηρέασαν βαθιά την πολιτισμική της ταυτότητα. Στο έργο του Βασίλη Βασιλικού, η πόλη λειτουργεί ως ένας μυθοπλαστικός χώρος, όπου η κοινωνική μνήμη και η ιστορία συνυπάρχουν με την πλοκή και αλληλεπιδρούν για να δημιουργήσουν μια πλούσια αφήγηση της πόλης και των κατοίκων της. Παρόλο που ο συγγραφέας δεν γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, ούτε έζησε εκεί για πολλά χρόνια, είχε άμεση σχέση με τη λογοτεχνική της παράδοση και έπαιξε έναν ρόλο «μοχλού της ενοποίησής της», καθώς συνδέθηκε με λογοτεχνικά ρεύματα άλλων περιοχών, όπως της Αθήνας, στις αρχές της δεκαετίας του 1960 (Αποστολίδου 1997, 149). Με τη Μυθολογία της Αμερικής (1964) και το Εκτός των τειχών (1966), ο Βασιλικός εισήλθε σταδιακά στην πολιτική και δημοσιογραφική λογοτεχνία. Το έργο του «άνοιξε» προς τον πολιτικό και δημοσιογραφικό χώρο (ασυνήθιστο για τα ελληνικά δεδομένα), ενώ ανέπτυξε και ακτιβιστική δράση κατά τη διάρκεια της Επταετίας, όταν ήταν αυτοεξόριστος στη Δυτική Ευρώπη.
Ο Βασιλικός χρησιμοποιεί τη Θεσσαλονίκη ως κεντρικό χώρο στα έργα του για να διερευνήσει τις επιπτώσεις των πολιτικών, πολιτισμικών και πολεοδομικών αλλαγών στη συλλογική μνήμη και την ταυτότητα των κατοίκων της. Το έργο του δεν αποτελεί απλώς μια λογοτεχνική αναπαράσταση της πόλης, αλλά μια σύνθετη ανάλυση της σχέσης μεταξύ ανθρώπων και κοινωνικής μνήμης, ιστορίας και κοινής πολιτισμικής ταυτότητας. Ο συγγραφέας διερευνά ουσιαστικά τη σχέση πόλης και ταυτότητας, αναδεικνύοντας τη σημασία της λογοτεχνικής αναπαράστασης ως εργαλείου για την κατανόηση της συλλογικής εμπειρίας και των κοινωνικών πολιτισμικών αντιλήψεων. Από τη Μικρασιατική Καταστροφή και μετά, στην ιστορία της εντοπίζονται όλες οι πληγές του αστικού χώρου και των ματαιωμένων ονείρων. Τα λαϊκά στρώματα συρρέουν στη μητρόπολη, ώστε η τελευταία να χάνει τη σταθερή της κατεύθυνση και τη συνοχή της. Μετατρέπεται σε έναν χώρο πολύπλευρο και κατακερματισμένο, άνισο και χαοτικό, όπου δραστηριοποιούνται νέα τραγικά υποκείμενα της ιστορίας.
Στα μυθιστορήματα του Βασιλικού, η Θεσσαλονίκη αναπλάθεται τόσο γεωγραφικά και χωροταξικά όσο και ανθρωπολογικά, και γίνεται αναπόσπαστο στοιχείο του πολιτισμικού νεοελληνικού συστήματος αξιών. Κεντρική θέση στα έργα του έχουν μοτίβα και τεχνικές που νοηματοδοτούν τις ανθρώπινες σχέσεις μέσα από τη συμπλοκή των προσώπων και της δράσης στον χώρο. Οι πλατείες, οι δημόσιοι χώροι και οι συλλογικές δραστηριότητες της πόλης αποτελούν οργανικό στοιχείο της πλοκής, επηρεάζοντας την εξέλιξη του μύθου και αποκαλύπτοντας την ιδεολογία των μυθοπλαστικών χαρακτήρων (Wirth-Nesher 1996, 10, 210). Το έργο του Βασιλικού, γενικότερα, προσφέρει μια διεισδυτική ματιά στην κατανόηση της σύγχρονης ελληνικής συνείδησης, μολονότι σκοπός του συγγραφέα δεν ήταν να παραδώσει κάποιο ιστορικό μυθιστόρημα. Τα μυθιστορήματά του διαφέρουν θεματικά από τους παλαιότερους πεζογράφους, καθώς ο συγγραφέας πειραματίζεται με νέους αφηγηματικούς τρόπους, αξιοποιώντας την παράδοση. Η γραφή του ανταποκρίνεται στην πολυπλοκότητα της σύγχρονης ζωής και προσπαθεί να προλάβει τις νέες ευαισθησίες. Η συνειρμική γραφή και οι κλασικές αφηγηματικές τεχνικές εναλλάσσονται με το εξομολογητικό ύφος, καταγράφοντας τα βιωμένα συναισθήματα και αντανακλώντας νέα θέματα, όπως τον καταναλωτισμό, το άγχος, την κρίση αξιών, την αποξένωση και το αυστηρό κλείσιμο του ιδιωτικού χώρου.


Η συλλογική μνήμη και η πολιτισμική ταυτότητα της Θεσσαλονίκης στο έργο του Βασιλικού

Στο έργο του Βασιλικού, η Θεσσαλονίκη δεν είναι απλώς ένας γεωγραφικός τόπος, αλλά ένας ζωντανός οργανισμός που ενσωματώνει τις συλλογικές εμπειρίες, τα τραύματα και τις ελπίδες των ανθρώπων της. Η πόλη στο έργο του εμφανίζεται συχνά ως ένας χώρος όπου το παρελθόν και η Ιστορία, ως εμπειρίες, είναι τόσο έντονα που καθορίζουν την τρέχουσα πραγματικότητα των μυθοπλαστικών χαρακτήρων. Αυτή η θεώρηση της πόλης ως ενός δυναμικού χώρου αντικατοπτρίζει την άποψη ότι η μνήμη είναι προϊόν της κοινωνικής αλληλεπίδρασης και των πολιτισμικών πρακτικών (Halbwachs 1992, 38). Η μυθοπλαστική Θεσσαλονίκη είναι ο σκηνικός τόπος όπου μνήμη και ιστορία αλληλεπιδρούν, διαμορφώνοντας την ταυτότητα των κατοίκων. Η μυθοπλασία, σύμφωνα με τον Μισέλ ντε Σερτό, αποτελεί έναν εξαιρετικά αποτελεσματικό τρόπο για να διεισδύσει κανείς και να αντιληφθεί την πραγματικότητα (Ντε Σερτό 2010, 289). Ουσιαστικά, η πόλη αναπαρίσταται ως ιστορική εμπειρία κι όχι ως ιστορικό σκηνικό. Ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα, ο αστικός χώρος παρέχει στους μοντερνιστές πεζογράφους τα υλικά προκειμένου να συνθέσουν μια νέα πολιτισμική μνήμη μέσω της αφήγησης. Η πόλη αναδείχθηκε θεματικά στα έργα των μοντερνιστών, επιτρέποντάς τους να υπερβούν και να αμφισβητήσουν κάθε προηγούμενη παράδοση. Μεταμορφώνεται σε πρωταγωνιστή της λογοτεχνικής δράσης (Harding 2003, 11), αποκτά φωνή και νόημα (Tadié 2007, 201) και μοιάζει περισσότερο σε ανθρώπινη μορφή, παρά σε τόπο (Augustine 1991, 73-74).


Η Θεσσαλονίκη ως πηγή συλλογικής μνήμης

Στο έργο του Βασιλικού, η Θεσσαλονίκη ξεπερνά την πραγματική γεωγραφική καταγραφή και μετατρέπεται σε μια «νεκρόπολη», έναν τόπο φορτισμένο με αναμνήσεις που επηρεάζει βαθιά την ψυχοσύνθεση των χαρακτήρων. Ο όρος νεκρόπολη υποδηλοί έναν χώρο όπου οι ζωντανοί συνομιλούν διαρκώς με το παρελθόν, με τις μνήμες και τις τραυματικές εμπειρίες που αναδύονται από την ιστορία της πόλης. Σε πρώτη ανάγνωση, η Θεσσαλονίκη του Βασιλικού μοιάζει με μια πόλη πολιτικής καταπίεσης, όπου −λόγω της γειτνίασης με το σοβιετικό μπλοκ− κυριαρχεί η αντικομουνιστική υστερία (βλ. Θύματα ειρήνης, Ζ και Εκτός των τειχών). Φαίνεται σαν μια πόλη της οποίας οι κάτοικοι ζουν σε κατάσταση πολιορκίας, όπου η ελευθερία δράσης είναι αυστηρά περιορισμένη και από την οποία κάθε ζωντανός άνθρωπος θέλει να φύγει (Mackridge 1997, 341). Ωστόσο, μια πιο προσεκτική ανάγνωση δείχνει ότι αυτό έχει να κάνει με τη στάση του συγγραφέα απέναντι στη γενικότερη πολιτική κατάσταση που επικρατεί στη χώρα και όχι με τα διαχρονικά χαρακτηριστικά της Θεσσαλονίκης. Ο Βασιλικός συμβάλλει στη μυθοποίηση της Θεσσαλονίκης με τον δικό του τρόπο, ακόμη και όταν προσπαθεί να την απομυθοποιήσει. Οι αφηγητές του παραθέτουν επανειλημμένα τα ονόματα των δρόμων, των καταστημάτων και των γειτονιών της πόλης, αναδεικνύοντας έτσι το χρώμα και τη διάταξη της πόλης. Ο Βασιλικός προσπαθεί να οργανώσει και να επισημοποιήσει, μέσω της γραφής, όλα όσα τον περιβάλλουν και να δημιουργήσει τον δικό του οικείο χώρο, προκειμένου να απαντήσει στα υπαρξιακά ερωτήματα που τον βασανίζουν, με αποτέλεσμα να προτείνει μια νέα μυθιστορηματική Θεσσαλονίκη.
Στα Θύματα ειρήνης, η πόλη απεικονίζεται ως ένας μικρόκοσμος της ελληνικής κοινωνίας, με την κοινωνική ανισότητα και τις πολιτικές εντάσεις να αντανακλώνται στην καθημερινή ζωή των κατοίκων. Ο Βασιλικός χρησιμοποιεί την Θεσσαλονίκη ως σκηνικό για τη μυθοπλαστική του δράση, προκειμένου να διερευνήσει την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα και τη σχέση της με τη μνήμη και την ιστορία, τονίζοντας ότι η πόλη είναι ένας τόπος όπου το παρελθόν συνεχίζει να επηρεάζει το παρόν. Η τελευταία εμφανίζεται ως ένας ζωντανός οργανισμός που ενσωματώνει τις εμπειρίες και τις αντιφάσεις της μεταπολεμικής εποχής, τις κοινωνικές τάξεις, τις πολιτικές διαιρέσεις και τις εντάσεις που χαρακτηρίζουν τη μεταπολεμική και μετεμφυλιακή περίοδο, αναδεικνύοντας ζητήματα αδικίας, πολιτικής καταστολής και συλλογικής μνήμης. Ο συγγραφέας επικεντρώνεται στις ιστορίες ανθρώπων που, παρότι ζουν ειρηνικά, γίνονται θύματα κοινωνικών και πολιτικών μηχανισμών. Η συλλογική μνήμη συνδέεται στενά με την πολιτική και κοινωνική αλλαγή. Οι μνήμες από τον πόλεμο και τις πολιτικές αναταραχές διαμορφώνουν την προσωπικότητα των μυθοπλαστικών χαρακτήρων και καθορίζουν τη συμπεριφορά τους. Οι ήρωες έρχονται συνεχώς αντιμέτωποι με το παρελθόν και προσπαθούν να το κατανοήσουν ή να το ξεπεράσουν. Το έργο δίνει έμφαση στην ένταση μεταξύ παράδοσης και επιθυμίας για αλλαγή, παρουσιάζοντας την Θεσσαλονίκη ως έναν τόπο όπου η ιστορική μνήμη λειτουργεί άλλοτε ως εμπόδιο και άλλες φορές ως κίνητρο για πολιτική δράση, αποκαλύπτοντας ότι η συλλογική μνήμη δεν είναι στατική. Επανερμηνεύεται διαρκώς υπό την επίδραση των κοινωνικών και πολιτικών γεγονότων της εποχής.
Στο Ζ, η πόλη απεικονίζεται ως το κέντρο της πολιτικής σύγκρουσης και της κοινωνικής διαμάχης στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1960. Η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη και τα επακόλουθα γεγονότα διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην πολιτική και κοινωνική ταυτότητα της πόλης, λειτουργώντας ως καθρέφτης για τις ευρύτερες κοινωνικές αναταραχές της χώρας. Το μυθιστόρημα καταγράφει την αφόρητη καθημερινότητα της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Σε πρώτο επίπεδο, αναπαριστά το πολιτικό και κοινωνικό σύστημα της δεκαετίας του 1960 και, σε δεύτερο, τις καταχρήσεις της εξουσίας και τους παρακρατικούς μηχανισμούς του καθεστώτος. Η δολοφονία λειτουργεί ως συμβολική πράξη που καθρεφτίζει τον αγώνα των πολιτών για δημοκρατία και δικαιοσύνη, αποκαλύπτοντας πώς η δραματική κληρονομιά του εμφυλίου συμβάλλει στην διαμόρφωση του πολιτικού παρόντος με την ποινικοποίηση της κομμουνιστικής πολιτικής δραστηριότητας, την αυθαιρεσία των αρχών και την ανάπτυξη (συχνά ξένων) ημιεπίσημων μηχανισμών φυλάκισης και καταστολής των πολιτών για θέματα πολιτικής, θρησκευτικής ή σεξουαλικής συμπεριφοράς. Ο Βασιλικός, μέσω της αφήγησής του, προσπαθεί να διατηρήσει τη μνήμη του γεγονότος ζωντανή, ενάντια στις προσπάθειες των αρχών να την καταπνίξουν και να λησμονηθεί. Έτσι, η Θεσσαλονίκη μετατρέπεται σε «τοποθεσία μνήμης» (lieu de mémoire), κατά την έννοια του Pierre Nora (1989, 12), σε έναν τόπο όπου το παρελθόν είναι πάντα παρόν ως μνήμη και εμπειρία των ανθρώπων του.
Στην αφήγηση η πόλη ουσιαστικά αναλαμβάνει να φωτίσει το κοινωνικοπολιτικό κλίμα μίας χρονικής στιγμής, θέτοντας ταυτόχρονα πανανθρώπινα προβλήματα που σχετίζονται με την εξουσία, τον αυταρχισμό, την κατάλυση της δημοκρατίας και τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Η ανασύνθεση της συλλογικής μνήμης επιτυγχάνεται μέσα από τη χρήση των διαφορετικών φωνών και αφηγήσεων που, ενώ αρχικά φαίνονται αποσπασματικές, τελικά συνθέτουν μια ενιαία εικόνα των γεγονότων, των συνεπειών τους και της φυσικής και πολιτικής αναπαράστασης της πόλης. Ο Βασιλικός χρησιμοποιεί μια ποικιλία αφηγηματικών φωνών μαζί με συνεντεύξεις και ντοκουμέντα για να παρουσιάσει το γεγονός από διάφορες οπτικές γωνίες. Αυτή η πολυπρισματική αφήγηση βοηθά στην καταγραφή της ολιστικής πολυφωνικής μνήμης. Το έργο επιδιώκει να κρατήσει ζωντανή τη μνήμη της αντίστασης απέναντι στην καταπίεση, να αποκαλύψει τις πραγματικότητες της πολιτικής βίας και να ενδυναμώσει τη συλλογική αντίληψη για το τι σημαίνει δημοκρατία και δικαιοσύνη.

Πολιτισμική μνήμη και χωρική αναπαράσταση, αντίσταση και μετασχηματισμός

Η πολιτισμική μνήμη, όπως παρουσιάζεται στο έργο του Βασιλικού, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αστική τοπογραφία της Θεσσαλονίκης. Η πόλη λειτουργεί ως μπαχτινικός χρονότοπος, όπου οι χρονικές και χωρικές διαστάσεις συνυπάρχουν και αλληλεπιδρούν, διαμορφώνοντας την εμπειρία των χαρακτήρων. Ο χρονότοπος αναφέρεται στην εγγενή σύνδεση των χρονικών και χωρικών σχέσεων που εκφράζονται στη λογοτεχνία (Bakhtin 1981, 84-85). Οι θέσεις του Bakhtin και η εισαγωγή της έννοιας του χρονότοπου, άνοιξαν τον δρόμο για να αντιμετωπιστεί ο χώρος ως παράγωγο και παραγωγός της κοινωνικής κατασκευής και ανακατασκευής (Lefebvre 1991). Στο έργο του Βασιλικού, η Θεσσαλονίκη λειτουργεί ως ένας τέτοιος χώρος, επιτρέποντας στον συγγραφέα να εξερευνήσει πώς η πολιτισμική μνήμη διαμορφώνεται και ανακατασκευάζεται μέσα από την αφήγηση, λειτουργώντας ως μυθοπλαστικός χαρακτήρας που εξελίσσεται στην πορεία της πλοκής. Το παλίμψηστο της πόλης, το συνεχές χρονικό επίπεδο του αστικού παρόντος, δομείται μέσα από τις περιπλανήσεις ενός flâneur. Ο πλάνητας του Βασιλικού είναι ένας μοναχικός άνθρωπος, γοητευμένος από τα αξιοθέατα του κεντρικού δρόμου αλλά και τα σοκάκια της «Πάνω Πόλης», που προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει την ατομική και συλλογική μνήμη μέσα από αποσπασματικές και φευγαλέες εντυπώσεις.
Ο Ευρωπέος και η ωραία του υπερπέραν πραγματεύεται τη σχέση μεταξύ συλλογικής μνήμης και ατόμου, διερευνώντας ζητήματα ταυτότητας και τους τρόπους με τους οποίους αυτά αντανακλώνται στο αστικό περιβάλλον της Θεσσαλονίκης. Η πόλη είναι γεμάτη αντιφάσεις που αντανακλούν την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης εμπειρίας. Λειτουργεί ως καμβάς στον οποίο απεικονίζονται τα προσωπικά βιώματα και η συλλογική εμπειρία, ως αποθήκη μνήμης. Εκεί, οι ιστορίες και τα ιστορικά γεγονότα αντανακλώνται στους δρόμους, τα κτίρια και τα τοπία. Το αστικό τοπίο μεταμορφώνεται σε μέσο συλλογικής μνήμης, ενσαρκώνοντας το παρελθόν και μεταδίδοντάς το στους κατοίκους της. Η μυθοπλαστική απεικόνιση της Θεσσαλονίκης αντανακλά την ένταση μεταξύ της διατήρησης της ιστορικής μνήμης και των αναπόφευκτων αλλαγών που επιφέρει η σύγχρονη ζωή. Η πόλη, με τις αρχιτεκτονικές της αντιθέσεις (ρωμαϊκά και βυζαντινά μνημεία, εκκλησίες, οθωμανικά απομεινάρια της ιστορίας, σύγχρονα κτίρια και ρυμοτομία) και την κοινωνική της δυναμική, γίνεται ένα σκηνικό όπου η μνήμη και η λήθη συγκρούονται και οι χαρακτήρες αναζητούν την ταυτότητά τους. Ο πρωταγωνιστής δεν βλέπει την πόλη μόνο όπως είναι, αλλά και όπως θα μπορούσε να είναι, συνδυάζοντας πραγματικές και φανταστικές αναπαραστάσεις. Αυτή η ανάμειξη του φανταστικού και του πραγματικού επιτρέπει στον Βασιλικό να διερευνήσει την έννοια της μνήμης ως κάτι που δεν είναι μόνο αντικειμενικό αλλά και βαθιά υποκειμενικό. Στο έργο εκτίθεται η ιδέα ότι η μνήμη δεν είναι στατική, αλλά μια δυναμική διαδικασία που αναδιαμορφώνεται μέσα από την αλληλεπίδραση των ανθρώπων με τον χώρο.
Το θέμα αυτό επανέρχεται και σε μη πολιτικά έργα, όπως το μυθιστόρημα Γλαύκος Θρασάκης, το οποίο συνδυάζει στοιχεία αστυνομικής λογοτεχνίας και ψυχολογικού θρίλερ μέσω συμβολισμών και αλληγοριών. Στο έργο, ο συγγραφέας ενσταλάζει στον πρωταγωνιστή μια ψυχωτική φοβία ότι θα πεθάνει βίαια σε ένα μέρος του κέντρου της πόλης, όταν θα είναι 33 ετών, και ταυτόχρονα απαρνιέται τον πολιτικοποιημένο εαυτό του «σκοτώνοντάς» τον στην ουδέτερη ζώνη μεταξύ Ανατολής και Δύσης −ένα σύνορο που δεν υπάρχει σήμερα (Φαρίνου-Μαλαματάρη 2002, 106). Κατά τον Σαχίνη (1978, 69), αν και ο Βασιλικός χαρακτήρισε το έργο μυθιστόρημα, πρόκειται για ένα μοναδικό αφηγηματικό είδος στο οποίο ο συγγραφέας μιλάει με δύο φωνές. Ο αφηγητής σε πρώτο πρόσωπο είναι ο ίδιος και ο Γλαύκος Θρακάκης παραθέτει αποσπάσματα από το έργο του, κυρίως σε πεζό λόγο, ταυτιζόμενος με τον ίδιο τον συγγραφέα.
Η Θεσσαλονίκη του Βασιλικού είναι ένας τόπος όπου η τοπική και η ευρωπαϊκή ταυτότητα συνυπάρχουν. Συνδέεται με τα ευρωπαϊκά ιστορικά και πολιτιστικά ρεύματα και ταυτόχρονα αποτελεί το σταυροδρόμι Ευρώπης και Ανατολής. Καταγράφει γειτονιές της, κάθε μία από τις οποίες φέρει τη δική της μοναδική ιστορία και συμβολισμό. Η εικονοποιία, η αρχιτεκτονική και οι γεωγραφικές συντεταγμένες των λογοτεχνικών χώρων παραπέμπουν σε αυτές των χώρων της πραγματικής πόλης. Οι αφηγητές του Βασιλικού ανακαλούν από τη μνήμη τους εικόνες της παιδικής και νεανικής τους ηλικίας, οι οποίες συγκροτούν μια ολοκληρωμένη φαντασιακή πόλη χρησιμοποιώντας σημεία και ονομασίες της πραγματικής. Η «Πάνω Πόλη», με τα παραδοσιακά της σπίτια και τα στενά σοκάκια, λειτουργεί ως σύμβολο της παλιάς Θεσσαλονίκης, ενός τόπου γεμάτου μνήμες και ιστορία. Περιοχές, όπως ο Βαρδάρης και η πλατεία Αριστοτέλους, αναδεικνύονται σε χώρους της σύγχρονης ζωής και αλληλεπίδρασης των κατοίκων, του παρελθόντος και του παρόντος. Οι περιγραφές των γειτονιών αυτών δεν είναι μόνο γεωγραφικές αλλά συνδέονται με την ψυχολογία των μυθοπλαστικών χαρακτήρων, αντανακλώντας την εσωτερική τους κατάσταση και τη συλλογική μνήμη και τονίζοντας τον πολυπολιτισμικό χαρακτήρα της πόλης και τις μνήμες που συνεχίζουν να επηρεάζουν την παρούσα πραγματικότητα. Ο συγγραφέας αξιοποιεί τα φυσικά τοπία, όπως τα ιστορικά μνημεία, για να δημιουργήσει μια αίσθηση του παρελθόντος που συνεχώς παρεμβαίνει στο παρόν. Έτσι, ο αστικός χώρος εμφανίζεται στην αναγνωστική πρόσληψη ως προϊόν κοινωνικών και ιστορικών διεργασιών, ένα αποτέλεσμα της συνεχούς αλληλεπίδρασης μεταξύ της υλικής και της συμβολικής διάστασης του χώρου (Lefebvre 1991, 220-221).
Η «Πάνω Πόλη» (όλη η ζώνη πάνω από την Εγνατία οδό ως τα Κάστρα), συμβολίζει τη διαχρονική ταυτότητα της πόλης. Ο Βασιλικός αναφέρεται συχνά στα βυζαντινά τείχη, που στέκουν σαν μάρτυρες των αλλαγών που έχει υποστεί η πόλη. Τα τείχη αντιπροσωπεύουν τη δύναμη της Ιστορίας να επηρεάζει το παρόν και να συντηρεί τις μνήμες των παρελθόντων πολιτισμών. Ο συγγραφέας αναφέρεται συχνά στο Βυζάντιο για να υπογραμμίσει την αίσθηση της συνέχειας και της διαρκούς παρουσίας του παρελθόντος στην πόλη. Η Βυζαντινή Ιστορία δεν είναι απλώς ένα παρελθόν που έχει σβήσει∙ είναι παρούσα στη σύγχρονη Θεσσαλονίκη μέσω των μνημείων, των εκκλησιών και των αρχαιολογικών χώρων που αποτελούν ένα αναπόσπαστο μέρος της καθημερινής ζωής των κατοίκων.
Η θάλασσα λειτουργεί ως σύμβολο ελευθερίας και συλλογικής μνήμης. Η Θεσσαλονίκη, ως παραθαλάσσια πόλη, έχει αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση με τη θάλασσα, η οποία αντιπροσωπεύει τόσο το άνοιγμα στον έξω κόσμο όσο και την εσωστρέφεια της πόλης. Δεν είναι μόνο ένα φυσικό στοιχείο που αγκαλιάζει την πόλη, αλλά ένας χώρος γεμάτος αναμνήσεις. Οι ήχοι των κυμάτων και η αίσθηση της αλμύρας ανακαλούν τις εμπειρίες των κατοίκων. Σε πολλά κείμενά του ο Βασιλικός περιγράφει σκηνές όπου η θάλασσα λειτουργεί ως καθρέφτης της ψυχολογικής κατάστασης των μυθοπλαστικών χαρακτήρων, αναδεικνύοντας την εσωτερική τους αναταραχή ή την αίσθηση της ηρεμίας. Η θάλασσα γίνεται έτσι ένας τόπος μνήμης, όπου το προσωπικό και το συλλογικό αναμειγνύονται, δημιουργώντας μια δυναμική που καθρεφτίζει τις αλλαγές και τις αντιφάσεις της ίδιας της πόλης. Ο δε Βαρδάρης, ο κρύος βόρειος άνεμος, είναι ένα συχνό μοτίβο στο έργο του. Δεν εκτίθεται απλώς ως σκηνογραφική πινελιά, αλλά λειτουργεί ως αλληγορία αλλαγής και μετάβασης. Στην αφήγηση, συχνά εμφανίζεται σε κρίσιμες στιγμές, σηματοδοτώντας τη συναισθηματική κατάσταση των χαρακτήρων.
Στην ίδια λογική αξιοποιείται και η ομίχλη, προκειμένου ο συγγραφέας να αναδείξει τη σχέση της Θεσσαλονίκης με τη μνήμη και την Ιστορία. Η ομίχλη συχνά καλύπτει την πόλη, κρύβοντας τα μνημεία, τους δρόμους, και τα σπίτια, δημιουργώντας μια αίσθηση αποπροσανατολισμού και αβεβαιότητας. Αυτή η αίσθηση αντικατοπτρίζει τον τρόπο με τον οποίο η μνήμη μπορεί να καλυφθεί και να αποσιωπηθεί, να χάσει τη διαύγειά της και να γίνει ασαφής. Η ομίχλη που φέρνει ο Βαρδάρης καλύπτει την πόλη και δημιουργεί άλλοτε ένα σκηνικό γεμάτο ερωτηματικά και ένταση, ενώ άλλες φορές λειτουργεί ως μεταφορά για την έκφραση της αγωνίας του συγγραφέα για τη λήθη. Ωστόσο, η ομίχλη δεν είναι μόνο ένα αρνητικό στοιχείο∙ λειτουργεί συχνά ως πρόσκληση για αναζήτηση και ανακάλυψη. Καθώς «σηκώνεται», αποκαλύπτει τη Θεσσαλονίκη σε μια νέα μορφή, δίνοντας στους κατοίκους της την ευκαιρία να δουν την πόλη τους με μια φρέσκια ματιά και να επαναπροσδιορίσουν τη σχέση τους με αυτήν. Αυτή η δυναμική μεταξύ λήθης και ανακάλυψης ενισχύει την ιδέα ότι η μνήμη είναι μια συνεχής διαδικασία ανακατασκευής και επαναπροσδιορισμού.



Η λογοτεχνική αναπαράσταση της αστικής ταυτότητας και των αλλαγών

Η Θεσσαλονίκη στο έργο του Βασιλικού είναι ένα πεδίο όπου συγκρούονται οι δυνάμεις της αντίστασης και της συντήρησης. Οι μυθοπλαστικοί του χαρακτήρες βρίσκονται σε συνεχή διαπραγμάτευση με την πόλη, προσπαθώντας να βρουν την ισορροπία ανάμεσα στην επιθυμία για αλλαγή και την ανάγκη για διατήρηση της ταυτότητάς τους. Η πολυπολιτισμική και προσφυγική Θεσσαλονίκη αποτελεί το αφηγηματικό κέντρο του Βασιλικού, ο οποίος την αναδεικνύει σε χώρο συνάντησης και συνύπαρξης διαφορετικών πολιτισμών, εθνοτήτων και θρησκειών.

Ο Βασιλικός αξιοποιεί την ιστορία της Θεσσαλονίκης (ιδιαίτερα εκείνη του 20ού αιώνα που χαρακτηρίζεται από τα διαδοχικά κύματα προσφυγιάς και μετακινήσεων πληθυσμών και διαμόρφωσαν τη συλλογική μνήμη και την πολιτισμική της ταυτότητα) ως σύμβολο της πολυπολιτισμικότητας, παρουσιάζοντας την πόλη σαν ένα σταυροδρόμι όπου οι προσφυγικές μνήμες και οι πολιτισμικές παραδόσεις Χριστιανών και Εβραίων αλληλεπιδρούν και διαμορφώνουν το κοινωνικό και πολιτισμικό της τοπίο. Η πόλη, ως σχεσιακό περιβάλλον στο οποίο δρουν οι χαρακτήρες, αποτελεί μια πολυεθνική οντότητα που εμφανίζεται ως κέντρο της ιδιαίτερης λογοτεχνικής και πνευματικής ζωής, ως ένας στενά οριοθετημένος χώρος ο οποίος επηρεάζει τη συνείδηση των πρωταγωνιστών. Η συλλογική μνήμη είναι βαθιά επηρεασμένη από αυτές τις εμπειρίες, καθώς οι πρόσφυγες έφεραν μαζί τους τις δικές τους κουλτούρες, γλώσσες και παραδόσεις, εμπλουτίζοντας την πολιτισμική ταυτότητα της Θεσσαλονίκης. Στον ίδιο χώρο, ο εβραϊκός πληθυσμός (με τα δικά του ήθη, τα δεινά της Κατοχής και το Τραύμα του Ολοκαυτώματος) αναδεικνύει τη Θεσσαλονίκη σε ένα καλειδοσκόπιο πολιτισμών, δημιουργώντας μια πολυεπίπεδη και πολυσύνθετη αφήγηση της αστικής ζωής.
Στο Εκτός των τειχών, η Θεσσαλονίκη παρουσιάζεται ως μια πόλη που προσφέρει την ελπίδα της αλλαγής αλλά και τον φόβο της στασιμότητας. Ο συγγραφέας παρουσιάζει την πόλη ως έναν χώρο όπου η μνήμη αντιστέκεται στις αλλαγές, προσπαθώντας να διατηρήσει την ιστορική της συνέχεια παρά τις εξωτερικές πιέσεις (Βασιλικός, 1965:180-181). Η πόλη εντός των τειχών αντιπροσωπεύει την ιστορική Θεσσαλονίκη, γεμάτη αναμνήσεις, μνήμες και πολιτιστικά σημεία αναφοράς. Είναι ένας τόπος που φέρει τη βαρύτητα της Ιστορίας και λειτουργεί ως μνημείο συλλογικής μνήμης. Αντίθετα, η περιοχή εκτός των τειχών αναπαριστά την επέκταση, την αστική ανάπτυξη και τη σύγχρονη ζωή. Η αντίθεση αυτή αντικατοπτρίζει την ένταση ανάμεσα στη διατήρηση της παράδοσης και την αναγκαιότητα της αλλαγής και της εξέλιξης. Η Θεσσαλονίκη καταγράφεται σαν ένας χώρος που συνεχώς μεταβάλλεται, αλλά ταυτόχρονα διατηρεί τις ρίζες της στην Ιστορία. Αυτή η διπλή αυτή ταυτότητα αποτελεί ένα από τα κύρια θέματα του έργου. Η μνήμη είναι πάντα το αποτέλεσμα της συνεχούς διαπραγμάτευσης μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, αποδεικνύοντας πως οι χώροι μνήμης, όπως οι πόλεις, λειτουργούν ως σημεία όπου αυτή η διαπραγμάτευση γίνεται πιο έντονη (Nora 1989, 7). Ο Βασιλικός χρησιμοποιεί την έννοια της αστικής μνήμης για να περιγράψει πώς η φυσική επέκταση της Θεσσαλονίκης πέρα από τα τείχη μπορεί να επηρεάσει την πολιτισμική της ταυτότητα, αναδεικνύοντας την κοινωνική και πολιτική διάσταση αυτών των αλλαγών. Η επέκταση αυτή πέρα από τα τείχη συνδέεται με τις κοινωνικές ανακατατάξεις, την αστικοποίηση και την πολιτική εξέλιξη της Ελλάδας κατά τον 20ό αιώνα. Ο Βασιλικός εξετάζει πώς οι κοινωνικές τάξεις, οι πολιτικές αντιπαραθέσεις και οι πολιτισμικές συγκρούσεις διαμορφώνουν την ταυτότητα της πόλης και πώς αυτές οι αλλαγές αντανακλώνται στη συλλογική μνήμη. Η ένταση ανάμεσα στο παλιό και το νέο, στο ιστορικό και το σύγχρονο, γίνεται εμφανής μέσα από τις περιγραφές των περιοχών.
Η λογοτεχνική Θεσσαλονίκη, ως συμβολικό πεδίο διαπλοκής της μνήμης με την Ιστορία, δημιουργεί μια πολυπρόσωπη αφήγηση (Ricoeur 2004, 78), στην οποία κεντρικό ρόλο κατέχει η εμπειρία της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου. Αυτές οι τραυματικές εμπειρίες έχουν διαμορφώσει την πολιτισμική ταυτότητα της πόλης και των κατοίκων της, αφήνοντας βαθιά σημάδια που αναδύονται συχνά στις αφηγήσεις του Βασιλικού. Στα έργα του με αυτοβιογραφικά στοιχεία, συχνά επικεντρώνεται στη Θεσσαλονίκη της παιδικής και εφηβικής του ηλικίας, καταγράφοντας εμπειρίες από την Κατοχή και τον Εμφύλιο.
Η πόλη της Θεσσαλονίκης αναδεικνύεται ως ένα παράδειγμα του τι ο Walter Benjamin περιγράφει ως «αστικό παλίμψηστο», έναν χώρο όπου τα ίχνη του παρελθόντος δεν εξαφανίζονται εντελώς αλλά παραμένουν ως φαντάσματα που στοιχειώνουν το παρόν (1999, 85-87). Στο έργο του Βασιλικού, αυτή η έννοια αναπαρίσταται με την εικόνα της πολυκατοικίας ως «τέρας επτά ορόφων που παραμορφώνεται καθημερινά», μια μεταφορά που υποδηλώνει την απώλεια της πολιτισμικής ταυτότητας και τη διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής. Η αναπαράσταση των αστικών μετασχηματισμών, ως αγωνία έκφρασης για τη συλλογική μνήμη, παρουσιάζει μια πόλη σε συνεχή μεταμόρφωση. Η καταστροφή των παραδοσιακών γειτονιών και η ανέγερση των νέων πολυκατοικιών αντανακλούν την αλλοίωση της πολιτιστικής ταυτότητας και την απώλεια της ιστορικής συνέχειας. Οι πολεοδομικές αλλαγές παρουσιάζονται ως μορφή πολιτισμικής βίας, που διαταράσσει την κοινωνική συνοχή και την πολιτισμική μνήμη της πόλης. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Βασιλικός δεν βλέπει τις αλλαγές ως αποτέλεσμα προόδου και εκβιομηχάνισης, αλλά ως εκφράσεις της πολιτικής εξουσίας και του κοινωνικού ελέγχου που επιχειρεί να καταστήσει τη μνήμη ελεγχόμενη και κατευθυνόμενη (Jameson 1991, 25-26).
Στο Φύλλο ο αφηγητής περιπλανιέται στους χώρους της Πάνω Πόλης, όπου οι στενοί, δαιδαλώδεις δρόμοι σχηματίζουν έναν λαβύρινθο. Η κίνηση αυτή αισθητοποιεί την απομόνωση και τις συγκεχυμένες, πολύπλοκες σχέσεις και δημιουργεί ταυτόχρονα την απαραίτητη ατμόσφαιρα για την εξέλιξη του έργου. Στο έργο, ο Βασιλικός πραγματεύεται την αποσύνδεση και τον αυτοεγκλωβισμό της συνείδησης των ανθρώπων που αδυνατούν να προσαρμοστούν στις μεταπολεμικές συνθήκες διαβίωσης. Η πεποίθηση του πρωταγωνιστή ότι ο διάλογος είναι το μόνο μέσο για να απελευθερωθεί από το αίσθημα εγκλωβισμού και μοναξιάς και η διαπίστωση ότι αυτό δεν είναι εφικτό για τους ανθρώπους, τον οδηγεί στην αναζήτηση της συντροφιάς των φυτών, που είναι ταυτόχρονα σύντροφοι και τιμωροί του καταπιεστικού περιβάλλοντος. Η αυτοβιογραφική αφήγηση μετακινείται διαρκώς μεταξύ παρόντος και παρελθόντος, αναδεικνύοντας την πολυπλοκότητα της συλλογικής και ατομικής εμπειρίας. Οι μνήμες της Κατοχής και του Εμφυλίου στο έργο του Βασιλικού συνδέονται με την −κατά Huyssen− μνήμη της βίας. Για τον Huyssen η μνήμη της βίας και του τραύματος δεν είναι απλώς μια ανάμνηση του παρελθόντος, αλλά μια ζωντανή εμπειρία που διαμορφώνει το παρόν και την ταυτότητα των ατόμων και των κοινοτήτων. Οι αναμνήσεις από τις βομβαρδισμένες γειτονιές, τις καταστροφές και τις καθημερινές δυσκολίες της ζωής κατά τη διάρκεια της δύσκολης αυτής περιόδου αποτελούν σημεία αναφοράς για την αφήγηση και τη διαμόρφωση της κοινοτικής ταυτότητας. Το έργο παρεμβαίνει στη συλλογική συνείδηση και αντιστέκεται στη λήθη και τη σιωπή, προκειμένου να διατηρηθεί η ιστορική αλήθεια και να αναγνωριστούν οι θυσίες και οι αγώνες του λαού κατά τη διάρκεια της Κατοχής. 

Αντί συμπερασματικών παρατηρήσεων

Το έργο του Βασίλη Βασιλικού αποτελεί ένα εξαιρετικό παράδειγμα λογοτεχνικής αναπαράστασης της πόλης, της Θεσσαλονίκης ειδικότερα, ως χώρου που ενσωματώνει και διαμορφώνει τη συλλογική μνήμη και την πολιτισμική ταυτότητα των κατοίκων της. Μέσα από την αφήγηση η πόλη αναδεικνύεται όχι απλώς ως γεωγραφικό σκηνικό, αλλά σαν ένας ζωντανός οργανισμός που φέρει τις ιστορικές εμπειρίες, τα τραύματα και τις ελπίδες της ελληνικής κοινωνίας. Είναι ένα αστικό παλίμψηστο, ένας χώρος όπου τα ίχνη του παρελθόντος συνεχίζουν να είναι παρόντα, διαμορφώνοντας την αστική ταυτότητα και τη συλλογική μνήμη. Οι πολεοδομικοί και κοινωνικοί μετασχηματισμοί διαταράσσουν τη συνοχή και αλλοιώνουν την ιστορική συνέχεια, λειτουργώντας ως έκφραση πολιτικής εξουσίας και κοινωνικού ελέγχου.
Η Θεσσαλονίκη εμφανίζεται ως το κέντρο της πολιτικής σύγκρουσης και της κοινωνικής διαμάχης και λειτουργεί ως καθρέφτης για τις ευρύτερες κοινωνικές αναταραχές της Ελλάδας. Η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη και τα γεγονότα που την ακολουθούν αναδεικνύονται σε κεντρικά στοιχεία που καθορίζουν την πολιτική και κοινωνική ταυτότητα της πόλης, ενώ η ανασύνθεση της συλλογικής μνήμης επιτυγχάνεται μέσω μιας πολυφωνικής και πολυπρισματικής αφήγησης, που καταγράφει τις διαφορετικές οπτικές γωνίες των γεγονότων. Συνολικά, το έργο του Βασιλικού προσφέρει μια πλούσια και σύνθετη κατανόηση της Θεσσαλονίκης ως χώρου όπου η μνήμη, η Iστορία και η ταυτότητα αλληλοδιαπλέκονται, καθιστώντας την πρωταγωνιστή στη λογοτεχνική δημιουργία. Μέσα από την αφήγησή του, ο Βασιλικός καταφέρνει να διατηρήσει ζωντανή τη μνήμη των ιστορικών γεγονότων και των κοινωνικών μετασχηματισμών που καθόρισαν την ταυτότητα της πόλης, αναδεικνύοντας τη σημασία της διατήρησης της πολιτισμικής μνήμης σε έναν κόσμο που συνεχώς αλλάζει.

________________

ΕΡΓΑ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ

Βασιλικός, Βασίλης. Θύματα ειρήνης, 1956.
Βασιλικός, Βασίλης. Φύλλο, 1962.
Βασιλικός, Βασίλης. Ζ, 1967.
Βασιλικός, Βασίλης. Εκτός των Τειχών, 1966.
Βασιλικός, Βασίλης. Γλαύκος Θρασάκης, 1974.
Βασιλικός, Βασίλης. Ο Ευρωπέος και η ωραία του υπερπέραν, 1999.



ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Assmann, Jan. Cultural Memory and Early Civilization: Writing, Remembrance, and Political Imagination. Κέιμπριτζ: Cambridge University Press 1995.
—. Η πολιτισμική μνήμη. Γραφή, ανάμνηση και πολιτική ταυτότητα στους πρώιμους ανώτερους πολιτισμούς. Mτφρ. Δ. Παναγιωτόπουλος. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2017.
Augustine, James. "From topos to anthropoid: the city as character in twentieth- century texts." In City Images, Gordon and Breach, επιμ. M. A. Caws, 73- 86. Φιλαδέλφια: Πενσιλβάνια 1991.
Bachelard, Gaston. The Poetics of Space. Beacon Press 1969.
Bakhtin, M. The Dialogic Imagination by M. M. Bakhtine. Translated by C. & Holquist, M. Emerson.
Όστιν: University of Texas Press 1981.
Benjamin, Walter. The Arcades Project. Harvard University Press 1999.
Erll, Astrid. "Cultural Memory Studies: An Introduction." Στο Cultural Memory Studies: An International and Interdisciplinary Handbook, επιμ. A. Erll, A. Nünning και S. Young, 1- 15. Bερολίνο/Βοστώνη: Walter de Gruyter 2008.
Halbwachs, Maurice. On Collective Memory. University of Chicago Press 1992.
—. Η συλλογική μνήμη. Μτφρ. Τ. Πλυτά. Εκδ. Παπαζήση 2013.
Harding, Desmond. Writing the City: Urban Visions and Literary Modernism. Λονδίνο & Νέα Υόρκη: Routledge, Taylor & Francis Group 2003.
Huyssen, Andreas. Present Pasts: Urban Palimpsests and the Politics of Memory. Stanford University Press 2003.
Jameson, Fredric. Postmodernism, or, the Cultural Logic of Late Capitalism. Duke University Press 1991.
Lefebvre, Henri. The Production of Space. Translated by D. Nicholson-Smith. Oξφόρδη/Κέιμπριτζ: Blackwell 1991.
Mackridge, Peter. «Η πραγματική και φανταστική Θεσσαλονίκη στο πεζογραφικό έργο του Β. Βασιλικού και του Γ. Ιωάννου», στο Πρακτικά συνεδρίου "Παραμυθία Θεσσαλονίκη· η πεζογραφία στη Θεσσαλονίκη από το 1912 ως το 1995. Θεσσαλονίκη 1997.
Nora, Pierre. "Between Memory and History: Les Lieux de Mémoire." Representations, 1989: 7-24.
Pike, Burton. The image of the city in modern literature. Nιου Τζέρσι: Princeton University Press 1981.
Ricoeur, Paul. Memory, History, Forgetting. Σικάγο: University of Chicago Press 2004.
Tadié, Jean Yves. Το μυθιστόρημα στον εικοστό αιώνα. Μτφρ. Μ. Κουνεζή. Παραφερνάλια- Τυπωθήτω 2007.
Wirth-Nesher, Hana. City Codes. Κέιμπριτζ: Cambridge University Press 1996.
Wolf, Maryanne. Ο Προυστ και το καλαμάρι. Πώς ο εγκέφαλος έμαθε να διαβάζει. Μτφρ. Βιλελμίνη Σωσώνη-Δασκαλάκη, εκδ. Πατάκης 2007.

Αποστολίδου, Βενετία. «Στο μεταίχμιο της ενοποίησης της νεοελληνικής πεζογραφικής παράδοσης: Β. Βασιλικός, Ν. Μπακόλας, Γ. Χειμωνάς.» Στο Πρακτικά Συνεδρίου "Παραμυθία Θεσσαλονίκης". Η πεζογραφία στη Θεσσαλονίκη από το 1912 έως το 1995, επιμ. Σφυρίδης Π., 149-168. ΟΠΠΕ Θεσσαλονίκη 1997, Θεσσαλονίκη 1997.
Δημητρούλια, Τ. Μετάφραση και μνήμη: Η μετάφραση ως μνήμη και η μνήμη ως μετάφραση. εκδ. Γκοβόστη 2021.
Κόκκινος, Γιώργος. «Η θρησκειοποίηση της μνήμης». Βλ. Το τραύμα και οι πολιτικές της μνήμης: Ενδεικτικές όψεις των συμβολικών πολέμων για την ιστορία και τη μνήμη, επιμ. Β. Αγτζίδης, Γ. Κόκκινος και Ε. Λεμονίδου. Αθήνα: Ταξιδευτής 2010.
Λε Γκοφ, Ζακ. Ιστορία και μνήμη. Μτφρ. Γ. Κουμπουρλής, Νεφέλη 1998.
Ντε Σερτό, Μισέλ. Η πρακτική της καθημερινής ζωής, Νεφέλη 2010.
Παπαγιώργης, Κωστής. Περί μνήμης. Καστανιώτης 2008.
Σαχίνης, Απόστολος. «Γλαύκος Θρασάκης». Νέα Πορεία, 1978.
Φαρίνου-Μαλαματάρη, Γ. «Β. Βασιλικού, Γλαύκος Θρασάκης. Ο εαυτός ως άλλος στη βιογραφία». Πορφύρας 2002.


ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: