...Εμείς, που μας είχε αγγίξει η μοίρα, προσπαθήσαμε, με μεγαλύτερη ή μικρότερη σοφία, να διηγηθούμε όχι μόνο το πεπρωμένο μας, αλλά και των άλλων, των όντως «βυθισμένων». [...] Εκείνοι που βούλιαξαν, και ας είχαν στυλό και χαρτί, δεν θα κατέθεταν καμία μαρτυρία, γιατί ο θάνατός τους είχε αρχίσει πριν από τον σωματικό. Εβδομάδες και μήνες πριν χαθούν από τη ζωή, είχαν ήδη χάσει την ικανότητα να παρατηρούν, να θυμούνται, να μετρούν, και να εκφράζονται. Μιλάμε εμείς για λογαριασμό τους, με πληρεξούσιο. Δεν ξέρω αν το κάναμε ή το κάνουμε από ηθική υποχρέωση απέναντι σε όσους δεν έχουν φωνή ή αντίθετα για να απαλλαγούμε από τη μνήμη τους. Φυσικά το κάνουμε λόγω μιας ισχυρής και διαρκούς παρόρμησης.[1]
Οι νεκροί δε μιλούν. Ντυμένοι με την ωραιότητα του θανάτου, έχουν πάρει μαζί τους τόσα μυστικά, που καμμιά άνοιξη, με όσα βλαστάρια, δεν μπορεί να μας φανερώσει. Έγκυα γη από αποκαλύψεις που δεν έγιναν, από απολογίες που δεν πρόφτασαν να ειπωθούν, από υπομνήματα και συνηγόρους, αιτήσεις εξαιρέσεων, κώδικες, ερμηνείες πραγμάτων που έχουν σφηνωθεί πάνω στα παγωμένα κόκαλα, σαν το αλάτι.
Οι νεκροί δεν ξέρουν πώς φτιάχνεται η Ιστορία. Με το αίμα τους την ποτίζουν και δε μαθαίνουν ποτέ τι ακολούθησε το θάνατό τους...[2]
Βασίλη τι λες;
Ακούς εκεί κάτω ή δεν πήρες τ’ ακουστικά μαζί σου;
Κάτι θα ήξερε βέβαια αυτός που είπε: Άκρα του τάφου σιωπή!
Στη ΜΕΘ, που έμοιαζε περισσότερο με τμήμα διαβιβάσεων στο υπερπέραν, σου μίλησα λίγο.
Τσάμπα μιλάτε, μου είπε ο γιατρός, καθισμένος στο πλάι ενός άλλου γιατρού στο γραφείο εποπτείας του θαλάμου. Είναι –δηλ. εσύ ήσουν– σε βαθιά καταστολή δεν ακούει μου φώναξε, δεν άκουγες τίποτα...
Στη μύτη σου φύτρωναν δυο πλαστικά σωληνάκια κι ο παλμός σου συντόνιζε έναν σπαστό ρυθμικό σήμα στην οθόνη ενός καρδιογράφου.
Δεν θα άκουγε κανείς όμως τους ήχους του αίματος σου, το σχεδόν άηχο, παγωμένο ρόισμα της σκέψης σου, ούτε τους καυτούς σφυγμούς σου μίσους στους κροτάφους, στο στομάχι σου[3]...
Η αίθουσα φιλοξενούσε μερικούς ακόμα εξίσου σιωπηλούς θαμώνες. Ξεχώριζε απέναντί σου μια βουβή γυναικεία μορφή σαν χαρακτικό της Βάσως Κατράκη.
Κι όμως ονειρευόσουνα Βασίλη, τιναζόταν που και που ελαφρά το κορμί σου, και το κεφάλι σειότανε δεξά ζερβά, όπως θα τα περιέγραφε η γιαγιά μου, γιατί ζούσες έστω κι έτσι Βασίλη! Το σώμα σου είχε γίνει φτενό, μια φέτα στενό λιγνό κορμί. Είχες πολύ ωραία κορμοστασιά, λεπτή χωρίς λίπος και κοιλιά, πράγμα σπάνιο για άντρα, μα στο κρεβάτι μου φάνηκες σαν μια στενή μαύρη σανίδα περισσότερο παρά σαν σώμα. Το περιγράφεις αυτό το σώμα στο Foco d’amor:
Αυτός να γίνει διάφανος, σαν ασκητής, σαν άγιος, να ρέψει για να τον διαπερνούν οι ακτίνες και να μην προκαλούν τη σκιά... οι συνέπειες ήταν αναπόφευκτες, της απεργίας, έτσι που πια να φέξει άλλο δεν μπορούσε, να γίνει άγιος, ερημίτης, γνωστικός της Αιγύπτου, στυλίτης στην έρημο, που με τη νηστεία και την προσευχή, με τ’ αδυνάτισμα βγάζουν από μέσα τους το πύο του θανάτου...[4]
Το πύο του θανάτου όμως έγινε «πύο σου» αυτή τη φορά και δεν νικήθηκε, μα εξαπλώθηκε παντού, πλημμύρισε το κρεβάτι και το δωμάτιο και σε ρούφηξε αδυσώπητος εχθρός μέσα του...
Για να γυρίζω όμως στην ακοή, ακούς δεν ακούς ― που δεν ακούς, πρέπει να το πω. Νομίζω πως οι έξω ήχοι δεν είχαν πια καμιά σημασία για σένα πέραν της πρακτικής πλευράς στην επικοινωνία, κι αυτήν την «καταστολή των ήχων» με ένα τρόπο την είχες επιλέξει!
Πριν τον κόβιντ βέβαια και να μην άκουγες διάβαζες ταχύτατα τα χείλη! Με αυτήν την πανδημία η μάσκα, δεν έκλεισε μόνο τα σάλια στο πίσω μέρος των στομάτων, μα σου στέρησε αναιτιολόγητα και το κρυφό σου τάλαντο στο διάβασμα των χειλιών· σαν ο συνομιλητής βέβαια καρφωνόταν στα γυαλιά σου, στο πλατύ καπέλο σου, στο αψηλό σου παράστημα, γεμάτος δέος που συνομιλούσε με τον Βασιλικό, εσύ με τέχνη ταχυδακτυλουργού του άρπαζες τα λόγια από τα κινούμενα χείλη του.
Γι’ αυτό και τη μίσησες τη μάσκα· οι φωτογραφίες σε δείχνουν σαν να τη φοράς περισσότερο σαν μαντίλι στο λαιμό, σαν τον Λόουν Ρέιντζερ, έναν τηλεοπτικό καουμπόη, που ήταν το ίνδαλμά μου, δεν θα τον ξέρεις, γιατί εσύ τότε όργωνες το εξωτερικό και δεν έβλεπες χουντοτηλεόραση με την οποία μεγάλωσα εγώ! Ειδικά εκείνη την μάσκα σου σε βαθύ μπλε, την υφασμάτινη, δεν ξέρω πόσο καιρό την φορούσες; Δεύτερο κολλάρο στο πουκάμισό σου είχε γίνει δηλαδή!
Τώρα βέβαια δεν με βλέπεις και το κόλπο με τα χείλη δεν παίζει, και δεν μ’ ακούς για να μάθεις τι ακολούθησε τον θάνατο σου...
Είναι βράδυ, έχει σχετική ησυχία, νέκρα δηλαδή και στο Πρώτο Νεκροταφείο, στον τάφο σου, κοντά στην μάντρα, με γείτονες, τον Νίκο Ξυλούρη, τον Γιάννη τον Μπανιά και τον Νίκο Ζαχαριάδη, μόνο ήχοι τζαζ φτάνουν ξέπνοοι που και που από το Half Note, κι είμαι σίγουρος πως θα προσπαθείς μάταια βέβαια να ανασηκωθείς για να τους ακούσεις καλύτερα!
Έχεις γράψει βέβαια για τα πάντα, προφανώς και για την τελευταία κατοικία!
Ωραίο κομμάτι στο θυμίζω:
Μια ζωή, έλεγε τώρα, δεν έζησε σε σπίτι της προκοπής. Άλλοτε στην Ελλάδα στα ημιυπόγεια, στα ισόγεια, κι ύστερα η προσφυγιά, το τσιγγαναριό, κι αυτά τα τέσσερα σπίτια, τόνα χειρότερο απ’ το άλλο. Όμως της βρήκα μια τελευταία κατοικία υπέροχη. Αληθινά ειδυλλιακή. Ρομαντική όσο δεν παίρνει. Όλοι οι ζωγράφοι ξετρελαίνονται, Κοντά στον Κιτς, στον Σέλεϊ, στον γιο του Γκέτε... Αυτή υπήρξε η ανταμοιβή της.[5]
Σε σχέση με αυτή την περιγραφή η σημερινή σου «γειτονιά των αγγέλων» είναι πολύ πιο πολιτική! Ενδιαφέρον πολύ αυτό νομίζω και συνέχεια της τελευταίας, άκρως πολιτικής περιόδου σου!
Στο σχόλιο αυτό ταιριάζει το: «Που είσαι θείε Λένιν, κι εσύ καημένε Τρότσκι, κι εσύ Μορίς Τορέζ που σου μαγαρίζουν το μνήμα τα ‘γκρουπούσκουλα’»[6]...
Για να ξαναγυρίσουμε στ’ αυτιά σου!
Εσύ βέβαια ήξερες καλά πώς ηχούν τα λόγια, τι λέει ο κόσμος, πώς ανησυχεί το στόμα όταν ξανοίγεται να περιγράψει τα κακώς κείμενα ή η καρδιά σαν ερωτεύεται, ο μαθητής πως απευθύνεται στον δάσκαλο κι ο δάσκαλος πως μιλά στον μαθητή. Και κυρίως ήξερες τι κάνουν τα λόγια στην καρδιά· πώς κουτσουρεύουν, αναστατώνουν, ερεθίζουν, ξυπνάνε ή σκοτώνουν τους ανθρώπους! Περιέγραψες την κραυγή για ελευθερία, την κραυγή της μοναξιάς, την ερωτική κραυγή...
Ήξερες την ηχώ των λέξεων στην πολιτική, την τέχνη, τον έρωτα, την επανάσταση, τον θάνατο...
Είχες τον πλούτο των ήχων τόσων προσώπων φυλακτό, τη φωνή του Μάνου, του Μένη, του Μίκη, τη γάργαρη βαθιά φωνή της επιθυμίας της Μελίνας, των ακατάσχετων ελληνικών του Κουνέλη κι άλλων πάρα πολλών που έχτισες το πρόσωπο και τον ήχο τους μυθιστορηματικά, ποιητικά ή κι άλλων που τους βασάνισες ή καλύτερα τους τιμώρησες, αφήνοντας τους στην σιωπή και στην ανυπαρξία... Γιατί το πίστευες πως λόγος (σου) ήταν ο ήχος κι άλλος ήχος πιο στέρεος και διαρκής από αυτόν της γραφής δεν υπάρχει.
Γιατί δεν είναι ήχος, όσα παίρνει ο άνεμος και στην πιο ήπια μορφή του ακόμα και με μηδέν μποφόρ! Θόρυβοι ήταν –είναι κι εξαφανίστηκαν από μπροστά σου, και καλά έκαναν– μειώθηκε δεν μειώθηκε η ακοή σου.
Όπως δεν είναι ήχος οι μουσικές που δεν δουλεύτηκαν! Δεν είναι ήχος τα λαρύγγια που δεν έφτασαν στην τελειότητα της Κάλλας, της Βάσως ή τις ψηλές νότες του Καζαντζίδη! Ξέρεις έμαθα πως τον γυρίζουνε ταινία τον αγαπημένο σου τον Στέλιο κι εσύ λείπεις να φτιάξεις το σενάριο, όπως εκείνος μετά βεβαιότητας θα’ θελε, όπως κάνατε αντάμα όταν εσύ έγραφες τις αφηγήσεις του σε κείνες τις τριαντατόσες κασέτες που ηχογραφήσατε τα καυτά καλοκαιρινά μεσημέρια της Θάσου, σαν διάλειμμα ανάμεσα στα δυο ψαρέματα σας...
Μιλάς ξαφνικά Βασίλη;
Τι σε έπιασε κι έλυσες τη σιωπή σου;
Ξέρεις έχω γράψει κάτι σχετικό και για αυτό –μάλλον δεν το πολυπίστευα, ψυχαναλυτικές επιρροές της εποχής βλέπεις, αλλά το ’γραψα: «...η λύπη για το χαμό του άλλου δεν είναι παρά μεταμφιεσμένη χαρά κι επιβεβαίωση της δικής σου παρουσίας πάνω στον τάφο του!»[7]
Πόθε ξύπνησε η απουσία σου ―που δεν είναι μεταμφιεσμένη χαρά γιατί γι’ αυτό κόβω τον αποθαμένο λαιμό μου― κι άρχισες ξανά διαλόγους που κάναμε μαζί, μη μπορώντας τώρα εγώ να σου απαντήσω, γιατί αυτό το μη, είναι αδυσώπητο και κυρίως απολύτως μουγκό;
Κι επειδή δεν μπορώ να σου απαντήσω, ξέρω, διαισθάνομαι, είμαι βέβαιος πως θα βάλεις εσύ στο στόμα μου λέξεις και σκέψεις που προτιμάς!
Μα δεν με νοιάζει και κυρίως δεν με πειράζει, γιατί και καλά με ήξερες και μ’ αγαπούσες πολύ, κατανοούσες τον λόγο μου και την επιθυμία μου, καζάντιζες τα γούστα μου με τα δικά σου, και πολλές φορές βλέπαμε τα ίδια πράγματα, ακόμα κι όταν οι άλλοι δεν τ’ έβλεπαν, ίσως κι αυτά που βλέπαμε να μην υπήρχαν, δεν έχει καμιά σημασία, φτάνει που τα μοιραζόμασταν οι δυο μας.
Δεν γράφω απλά Βασίλη μου για σένα, αλλά «είναι η τρελή λαχτάρα μου να φωνάξω τον πόνο μου για να καλύψω με τα ουρλιαχτά μου τη φωνή του φόβου μου»[8]...
[ Προδημοσίευση από το βιβλίο: Βασίλη τι λες; Συναξάρι για επίδοξους συγγραφείς. Ένας φανταστικός διάλογος με τον Βασίλη Βασιλικό ]