Την ιστορία αυτή την ξανάγραψα σε συντομία μέσα σε άλλο διήγημα – αλλά δεν την είπα όπως θα ‘θελα. Εννοώ το τραγί του Καραμπά, ενός αγρότη στη Φιλύρα Τρικάλων που έτρεφε γίδια. Ξύπνησε, λοιπόν, μιαν Παρασκευή, σήμερα, Αύγουστος του 1976, να ταϊσει τα ζώα και βλέπει πως το τραγί του, ο Μωυσής, που τον είχε αμολημένο, ελεύθερο στον περίβολο του μαντριού, λείπει. «Γυφτόμαθε το ζαγάρι» μονολόγησε ο Καραμπάς «και πήρε μονάχο του τους δρόμους». Κι αυτό γιατί, τις τρεις προηγούμενες βδομάδες, κάθε Παρασκευή, έπαιρνε τον τράγο και τον πήγαινε στο γειτονικό κεφαλοχώρι, στην Πύλη, που είχε ζωοπανήγυρη, να τον πουλήσει στους χασάπηδες για σφάξιμο. Το τραγί αυτό ήτανε, πια, εφτά χρονών, δεν έκανε πλέον για επιβήτορας. Είχε έρθει η ώρα να ξεφορτωθεί τον Μωυσή (που είχε μακριά μούσια μητροπολίτη), όσο και αν τον αγαπούσε ο Καραμπάς που τον είχε μεγαλώσει ταϊζοντάς τον από μικρόν στη χούφτα και είχε ζήσει τόσον καιρό μαζί του.
Την πρώτη Παρασκευή παίρνει το πρωί τον τράγο δεμένο απ’ το λαιμό με σκοινί και ξεκινούνε περπατώντας, ακολουθώντας το αρκετά ομαλό μονοπάτι, στους πρόποδες του Κόζιακα. Η Πύλη απέχει έξη χιλιόμετρα – μιάμιση ώρα με τα πόδια. Σε κάθε γκορτσιά που συναντούσαν σταματούσε ο Καραμπάς, έκοβε κι έτρωγε γκόρτσια (άγρια απίδια), έδινε κι από κανένα στον τράγο και συνέχιζαν. Πέρασαν το χωριό Άγιος Βησσαρίωνας, μετά την στενή γέφυρα πριν την Πύλη, (όχι την μεγάλη, την καμπυλωτή), μπήκαν στο χωριό και πήγαν στη ζωοπανήγυρη, όπου πουλούσαν και αγόραζαν ζώα «για το έχος» (δηλαδή, για να τα έχουν, να τα μεγαλώσουν, για εκμετάλλευση) ή για σφαγή. Πάρα πολύς κόσμος, πολλά ζωντανά, φασαρία, φωνές και πήγαινε-έλα. Οι χωριάτες πουλούσανε και άλλα προϊόντα σε πάγκους: τυριά, κασέρια, λαχανικά, σουτζούκια με πράσο– ό,τι έβγαζε ο καθένας.
Ο Καραμπάς πήγε με το τραγί κατευθείαν στους χασάπηδες να το δώσει για σφάξιμο, αλλά με μισή καρδιά ενώ σκεφτότανε εντός του το τραγούδι «Σαν το παιδί με τάισες, σαν τον εχθρό με σφάζεις». Οι μακελάρηδες, όμως, έχοντας έμπειρο μάτι καταλάβαιναν πως ο τράγος έχει κάποια ηλικία και είναι, πια, σφιχτός, σιτεμένος – προτιμούσαν τα παχουλά ζώα. Προσπάθησε, ξαναπροσπάθησε ο Καραμπάς, τίποτε. Κανένας δεν αγόραζε το τραγί. Και μετά από δυο τρεις ώρες κουράστηκε, πήρε το ζώο με το σκοινί και γύρισαν περπατώντας πάλι πίσω στο χωριό, στο μαντρί.
Το ίδιο έκανε και την δεύτερη, και την τρίτη Παρασκευή. Σε κάθε ζωοπανήγυρη ξεκινούσε με τον Μωυσή και τον πήγαινε στην Πύλη, ακολουθώντας την ίδια διαδρομή – αλλά τίποτε. Κανείς δεν αγόραζε τον τράγο για σφαγή.
Την τέταρτη Παρασκευή, σήμερα, ο Καραμπάς είχε παραιτηθεί πια απ’ την ιδέα να πουλήσει το ζώο στους χασάπηδες. Και αποφασίζει να πάει μόνος του στην ζωοπανήγυρη, να ψωνίσει διάφορα πράματα που χρειαζότανε για το σπίτι και το μαντρί – βγαίνοντας όμως στην αυλή για να ταϊσει προηγουμένως το τραγί, είδε πως το ζώο λείπει. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη και ο τράγος, σκέφτηκε ο Καραμπάς, βγήκε βόλτα, έμαθε να τριγυρνάει, «γυφτόμαθε», μετά από τόσες φορές που τον πήγε ως την Πύλη. Τον έψαξε για λίγο έξω, τριγύρω στις ραχούλες, αλλά δεν μπόρεσε να τον βρει – έ, είπε, από μέσα του, κάποια ώρα θα γυρίσει. Και μονολόγησε χαμηλόφωνα:
«Ή, άνθρωπος είσαι, ή ζώο, ίδιος μπελάς.»
Οπότε τάισε τα άλλα ζωντανά και ξεκίνησε μοναχός του. Από γκορτσιά σε γκορτσιά, πέρασε πάλι μπροστά απ’ τον Άγιο Βησσαρίωνα, μετά τη μικρή ξύλινη γέφυρα και σε μιάμιση ώρα περίπου έφτασε στην Πύλη. Μπήκε στη ζωοπανήγυρη, πήγε στους πάγκους που πουλούσανε τυριά, σουτζούκια και λοιπά, ψώνισε, και μετά είπε να κάνει μια βόλτα γύρω, να δει κόσμο και ζώα, να ξεσκάσει η ψυχή του. Του άρεζε αυτό το πανηγύρι, του άρεζε να τριγυρνάει ανάμεσα σε τόσους ανθρώπους και να χαζεύει τόσα ζωντανά, να γλεντάει με την φασαρία – είχε βαρεθεί, μια ζωή, την μοναξιά στο μαντρί και στα έρημα βουνά. Γυρνοβολάει χαλαρά, κοιτώντας γύρω, στέκεται λίγο, κουνάει το κεφάλι, κοιτάζει, παρατηρεί με περιέργεια, μονολογεί μέσα απ’ τα δόντια του, ακούει και συνεχίζει.
Φτάνοντας αφηρημένα στην πλευρά που ήταν οι χασάπηδες και γινότανε οι αγοραπωλησίες για σφαγή, βλέπει, ξαφνικά, λίγα μέτρα πιο εκεί, το τράγο του, το δικό του τραγί και πετρώνει. Στέκεται σιωπηλός. Σκέφτεται πως το ζώο έμαθε την μέρα, την Παρασκευή, έμαθε την διαδρομή από τις τρεις φορές πηγαινέλα στην Πύλη, και ξεκίνησε σιγά-σιγά και ήρθε μόνο του εδώ, ακολουθώντας το μονοπάτι. Κοιτάζει ο Καραμπάς, ταραγμένος, βουβός, και βλέπει τον Μωυσή του ακίνητο, εκεί μπροστά: στέκεται ανάμεσα στον κόσμο, μόνος του, γέρος, χαμένος, με το κεφάλι και τα κέρατα ψηλά και κοιτάζει αθώα τους σφάχτες στα μάτια.
______________
Από τη συλλογή διηγημάτων Φάλτσα κεφαλής που θα κυκλοφορήσει τον Νοέμβριο από τις εκδ. Πατάκη.