Τα νησιά, IV

Τα νησιά, IV



Ι

Σαν μια νεράιδα που γυρεύει
Την προσοχή σου
Έρχεται και σε βρίσκει

Για να την πιάσεις πρώτα πρέπει
Να καθαρίσεις το τοπίο
Να ρίξεις φωτοβολίδες αν είναι βράδυ
Ν’ αποκόψεις τις πιθανές εξόδους διαφυγής
Έχοντας τον απαραίτητο εξοπλισμό

Μπορεί να κάθεται δίπλα στα
Γυμνωμένα πόδια σου
Στη ακροθαλασσιά ή στην όχθη
Λίμνης ή ποταμού

Αν την κυνηγήσεις να την πιάσεις ζωντανή
Κι εκείνη θα σε ανταμείψει
Γεμάτος συγκίνηση και απορία
Θ’ ανοίξεις τα σκοτεινά σου
Τα παράθυρα να μπει το φως
Και να σου φανερώσει
Τους πιθανούς κόσμους που κατοικεί

Σαν να σε φέρανε αποβραδίς
Σε μια καινούργια πόλη
Και το πρωί ανακαλύπτεις άγνωστα κτήρια
Δρόμους με τη δική τους ιστορία
Ανθρώπινους τύπους να περνάνε
Βιαστικά από μπροστά σου
Κι αναρωτιέσαι μέσα σου βαθιά
Μήπως την πόλη αυτή

Την είχες ζήσει από παλιά
Με καιρό και με κόπο
Έρχεται η γραφή, μου είπες.


ΙΙ

Μ’ έπιασε Όμηρο πριν το καταλάβω
Την φωτογραφίζω στο κόκκινο χαλί
Την αφήνω να περάσει πρώτη
Αφού ανοίγω την πόρτα

Στον καφέ με τ’ όνομά της
Κάθεται πάνω στα πόδια μου
Αφήνοντάς μου το άρωμά της ενώ την
Προσκαλώ για μεσημεριανό φαγητό

Ζητά κρύα μπύρα και λευκό κρασί
Χωρίς ν’ ανοίγει συζήτηση
Για την τέχνη της, πριν φύγει
Απ’ τ’ ανοικτό παράθυρο
Μου αφήνει τη σκόνη της
Με μια υπόσχεση του χρόνου να

Ξαναγυρίσει, σκαλίζοντάς μου
Έναν ροζ Ήλιο στο γείσο του σπιτιού
Με, κίτρινες σκιές.



[ Από το ανέκδοτο βιβλίο Τα νησιά IV]

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: