Στο Μακάο: Η αίσθηση του κοβάλτη



Όποιος πιει από το νερό του Λιλάο
δεν θα ξεχάσει ποτέ του το Μακάο∙
ή στο Μακάο θα παντρευτεί,
ή στο Μακάο θα ξαναρθεί.
ΑΝΩΝΥΜΟΥ

Με χρώματα κινέζικα ξεκούρασέ με,
Γιατί φοβάμαι το γυαλί είναι κακό.

ΕΖΡΑ ΠΑΟΥΝΤ

«Άσμα των αναβαθμών», Lustra







Με ένα υπερσύγχρονο ταχύπλοο σκάφος φτάνω στο Μακάο σε μια ώρα από το Χονγκ Κονγκ. Το ένα απέναντι από το άλλο, στο περιώνυμο Δέλτα του Ποταμού με τα μαργαριτάρια. Παρασκευή, ήπιο απόγευμα του Σεπτέμβρη. Μαζί μου η Λι Μανγκ. Το όνομά της σημαίνει «Το όνειρο του δάσους». Μέσα σε πέντε λεπτά από το λιμάνι με ταξί κατευθείαν στην Πλατεία της Γερουσίας, την Largo do Senado. Παραδόξως δεν είναι γεμάτη. Υπαίθρια παγωτοπωλεία, μικροπωλητές που δεν ενοχλούν, παιδιά σκαρφαλωμένα στους ώμους των γονιών τους να παρατηρούν τα πάντα με νηφαλιότητα, με την πρώιμη σοφία της νηπιακής ηλικίας, που σε λίγο θα κοιμηθεί βαθειά μέσα τους.
Δεν πρόκειται ούτε για τετράγωνο, ούτε για κύκλο. Είναι ένα ανισοσκελές τρίγωνο, με επιφάνεια τριών χιλιάδων επτακοσίων τετραγωνικών μέτρων, που ορίζει παραστατικά το μέτρο των πολιτιστικών ανταλλαγών μεταξύ των ποντοπόρων αποικιοκρατών και των ευρηματικών γηγενών σ΄ ένα πρώτο επίπεδο ευρηματικών προσαρμογών. Ένα δυναμικό, πρωτότυπο μείγμα πολλών αισθητικών παραμέτρων και ταυτόχρονα μια εστία γαλήνης στους αντίποδες του βουερού, ασίγαστου Χονγκ Κονγκ, μια αληθινή όαση χαλάρωσης, που πήρε το όνομά της από το μέγαρο που στέγαζε επί αιώνες τα διοικητικά όργανα των Πορτογάλων. Άρχισαν να φτάνουν εδώ από το 1557, για να δημιουργήσουν με το πέρασμα του χρόνου τη μοναδική αυτή κοινωνικοπολιτική οντότητα, μια παρωνυχίδα στην άκρη της Καντώνας, που έχει έκταση είκοσι τεσσάρων τετραγωνικών χιλιομέτρων, όσο είναι π. χ. το Σαν Φρανσίσκο. Μαζί με το νεοσύστατο κράτος του Ανατολικού Τιμόρ, που αποσκιρτώντας από την Ινδονησία, υιοθέτησε τα πορτογαλικά, το Μακάο, διατηρεί ακόμη ως σήμερα την πορτογαλική ως επίσημη γλώσσα του σε παράλληλη βεβαίως χρήση με την κινεζική. Είναι οι δύο γλωσσικές εξαιρέσεις, οι λατινικές εύηχες μικρές «ανωμαλίες» μέσα στον ωκεανό των ασιατικών γλωσσών, των διαλέκτων και των αμέτρητων παραγώγων τους.

Αποτελώντας μια από τις χαρακτηριστικότερες όψεις όχι μόνον της Νότιας Κίνας, αλλά και της ευρύτερης Άπω Ανατολής, ο καλοδιατηρημένος αυτός πεζόδρομος, μια αποθέωση του μπαρόκ με ασιατικά χαρακτηριστικά, είναι το πεδίο συνάντησης της ευρωπαϊκής ιδιαιτερότητας και συγκεκριμένα του πορτογαλικού ύφους με την σινική κυρίως κοσμοαντίληψη, αλλά και με τις συνήθειες και τα απρόβλεπτα τις περισσότερες φορές έθιμα των άλλων μεταναστών, που κατά καιρούς κατέκλυσαν το Μακάο από την Ινδία, την Ιαπωνία, το Βιετνάμ και την Μαλαισία. Κάθε σημείο της Πλατείας της Γερουσίας, κάθε επιμελώς αναπαλαιωμένη όψη της, κάθε αέτωμα υπονοεί ότι η συνύπαρξη τόσο ετερόκλητων και πιθανότατα αντιθετικών νοοτροπιών και εννοιολογικών δεδομένων είναι εδώ όχι μόνον δυνατή, ή σκόπιμη, αλλά και σε ένα μεγάλο βαθμό παραγωγική.

Οι ανάλαφροι, ενίοτε παιγνιώδεις τόνοι, ένας διάκοσμος που ξεπερνά με άνεση τις παγίδες της εκζήτησης, το ισορροπημένο, γόνιμο δέσιμο των καταστημάτων και των γραφείων με τις δομές του φυσικού περιβάλλοντος, οι αποχρώσεις του πράσινου και του ροζ δίπλα στην προσεγμένη, μετριοπαθή ώχρα, γωνίες και όψεις που σου δίνουν την εντύπωση ότι έχουν ως πλησιέστερο πρότυπό τους το εξωτερικό μιας τεράστιας τούρτας γενεθλίων, στοιχειοθετούν την ταυτότητα μιας θεμελιώδους ανοχής, μιας σύμπτυξης ενός μέρους του κόσμου σε ένα ελάχιστο, πολύσημο όμως πλαίσιο εμμέσων, ή εμφανών αναφορών σε αρχετυπικές συμπεριφορές γειτονικών, ή μη λαών.

Προχωράμε. Καταγράφω στα δελτία μιας διαρκούς ανάμνησης τους φρεσκομπογιατισμένους τοίχους, τα λιθόστρωτα από κοβάλτη, τις επιτυχημένες προσμείξεις οικοδομικών τεχνοτροπιών, τις περιποιημένες γλάστρες, την πηγή με την σιδερένια υδρόγειο σφαίρα, το κιόσκι με τον αρωματικό καφέ, τους μειλίχιους ασβεστόλιθους και τα χαμηλά, φιλικά κτίσματα, που αναδεικνύουν με τον καλύτερο τρόπο την αρχιτεκτονική ευπρέπεια των δύο σημαδιακών αποκτημάτων του Μακάο. Εννοώ, το Ναό του Αγίου Δομίνικου, που θεμελιώθηκε τον δέκατο έκτο αιώνα, στο άλλο άκρο της Πλατείας και τον παρακείμενο, κομψό Ιερό Οίκο της Ευσπλαχνίας, την Santa Casa da Misericordia.

Μπαίνουμε στο εσωτερικό του Ναού. Περιμένω να με υποδεχτεί η γνωστή άτεγκτη βαρυθυμία του καθολικού μυστικισμού, η μελαγχολία των καταθλιπτικών, σκούρων όγκων. Είναι αυτοί που πειθαναγκάζουν την θρησκευτικότητα να υποταχθεί θέλοντας και μη όχι στο μεγαλείο του υπερπέραν, ή στη γοητεία της μεταφυσικής διάρκειας των όντων, αλλά αντιθέτως στο δέος των μετά θάνατον δυσβάσταχτων ποινών. Τίποτε όμως από όλα αυτά. Στη θέση των μουντών, απειλητικών συμβολισμών, η ευπροσήγορη παντοκρατορία του άσπρου χρώματος. Προσφέρεται, δοξάζεται, αντανακλά στους τοίχους, στο προσεκτικά γυαλισμένο δάπεδο, στα διακοσμητικά μπαλκόνια, στους διαδρόμους με τους κόκκινους τάπητες, στα δύο σκαλιστά εξομολογητήρια, παντού. Το φως άπλετο, ο ευπρόσδεκτος κατακτητής των μορφών. Ανεμπόδιστο, ζείδωρο, μπαίνει από τα παράθυρα, να λούσει εγκάρδια όλες τις ματαιότητες, τα αγάλματα του Αγίου Δομίνικου και της Αγίας Αικατερίνης της Σιένα, τις στιβαρές, αλλά περίτεχνες κολώνες, τον κατάμαυρο Σταυρό – καταστατικό γνώρισμα του Τάγματος των Δομινικανών μοναχών, τα στασίδια των ικεσιών, τους αμήχανους τουρίστες, τους προσκυνητές, την Αγία Τράπεζα στο βάθος, ακόμη κι εκείνες τις λιγοστές ηλικιωμένες, που προσεύχονται σκυφτές κι απόμακρες στο κλίτος των γυναικών. Στο τέλος μένει μονάχα το φως, η περίληψη της αιωνιότητας.
Ίσως η ιερότητα, σκέφτομαι, να είναι υπόθεση μερικών ιριδισμών του κίτρινου μέσα στην επικράτεια της απόλυτης, άδολης λευκότητας.

Ό,τι συναντά στον πεντακάθαρο αυτό χώρο, το φως το περιποιείται, το αναβαθμίζει ανεπιφύλαχτα σ΄ ένα βάπτισμα ολοκληρωτικής γνώσης κι έπειτα σα να το φιλά. Σίγουρα έρχεται ανανεωμένο και παρηγορητικό από τη Μεσόγειο, να συντηρήσει ηδονές του βλέμματος, να στηρίξει τα πράγματα, επισημαίνω χαμογελώντας στη Λι Μανγκ. Κουνά το κεφάλι. Δεν θα μάθω ποτέ, όση μεγάλη σημασία κι αν έχει αυτό για μένα, αν με πίστεψε. Αν πρόσεξε τις λεπτομέρειες αυτής της επίμονης ανταύγειας.

Με επισκέπτεται τώρα, είναι επόμενο, στο βάθος του νου μου η αμφιλεγόμενη, αλλά τόσο γοητευτική χρωματολογία του Νεύτωνα, που επιχείρησε να αποδείξει ότι το άσπρο χρώμα συνιστά κατά βάθος την παρουσία και την παρεπόμενη ανάμειξη εντός του όλων ανεξαιρέτως των χρωμάτων. Κάτι που συνεπάγεται μαθηματικά ότι μέσα του αυτά θνήσκουν, αναπαύονται συμφιλιωμένα, αφομοιωμένα από την μακαριότητα του λευκού. Οι έριδες διαγράφονται επιτέλους μέσα στον χωρόχρονο του άσπιλου. Το άσπρο αποτελεί την αναγκαία, την πολυζήτητη καταλλαγή, την οριστική αποκατάσταση των πάντων εν λευκώ. Παραφράζω με σεβασμό τον δικό μας Πατέρα, τον Άγιο Γρηγόριο, επίσκοπο Νύσσης, που κι αυτόν κάποτε δεινώς αμφισβήτησαν, όχι επιφανείς φιλόσοφοι, ή συγγραφείς παγκόσμιου κύρους, όπως φέρ’ ειπείν ο Γκαίτε στην περίπτωση του Νεύτωνα, αλλά η δογματική, επικίνδυνη σπουδή του Ιερατείου της σκοτεινής εποχής του.

Βγαίνουμε στην Πλατεία. Στρίβουμε σ΄ ένα σοκάκι, ακριβώς δίπλα στο εστιατόριο La Platao. Mας οδηγεί στην Κατοικία του Δεσπότη, κτίσμα του δέκατου έκτου αιώνα. Δεν λειτουργεί δυστυχώς σαν μουσείο. Έτσι μπορούμε να περιηγηθούμε μόνο σ΄ ένα τμήμα του. Μας καθηλώνει πρώτα η Δέσποινα της Άμωμης Σύλληψης, τυλιγμένη σ΄ ένα ένδυμα, ανοιξιάτικου, γαλάζιου χρώματος. Αμέσως μετά η πρωτότυπη ζωγραφική σύνθεση των Μαρτύρων του Ναγκασάκι, έργο του 1640, που κατά κάποιο τρόπο προαναγγέλλουν τους άλλους, που κατάπιε το σύννεφο του ολέθρου από την έκρηξη της ατομικής βόμβας και τέλος ένας ολοζώντανος Άγιος Σεβαστιανός, με το βέλος καρφωμένο στο στήθος. Αναγνωρίζω εδώ το ματωμένο είδωλο του Μισίμα, που τον παρέσυρε πριν την ώρα του στην άλλη πλευρά του λευκού. Στην απεραντοσύνη του άρρητου. Άλλοι ας το πουν, κενό.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Έζρα Πάουντ, «Άσμα των αναβαθμών», Lustra, μεταγραφή Τάκης Μενδράκος, εκδ. Αιγόκερως 1989

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: