Σε ξένη γη: επιστροφή στο πατρικό

Μια καταγραφή αισθήσεων



Γράφει ένα κείμενο για το γεγονός πως παρότι βρίσκεται πάλι μετά από καιρό στο πατρικό, νιώθει εντούτοις σαν να ξύπνησε σε ξένη γη. Οι οικείες αισθήσεις μπλέκονται με νέες αισθήσεις που είναι πρωτόγνωρες και αν ήθελε να κάνει έναν άτυπο υπολογισμό ίσως οι νέες αισθήσεις να υπερτερούσαν. Μυρωδιά σπιτιού, καπνός και υγρασία. Οικεία αίσθηση. Παράθυρο με φόντο μακρινά βουνά. Οικεία αίσθηση. Η θάλασσα. Οικεία αίσθηση. Ο κήπος, νέα εποχιακά λουλούδια έχουν φυτευτεί, ποικιλία από την Καλιφόρνια, το πεύκο κόπηκε ―στη θέση του έμεινε ένας κοντός κορμός, αναμένουμε οι ρίζες να πεθάνουν― ξένη γη. Το καθιστικό που ξάφνου μοιάζει με κουκλόσπιτο, το παράθυρο με τη νέα παλιά κουρτίνα, τα μαξιλάρια του καναπέ ― οι μητέρες κρεμούν κουρτίνες κεντημένες με λουλούδια και βάζουν μαξιλάρια με γελαστά γατάκια στις άκρες του καναπέ όταν γερνούν. Η μητέρα γερνά; Ξένη γη. Τα γυαλιά πρεσβυωπίας του πατέρα ― φθηνός πλαστικός σκελετός. Ξένη γη. Το βερνίκι της κάσας που έχει ξεφλουδίσει, το τζάκι που δεν ανάβει. Ξένη γη. Ψάρια το μεσημέρι. Οικεία αίσθηση. Ο πατέρας στην κουζίνα. Οικεία αίσθηση. Τα ανατομικά αθλητικά παπούτσια δίπλα στην πόρτα. Ξένη γη. Ένα σωρό άγνωστες γάτες καθισμένες σε καρέκλες που έχουν σκουριάσει στις γωνίες. Ξένη γη. Ο σκύλος πέθανε. Το γεγονός πως δεν κοιμάται πια κανείς τα μεσημέρια. Ξένη γη. Η μαμά με ροζ-τσιχλόφουσκα αθλητικό μπουφάν (σημείωση: πολύς κόσμος φοράει τα αθλητικά του κι έχει έτσι την αίσθηση ότι γυμνάζεται). Ξένη γη. Το μούσι του μπαμπά, καφεκόκκινο με άσπρες τρίχες. Ξένη γη. Η χαμηλή φωνή του. Ξένη γη. Η μαμά που σηκώνεται σαν ελατήριο για να περιποιηθεί τον επισκέπτη ―εκείνη―, ξένη γη. Τα λουλουδιαστά σεντόνια από νάιλον, αντί για τα μονόχρωμα βαμβακερά. Ξένη γη. Τα έργα ανάπλασης στο χωριό ― ξεριζώθηκαν όλα τα δέντρα. Ξένη γη. Ξαφνικά δεν σταματάει να βρέχει. Η βροχή, η βροχή, η βροχή. Ξένη γη. Ο γκρίζος ουρανός, τα χαμηλά πουλιά, η πράσινη οργιώδης βλάστηση στα εγκαταλελειμμένα εξοχικά, η υγρασία. Οικεία αίσθηση με μια δόση ξένη γης, γιατί τα εξοχικά όπως τα δέντρα, μοιάζουν αλλιώτικα το χειμώνα. Ο χειμώνας. Μακρινή οικεία αίσθηση. Οι αδέσποτοι σκύλοι. Οι σβησμένες ταμπέλες και οι πρώην λαμπερές επιγραφές. Η κοίτη του ποταμού που έγινε ένα με τη θάλασσα, οι καλαμιές που πνίγηκαν μέσα σε ένα αφρισμένο κύμα. Τα ξύλινα αποδυτήρια στην αμμουδιά. Η σιωπή. Ακινησία. Ο άνεμος στις λεύκες. Το μονοπάτι που γέμισε λάσπη. Ο δρόμος που έκλεισε. Ο νέος δρόμος που άνοιξε στη θέση του παλιού. Πρόκειται για παράδρομο, κι έτσι περνάει από άλλα μέρη. Διασχίζει άλλα χωράφια κι αυτή η νέα προοπτική σε ένα τοπίο τόσο οικείο δίνει απρόοπτα στην περιδιάβαση ένα άρωμα ξένης γης. Συχνά, εκεί που επιστρέφει, χάνεται. Οικεία αίσθηση. Γράφει ένα κείμενο γι’ αυτό, για το νεοανακαλυφθέν γεγονός πως το σπίτι δεν είναι άγκυρα. Ούτε λιμάνι. Αλλά και για τους τοίχους, που δίνουν πάντα μια αίσθηση προστατευτικού τείχους. Κι ακόμη, για τις αναμνήσεις, που είναι κινούμενη άμμος.

Για το οικείο, σε γενικές γραμμές, που γίνεται ξένο. Για τις οικείες αισθήσεις και για τις νέες αισθήσεις. Αναρωτιέται αν θα μοιάζει στο μέλλον οικείο αυτό που τώρα φαίνεται ξένο.

Η απορία τρυπάει το μυαλό της όλες της ώρες της ατέρμονης επιστροφής.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: