Το μέγαρο Γκέρλινγκ

Η είσοδος του μεγάρου (Πηγή: Wikipedia)
Η είσοδος του μεγάρου (Πηγή: Wikipedia)





Μετά από τον θάνατο της γυναίκας του, ο γέρο Βαρόνος Λεονάρντο φον Γκέρλινγκ κρατούσε τα περισσότερα δωμάτια του σπιτιού κλειστά και ζούσε περιορισμένος σε ένα γραφείο του πρώτου ορόφου. Έκανε τις περισσότερες δουλειές του εκεί, έδινε ραντεβού, έκλεινε συμφωνίες κι όταν έβρισκε χρόνο έριχνε μια ματιά στη βιβλιοθήκη, τρέμοντας στην ιδέα ότι οι σπάνιες εκδόσεις της θα μπορούσαν στο μέλλον να μοσχοπουληθούν για χρήματα που θα εξανεμίζονταν εν ριπή οφθαλμού. Έδιωχνε μακριά τις κακές σκέψεις, έγραφε καθημερινά στον γιο του (ο οποίος δεν απαντούσε ποτέ), και συνέχιζε να δουλεύει, ώσπου, αργά τη νύχτα, αποκοιμιόταν πάνω από κάποιο γραπτό, πριν αποφασίσει να ανοίξει μια κρυφή πόρτα στη βιβλιοθήκη και να περάσει στο υπνοδωμάτιο. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του δεν έβγαινε σχεδόν ποτέ. Απλώς ξυπνούσε το πρωί κι όταν τελείωνε με την τουαλέτα του, άνοιγε την κρυφή πόρτα, για να μπει στο γραφείο, αποφεύγοντας να βγει στον διάδρομο, όπου θα μπορούσε να συναντηθεί με τη γυναίκα του και να μπλέξει σε τίποτα περιττές συζητήσεις. Συνήθως, περνούσε τις μέρες του αλληλογραφώντας για δουλειές και λογοτεχνία ή μεταφράζοντας γαλλική ποίηση. Αλλά, αναπόφευκτα, η Βαρόνη τον επισκεπτόταν μια ή δυο φορές μέσα στην ημέρα και, πολύ συχνά, τον συντρόφευε για ένα δείπνο, σερβιρισμένο μπροστά στο τζάκι σε ειδικό τραπέζι για δυο άτομα, φτιαγμένο από ξύλο τριανταφυλλιάς, το ίδιο που πριν από κάποια χρόνια ο Βαρόνος χρησιμοποιούσε για να δειπνεί με κορίτσια, διατεθειμένα να πίνουν κρασί της Καμπανίας φορώντας μόνο τα εσώρουχά τους, πριν φυγαδευτούν από την κρυφή πόρτα στο γραφείο και, στη συνέχεια, στον εσωτερικό κήπο του μεγάρου. Ο Βαρόνος μισούσε αυτά τα μίζερα δείπνα με τη γυναίκα του, γιατί του υπενθύμιζαν ότι ήταν πολύ γέρος πια για κάτι καλύτερο, ενώ εκείνη κατόρθωνε πάντα να τον εκνευρίζει χρησιμοποιώντας παράλογα επιχειρήματα για να τον πείσει ότι χρειαζόταν χρήματα, πολύ περισσότερα από όσα στα νιάτα της, μολονότι, σε εκείνη την ηλικία, το ζευγάρι είχε εγκαταλείψει τον έξω κόσμο λόγω μιας γενικής παραίτησης, αλλά, κυρίως, εξαιτίας της στεναχώριας για τη μόνιμη απουσία του μοναχογιού τους. Για του λόγου το αληθές, η αίθουσα χορού στον πρώτο όροφο, σε μικρή απόσταση από το διπλό δωμάτιο, ήταν κλειστή από χρόνια και παρέμεινε έτσι ακόμα και την εποχή της επιστροφής του Άλεξ, για να ανοιχτεί αργότερα, όταν το οίκημα μετατράπηκε σε ξενοδοχείο. Όμως, ενόσω οι γονείς γερνούσαν, ο γιός τους ταξίδευε στα ευρωπαϊκά θέρετρα κι επικοινωνούσε μόνο με τη μητέρα του, για να της ζητήσει οικονομική ενίσχυση, αγνοώντας πεισματικά τον πατέρα του, που κατόρθωνε να διαχειρίζεται τα οικογενειακά κτήματα κλεισμένος σε εκείνο το γραφείο με τη βοήθεια δυο έμπιστων επιστατών. Σε γενικές γραμμές, ο γέρος Βαρόνος δεν ήθελε να γκρινιάζει για λεφτά, αλλά τον ενοχλούσε η ακαταστασία που προκαλούσε η γυναίκα του όταν εισέβαλε στο γραφείο του, ντυμένη με σατέν φορέματα σε χρώματα εξωφρενικά για την ηλικία της, σαν να επρόκειτο να δεχτεί κόσμο, αλλά βαδίζοντας με όλο και περισσότερη δυσκολία καθώς τα αρθριτικά της επιδεινώνονταν. Πολλές φορές, καθόταν απέναντί του σαν να βρισκόταν σε γραφείο παραπόνων. Πότε την ενοχλούσε κάποιος αγενής υπηρέτης και πότε κάποιος φεγγίτης που έμπαζε κι έπρεπε να επισκευαστεί, αλλά κυρίως ζητούσε χρήματα, με τρόπο πιεστικό, για διάφορες παράλογες δουλειές. Όμως, ο Βαρόνος είχε πάντα τον τρόπο του να την ξεφορτώνεται, χωρίς να δείχνει ότι του γίνεται βάρος∙ στα νιάτα του για κάποια από τις ερωμένες του και αργότερα για τον Πούσκιν και τη γαλλική ποίηση. Το γεγονός ότι την είχε ξεφορτωθεί, ακόμα κι εκείνο το συγκεκριμένο βράδυ, πριν την βρουν νεκρή στο κρεβάτι της από ανακοπή, θα πρέπει να του στοίχισε πολύ. Γιατί, δυο χρόνια μετά, ενοχλημένος από την απουσία της, όσο δεν είχε ποτέ του φανταστεί, φρόντισε να ικανοποιήσει άμεσα μια ακόμα απαίτησή της εξασφαλίζοντας για τον γιό του, τον Άλεξ, μια θέση στο γραφείο Στρατιωτικού Τύπου της Βιέννης. Προκειμένου να υποβάλει αυτό το τελευταίο αίτημα, η Βαρόνη είχε μπει στον κόπο να τον επισκεφτεί στον ύπνο του, για πρώτη φορά μετά από τον θάνατό της, επιστρατεύοντας μια εικοσάχρονη και ευθυτενή εκδοχή του εαυτού της και κλείνοντας απότομα τη βεντάλια της, καθώς τραβούσε στο πλάι την ουρά ενός φορέματος στο κίτρινο του Σενμπρούν, πριν καθίσει στη συνηθισμένη της θέση, μπροστά στο γραφείο. «Παρακαλώ, ο Άλεξ να παραμείνει ασφαλής στον πόλεμο του Φραγκίσκου Ιωσήφ», είχε πει η Σόφι πριν εξαφανιστεί, αφήνοντάς τον με μια αίσθηση πικρίας επειδή εκείνη, είτε λόγω της άκαμπτης περηφάνιας της, είτε λόγω της αδιαφορίας της, δεν είχε ζητήσει απολύτως τίποτα για τον εαυτό της. Κατά τα άλλα, ο ίδιος πίστευε βαθιά στη νικηφόρα έκβαση του πολέμου. Στο κάτω κάτω, δεδομένου ότι ο γέρο Αψβούργος του Χόφμπουργκ δεν είχε ανοίξει άλλο βιβλίο στη ζωή του εκτός από το Εγχειρίδιο της Στρατιωτικής Τέχνης, θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι αυτή η συγκεκριμένη υπόθεση του Κράτους βρισκόταν σε καλά χέρια. Στάθηκε να παρακολουθεί, εκεί στο διπλό δωμάτιο, διαβάζοντας καθημερινά τα πολεμικά ανακοινωθέντα σε μικρή απόσταση από το μέγαρο των Εστερχάζι, όπου φιλοξενήθηκε ο Χάιντν, και λίγο μακρύτερα από το αρχοντικό των Λιχνόβσκι, στο πιάνο του οποίου ο Μπετόβεν είχε παίξει την Ηρωική Συμφωνία. Σε κενό χρόνο ξαναδιάβαζε τους Γερμανούς κλασικούς, ή έριχνε μια σχολαστική ματιά στις μεταφράσεις του μιας ολόκληρης ζωής (δηλαδή ξαναδιέσχιζε διαδρομές οικειοποίησης αγαπημένων ποιημάτων αποζητώντας εκείνη την παλιά κινητήρια συγκίνηση). Κάποιοι λογοτεχνικοί του φίλοι της Νέας Βιέννης έκλειναν τώρα πια τις επιστολές τους με τη φράση «Ο Θεός να τιμωρήσει την Αγγλία». Κι ενώ, τα θέατρα σταμάτησαν να ανεβάζουν αγγλικά έργα και παλιοί γνωστοί ορκίζονταν ότι δεν θα ξαναμιλούσαν γαλλικά, ο ίδιος δυσκολευόταν να τους συμμεριστεί για πολλούς λόγους, αλλά και δεδομένου ότι η γυναίκα του ερχόταν τώρα πια τακτικά στον ύπνο του κι εξακολουθούσε να του ζητάει χάρες μιλώντας αυτήν τη γλώσσα. Όσο διαρκούσε μια από αυτές τις επισκέψεις της, βυθισμένος στον ενύπνιο κόσμου του, ο Βαρόνος πάσχισε να παρατείνει την παραμονή της, κεντρίζοντάς την με μια μπηχτή κι ελπίζοντας στη θαλπωρή ενός ομηρικού καβγά από τους συνηθισμένους τους. «Όσα χρήματα κι αν ζητιανέψετε αγαπητή, θα δυσκολευτείτε να τα ταχυδρομήσετε από την τωρινή σας διεύθυνση στις αμμοθίνες του Μπρέντενε, ή στο καφέ Φλορ της Οστάνδης, όπου τεμπελιάζει συνήθως ο λατρευτός σας Άλεξ» είχε προλάβει να της πει, προσδοκώντας τη σφοδρή της αντίδραση, όμως αυτή γύρισε την πλάτη και χάθηκε στο σκοτάδι μουρμουρίζοντας κάτι τελευταίο κι αφήνοντας πίσω της, καθώς απομακρυνόταν, τους βαθύς και απόκοσμους ήχους των οστών της, που κροτάλιζαν τόσο ανατριχιαστικά, ώστε ο Λεονάρντο να πεταχτεί έντρομος από τον ύπνο. Πετάχτηκε κάθιδρος μέσα στο σκοτάδι, φέρνοντας μαζί του το κουρασμένο μουρμουρητό της, που τον ακολούθησε καθ’ όλη τη διάρκεια μιας από τις μελαγχολικότερες μέρες της χηρείας και των γηρατειών του: «Επιτέλους Λεονάρντο, είμαι νεκρή! Καταλαβαίνεις τι σημαίνει νεκρή;» είχε μουρμουρίσει η ονειρική Σόφι πριν χαθεί και ο σύζυγός της ένιωσε αυτά τα λόγια να βαραίνουν επάνω από το κεφάλι του σαν δικαστικό ένταλμα. Όμως, σε περιπτώσεις σημαντικών επιχειρησιακών επιτυχιών, όπως εκείνη του 1915 στην Γαλικία και την Πολωνία, ο Λεονάρντο αναστάτωνε το σπίτι για να ντυθεί, ζητούσε να του ετοιμάσουν αμάξι για έξοδο και να κλείσουν το παλιό του τραπέζι στο Ζάχερ (δίπλα σε αυτό του Πρίγκιπα Σβάρτσενμπεργκ), όπου θα κατέφθανε ασθμαίνοντας, αλλά ποτέ βιαστικός ή ταραγμένος, και θα αναζητούσε κάποιον για να συζητήσει τα νέα, αν και οι περισσότεροι παλιοί του φίλοι έλειπαν εκείνες τις μέρες από τη σάλα. Και το Ζάχερ, με το αποδεκατισμένο μενού (ελλείψει υλικών) και την κακή πλέον θέρμανση, δεν ήταν το Ζάχερ της εποχής του. Σιγά σιγά, η έλλειψη προϊόντων παράγινε αισθητή στην πόλη κι αυτή η άγνωστη συνθήκη προκάλεσε αναστάτωση στον αυλικό σύμβουλο Βαρόνο φον Γκέρλινγκ, που είχε ζήσει την εποχή της αφθονίας, αποκομίζοντας μια σημαντική σύνταξη (για τις υπηρεσίες του επί αγροτικών θεμάτων), αλλά και έσοδα από την κτηματική του περιουσία, ώστε να πληρώνει φόρους και να απολαμβάνει την παραδοσιακή αυστριακή σταθερότητα, χωρίς να απαιτούνται από τον ίδιον αναξιοπρεπείς και ποταπές πράξεις, χωρίς να αναστατώνεται όταν έξω από τη λέσχη του περνούσαν οι κουστωδίες των χριστιανοσοσιαλιστών μικροβιοτεχνών του Ωραίου Καρλ με τα λευκά γαρίφαλα στο πέτο φωνάζοντας «βοήθεια στον αδύναμο», ή όταν στην οδό Πράτερ είχαν σειρά τα κόκκινα γαρίφαλα των σοσιαλδημοκρατών να παρελάσουν ανά τετράδες τραγουδώντας την Διεθνή, ή όταν ορεσίβιοι εθνικιστές του γερμανικού κόμματος, με το γαλάζιο κενταύριο του Μπίσμαρκ στο πέτο, ζητούσαν τη διάλυση της Μοναρχίας προς όφελος μιας Μεγάλης Γερμανίας. Ήταν, λοιπόν, η εποχή των λουλουδιών στην Βιέννη και κάθε λουλούδι συμβόλιζε κι έναν διαφορετικό θυμό, σκεφτόταν ο Βαρόνος χαζεύοντας τα τριαντάφυλλα, που ένας κηπουρός από το ροζάριουμ του Σενμπρούν ερχόταν να καλλιεργήσει στον εσωτερικό κήπο του σπιτιού του. Όπως και να ‘χει, ο Λεονάρντο φον Γκέρλινγκ, βιεννέζος πλέον, αλλά απόγονος ορεσίβιων κτηματιών από το Πέρασμα Γκέρλος (όπου ο ποταμός Ζάλτσαχ στραγγίζει αλπικά λιβάδια σε υψόμετρο δυο χιλιάδων μέτρων), θα υποχρεωνόταν να παραμελήσει την έρευνά του για την ποικιλία τριαντάφυλλων Moreau-Robert του 1868, όσο και τα υπόλοιπα βοτανολογικά και λογοτεχνικά του ενδιαφέροντα, για να ασχοληθεί με ζητήματα της καθημερινότητας. Πιο συγκεκριμένα, θα συνειδητοποιούσε, θέλοντας και μη, ότι ο αιώνας της συμφιλίωσης είχε τελειώσει οριστικά μια από εκείνες τις φοβερές μέρες των μοναχικών γηρατειών και του πολέμου, όταν η οικονόμος Έλζε στάθηκε μπροστά στο γραφείο του λέγοντας ότι αδυνατούσε να βρει υλικά για τη σούπα κι ότι πλήρωσε παραπάνω, για να καρπωθεί την παραγγελία κάποιου άλλου, πράξη απρεπής, εξαιτίας της οποίας ο ίδιος ένιωσε ντροπή και αναγκάστηκε να κατεβάσει το κεφάλι. Κατέβασε το κεφάλι, εκεί μπροστά στην οικονόμο, θέλοντας να κρύψει την αμηχανία του, και άναψε ένα πούρο μονοπωλίου, από τα φθηνά, τα Βιρτζίνια, που προτιμούσε και ο Αυτοκράτορας. Σε παρόμοια θέση βρισκόταν συχνά το τελευταίο διάστημα με αποκορύφωση μια φρικτή ταπείνωση, ενόσω κατέφευγε σε παλιούς γνωστούς ζητώντας ειδική μεταχείριση, επικαλούμενος τον αδύναμο χαρακτήρα, την επιπολαιότητα, τη νευρική ευπάθεια κι όλα όσα σκεφτόταν, γεμάτος ενοχή, ενόσω παρατηρούσε τον γιό του, γεγονός για το οποίο η γυναίκα του θα πρέπει να τον μισούσε, διαισθανόμενη την αμφιθυμία του, μολονότι ο ίδιος δεν είχε τολμήσει να αρθρώσει λέξη για αυτό το ζήτημα. Οι φίλοι τον είχαν βοηθήσει, συμπονώντας τον για αυτήν την οικογενειακή τραγωδία και κατανοώντας ότι αναγκάστηκε να υπομείνει βουβά ένα τέτοιο χτύπημα της μοίρας. Στο τέλος, πρόσφεραν στον κληρονόμο του μια ασφαλή υπηρεσία, αλλά ο ίδιος ένιωσε ταπεινωμένος, τόσο όσο χρειαζόταν για να φορτώσει την ευθύνη στην πεθαμένη γυναίκα του, γεγονός για το οποίο ένιωσε ακόμα χειρότερα από πριν. Το επόμενο διάστημα, ενώ ο Άλεξ υπηρετούσε στην Βιέννη, αλλά αρνιόταν να επισκεφτεί τον πατέρα του, ή να απαντήσει στα γράμματά του, η Σόφι ήρθε για μια ακόμα φορά στον ύπνο του άντρα της και προμάντεψε την αρρώστια του Φραγκίσκου Ιωσήφ μια εβδομάδα πριν συζητηθεί στο Ζάχερ ότι ο Αυτοκράτορας είχε κρυολογήσει ενώ περπατούσε στο πάρκο του Σένμπρουν με τον Βασιλιά της Βαυαρίας. Όταν το κρυολόγημα μετατράπηκε σε πνευμονία, ο Βαρόνος σταμάτησε να κοιμάται φοβούμενος ότι η γυναίκα του θα ερχόταν να προαναγγείλει τον θάνατο του Γέρου και ελπίζοντας, παιδαριωδώς, ότι αν απέτρεπε το γεγονός της εμφάνισής της, θα κατόρθωνε να αποτρέψει και τον ίδιο τον θάνατο. Στο τέλος αυτής της περιόδου, ακολούθησε την επικήδεια πομπή, περίλυπος και βουβός, όπως όλοι γύρω του, μέχρι την πλατεία Neuer Markt και στάθηκε μπροστά στην είσοδο της κρύπτης των Καπουτσίνων, ενόσω ο τελετάρχης χτυπούσε τρεις φορές και η φωνή ενός μοναχού πίσω από την πόρτα ρωτούσε «Ποιος επιθυμεί την είσοδο;». Ο τελετάρχης απάντησε «Ο Αυτοκράτορας Φραγκίσκος Ιωσήφ», αλλά ο μοναχός ισχυρίστηκε ότι δεν γνώριζε περί τίνος επρόκειτο. Τότε ο τελετάρχης εξήγησε ότι ο Φραγκίσκος Ιωσήφ ο Πρώτος ήταν ο πάλαι ποτέ Ελέω Θεού Αυτοκράτορας της Αυστρίας και Βασιλέας της Βοημίας, της Δαλματίας, της Κροατίας, της Σλοβενίας, της Γαλικίας, της Λοδομερίας και της Ιλλυρίας, Μέγας Δούκας της Τοσκάνης και της Κρακοβίας, Δούκας της Μοραβίας και της Ίστριας, Μέγας Βοεβόδας της Σερβίας και Αποστολικός Βασιλέας της Ουγγαρίας. Αλλά ο άντρας πίσω από την πόρτα επέμεινε ότι δεν γνώριζε τον νεκρό και ρώτησε για τρίτη φορά «Ποιος επιθυμεί την είσοδο;» αναγκάζοντας τον τελετάρχη να απαντήσει: «Ο Φραγκίσκος Ιωσήφ, ένας θνητός και αμαρτωλός άνθρωπος». Τότε και μόνο τότε, ο μοναχός επέτρεψε την είσοδο και η τελετή ολοκληρώθηκε αφήνοντας τον Λεονάρντο με τη βεβαιότητα ότι τα πάντα είχαν τελειώσει. Αναμφίβολα τα πάντα είχαν τελειώσει, εφόσον ο Γέρος δεν θα αγρυπνούσε πια στη σκοπιά, ούτε θα λαγοκοιμόταν με το ένα μάτι ανοιχτό γερμένος στο σιδερένιο κρεβάτι του. Η Βιέννη των ελαφρών διασκεδάσεων έπρεπε να βασιστεί στον διάδοχο (τον τελευταίο Αψβούργο πιθανότατα), στο πρόσωπο του οποίου ο Γκέρλινγκ διέκρινε έναν υποψήφιο λιποτάκτη, έτοιμο να το σκάσει με το τρένο του∙ πανικόβλητος, αν όχι κρυμμένος κάτω από το πένθιμο φόρεμα της Αυτοκράτειρας Ζίτα. Εκείνη τη στιγμή, αλλά και τις αμέσως επόμενες μέρες, καθώς οι ήττες στο μέτωπο διαδέχονταν η μια την άλλη, ο Λεονάρντο συνειδητοποιούσε τη ματαιότητα των θυσιών, αλλά και την δυσφορία του για οτιδήποτε θα μπορούσε να προκύψει στη συνέχεια.

Η αυτοκράτειρα Ζίτα. Βλ. και Χάρτης#69

Κι έτσι, λίγο πριν ο κόσμος του βυθιστεί, μπήκε στον κόπο να γράψει ένα τελευταίο γράμμα στον Άλεξ, ζητώντας του για χιλιοστή φορά να επιστρέψει. Κι ενώ γνώριζε ότι ο γιός του δεν επρόκειτο να ανταποκριθεί, άφησε να περάσουν είκοσι μέρες πριν συμπεριλάβει στη διαθήκη του μια τελευταία προσθήκη. Σε αυτήν την εκτεταμένη παράγραφο, αφού προσπάθησε να τεκμηριώσει ως αναξιοπρεπή, για έναν άνθρωπο της ηλικίας του, οποιαδήποτε απόπειρα προσαρμογής στον επερχόμενο τρελό κόσμο, αποχαιρέτησε τον γιό του ως εξής: «Κοίταξε να αναλάβεις τις ευθύνες σου, γιατί εγώ σε λίγο θα είμαι νεκρός. Καταλαβαίνεις τι σημαίνει νεκρός;». Ύστερα, αρνούμενος να ζήσει άλλου είδους ζωή, και θυμωμένος όσο δεν υπήρξε ποτέ στο παρελθόν, διάλεξε το πιο απόμερο σημείο της Stephansplatz, ώστε να απαλλάξει το σπίτι από τη σκιά ενός τραγικού γεγονότος όπως η αυτοκτονία του.
Γνωρίζοντάς τον, από την καλή και την ανάποδη, η Έλζε Νάιμαν, η οικονόμος του μεγάρου Γκέρλινγκ, ισχυριζόταν πολύ αργότερα ότι ο μεγάλος Βαρόνος αφαίρεσε τη ζωή του από καθαρή οργή, εκδικούμενος τη φύση και τον Θεό τον ίδιο.

[ Aπόσπασμα αδημοσίευτης ομότιτλης νουβέλας ]

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: